Χάρτης 74 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-74/afierwma/sapfw-kai-dimotiko-traghoydi
Θα ήθελα εξ αρχής να δηλώσω ότι η οπτική του παρόντος κειμένου δεν είναι ανθρωπολογική και στόχος της δεν είναι κυρίως η αναζήτηση λαογραφικού ενδιαφέροντος στοιχείων που να επιβεβαιώνουν τη σχέση ανάμεσα στον αρχαίο και στον νεοελληνικό πολιτισμό. Η οπτική της είναι γλωσσική και εξειδικεύεται κυρίως στην χρήση της ποιητικής γλώσσας. Ειδικότερα, το κείμενο αυτό επιχειρεί να αναζητήσει και αναδείξει τους κοινούς γλωσσικούς και εκφραστικούς τρόπους, όπως και την ευρύτερη συγγένεια ποιητικού ήθους ανάμεσα στη σαπφική ποίηση και στο νεοελληνικό δημοτικό τραγούδι. Η παράθεση στο παρόν κείμενο των κοινών γλωσσικών και εκφραστικών τόπων έχει ως αφετηρία τις ευχάριστες εκπλήξεις αυθόρμητης ανάδυσης αυτής της συγγένειας που μου επιφύλαξε ως δώρο αναπάντεχο η μακρόχρονη ενασχόλησή μου με το μεταφράσιμο έργο της Σαπφώς· η ενασχόλησή μου αυτή βρήκε την έντυπη ολοκλήρωσή της από τις εκδ. Κέδρος το 2022.[1] Όλες οι μεταφράσεις σαπφικών αποσπασμάτων που παρατίθενται στη συνέχεια προέρχονται από την παραπάνω έκδοση.
Ο αρχαϊκός λυρισμός καλλιέργησε τα άνθη της Πιερίας οδηγούμενος από την πολύτιμη γνώση ότι για να ανακαλύψει κανείς τον έξω κόσμο πρέπει να αντικρίσει ολόισια τα μάτια της ψυχής του και βρήκε εν τέλει το ποιητικό του στίγμα στη λεπταίσθητη χάρη εκείνου του τραγουδιού που υμνεί την ομορφιά και τον έρωτα και δίνει προτεραιότητα στους κραδασμούς των ανθρώπινων συναισθημάτων.
Αυτά τα ρόδα άγγιξε η Σαπφώ. Επικεφαλής μιας συντεχνίας μουσοπόλων γυναικών κατάφερε να ενωτισθεί τους ήχους από το υπόγειο ποτάμι μιας πανάρχαιης παραδοσιακής ποίησης και να τους μετατρέψει σε μελωδία εξαίσια που συνεχίζει ακόμα το πτερόεν γλυκύφωνο ταξίδι της απ' το νησί της Μυτιλήνης στα πέρατα του τόπου και του χρόνου.
Πρόκειται για το ίδιο ποτάμι στο οποίο κύλησε και το νεοελληνικό δημοτικό τραγούδι. Οι δικοί του ήχοι μας επιτρέπουν να ακούσουμε αυτό που άκουσε η Σαπφώ και να εκτιμήσουμε έτσι μια κορυφαία έκφραση του λαϊκού πολιτισμού που εγκιβωτίζει μέσα της την ξεχωριστή ευγένεια και την κομψή χάρη της λαϊκής ποίησης και γλώσσας.
Το προσωπικό γούστο
Περίφημοι είναι οι σαπφικοί στίχοι του αποσπάσματος 16 στην έκδοση των Lobel και Page[2] που συνιστούν τομή στην ιστορία της παγκόσμιας ποίησης, όπως και της παγκόσμιας σκέψης, καθώς για πρώτη φορά εμφανίζουν το λυρικό εγώ να στέκεται απέναντι στον κόσμο και να αντιπροτείνει στις καθιερωμένες περί ηρωικού ιδεώδους αξίες τον σεβασμό των επιλογών που κάνει το άτομο με οδηγό την αγάπη. Παραθέτουμε την πρώτη στροφή:
16
ο]ἰ μὲν ἰππήων στρότον οἰ δὲ πέσδων
οἰ δὲ νάων φαῖσ’ ἐπ[ὶ] γᾶν μέλαι[ν]αν
ἔ]μμεναι κάλλιστον͵ ἔγω δὲ κῆν’ ὄτ
τω τις ἔραται·
Άλλοι λένε το ιππικὸ πως είναι το πιο όμορφο
πάνω στη μαύρη γη, άλλοι το πεζικό
και άλλοι τα καράβια· εγώ όμως λέω πιο όμορφο
εκείνο που αγαπάμε·[3]
Οι στίχοι αυτοί ανοίγουν διάλογο με παλαιότερα της Σαπφώς λαϊκά τραγούδια στα οποία φαίνεται πως υπήρχε τριαδική επίσης απαρίθμηση ανάλογου χαρακτήρα προτιμήσεων και επιλογών. Την επισήμανση ότι η Σαπφώ στηρίζεται σε προϋπάρχουσα παράδοση κάνει ήδη ο Bruno Snell:
