Χάρτης 75 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-75/kinhmatografos/pandokheio-ghimnwn-podiwn-arkhitektoniki-eghkiklopaidikoy-mithistorimatos
Περίληψη αδημοσίευτων προηγουμένων: Ο εγκυκλοπαιδιστής των Γυμνών Ποδιών έχει, ήδη συμπεριλάβει στο λήμμα Ξυπόλυτες Γυναίκες Παραδομένες σε Ξένα Χέρια α) την νηπιαγωγό του, β) την καλλιτέχνιδα και περφόρμερ Μαρίνα Αμπράμοβιτς και γ) μια λογοτεχνημένη ηρωίδα ενός διηγήματος του Μίλαν Κούντερα, οι οποίες σε συγκεκριμένες περιστάσεις κατά την δεκαετία του εβδομήντα –Κυψέλη (1973), Νάπολη (1973) και κάπου στην Τσεχοσλοβακία (1979) – αφέθηκαν οικεία βουλήσει στις βουλές των άλλων. Το πρώτο έτος της επόμενης δεκαετίας, μια τέταρτη γυναίκα θα συμπλήρωνε την σκοτεινότερη γωνία του τετραγώνου, με την άνευ συναίνεσης αλλά και συνείδησης παράδοσή της.
Θραύσματα. Μια ξανθιά γυναίκα με πράσινα μάτια μεταφέρεται επειγόντως στο νοσοκομείο ύστερα από απόπειρα αυτοκτονίας με τοξικό δηλητήριο. Μαζί της στο ασθενοφόρο ένας ψύχραιμος άντρας που παραμένει στον θάλαμο αναμονής του νοσοκομείου. / Η ίδια γυναίκα με μια μοβ ρόμπα μέσα σ’ ένα ακατάστατό διαμέρισμα πίνει πρώτα από ποτήρι και ύστερα από μπουκάλι, έτοιμη να καταρρεύσει. / Ο άντρας μπροστά σε μια γραφομηχανή ακούει στο τηλεφωνητή το απελπισμένο της μήνυμα. Χωρίς να βιάζεται, δένει την γραβάτα του και αναχωρεί. / Θραύσματα μιας ιστορίας προς ανασύνθεση, ψηφίδες που θα ενισχύονται και θα συγκολλούνται με νέες, μέχρι να σχηματιστεί το ψηφιδωτό μιας ερωτικής σχέσης που κατέληξε να χαροπαλεύει στα επείγοντα.
Ζεύγος. Γνωρίστηκαν σε ένα πάρτι, δυο Αμερικανοί στη Βιέννη. Η Μιλένα ήταν παντρεμένη με έναν μεγαλύτερο άντρα που ζούσε στην Τσεχοσλοβακία και αγαπούσε πλέον πλατωνικά, ο ψυχαναλυτής Άλεξ Λίντεν δίδασκε στο πανεπιστήμιο της πόλης. Τον πλησίασε ευδιάθετη και διαθέσιμη, του πρωτομίλησε χωρίς περιστροφές -«αν πρόκειται να συναντηθούμε, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι τώρα»-, αντάλλαξαν το καθιερωμένο λεξιλόγιο του φλερτ και μετά χάθηκαν σε χωριστά δωμάτια. Όταν αργότερα εκείνος κίνησε να φύγει την συνάντησε γερμένη στον τοίχο ενός διαδρόμου με το πόδι της σηκωμένο κάθετα στον τοίχο, σαν κλειστή πόρτα. Τα πόδια της στο καλσόν και τα πέδιλα, ελεύθερα προς θέαση. Ο άντρας κλήθηκε να περάσει κάτω από το γόνατο και την γάμπα της. Η είσοδος στον κόσμο της είχε μόλις συντελεστεί.
