Χάρτης 75 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-75/biblia/i-eksoria-os-ipostroma-kai-os-symvolo
Η σπουδαία Ιρανή ποιήτρια και συγγραφέας Γιλά Μοσάεντ, εξορισμένη από το καθεστώς Χομεϊνί, ζει εδώ και σαράντα περίπου χρόνια στη Σουηδία, έχοντας αφήσει σημαντικότατο αποτύπωμα στη σουηδική λογοτεχνία. Μολονότι πολλά ποιήματά της έχουν ήδη μεταφραστεί στα ελληνικά, το Αργοπορούν οι λέξεις (τίτλος σουηδικού πρωτοτύπου: Orden är försenade) είναι η πρώτη ολοκληρωμένη ποιητική της δουλειά που μεταφράζεται στη γλώσσα μας. Και μεταφράζεται με τρόπο μετρημένο, μελωδικό και καλαίσθητο, και πάλι από την ποιήτρια Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, που έχει ήδη μεταφράσει ως τώρα πολλά επιλεγμένα ποιήματα της Μοσάεντ.
Η συλλογή Αργοπορούν οι λέξεις απαρτίζεται από 70 ολιγόστιχα ποιήματα, όλα άτιτλα, διαιρεμένα σε τρείς ενότητες, άτιτλες επίσης. Εκφραστικά, πρόκειται για ποιήματα ήσυχα. Δεν σου επιτίθενται. Δεν σε αρπάζουν απ’ το λαιμό. Δεν σε ξεκουφαίνουν. Έχουν μάλλον τη γοητεία ενός ψιθύρου. Και ενώ είναι γραμμένα σε μια λιτή, κατανοητή και απόλυτα σύγχρονη γλώσσα, η οποία τα καθιστά βατά, προσιτά και φαινομενικά απλά, κουβαλούν πάνω τους τα βαριά διακριτικά ενός πανάρχαιου λυρισμού: το βάθος, την υποβλητικότητα, τη γνησιότητα αισθήματος και βιώματος, τις διαυγείς εικόνες και μια σχεδόν ειδωλολατρική θέαση της φύσης, έναν ιδιότυπο παμψυχισμό, με τα φυσικά στοιχεία (τη νύχτα, τη μέρα, τα δέντρα, τα πουλιά, τη γη, τον άνεμο κλπ) να εισβάλλουν από παντού, προσωποποιημένα και ολοζώντανα.
Το Αργοπορούν οι λέξεις, όμως, συνδέεται με το μακρινό λογοτεχνικό παρελθόν, όχι μόνο εκφραστικά αλλά και νοηματικά, καθώς εγγράφεται στη λεγόμενη «ποίηση της εξορίας»: ένα πανάρχαιο ποιητικό είδος, που «εγκαινιάστηκε» από τον ρωμαίο ποιητή Οβίδιο (Tristia, Epistulae ex Ponto) προ 2000 ετών. «Ποίηση της εξορίας» μπορεί συμβατικά να ονομαστεί το βιωματικό εκείνο είδος ποίησης, στο οποίο ένας δημιουργός, αβούλητα εκτοπισμένος από την πατρίδα του, αποτυπώνει ποιητικά τις εμπειρίες από τον εκτοπισμό του. Και η παρούσα συλλογή της Μοσάεντ ανήκει στο συγκεκριμένο είδος, όχι επειδή όλα τα ποιήματα που περιέχονται σ’ αυτήν αναφέρονται στον εκπατρισμό της ποιήτριας (τουναντίον μάλιστα: πολύ λίγα το κάνουν ξεκάθαρα), αλλά κυρίως επειδή σε όλα υπάρχει το τραυματικό βιωματικό υπόστρωμα του εξόριστου, που αναδύεται, ακόμη και σε ποιήματα με διαφορετική νοηματική στόχευση.