«Στην αρχή και στο τέλος του ποιήματος η Σαπφώ χρησιμοποιεί το σχήμα Priamel (μια λαϊκή μορφή που διαχωρίζει ένα πράγμα από όλα τα άλλα) για να αντιπαραθέσει την προσωπική της γνώμη σ’ αυτό που οι άλλοι θεωρούν ωραίο. Έτσι μετασχηματίζει το εγκώμιο και το συμβατικό εορταστικό τραγούδι μιας παραδοσιακής κοινωνίας.»[4]
Την υπόθεση ότι η Σαπφώ αντλεί από μια οιονεί δημοτική παράδοση ενισχύουν κατά την άποψή μας σημαντικά οι στίχοι που εισάγουν πλείστες παραλλαγές ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, όπου σε τριαδικό επίσης σχήμα συναντάται η δήλωση της προσωπικής προτίμησης των αγαθών που επιλέγει ως τα πλέον όμορφα ή πολύτιμα ο ανώνυμος δημιουργός τους:
Άλλο κανέν’ δε μ' άρεσε μες στον επάνω κόσμο,
σαν τ' άλογο το γλήγορο και τ' άξιο παλληκάρι
σαν τη γυναίκα την καλή, οπού τιμάει τον άντρα.[5]
Σε μια παραλλαγή από την Κάρπαθο μάλιστα εμφανίζονται δύο από τα θεωρούμενα ως κάλλιστα στο σαπφικό απόσπασμα: οι ιππείς (το άλογο) και οι νήες, δηλαδή τα καράβια (το κάτεργο):
Τρία πράματα μου ‘ρέσασι εις τον επάνω κόσμο,
το κάτεργο σαπ πορπατή και τ’ άλογο 'σα δρέμη
τα ’ αδελφάκια τα καλά σαν είν’ αγαπημένα […][6]
Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει το θέμα της αναζήτησης και του καθορισμού του τι είναι άριστον και κάλλιστον,[7] με τη διαφορά ότι στη Σαπφώ γίνεται ένα βήμα πάρα πέρα, καθώς η ιεράρχηση του ὅττῳ τις ἔραται ως αγαθού υπέρτατου σηματοδοτεί μια τεράστια τομή στην παγκόσμια ποίηση: τη δυναμική εμφάνιση του λυρικού εγώ που υπερασπίζεται με πάθος τα δικαιώματα των συναισθηματικών επιλογών του.
Ψυχοπαθολογία του ερωτικού πάθους
Πλείστες είναι οι ομοιότητες του ποιήματος της Σαπφώς στο οποίο εγγράφεται η ψυχοπαθολογία της ερωτικής ζηλοτυπίας ή άλλως τα συμβαίνοντα ταις ερωτικαίς μανίαις παθήματα,[8] με νεοελληνικά δημοτικά τραγούδια στα οποία εγγράφεται επίσης κατά εντυπωσιακά μάλιστα ανάλογο τρόπο η ταραχώδης επίδραση του ερωτικού πάθους στη συμπεριφορά και στη σωματική κατάσταση του ερώντος υποκειμένου:
31 (στ. 1-16)
φαίνεταί μοι κῆνος ἴσος θέοισιν
ἔμμεν΄ ὤνηρ͵ ὄττις ἐνάντιός τοι
ἰσδάνει καὶ πλάσιον ἆδυ φωνεί
σας ὐπακούει
καὶ γελαίσας ἰμέροεν͵ τό μ΄ ἦ μὰν
καρδίαν ἐν στήθεσιν ἐπτόαισεν͵
ὠς γὰρ ἔς σ΄ ἴδω βρόχε΄ ὤς με φώναι
σ΄ οὐδ΄ ἒν ἔτ΄ εἴκει͵
ἀλλ΄ ἄκαν μὲν γλῶσσα ἔαγε
λέπτον δ΄ αὔτικα χρῶι πῦρ ὐπαδεδρόμηκεν͵
ὀππάτεσσι δ΄ οὐδ΄ ἒν ὄρημμ΄͵ ἐπιρρόμ
βεισι δ΄ ἄκουαι͵
καδε μ΄ ἴδρως ψῦχρος κακχέεται τρόμος δὲ
παῖσαν ἄγρει͵ χλωροτέρα δὲ ποίας
ἔμμι͵ τεθνάκην δ΄ ὀλίγω ΄πιδεύης
φαίνομ΄ ἔμ΄ αὔται·
Παραθέτουμε μεταφρασμένο το απόσπασμα που είναι γνωστό ως το σαπφικό ποίημα των σωματικών συμπτωμάτων της ζηλοτυπίας:
31 (στ. 1-16)
σ’ εμένα μοιάζει σα θεός
αυτός ο άντρας που καθώς κάθεται απέναντί σου,
συνέχεια σκύβει για ν’ αφουγκραστεί
το γέλιο το ιλαρό και τη γλυκιά φωνή σου·
αχ, πως σπαράζει τώρα
μέσα στο στήθος μου η καρδιά·
κοιτάζω προς το μέρος σου κλεφτά
κι ευθύς μου κόβεται η μιλιά,
η γλώσσα μου παγώνει·
αρχίζει να με καίει μια φωτιά·
τα μάτια μου δεν βλέπουν
τ’ αυτιά μου δεν ακούνε πιά·
το σώμα μου όλο ιδρώνει·
ριγώ και τρέμω σύγκορμη
το χρώμα από το πρόσωπό μου χάνω
και νιώθω πως κοντεύω να πεθάνω.[9]
Ανάλογο είναι το θέμα της παθολογίας του έρωτα, πού συχνότατα συναντάται στα ερωτικά δημοτικά τραγούδια:
Όντας σ’ ακούω, λαχταρώ, όντας σε βλέπω τρέμω,
πέφτω στη γη, λιγοθυμώ, πουλάκι μου, δεν κρένω,
τρώγω με τρώγει η έννοια σου, μασσώ δεν καταπίνω.