Αντίθεση. H αρχική έλξη είναι πάντα ισχυρή και τα στοιχεία του ενός εντυπωσίασαν τον άλλο: η ενθουσιώδης ιδιοσυγκρασία και το ελεύθερο πνεύμα της, η κλειστή προσωπικότητα και η σιωπηλή ματιά του. Τα δυο ετερώνυμα συναντήθηκαν στο κοινό πεδίο μιας ασυγκράτητης λαγνείας. Η Μιλένα διακαώς διαφύλαττε επιλεγμένες γωνίες της ιδιωτικότητάς της και δεν επιδεχόταν περιορισμούς, ενώ ο Άλεξ επιθυμούσε ως ερευνητής να γνωρίζει το παραμικρό για την ύπαρξή της. Ο αέρας ανάμεσά τους ήταν εύφλεκτος, ο αυθορμητισμός απέναντι στην ψυχραιμία, το ενστικτώδες εναντίον το λογικού.
Εμμονή. Ο Άλεξ απέκτησε έντονη εμμονή με την Μιλένα. Παρέμεινε ένας απαθής παρακόλουθος που δεν την αντιμετώπισε ως ασθενή αλλά ως μια συναρπαστική δυνατότητα μελέτης. Ο πηγαίος ερωτισμός της έπρεπε να καταγραφεί, η ακατέργαστη λαγνεία να καταλήξει σε ένα πόρισμα. Ίσως ακριβώς το γεγονός ότι μπορούσε να (μην;) κατανοήσει την κατάστασή της, τον έκανε να την επιθυμεί όλο και περισσότερο ως πολύτιμο έντομο στο εργαστήριό του. Αναζητούσε τα στοιχεία του συζύγου της και την δυνατότητα διαζυγίου, ψαχούλευε τις φωτογραφίες της με άλλους άντρες ώστε να την ανακρίνει για το ποιον τους, την παρακολουθούσε στον δρόμο. Στην αίθουσα διδασκαλίας υποστήριζε πως βρισκόμαστε όλοι σε συνεχή απομόνωση, αλλά κατασκοπεύουμε οποιονδήποτε και οτιδήποτε γύρω μας. Στην ερώτηση ενός φοιτητή αν και ο ίδιος αισθανόταν ως ένας κατάσκοπος απάντησε πως θα προτιμούσε τον χαρακτηρισμό του «παρατηρητή».
Έρευνα. Όταν η Μιλένα βρισκόταν μεταξύ ζωής και θανάτου, ένα άλλο ζεύγος βρισκόταν σε άλλου είδους σύγκρουση. Ένας παράξενος ντετέκτιβ ξεκίνησε να ερευνά το περιστατικό, παρατηρώντας με καχυποψία τον ψυχρό Άλεξ o οποίος δήλωνε απλώς φίλος της αλλά δεν απέφυγε αντιφάσεις και ανακολουθίες. Οι πρώτες τους αντιπαραθέσεις ήταν γλωσσικής φύσης: όταν ο ντετέκτιβ ανέφερε την έκφραση normal people, ο γιατρός του είπε ότι ξόδεψε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του προσπαθώντας να καταλάβει τι σημαίνει νορμάλ, χωρίς να το έχει ακόμα καταφέρει· όταν ο πρώτος αποτόλμησε τον χαρακτηρισμό mad, ο δεύτερος τόνισε ότι πρόκειται για έκφραση που ποτέ δεν χρησιμοποιεί. Η εναλλαγή των θραυσμάτων, από το παρελθόν στο παρόν, από την ερωτική ευτυχία στην απόγνωση και από την συναρμολόγηση της τελευταίας τους βραδιάς στην ανάκριση του ντετέκτιβ είναι διαρκής. Μόνο ο τελευταίος μπορούσε να ενώσει τα κομμάτια της αλυσίδας, υποτελής και αυτός της δικής του μανίας, της εισόδου στον εγκέφαλο των δυο εραστών, ενίοτε ζώντας και ο ίδιος τα γεγονότα σαν σε δανεική παραίσθηση. Το ντουέτο τους εξελίχθηκε σε μονομαχία λογικής, στρατηγικής και ψυχολογίας.