Ο κομβικός ρόλος που διαδραματίζει το θέμα της εξορίας στην παρούσα συλλογή δηλώνεται ήδη από το πρώτο ποίημα. Εκεί η ποιήτρια (όπως ο βιβλικός Μωυσής: ο κατεξοχήν εξόριστος της Παλαιάς Διαθήκης), ανεβαίνει σε κάποιο βουνό και βιώνει μια αποκαλυπτική εμπειρία. Οι βιβλικές αναφορές, λίγο παρακάτω στο ίδιο ποίημα, διευκολύνουν τον συσχετισμό της ποιήτριας με τον εξόριστο ήρωα: «Χορτάτη επιστρέφω/ στην έρημο/ μέσα από τη νεκρή θάλασσα», γράφει, ανακαλώντας τον Μωυσή, όταν εκείνος, μετά την ανάβασή του στο όρος Σινά, επέστρεφε στα εγκόσμια με τις 10 εντολές ανά χείρας. Πρόκειται για ένα κλείσιμο του ματιού στον αναγνώστη, μια ένδειξη ότι εδώ γράφεται «ποίηση εξορίας».
Και πράγματι, στο Αργοπορούν οι λέξεις η Μοσάεντ υιοθετεί –όπως θα δούμε– κάποιες βασικές συμβάσεις του συγκεκριμένου ποιητικού είδους, ενώ παράλληλα το ανανεώνει ριζικά, υπερβαίνοντας τα τυπικά του στεγανά.
Κατ’ αρχάς σε κάθε ποίηση εξορίας κυριαρχεί το δίπολο εξορία/πατρίδα, στο οποίο πάντα ο θετικός πόλος είναι η πατρίδα και o αρνητικός η εξορία. Στα ποιήματα της παρούσας συλλογής, οι δύο αυτοί πόλοι είναι ευδιάκριτοι και λαμβάνουν πολλές συμβολικές αποτυπώσεις, πάντοτε αντιθετικές μεταξύ τους. Η μεν πατρίδα ταυτίζεται με τη μητέρα, την αδερφή, τη μητρική γλώσσα, τη μητρική αγκαλιά, το άρωμα του κουρκουμά, τα φτερά, το φως, την θέρμη του ήλιου, το φεγγάρι, τα τραγούδια, τον χορό των δερβίσηδων. Στον αντίποδα βρίσκεται η εξορία, που εδώ ταυτίζεται με το κρύο, το σκοτάδι, την αγλωσσία, την σιωπή, την απώλεια των φτερών, την έλλειψη της μητέρας, την απομόνωση και τη μοναξιά. Με άλλα λόγια, η εξορία προσδιορίζεται από την απουσία και την στέρηση όλων όσων συνιστούν την έννοια της πατρίδας: είναι μια συνθήκη θλίψης και έλλειψης σε αντίθεση με την πατρίδα που συνάπτεται με την ευτυχία και την πληρότητα. Και γι’ αυτό, η ποίηση της Μοσάεντ –ως ποίηση εξορίας– είναι σε μεγάλο βαθμό μια ποίηση πόνου, σκότους, φόβου, και μοναξιάς.
Μια άλλη σύμβαση που συναντάται συχνά στην ποίηση της εξορίας είναι η προσπάθεια του εξόριστου να συμφιλιωθεί με τη νέα συνθήκη, να βρει εσωτερικές διεξόδους και να αναπτύξει σχέσεις με το καινούργιο περιβάλλον. Στα ποιήματα της παρούσας συλλογής η Μοσάεντ καταγράφει ποιητικά τις διεξόδους, που η ίδια εφευρίσκει, προκειμένου να καταστήσει τον εκτοπισμό της πιο ανώδυνο: ως κύρια διέξοδος λειτουργεί ασφαλώς η ποίηση, μέσω της οποίας η ποιήτρια σκεπάζει με λέξεις τα αόρατα σώματα των νεκρών και βιώνει τη λυτρωτική χαρά του μοιράσματος. Δεύτερη διέξοδος η μνήμη, που αναβιώνει τον οριστικά απολεσθέντα παράδεισο της παιδικής και νεανικής ευτυχίας. Τρίτη τα όνειρα: «δεν μου έχουν απομείνει άλλα μέσα/ για να αντιμετωπίσω τον κόσμο», γράφει χαρακτηριστικά. Τα όνειρα ενίοτε αφήνονται από ένα αόρατο χέρι ή από κάποια φυσική δύναμη πάνω στο τραπέζι της ποιήτριας, σαν μυστική δωρεά ή ίσως σαν ζείδωρος τροφή. Τέταρτη διέξοδος ο έρωτας, που αν και συχνά αποτελεί αιτία πόνου και εξαπάτησης, εντούτοις λειτουργεί ως αντίδοτο στη σιωπή, στο σκοτάδι, στο τραύμα, στην έλλειψη και στην αβεβαιότητα: σε όλα εκείνα, δηλαδή, που αποτελούν τον τραυματικό συναισθηματικό πυρήνα της εξορίας. Έσχατη και οριστική διέξοδος από τη σκοτεινή πραγματικότητα, κάτι σαν φυσική φυγόκεντρη ορμή, παραμένει ο θάνατος, που εικονίζεται είτε ως αιώνιος ύπνος είτε ως ένωση με τη γη. Σε κάθε περίπτωση, η στάση της ποιήτριας απέναντί του παραμένει αμφίθυμη, καθώς η ίδια άλλοτε πορεύεται προς αυτόν συνειδητά και άλλοτε τον αποφεύγει, προτάσσοντας την αγάπη και τη χαρά της ζωής.