Πίνω νερό να δροσιστώ, φαρμάκ’ είναι κ’ εκείνο.
Μισεύεις, κλαιν τα ομμάτια μου σαν το κομμένο κλήμα
μη μ’ αρνηθείς, αγάπη μου, γιατ’ είν’ μεγάλο κρίμα.[10]
Ανάλογη εικόνα και σε λιανοτράγουδο:
Δεν ημπορώ να βασταχτώ ν' ακούσω τη λαλιά σου,
τ' αυτιά μου μπουμπουνίζουνε και φεύγω από σιμά σου.[11]
Οι κοινοί εκφραστικοί τρόποι ανάμεσα στα δημοτικά τραγούδια και στη σαπφική ποίηση θεμελιώνουν κάποτε μια αξιοπρόσεκτη σχέση που ξεπερνάει το πλαίσιο αυτού που μια ανθρωπολογική ή λαογραφική μελέτη θα επεσήμαινε απλώς ως κοινό τόπο ή ως σύνηθες ποιητικό μοτίβο και μας επιτρέπουν να μιλήσουμε για ένα στενότερο— σχεδόν οργανικό— γλωσσικό δεσμό και για ύπαρξη μιας εξ αίματος συγγένειας ποιητικού και γλωσσικού ήθους.
Η παρομοίωση της όμορφης γυναίκας με φεγγάρι που καλύπτει το φως των αστεριών
34
ἄστερες μὲν ἀμφὶ κάλαν σελάνναν
ἂψ ἀπυκρύπτοισι φάεννον εἶδος͵
ὄπποτα πλήθοισα μάλιστα λάμπηι
ανακαλεί έναν ακόμη κοινό τόπο σαν κι αυτόν που συναντάμε στο δημώδες:
Εδώ σ’ αυτή τη γειτονιά δεν πρέπει να είν’ φεγγάρι,
μόν’ πρέπει να ’ναι συννεφιά, να ’ναι βαθύ σκοτάδι,
γιατ’ έχω μια αγαπητικιά κ’ εκείνη είν’ το φεγγάρι
π’ όντας προβάλλει να τη διω σκορπιέται το σκοτάδ.[12]
Έτσι και στο περίφημο τραγούδι της ξενιτεμένης Αριγνώτας, η ποίηση της Σαπφώς θεραπεύει τον πόνο για τη φίλη, που έφυγε πια από τη Μυτιλήνη και μετανάστευσε στη χώρα των Λυδών, δημιουργώντας μιαν έξοχη λυρική μεταφορά: εκείνη της ροδοδάκτυλης σελήνης που με το φως της θαμπώνει τ' αστέρια. Στην ίδια σκηνή αποτυπώνεται για άλλη μια φορά και η συνείδηση της πολιτισμικής υπεροχής της εκλεπτυσμένης κοινωνίας της Λέσβου έναντι της τρυφηλής και αντιπνευματικής των Λυδών:
96 (στ. 5-8)
νῦν δὲ Λύδαισιν ἐμπρέπεται γυναί
κεσσιν ὤς ποτ΄ ἀελίω
δύντος ἀ βροδοδάκτυλος μήνα
πάντα περρέχοισ΄ ἄστρα·
τώρα μες στις Λυδές γυναίκες ξεχωρίζει
καθώς όταν ο ήλιος έχει πιά βασιλέψει
κι η σελήνη ροδόχροη
κρύβει τ’ άλλα τ’ αστέρια·[13]
Παράλληλη είναι και η εικονοποιία του δημοτικού τραγουδιού. Και εδώ η ωραία γυναίκα παρομοιάζεται με τη σελήνη που το φέγγος της καλύπτει τα άλλα αστέρια:
Εφτά ’στρα ’ναι στον ουρανόν, όλα ξεγιαλεμένα
μα το δικό σου σαν εβγεί, όλα ’ναι θαμπωμένα.[14]
Η ντροπή
Στο απόσπασμα 137 διασώζεται κατά τον Αριστοτέλη σε διαλογική μορφή μια υποθετική συνομιλία του Αλκαίου με τη Σαπφώ:
137
θέλω τί τ’ εἴπην, ἀλλά με κωλύει
αἴδως . . .
. . .
αἰ δ’ ἦχες ἔσλων ἴμερον ἢ κάλων
καὶ θα τί τ’ εἴπην γλῶσς’ ἐκύκα κάκον,
αἴδως † κέν σε οὐκ † ἦχεν ὄππατ’,
ἀλλ’ ἔλεγες † περὶ τῶ δικαίω †
– Θα ’θελα κάτι να σου πω,
μα δεν μ’ αφήνει η ντροπή...