Ευτυχισμένες μέρες. Στις ευτυχισμένες τους μέρες τα πόδια της ήταν μονίμως γυμνά. Τον προσκαλούσαν στο κρεβάτι να μοιραστεί το παγωτό της ή να χαθούν στο λευκότερο σεντόνι. Όταν έκαναν έρωτα τα μάτια της ήταν χαμογελαστά, τα δόντια της περιχαρή. Τα βιβλία παρέμεναν ανοιχτά, ο καπνός έφτανε ως το ταβάνι. Το διαμέρισμα γινόταν ολοένα και πιο ακατάστατο – σκόρπιες εφημερίδες, ρούχα ριγμένα στο πάτωμα, στοιβαγμένα πιάτα. Τα ζωγραφικά έργα στους τοίχους έμοιαζαν σιωπηλές υποσημειώσεις της δικής τους ιστορίας. Κάποτε άπλωσε το γυμνό της πόδι να αγγίξει την διπλανή βιβλιοθήκη. Τα δάχτυλά της διέτρεξαν τις ράχες των βιβλίων, είχαν ήδη όμως τους δικούς τους τίτλους.
Χάσμα. Ο ανήθικος ερευνητής πλεονεκτούσε απέναντι στην ευάλωτη μελετώμενη, αλλά η Μιλένα δεν ήταν μια άγουρη μαθήτρια αλλά μια προσωπικότητα που λυσσούσε για ελευθερία, ακόμα κι αν αυτή γειτνίαζε με την αυτοκαταστροφή. Η ανάγκη της να δίδεται χωρίς φραγμούς και να συμπεριφέρεται όπως αισθάνεται εξέλυε μια ενέργεια χαοτική, εμφανή ακόμα και στον τρόπο με τον οποίο εκφραζόταν με όλο της το σώμα. Όσο περισσότερους κανόνες έβαζε στον εαυτό της, του έλεγε, τόσο πιο δυστυχής ένοιωθε. Θα μπορούσε να την καταλάβει, το πώς είναι και το πόσο θέλει να γίνει αυτή που είναι; Κάποτε τον υποδέχτηκε με ένα πορτοκαλοκόκκινο φόρεμα και ανάλογες γόβες, περίλαμπρη και ανυπόμονη για την αντίδρασή του. Κι ύστερα κατακρημνίστηκε από το αδιάφορο βλέμμα του.
Πτώση. Ο Άλεξ άρχισε να εξαντλείται από τα ταραχώδη σκαμπανεβάσματα της. Με μια ζήλεια διαβρωτική, αδυνατούσε να αντέξει στη σκέψη της με άλλους άνδρες. Η Μιλένα μετατράπηκε σε αντικείμενο φθόνου και απέχθειας. Σε μια ενδεικτική σκηνή μπήκε στο σπίτι συνοφρυωμένος, χωρίς να της ρίξει ένα βλέμμα. Η Μιλένα με μια κοντή ρόμπα καθόταν σε μια καρέκλα, τα γυμνά πόδια της σε μια άλλη, στα χέρια της το The sheltering sky του Paul Bowls, στο τραπέζι δίπλα της ένα γεμάτο σταχτοδοχείο κι ένα πακέτο Milde Sorte. Μια τόσο ερωτική γυναίκα περιορισμένη στην αναμονή, ημίγυμνη στη μοναξιά. Οι ερωταποκρίσεις τρυπούσαν σαν βελόνες και οδήγησαν σε σπαραγμό. Το σεξ κατέληξε και πάλι σε πεδίο μάχης, συμφιλίωσης, ικεσίας, απόδρασης· ένα διάλειμμα στην απελπισία, μια προσωρινή ανακωχή.
