Χάρτης 74 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-74/afierwma/ennia-poiimata-tis-sapfws
Με τη Σαπφώ και τα ποιήματά της πολεμάω από τον περασμένο αιώνα. Για να νιώσω, και ποιητικά, και μέσα από την ενδογλωσσική μεταφραστική δοκιμή και δοκιμασία δηλαδή, αυτό που ήδη κατανοούσα με τους όρους της φιλολογίας: ότι η ποιήτρια από τη Λέσβο χαίρεται αμείωτη την τεράστια αξία της για καθαρά ποιητικούς λόγους και όχι για γραμματολογικούς. Ναι, πρωτοπόρησε, εισηγήθηκε και θεμελίωσε, ναι, είναι αδύνατο και αδιανόητο να μιλήσουμε για τον λυρισμό δίχως να σταθούμε στο έργο της, όσο έχει απομείνει, η σημασία της ωστόσο δεν ορίζεται από τη φιλολογία. Δεν τη χρωστάει ούτε στην ηλικία της, στις δυόμισι χιλιετίες και πλέον που μας χωρίζουν από την εποχή της, ούτε στη γοητεία που ασκούν τα αποσπάσματα, ακόμα και πολύ κοντινότερών μας ποιητών.
Η Σαπφώ μιλάει ποιητικά και σήμερα. Και για να γίνει ακουστή η ομιλία της αυτή, δεν έχει ανάγκη την επικουρία καμιάς εξηγητικής υποσημείωσης, για τα ιστορικά και φιλολογικά πρόσωπα και πράγματα του καιρού της. Το βλέμμα της συλλαμβάνει ακαριαία όσα συντελούνται στο σώμα και το πνεύμα είτε όταν πανηγυρίζουν τον έρωτα είτε- το πιο συχνό, όπως γενικότερα συμβαίνει στην ερωτική λυρική ποίηση- πενθούν για την απώλειά του, και η γλώσσα της τα ιστορεί με κοφτερή τόλμη, εγκαινιάζοντας και θεσπίζοντας τους όρους.
Μυριάδες στίχοι έχουν γραφτεί έκτοτε για την αίγλη του έρωτα και για τις στάχτες του. Ο τρόπος της Σαπφώς, εσαεί φρέσκος, ανθισμένος, είναι πάντοτε ένα όριο. Ένα ορόσημο.
Οι τίτλοι στα μεταφρασμένα ποιήματα είναι βέβαια δικοί μου.
1.
Προσευχή στην Αφροδίτη
Του Δία κόρη, Αφροδίτη αθάνατη, που θρόνο
πλουσιοστόλιστο κατέχεις, δολοπλέχτρα εσύ, δέομαί σου,
μη, δέσποινά μου, μη την ψυχή μου με λύπες βασανίζεις
και με πόνους.
Μα έλα, όπως και άλλοτε ήρθες. Την ικεσία μου
από μακριά εισακούοντας τότε, τα χρυσά
τού πατρός σου παλάτια εγκατέλειψες, το άρμα σου
ζεύοντας.
Γοργά σπουργίτια κι όμορφα το έσερναν.
Κι απ’ τα ουράνια ψηλά στη μαύρη γη
σε φέρανε, πυκνά φτεροκοπώντας
στον αιθέρα.
Στιγμή δεν άργησαν. Κι εσύ, μακάρια, μ’ ένα χαμόγελο
το πρόσωπό σου να λαμπρύνει το αθάνατο,
τι έπαθα πάλι ρώτησες να μάθεις, γιατί και πάλι
σε καλώ,
και τι η φρενιασμένη μου ψυχή λαχταράει
να γίνει. «Ποια θέλεις τούτη τη φορά
να σ’ αγαπήσει; Ποια σ’ έριξε σε βάσανα,
Σαπφώ μου;
Αν σε αποφεύγει, γρήγορα ξοπίσω σου θα τρέχει.
Κι αν τα δώρα σου τ’ αρνιέται, δώρα θα σου προσφέρει.
Δεν σ’ αγαπάει; Γρήγορα θα σε λατρέψει, ακόμα κι αν
δεν θέλει.»
Αχ, έλα πάλι, δέσποινά μου, κι απ’ τις βαριές
τις έγνοιες λύτρωσέ με. Όσα ποθεί η καρδιά μου
να γενούν, δώσε να γίνουν. Και στάσου
σύμμαχός μου.
2.
Προπεμπτικό
Κύπριδα, κι εσείς οι Νηρηίδες,
άβλαβος δώστε να γυρίσει ο αδερφός μου
απ’ το ταξίδι του. Κι όσα ποθεί να γίνουν,
όλα εκπληρώστε τα.
Μακάρι απ’ όλα τα παλιά να λυτρωθεί τα λάθη του.
Χαρά να γίνει για τους φίλους του, πίκρα
για τους εχθρούς του. Και μακάρι κανένας πια
να μη μας πολεμάει.
Και να θελήσει δώστε την αδερφή του
να τιμήσει. Και πια να γιατρευτεί
από τον πόνο της, της ψυχής της
την τυράγνια,
λόγια πικρά ν’ ακούει του κόσμου,
να σκίζει την καρδιά της η ντροπή.