– Αν για καλό και για όμορφο
μέσα σου πόθον είχες
κι αν δεν ζητούσε το κακό
η γλώσσα σου να πεί, τα μάτια σου
η ντροπή δεν θα τα σκέπαζε
μα θα ’λεγες τον πόθο σου τον δίκιο.[15]
Είναι φανερό ότι το πρόσωπο που μιλάει, προτίθεται με την αιδήμονα εισαγωγή («Θα ’θελα κάτι να σου πω μα δεν μ’ αφήνει η ντροπή»), να κάνει πιο εύκολη την εκμυστήρευση των ερωτικών του προθέσεων. Με ανάλογο τρόπο ξεκινούν ερωτικά δημοτικά τραγούδια, τα οποία σημειωτέον ότι έχουν επίσης διαλογική μορφή:
―Θέλω να σ’ το πω, κόρη, και ντρέπομαι:
Τι έχει τ’ αχειλάκι σου και σε πονεί;
Μην αρρώστησες, μήνα θερμάθηκες,
μην απ’ άγουρο φιλίν εδέχτηκες;
― Ουδ’ αρρώστησα, κι ουδέ θερμάθηκα,
κι ουδ’ απ’ άγουρο φιλίν εδέχτηκα [..][16]
«Δεν μπορώ μανούλα μ', δεν μπορώ»
Η εικόνα της κόρης που τραγουδά ενώ υφαίνει στον αργαλειό απαντά στα αρχαιότερα δημοτικά τραγούδια, τις παραλογές:
Μαλαγματένιος αργαλειός κι ελεφαντένιον κτένι
κι ένα κορμί αγγελικόν κάθεται και υφαίνει
μ’ εξηνταδυό πατήματα, σαρανταδυό καρούλια
κι ο βρόντος ο ηχός πολύς απ’ τα ψηλά τραγούδια.[…][17]
Τη συναντάμε επίσης στο απόσπασμα 102 που είναι ολοφάνερο πως απηχεί ένα παλιό παραδοσιακό θέμα,[18] το οποίο αξιοποιεί ποιητικά η Σαπφώ:
102
γλύκηα μᾶτερ͵ οὔτοι δύναμαι κρέκην τὸν ἴστον πόθωι
δάμεισα παῖδος βραδίναν δι΄ Ἀφροδίταν
μανούλα μου, άλλο δεν μπορώ στον αργαλειό να υφαίνω·
εμένα με σαίτευσε η λυγερή Αφροδίτη
κι έχω πιαστεί στον έρωτα ενός παλικαριού.[19]
Ο Bowra επισημαίνει σχετικά:
«Κι αυτό το τραγούδι ανήκει σε έναν παλαιό και ευρύτατα διαδεδομένο τύπο τραγουδιών, τα ονομαστά “chansons de toile“, που τραγουδούν τα κορίτσια πάνω στον αργαλειό εκφράζοντας τους ερωτικούς καημούς τους. Αναγνωρίζουμε τη χαρακτηριστική φωνή της Σαπφώς σε λεπτομέρειες: στην απόδοση του επιθέτου βραδίνα στην Αφροδίτη, και στη μετοχή δάμεισα· πλάι σ’ αυτές ωστόσο δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι η καταγωγή του συνόλου είναι, σε τελευταία ανάλυση, ριζωμένη…στη λαϊκή παράδοση».[20]
Όμως η νεοελληνική δημοτική ποίηση αποκαλύπτει συγγένεια βαθύτερη από αυτήν που περιορίζεται στην απλή επισήμανση από τον Bowra για ύπαρξη ενός κοινού παραδοσιακού μοτίβου καθώς αφορά κοινές γλωσσικές δομές και παράλληλους εκφραστικούς τρόπους. Το σαπφικό γλύκηα μᾶτερ͵ οὔτοι δύναμαι κρέκην τὸν ἴστον πόθωι είναι απολύτως ομόλογο με το γνωστό νεοελληνικό δημώδες «Δεν μπορώ μανούλα μ', δεν μπορώ», που άδεται στην Ήπειρο και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Είναι σαφές ότι πρόκειται για κοινό γλωσσικό τόπο:
Δεν μπορώ μανούλα μ’, δεν μπορώ,
αχ! σύρε να φέρεις τον γιατρό,
να μου γιάνει μάνα τον καημό.
Αγάπησα μάνα μ’, αγάπησα,
πικρά η δόλια το μετάνιωσα,
αχ! μανούλα μου δεν σ' άκουσα.
Ζήλεψα μάνα μ’ την ομορφιά,
τώρα είμαι άρρωστη βαριά,
θα πεθάνω μάνα μ' κι είμαι νια. […]
Και μία ακόμη παραλλαγή:
Δεν μπορώ, μάνα η μανούλα,
δεν μπορώ και θα πεθάνω
δεν μπορώ και θα πεθάνω,
φέρτε το γιατρό να γιάνω.