Οπουδήποτε. Κι όμως, αυτός ο έρωτας δεν απομονώθηκε στο τεχνητό ημίφως του διαμερίσματος με την οσμή του σεξ και του αλκοόλ. Ταξίδεψαν στο Μαρόκο, μήπως το έκλυτο φως στέγνωνε κάτι από την υγρασία ανάμεσά τους. Δεν γνώριζαν ότι οι αποδράσεις όχι μόνο δεν κλείνουν τα χάσματα αλλά ενίοτε τα ανοίγουν περισσότερο. Η γελοία του προσπάθεια όταν ανεβασμένος στην καρότσα ενός φορτηγού έσκυβε για να δει τι συνέβαινε στη Μιλένα που καθόταν ανάμεσα στον οδηγό και στον συνοδηγό…· η σκέψη του να επιστρέψουν στις Ηνωμένες Πολιτείες για να διδάξει, την στιγμή που εκείνη επέμενε να ζήσουν την στιγμή…· η πρότασή του να παντρευτούν στο εγγύς μέλλον και η ενθουσιασμένη της αντιπρόταση να συμβεί εκεί και τότε. Καθοδικά βήματα σε ένα κλιμακοστάσιο όπως της πολυκατοικίας της, όπου του φώναξε πως την θέλει μόνο για να την κατέχει και να την απορρίπτει και πως δεν θέλει να είναι δική του ούτε κανενός. Σ’ εκείνες τις σκάλες την χαστούκισε όταν του απαγόρευσε να ξαναχρησιμοποιήσει την λέξη αγάπη, κι ύστερα οι γόβες της πετάχτηκαν μακριά και τα πέλματά της βρέθηκαν στον αέρα, σ’ έναν ακόμα παθιασμένο έρωτα ανάμεσα σε δυο ορόφους.
Προεπίλογος. Στην τελευταία πράξη της τραγωδίας που παίζεται σε κάθε έρωτα η Μιλένα τον υποδέχτηκε με έντονο μακιγιάζ σαν ηρωίδα αρχαίου ιαπωνικού θεάτρου, γελώντας σαρκαστικά, γιορτάζοντας «το τέλος της Μιλένας που δεν του αρέσει». Η νέα Μιλένα σκόπευε να είναι μαριονέτα, κλόουν και θεατρίνα. Ο Άλεξ αποχώρησε αηδιασμένος, οι φωνές της από το παράθυρο έσκισαν την ησυχία της νύχτας χωρίς να τον αγγίξουν. Ίσως ήταν εκείνη η νύχτα, ή κάποια επόμενη, που η φωνή της πάσχιζε να συρθεί μέσα από τα τηλεφωνικά καλώδια, για να ακουστεί η επιθυμία της λήθης ή του θανάτου.
Κτηνωδία. Ο Δρ. Λίνεν άκουσε και ξανάκουσε την κασέτα του τηλεφωνητή, σα να ενδιαφερόταν μονάχα για το λεξιλόγιο της βύθισης, τους ήχους της φυγής. Έσβησε τα φώτα, βγήκε, σταμάτησε σε κάποιο μπαρ. Χωρίς βιάση ανέβηκε στο διαμέρισμα και την βρήκε ημιαναίσθητη. Είδε το άδειο μπουκαλάκι και το πέταξε στα πόδια της μαζι με μερικές βαριές λέξεις. Εκείνη τινάχτηκε ελαφρά, ως ελάχιστη δυνατή αντίδραση. Την ανέβασε στο κρεβάτι, κάθισε δίπλα της και την παρακολούθησε να κυλάει στην αναισθησία. «Είμαστε μόνοι μας, δεν χρειαζόμαστε κανέναν άλλον», της ψιθύρισε, ψεύτης ακόμα και στον εαυτό του, γιατί ήταν μόνος του, εκείνη δεν ήταν εκεί, μόνο ένα σώμα - σαρκίο κρεμάμενο. Την αγκάλιασε και την περιεργάστηκε από πάνω έως κάτω, σα να ήθελε να βεβαιωθεί για ό,τι επιθυμούσε να κάνει. Εμείς οι κατάσκοποι ανεβήκαμε με την κάμερα ψηλά, να τα βλέπουμε όλα. Το δωμάτιο ήταν ακατάστατο περισσότερο από κάθε άλλη φορά· το ακουστικό του τηλεφώνου ριγμένο, στο πάτωμα σκορπισμένοι δίσκοι, βιβλία και εφημερίδες – η ζωή που συνεχιζόταν ή οι αδύνατες διαφυγές. Στο τζάμι ενός παραβάν μια φράση της γραμμένη με κραγιόν: πού πηγαίνω τώρα;
O Άλεξ παραμέρισε την ρόμπα της Μιλένα, έσκισε τα εσώτερα υφάσματα με έναν χαρτοκόπτη και την βίασε. Γυμνοί, αργά, ψυχρός. Κατόπιν την έντυσε ξανά στα μωβ και την έβαλε ανάσκελα στο κρεβάτι, έτοιμη για το ασθενοφόρο. Προτού φύγει της άνοιξε για λίγο το ένα βλέφαρο και άναψε έναν αναπτήρα κοντά στην καμάρα του πέλματός της κι ύστερα δυο φορές από την φτέρνα ως τα δάχτυλα για επαληθευτεί η απουσία κάθε ερεθίσματος. Τα πόδια που θα έπρεπε να θερμαίνονται από λατρεία, τώρα χρησίμευαν ως ασφαλείς ενδείξεις αναισθησίας.