Για λίγο έλειψε τότε ο αδερφός της, κι όχι μακριά.
Και γύρισε.
Θεά μου, εισάκουσέ με, Κύπριδά μου.
Αν τα τραγούδια μου γλυκάναν την ψυχή σου,
στη μαύρη νύχτα όλα σφάλισέ τα, κι απ’ το κακό γενού
προστάτριά μας.
3.
Ανακτορία
Άλλοι κρίνουν πως ό,τι πιο ωραίο πάνω στη μαύρη γη μας
είναι το ιππικό, το πεζικό διαλέγουν άλλοι, κι άλλοι το ναυτικό.
Μα εγώ, ό,τι αγαπάει ο καθένας, αυτό λέω
το ωραιότερο.
Εύκολα σε όλους να το δείξω μπορώ,
για να το νιώσουν. Η Ελένη,
της ομορφιάς η ασυναγώνιστη, τον άντρα της παράτησε,
κι ας άριστος,
και για την Τροία αρμένισε,
δίχως τη θυγατέρα ή τους γονιούς της
να νοιαστεί. Η Κύπριδα της πήρε
τα μυαλά.
Ανεπαισθήτως η θεά και δίχως δυσκολία
λυγίζει των ανθρώπων την καρδιά.
Την Ανακτορία ανασταίνει τώρα η μνήμη μου. Έφυγε.
Και μου λείπει.
Το βάδισμά της το χαριτωμένο λαχταράω να ξαναδώ,
τη λάμψη της μορφής της την αστραφτερή, και όχι
των Λυδών τα άρματα και των πολεμιστών των πάνοπλων
τις μάχες.
Το ξέρω. Δεν γεύεται ακέρια
τη χαρά ο άνθρωπος.
Μονάχα ένα μερίδιό της.
Και δίχως να το προσδοκά.
4.
Ζήλια
Ισόθεος στα μάτια μου φαντάζει κείνος ο άντρας
που αντικρύ σου κάθεται κι όλο λαχτάρα
τη γλυκιά φωνή σου σκύβει ακούει, το γέλιο σου
το ποθητό.
Και σπαρταράει για τούτο στα στήθη μέσα μου
η καρδιά. Κι αν πάνω σου στραφεί κλεφτά
το βλέμμα μου, μιλιά απ’ το στόμα μου
δεν βγαίνει.
Άλαλη, τσακισμένη η γλώσσα μου.
Φλόγα λεπτή κάτω απ’ το δέρμα μου το σώμα διαπερνά.
Τα μάτια θάμπωσαν, δεν βλέπουν. Βουίζουνε
τ’ αυτιά μου.
Ιδρώτας λούζει όλα τα μέλη μου.
Σύγκορμη τρέμω. Το πρόσωπό μου πιο πράσινο
κι απ’ το χορτάρι. Λέω δεν θ’ αργήσω
να πεθάνω.
Αλλά, καρδιά μου, υπομονή. Ν’ αντέξεις.
5.
Δρόσος και πυρά
Ευδόκησες και ήρθες· σε λαχταρούσα εγώ·
σαν δρόσος ήρθε στην ψυχή που πόθος την κατέκαιε.
6.
Τιθωνός
Στις Μούσες να δοθείτε, ολόψυχα, καρδούλες μου,
στη λύρα να δοθείτε τη γλυκόλαλη.
Όσο για με, αβρό ήταν το κορμί μου, πάνε χρόνια.
Τώρα με άλωσαν τα γερατειά, κι η κόμη μου η ολόμαυρη λευκάνθηκε.
Βαριά η καρδιά μου, πέτρα· πια δεν μ’ αντέχουνε τα πόδια μου,
κι ας σέρναν τότε το χορό ίδια ελαφάκια.
Θρηνώ κι όλο θρηνώ. Αλλά προς τι;
Άνθρωπος απ’ τα γερατειά ανίκητος δεν γίνεται. Κανείς.
Έσμιξε κάποτε με την Ηώ τη ροδοδάχτυλη ο Τιθωνός,
στα πέρατα του κόσμου ο έρωτάς της τον οδήγησε.
Όμορφος ήταν. Παλικάρι. Μόνο τον άρπαξε ο χρόνος
και τον γέρασε. Μα η καλή του, αθάνατη ήταν, κι έμεινε αθάνατη.
7.
Σαϊτεμένη μ’ έχει...
Γλυκιά μου μάνα, άλλο δεν δύναμαι στον αργαλειό να υφαίνω.
Ενός παλικαριού με δάμασε ο πόθος.
Έτσι βουλήθηκε η λυγερή Αφροδίτη.
8.
Άφταστο γλυκόμηλο
Ωσάν το κατακόκκινο γλυκόμηλο
που κρέμεται στο πιο ψηλό κλαδί, άκρη των ακρών,
και το λησμόνησαν όσοι το δέντρο ετρύγησαν.
Μα όχι. Δεν το ξέχασαν.
Μόνο κανένας να το δρέψει φτάνοντάς το δεν δυνήθηκε.
9.
Ἀμάχανον ὅρπετον
Πάλι με συνταράζει ο έρωτας και λύνει λιώνει το κορμί μου·
φίδι γλυκόπικρο, κανείς να του ξεφύγεις τρόπος.