Φέρτε μου, μάνα η μανούλα,
φέρτε μου και το σπετσέρη
φέρτε μου και το σπετσέρη
με τα γιατρικά 'ς το χέρι.[21]
Λυσιμελής έρως
Ενδιαφέρον πάντως παρουσιάζει ότι σε πλείστα λιανοτράγουδα ο έρωτας αντιμετωπίζεται ως ασθένεια δυσίατη, στοιχείο που καίρια αποδίδει και το έξοχο σαπφικό επίθετο ἀμάχανον (=ακαταμάχητο) σε συνδυασμό με την ποιητικά δραστική σύλληψη της εικόνας του γλυκόπικρου ερπετού, ενώ δεν λείπει και το επίθετο λυσιμελής, κοινό σε όλη την αρχαία ελληνική ποίηση:
130
Ἔρος δηὖτέ μ΄ ὀ λυσιμέλης δόνει͵
γλυκύπικρον ἀμάχανον ὄρπετον
αχ, πάλι ο έρωτας που τα γόνατα λύνει
εμένα τραντάζει και πάλι
― γλυκόπικρο ερπετό ακαταμάχητο.[22]
Η αντιμετώπιση του έρωτα ως ασθένειας είναι θέμα κοινό και στα ερωτικά λιανοτράγουδα, τα δίστιχα σε μέτρο ιαμβικό νεοελληνικά δημοτικά τραγούδια με τη ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία, που έλκουν την καταγωγή τους από τον Ερωτόκριτο και στην Κρήτη είναι γνωστά ως μαντινάδες:
Έρωτα που με σκλάβωσες δώσ’ μου και το βοτάνι,
γιατί γιατρός δε βρίσκεται τον πόνο μου να γιάνει.[23]
Παραθέτουμε στη συνέχεια ακόμα δύο λιανοτράγουδα για τον λυσιμελή έρωτα:
Η αγάπη κόβει γόνατα κι οι λογισμοί γερνούνε
κι εγώ που τα `χω και τα δυο, πώς δε με καταλυούνε;.
Από το σπίτι σου περνώ, τρέμουν τα γόνατά μου,
ακούω γέλοια και χαραίς και καίγετ᾽ η καρδιά μου.[24]
Η παρομοίωση του Έρωτα με σφοδρό άνεμο που σαρώνει την ανθρώπινη ψυχή είναι κοινή επίσης στη σαπφική και στη δημοτική ερωτική ποίηση.
47
Ἔρος δ΄ ἐτίναξέ μοι
φρένας͵ ὠς ἄνεμος κὰτ ὄρος δρύσιν ἐμπέτων
όπως τινάζει ο άνεμος στα όρη τις βελανιδιές,
έτσι κι εμένα ο έρωτας μου τράνταξε τα σπλάχνα.[25]
Κοινή η παρομοίωση και στα λιανοτράγουδα:
Όταν σε βλέπω κι έρχεσαι τρέμει η καρδιά μου τρέμει,
ωσάν το φυσοκάλαμο που το κτυπούν οι ανέμοι.
Ταχτάρισμα
Είναι εμφανής η ομοιότητα του τρυφερού τραγουδιού της Σαπφώς για την κόρη της Κλεΐδα με τα νεοελληνικά ναναρίσματα και ταχταρίσματα.
132
ἔστι μοι κάλα πάις χρυσίοισιν ἀνθέμοισιν
ἐμφέρη<ν> ἔχοισα μόρφαν Κλέις ἀγαπάτα,
ἀντὶ τᾶς ἔγωὐδὲ Λυδίαν παῖσαν οὐδ’ ἐράνναν.
όμορφο κοριτσάκι που έχω εγώ·
το προσωπάκι του μαλαματένιο ανθάκι·
α, την καλή μου την Kλεΐδα,
μ’ όλα τα πλούτη των Λυδών
εγώ δεν την αλλάζω.[26]
Ομόλογες είναι ως προς τη γλωσσική δομή οι εκφράσεις ἔστι μοι κάλα πάις και κοριτσάκι που ’χω εγώ… ή το παιδάκι που ’χω εγώ… που συναντώνται στην αρχή πλείστων νεοελληνικών ταχταρισμάτων, χαρακτηριστικές δηλώσεις μητρικής περηφάνιας για το παιδί το πολυτιμότερο από όλα τα πλούτη. Αξίζει να σημειωθεί ότι στον κόσμο αξιών της Σαπφώς υπερτερεί πάντα το κάλλος, σωματικό και ψυχικό, κατά την αναμέτρησή του με τα απαστράπτοντα πλούτη. Έτσι η μικρή Κλεΐδα έχει μαλαματένια λουλουδάκια στη μορφή μη ανταλλάξιμα ούτε με όλη τη χλιδή της ισχυρής γειτονικής Λυδίας.