Μακριά. Η τραχειοτομή που της έσωσε την ζωή εναλλάχθηκε στο μοντάζ με τις στιγμές των οργασμών που της απογείωναν την ζωή. Μόλις πάψουμε να την παρακολουθούμε, θα επιστρέψει σε αυτούς, μακριά από τον δόκτορα η τιμωρία του οποίου είναι ο ίδιος του ο εαυτός. Όταν τον συνάντησε σ’ έναν κεντρικό δρόμο της Νέας Υόρκης και εκείνος στάθηκε να της μιλήσει, τον προσπέρασε αδιάφορη.
Υστερογραφήματα. Μετά από τέσσερις μέρες γυρισμάτων
οι υποκριτές εραστές ήθελαν να αποχωρήσουν λόγω συναισθημάτων ενοχής και
αποστροφής, τα οποία όμως ακριβώς επιθυμούσε ο σκηνοθέτης. Σύμφωνα με
τον ίδιο, ο άντρας (Art Garfunkel) παρουσίαζε ενδείξεις πανικού, ίσως
λόγω του ρόλου που θα έκανε και άλλους να ανακαλύψουν την δική τους
μαύρη τρύπα, ενώ συνάδελφοι και ηθοποιοί σταμάτησαν να του μιλούν για
καιρό, πράγμα που απέδωσε στο γεγονός ότι οι άνθρωποι σε απεχθάνονται
όταν κρατήσεις έναν καθρέφτη μπροστά στο πρόσωπό τους. / Πότε άλλοτε
είχε κινηματογραφηθεί ο βιασμός μιας γυναίκας σε πλήρη αναισθησία; Μέχρι
τότε κάθε βιαζόμενη αντιδρούσε με ουρλιαχτά, δάκρυα, ικεσίες. Τώρα
σιωπούσε, ήταν αλλού. / Κατά την διάρκεια των γυρισμάτων, η σύντροφος
του Art Garfunkel, ηθοποιός Laurie Bird, αυτοκτόνησε στη Νέα Υόρκη.
Σύμφωνα με τις δηλώσεις του ήταν όμορφη με έναν μοναχικό, στοιχειωμένο
τρόπο, δεν ένοιωθε ευτυχής με τον εαυτό της και έφυγε στα είκοσι πέντε,
ηλικία στην οποία αυτοκτόνησε και η μητέρα της. Όσον αφορά τον ίδιο,
«δεν ήταν έτοιμος για γάμο μαζί της». / Η εταιρεία διανομής χαρακτήρισε
την ταινία «άρρωστο φιλμ φτιαγμένο από άρρωστους ανθρώπους για άρρωστους
ανθρώπους», ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες έμεινε εκτός κυκλοφορίας σε
βιντεοκασέτα ή dvd μέχρι το 2005. Ο καθρέφτης έμεινε για χρόνια
σκεπασμένος. / Η γυναίκα και ο σκηνοθέτης ερωτεύτηκαν αλλήλους και
γύρισαν άλλες έξι ταινίες μαζί.
{Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται}.
Η ταινία: Bad timing (Νicolas Roeg, 1980) [Αρχικός/εναλλακτικός τίτλος: Bad timing: A sensual
obsession]. H γυναίκα: Theresa Russell.