Πέρα από τις ειδολογικές συμβάσεις, όμως, μεγάλο ενδιαφέρον στην παρούσα συλλογή παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο η Μοσάεντ αποτυπώνει την ψυχολογία του εξόριστου, στην οποία συνυπάρχουν η ανάγκη για απομόνωση και η ανάγκη για συνύπαρξη. Διαιρεί, λοιπόν, το βιβλίο σε 3 ενότητες (άτιτλες, όπως σημειώσαμε παραπάνω), καθεμιά από τις οποίες αποτυπώνει ένα διαφορετικό στάδιο μιας πορείας που ξεκινά από τον εαυτό και καταλήγει στην ένωση με τον άλλον. Κεντρικό ρόλο στην απόδοση αυτής της εσωτερικής πορείας παίζει σε κάθε περίπτωση η επιλογή του ρηματικού προσώπου.
Η πρώτη ενότητα περιλαμβάνει 29 ποιήματα που αναδεικνύουν την ανάγκη για ενδοσκόπηση
και μοναξιά. Η ανάγκη αυτή είναι εύλογη, καθώς, εν μέσω ανθρώπων άγνωστων (και εν προκειμένω ετερόγλωσσων), ο εξόριστος νιώθει ευάλωτος και ανεπιθύμητος, και ως εκ τούτου απομονώνεται, για να ανακτήσει μια αίσθηση ασφάλειας και ευτυχίας. Στην πρώτη ενότητά του βιβλίου, λοιπόν, κυριαρχεί ρηματικά το εσώστροφο α΄ ενικό πρόσωπο, ενώ, δραματικά, πρωταγωνιστεί το ποιητικό υποκείμενο, που περιφέρεται συνήθως ασυντρόφευτο, μονοπωλεί την ποιητική δράση και συχνά καταφεύγει σε χώρους που επιτρέπουν την απομόνωση και την αυτοπαρατήρηση: σε ένα δάσος, σε ένα νεκροταφείο ή –συχνότερα– στο διαμέρισμα όπου διαβιεί.
Στη δεύτερη ενότητα, που περιλαμβάνει 17 ποιήματα, διαφαίνεται εντονότερα η ανάγκη για ετεροπαρατήρηση και εμπλοκή στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Εδώ ο άλλος δεν είναι απλώς μια ανάμνηση ή ένα απείκασμα της φαντασίας (όπως στο πρώτο μέρος της συλλογής) αλλά γίνεται ζώσα οντότητα με σάρκα και αίμα. Σε εκφραστικό επίπεδο εμφανίζεται πολύ συχνότερα το α΄ πληθυντικό πρόσωπο, ως έκφραση μιας συλλογικότερης οπτικής, αλλά και το γ΄ ρηματικό πρόσωπο, που χρησιμοποιείται για να δηλωθεί η εστίαση στον άλλον: είτε στο άτομο που πάσχει είτε στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.