Στο νεοελληνικά νανουρίσματα η χώρα των Λυδών με τα μυθικά πλούτη και τον τρυφηλό βίο συναντά την ομόλογη, μυθική επίσης για τον πλούτο της Βαβυλώνα:
Κοιμήσου χαϊδεμένο μου κι εγώ σε νανουρίζω
κι εγώ την κούνια σου κουνώ και σε γλυκοκοιμίζω
Εγώ το κοριτσάκι μου δεν το παντρεύω ακόμα
αν δε μου στείλουν προξενιά από τη Βαβυλώνα […]
Ε Π Ι Θ Α Λ Α Μ Ι Α
«Ή ποίησις εν Ελλάδι» γράφει ο Φωριέλ «εισχωρεί εις πάντα τα καθέκαστα των γαμήλιων εορτών, εις πάσας τας γαμηλίους συνηθείας, υποδεικνύουσα τον σκοπόν αυτών, επεξηγούσα την συμβολικήν των έννοιαν, προσδίδουσα εις αυτάς πάθος και μεγαλείον».[27] Παρόμοια και στα επιθαλάμια άσματα της Σαπφώς, στα οποία είναι παρά πάνω από εμφανείς οι αναλογίες με τα νεοελληνικά νυφιάτικα τραγούδια καθώς συνοδεύουν όλη την τελετουργία της γαμήλιας τελετής.
Ο αποχωρισμός
Η σκηνή του αποχωρισμού της μάνας από την κόρη εξαιρετικά δημοφιλής σε όλα τα νεοελληνικά νυφιάτικα φαίνεται ότι προκύπτει και στο απόσπασμα 104 της Σαπφώς με την ορθή συμπλήρωση του σπαραγμένου στίχου από τον Αριστόξενο Σκιαδά, ο οποίος επισημαίνει:
«Οι στίχοι ανήκουν πιθανότατα σε «επιθαλάμιο». Η διατύπωση με τις επαναλήψεις του ρήματος, με την παρατακτική δομή, με τη μετάβαση από το γενικό (πάντα στ. 1) στα ειδικά (ὄιν͵ αἶγα͵ παῖδα) δίνει στο ποίημα ένα στοιχείο λαϊκού τραγουδιού. Το νόημα είναι: τη νύχτα όλα γυρνούν στο σπίτι· μόνο η κόρη δε γυρνάει, αλλά φεύγει (αναφορά στο γάμο).»[28]
104Α
Ἔσπερε πάντα φέρων ὄσα φαίνολις ἐσκέδασ’ αὔως,
φέρεις ὄιν, φέρεις αἶγα, φέρεις ἄπυ μάτερι παῖδα.[29]
Όλα που τα ’διωξεν η λαμπερή Αυγή,
όλα τα φέρνεις πίσω, Αποσπερίτη·
φέρνεις το πρόβατο
φέρνεις το κατσικάκι
και μοναχά
την κόρη μακριά
από τη μάνα παίρνεις.[30]
Πιθανότατα εδώ ανακαλείται η σκηνή του αποχωρισμού της μάνας από την κόρη, εξαιρετικά δημοφιλής σε όλα τα νεοελληνικά επιθαλάμια (νυφιάτικα τραγούδια):
Σήμερα γάμος γίνεται σ’ ωραίο περιβόλι
σήμερα αποχωρίζεται η μάνα από την κόρη.
Η παρομοίωση στα σαπφικά επιθαλάμια της νύφης με αστέρι (ἀστέρων πάντων ὁ κάλλιστος, 104 b), έρχεται να επιβεβαιώσει και πάλι την ύπαρξη των κοινών εκφραστικών τρόπων, καθώς συναντάται επίσης σε υπερθετικό βαθμό σύγκρισης και στα νεοελληνικά λιανοτράγουδα. «Απ’ όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού εσύ ’σαι το ομορφότερο» αναφωνεί η Σαπφώ, παρόμοια όπως το δημοτικό δίστιχο:
Απ’ όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού ένα είναι που σου μοιάζει
ένα που βγαίνει το πουρνό όταν γλυκοχαράζει.[31]
Το μήλο
Παράλληλη μέχρι σημείου ταύτισης είναι η παρομοίωση με ώριμο μήλο της κόρης που βρίσκεται πλέον σε ηλικία γάμου.[32]
105A
οἶον τὸ γλυκύμαλον ἐρεύθεται ἄκρωι ἐπ΄ ὔσδωι͵
ἄκρον ἐπ΄ ἀκροτάτωι͵ λελάθοντο δὲ μαλοδρόπηες͵
οὐ μὰν ἐκλελάθοντ’͵ ἀλλ΄ οὐκ ἐδύναντ΄ ἐπίκεσθαι
όπως το μήλο το γλυκό
που ωρίμασε ψηλά στην άκρη του κλαδιού
– ψηλά, ψηλά στην άκρη –
κι αυτοί που κόψανε τα μήλα δεν το πρόσεξαν·
– όχι πως δεν το πρόσεξαν,
μονάχα, δεν μπορούσαν να το φτάσουν.[33]
Η ίδια η παρομοίωση της ανύπαντρης κόρης με ώριμο μήλο συναντάται και στο δημοτικό τραγούδι:
Σα μήλο που είναι στη μηλιά, το παραγινωμένο,
έτσ’ είναι και τ’ ανύπαντρο σαν έρχεται ο καιρός του.[34]
Η ποιητική τέχνη της Σαπφώς παρεμβαίνει στο παραδοσιακό θέμα της παρομοίωσης της ανύπαντρης κόρης με το ώριμο μήλο και μετατρέπει ένα στοιχείο υστέρησης ―την προχωρημένη ηλικία― σε έξοχο έπαινο για το ανύπαντρο κορίτσι: («όχι πως δεν το πρόσεξαν /μονάχα δεν μπορούσαν να το φτάσουν»).
Τα προ της εισόδου στη νυφική παστάδα
Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι το απόσπασμα από ένα σαπφικό τραγούδι (υμέναιο) που φαίνεται ότι ψαλλόταν προ της εισόδου του ζεύγους στο νυφικό θάλαμο
111
ἴψοι δὴ τὸ μέλαθρον·
ὐμήναον·
ἀέρρετε τέκτονες ἄνδρες·
ὐμήναον.
γάμβρος εἰσέρχεται ἴσος Ἄρευι͵
ἄνδρος μεγάλω πόλυ μέζων.
της στέγης ψηλά το δοκάρι
(υμήναον),
μαστόροι, σηκώστε
(υμήναον).
Θε να ’μπει ο γαμπρός δυνατός σαν τον Άρη
κι απ’ άνδρα μεγάλο πολύ
μεγαλύτερος.[35]
Και στα νεοελληνικά νυφιάτικα τραγούδια τα κατά τον λαογράφο Σπυριδάκι «αδόμενα έξωθι της οικίας της νύφης, προ της εισόδου του γαμβρού προς παραλαβήν αυτής» διατηρείται παρόμοιο έθιμο:
Ανοίξετε τις πόρτες σας Ανατολή και Δύση
κι απόξω στέκει ο γαμβρός, τ’ όμορφο κυπαρίσσι [36]
και σε άλλο από παραλλαγή της Χίου:
Ανοίξετε την εκκλησιά, τα δέκα παραθύρια
Να μπ’ ο γαμπρός με τα φλουριά κι η νύφη με τ’ ασήμια
Ανοίξετε, σφαλίξετε πόρτες και παραθύρια
να μπει ο γαμβρός με τ' άρματα κι η νύφη με τ' ασήμια [37]
και σε άλλο από τη Λέσβο:
Σαν μπέης μπέης έρχεσαι, σαν Ρήγας κατεβαίνεις
και σα σγουρός βασιλικός μέσα στο σπίτι μπαίνεις.
Το λουλούδι που μαραίνεται
Στα επιθαλάμια όπως και στα νυφιάτικα συνυπάρχει κάποτε μαζί με τη χαρά κι ο θρήνος για την οριστική απώλεια της παρθενικής ζωής καθώς και η νοσταλγική αναπόληση του παρθενικού κάλλους. Έτσι στη Σαπφώ:
οἴαν τὰν ὐάκινθον ἐν ὤρεσι ποίμενες ἄνδρες
πόσσι καταστείβοισι͵ χάμαι δέ τε πόρφυρον ἄνθος ...
σαν το κρινάκι του βουνού·
που το ’λιωσαν τα πόδια των βοσκών
και κείτεται κατάχαμα το πορφυρό του άνθος...
Η ίδια εικόνα στο νυφιάτικο από τη Χίο:
Σαν άνθος που μαραίνεται και πέφτουν οι ανθοί του,
έτσι και μένα εμάρανε η αγάπη η δική του.
Παινέματα της νύφης και του γαμπρού
Κοινοί είναι οι έπαινοι για τη νύφη και το κάλλος της στα επιθαλάμια της Σαπφώς (ὦ κάλα͵ ὦ χαρίεσσα,108) και στα νεοελληνικά νυφιάτικα τραγούδια:
Όμορφη που είν’ η νύφη μας σαν το ρουδί μαντήλι
σαν το πουλί που κελαϊδεί το Μάη και τον Απρίλη.[38]
Από τα σαπφικά επιθαλάμια δεν απουσιάζει και ο μακαρισμός του γαμπρού για την πραγματοποιημένη πια ευτυχία, συχνότατος και στα νεοελληνικά τραγούδια του γάμου:
112
ὄλβιε γάμβρε͵ σοὶ μὲν δὴ γάμος ὠς ἄραο
ἐκτετέλεστ΄͵ ἔχηις δὲ πάρθενον ἂν ἄραο [ ..]
καλότυχε γαμπρέ, ο γάμος σου τελέστηκε
όπως τον λαχταρούσες
κι είναι δική σου τώρα πιά η κόρη που ποθούσες [...][39]
Παράλληλο και το νυφιάτικο τραγούδι από τη Χίο:
Γαμπρέ με την υπομονή και με τη στόχασή σου
τη βιόλα που ’χεν ο μπαξές την έκαμες δική σου
Στα παινέματα του γαμπρού εντυπωσιάζει ο απόλυτα κοινός εκφραστικός τρόπος,[40] που εντοπίζεται στο θάμβος που προκαλεί το κάλλος της κορμοστασιάς του νέου και στην διατύπωση της αδυναμίας να αποτυπωθεί με λόγια το λυγερό του παράστημα.[41] Αυτή η γλωσσική απορία κυριαρχεί τόσο στο σαπφικό επιθαλάμιο, όσο και στο δημοτικό νυφιάτικο. Κοινή είναι και η παρομοίωση με το εύθραυστο κλαδί του αρωματικού μοσχολούλουδου.[42]
115
τίωι σ΄͵ ὦ φίλε γάμβρε͵ κάλως ἐικάσδω;
ὄρπακι βραδίνωι σε μάλιστ΄ ἐικάσδω.