Η τρίτη και τελευταία ενότητα αποτελείται από 24 ποιήματα, που αποτυπώνουν με τρόπο άμεσο την ανάγκη για ουσιαστικότερη ένωση, για πλήρωση και για λήψη μιας
δωρεάς. Η δωρεά αυτή είναι συνήθως η αγάπη ή ο θάνατος· και ακριβώς επειδή αγάπη και θάνατος είναι δύο καταστάσεις που παρουσιάζονται εδώ ως επιθυμητές και συγχρόνως προσιτές, η ποιητική συλλογή αφήνει εντέλει στον αναγνώστη μια επίγευση ευτυχίας και λύτρωσης. Στην τρίτη αυτή ενότητα χρησιμοποιείται τακτικότατα το β΄ πρόσωπο ενικού, που αισθητοποιεί μια ανάγκη για άμεση απεύθυνση και για επικοινωνία με κάποιο εσύ. Μολονότι η σχέση του ποιητικού εγώ με αυτό το εσύ δεν προσδιορίζεται επαρκώς, και μολονότι δεν είναι βέβαιο αν το β΄ ενικό απευθύνεται πάντα στο ίδιο πρόσωπο, είναι σαφές ότι ανάμεσά τους υπάρχει μια σχέση ζωτική που κυμαίνεται από την επώδυνη στέρηση μέχρι την αγάπη και τη λύτρωση.
Το ουσιωδέστερο στοιχείο της συλλογής αυτής όμως είναι η συμβολική διάσταση που λαμβάνει εδώ το βίωμα της εξορίας. Το βίωμα αυτό, που εισάγεται ήδη από το πρώτο ποίημα της συλλογής, υπερβαίνει τα στενά πλαίσια της εκδίωξης ενός ανθρώπου από τη χώρα ή την πόλη του. Η εξορία στην ποίηση της Μοσάεντ δεν αποδίδεται με τρόπο στενό και κυριολεκτικό αλλά παρουσιάζεται ως κάτι ευρύτερο: ως μια αποκοπή από την οικεία μας κατάσταση· ως μια μορφή αποξένωσης από τον εαυτό μας και από τον φυσικό μας χώρο. Σε ένα από τα πρώτα ποιήματα της συλλογής λ.χ. ακόμη και ο θάνατος περιγράφεται έμμεσα ως μια μορφή εξορίας, αφού οι νεκροί, όπως οι εξόριστοι, είτε σιωπούν είτε μιλούν μια δική τους γλώσσα που εμείς οι ζωντανοί αδυνατούμε να κατανοήσουμε. «Στο νεκροταφείο χάνω τα λόγια μου / Τη γλώσσα τους (ενν. των νεκρών) δεν τη μάθαμε ακόμη / Ούτε και τη σιωπή τους», γράφει. Σε ένα άλλο ποίημα, που μοιάζει με πλατωνικό μύθο, η ίδια η ανθρώπινη ύπαρξη παρουσιάζεται ως συνθήκη εξορίας. Γράφει η Μοσάεντ:
Πριν το ταξίδι
αφήσαμε τις σκιές μας
για να μπορέσουμε να επιστρέψουμε
Να γίνουμε ολόκληροι
Κατεβαίνοντας τινάξαμε τα φτερά του τσαλαπετεινού
Χάσαμε τη χαρά
Ξεχάσαμε τη θέληση του δημιουργού
Προσγειωθήκαμε στη γη
μονάχοι
κανείς δεν έμοιαζε στον εαυτό του πλέον
και όλα άρχισαν εκεί.
Ο άνθρωπος εδώ ξεκινά από έναν ουράνιο κόσμο πληρότητας, για να προσγειωθεί τελικά, μετά από ένα μακρύ ταξίδι, στην οδυνηρή επίγεια πραγματικότητα, βιώνοντας, όπως ένας εξόριστος, μια αίσθηση μοναξιάς και απώλειας του εαυτού. Και εδώ ακριβώς συνοψίζεται μια ιδέα που διατρέχει ολόκληρη τη συλλογή: ότι δηλαδή η εξορία συμβολίζει εντέλει τη φύση μας. Δεν είναι στίγμα ούτε εξαίρεση: είναι ένα βίωμα πανανθρώπινο. Και, υπ’ αυτήν την έννοια, είμαστε όλοι εξόριστοι, αφού η απόλυτη μορφή εξορίας είναι τελικά η ίδια η ζωή.