―Με τι να πω πως πιο πολύ ωραίε γαμβρέ μου μοιάζεις;
―Θα πω πως μοιάζεις πιο πολύμέ λυγερό κλαράκι.[43]
Διαβάζουμε τον αντίστοιχο έπαινο για τον γαμπρό στο δημοτικό τραγούδι (χιακή παραλλαγή) με τίτλο «Ο άξαφνος γάμος» από τη συλλογή του Φωριέλ:
Αν τον ειπώ κληματιανόν, το κλήμα κόμπους έχει,
αν τον ειπώ βασιλικόν, απ' την κοπριάν εβγαίνει
κάλλιο να ειπώ τα πρέπει του και τα καθολικά του
«Καλώς του μόσχου το κλαδί, του σχοίνου το βαβούλι! [44]
Η ευχή «Να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός» αντιστοιχεί απολύτως με την ευχή των επιθαλαμίων (116 χαῖρε͵ νύμφα͵ χαῖρε͵ τίμιε γάμβρε͵ πόλλα και 117 χαίροις ἀ νύμφα͵ χαιρέτω δ’ ὀ γάμβρος) συναντάται σε πλείστα τραγούδια της αρχαιότητας και θεωρείται συμβατική. Το ενδιαφέρον είναι ότι η Σαπφώ χρησιμοποιεί την κοινή στη νέα ελληνική λέξη γαμβρός αντί του διαδεδομένου στην αρχαιοελληνική γλώσσα νυμφίος.
Ἔγω δὲ μόνα κατεύδω
Τελευταία αφήσαμε την αναφορά στο πλέον γνωστό και ιδιαίτερα δημοφιλές ήδη κατά την αρχαιότητα αποδιδόμενο στη Σαπφώ απόσπασμα, για να δούμε πώς η νεοελληνική δημοτική ποίηση καθώς κυλάει στο ίδιο λυρικό ποτάμι που κουβαλάει το σαπφικό παράπονο, εγγράφει κατά τρόπο ανάλογο τη διαμαρτυρία του ατόμου για τη ζωή που φεύγει χωρίς να αποδίδει στην επιθυμία τα νόμιμά της δικαιώματα:
168B
δέδυκε μὲν ἀ σελάννα
καὶ Πληΐαδες· μέσαι δὲ
νύκτες, παρὰ δ’ ἔρχετ’ ὤρα,
ἔγω δὲ μόνα κατεύδω.
Η σελήνη βασίλεψε πια
και η Πούλια εχάθη∙
μεσονύχτι∙ η ώρα περνά
κι εγώ πάλι κοιμάμαι μονάχη.[45]
Είναι εντυπωσιακό το πώς το σαπφικό ἔγω δὲ μόνα κατεύδω βρίσκει το απολύτως ομόλογό του «εγώ κοιμάμαι μοναχή» σε πλείστα νεοελληνικά δημοτικά τραγούδια. Έτσι στο γνωστό ηπειρώτικο τραγούδι:
λιώσαν τα χιόνια λιώσανε
τα χιόνια τα λιωσε η βροχή
κι εγώ κοιμάμαι μοναχή.[46]
Η ίδια έκφραση της ερωτικής μοναξιάς συναντάται και σε άλλο άσμα από τη Λάστα Γορτυνίας:
Κι εγώ κοιμάμαι μοναχή σαν το λαγό στη φτέρη
παίρνω τη ρόκα μ' αγκαλιά, τ' αδράχτι μου στα χέρια
και το γιουρντί μου κούκουλα όσο να ξημερώσει
και νέθω την τουλούπα μου και νέθω το βαμβάκι
όσο να βγει ο αυγερινός να πάει κι η πούλια γιόμα
και στα γλυκοχαράματα γλυκά κι εγώ κοιμάμαι.[47]
Κοινό το μελαγχολικό σχόλιο για τον χρόνο που γλιστράει και τη ζωή που χάνεται. Στο τραγούδι μάλιστα από τη Λάστα της Γορτυνίας παρατηρείται, αντίστοιχη με το σαπφικό, αναφορά στη χρονική στιγμή (μέσαι δε νύκτες - γλυκοχαράματα και Πληιάδες - Πούλια).
Παρακολουθήσαμε την ευτυχή συνάντηση της μεγάλης ποιήτριας του αρχαϊκού λυρισμού με τη μούσα της λαϊκής προφορικής παράδοσης. Από αυτήν η Σαπφώ διάλεξε τα πιο εκλεκτά άνθη και από αυτήν άντλησε το απόσταγμα της προφορικής ποίησης· με τα έξοχα αυτά εφόδια, σε συνδυασμό με την ποιητική της μεγαλοφυία και τόλμη, δημιούργησε έργο που γοητεύει και μέσα από τα θρυμματισμένα του σπαράγματα για την αμεσότητα και την αλήθεια του.