Χάρτης 74 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-74/afierwma/ta-maghika-dwra-stin-poiisi-tis-sapfws
Πέφτουν ολοένα σήμερα νομίσματα πάνω στην πολιτεία
ανάμεσα σε κάθε κόμπο σα μια σταλαματιά στο χώμα
ανοίγει μια καινούργια χώρα: ήρθε η στιγμή, σηκώστε με.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
«Η χώρα του αχωρήτου»
Ο Έρωτας κατάγεται από τον ουρανό. Φτερωτός, κατεβαίνει από ψηλά φορώντας πορφυρή χλαμύδα. Στην αρχαιότητα η ενδυμασία αυτή υποδηλώνει υλική ευμάρεια και πολιτική ισχύ. Για τη Σαπφώ, που επισκοπεί αυτή την εικόνα, ο Έρωτας είναι βασιλιάς, και η πρωτοκαθεδρία του αναμφισβήτητη. Όμως, αξιοποιεί σπανίως το προνόμιο της εξουσίας για να ευεργετήσει· πάγια τακτική του να καταδυναστεύει με τα θέλγητρά του όποιον πλησιάζει –άνθρωπο ή θεό.
ἔλθοντ’ ἐξ ὀράνω πορφυρίαν περθέμενον χλάμυν[1]
Η εντυπωσιακή επιφάνεια του Έρωτα σφραγίζει τη μοναδική του θέση στο σαπφικό σύμπαν, ενώ η μεγαλοπρεπής περιβολή μαρτυρεί τον αριστοκρατικό τρόπο ζωής που απολαμβάνει η αρχαία ποιήτρια ως γόνος επιφανούς οικογένειας. Η καλαισθησία είναι στενά συνυφασμένη με ένα τέτοιο κοινωνικό περιβάλλον· τρανή απόδειξη η μόνη ακέραια λέξη του απ. 25, όπου μια γυναίκα αποκαλείται ἄβρα: λυγερή, ντελικάτη.[2] Γι’ αυτό στην ποίηση της Σαπφώς μνημονεύονται αντικείμενα που κατεξοχήν αναδεικνύουν τη γυναικεία κομψότητα: λεπτεπίλεπτα, σχεδόν διαφανή, φορέματα·[3] κοσμήματα και είδη βαφής ανώτερης ποιότητας·[4] πολύτιμα στολίδια που καλύπτουν το κεφάλι ή τα πόδια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα φίνα λυδικά σανδάλια που τονίζουν τις κομψές γυναικείες γάμπες:
πόδα⟨ς⟩ δὲ
ποίκιλος μάσλης ἐκάλυπτε, Λύδι-
ον κάλον ἔργον[5]
Στο απ. 92 η ανεπανόρθωτη φθορά του παπύρου δεν μας αφήνει ασφαλή περιθώρια κατανόησης. Είτε αφορά σύγχρονο περιστατικό είτε ανάκληση ιστορικού γεγονότος διασώθηκαν μόνο λέξεις που σχηματίζουν έναν οιονεί κατάλογο πολυτελών αντικειμένων· όπου μνημονεύεται η πορφύρα δύο φορές, ένα ύφασμα βαμμένο με κρόκο (κροκοεντα), πέπλοι, μανδύες –μάλλον– περσικοί (χλαιναι περσ[ίδες, βλ. Αριστοφάνης, Σφήκες 1137), στεφάνια και χαλί (η ανάγνωση της λέξης τ̣α̣π̣α̣ είναι αβέβαιη, γι’ αυτό και τα σχετικά παπυρολογικά σύμβολα), ενώ τα τρία συνεχόμενα γράμματα του δωδέκατου στίχου λογικά εννοούν τη Φρυγία, ένα από τα πιο ξακουστά κέντρα παρασκευής πορφύρας στην αρχαιότητα. Παρά το μέγεθος της καταστροφής, η οποία δεν επιτρέπει να αποφανθούμε με βεβαιότητα για το νόημα των μονολεκτικών –κυρίως– γραμμών, η ύπαρξη θεματικής ενότητας είναι ανιχνεύσιμη όχι μόνο στην κεντρική ιδέα του αποσπάσματος –στον λόγο περί ένδυσης και καλλωπισμού– αλλά και στη μέριμνα για καλαισθησία, που προσιδιάζει στον κόσμο των γυναικών. Με δεδομένη την πενιχρή παρουσία του γυναικείου λόγου στην αρχαία ελληνική γραμματεία, το συγκεκριμένο απόσπασμα αποκτά μια ξεχωριστή θέση, στον βαθμό που προσφέρει λεπτομέρειες μέσα από το πρίσμα της ίδιας της γυναίκας. Γιατί η Σαπφώ παρέχει εδώ το πλεονέκτημα μιας αντίληψης που πηγάζει εκ των έσω.[6]
πε[
κρ[.........]περ[
πέπλον[...]πυσχ̣[ 5
καὶ κλε[..]σαω[
κροκοεντα[
πέπλον πορφυ[ρ........]δεξω[.]
χλαιναι περσ[
στέφανοι περ[ 10
καλ[.]οσσαμ[
φρυ[
πορφ[υρ
ταπα[[7]
Όπως δείχνουν τα αποσπάσματα, η προέλευση των πολυτελών αντικειμένων ξεπερνά συνήθως τα όρια του νησιού, πιστοποιώντας στενή επικοινωνία με τη Μικρά Ασία· παρά τις αναπόφευκτες συγκρούσεις, στα χρόνια της αρχαίας ποιήτριας επικρατούν μεγάλα διαστήματα ειρήνης, και η Λέσβος διατηρεί ισχυρές εμπορικές και πολιτισμικές σχέσεις με τις απέναντι ακτές και την εγγύς ενδοχώρα –κυρίως τη Λυδία. Τον καιρό της Σαπφώς βασιλιάς της Λυδίας είναι ο Αλυάττης, πατέρας του Κροίσου.
Οι αρχαιολογικές ανασκαφές στον χώρο των αρχαίων Σάρδεων έφεραν στο φως εντυπωσιακά ευρήματα που τεκμηριώνουν τη διαρκή αύξηση του ελληνικού εμπορίου με τη Λυδία από την εποχή του Γύγη μέχρι την εποχή του Αλυάττη και του Κροίσου. {…} Η λυδική μόδα {…} πρέπει να εξαπλώθηκε και στη Λέσβο το δεύτερο ήμισυ του 7ου αι., την εποχή της τυραννίας των Κλεανακτιδών, αλλά και το πρώτο ήμισυ του 6ου, μέχρι τη βασιλεία του Κροίσου και την πτώση των Σάρδεων (περί το 547 π.Χ.), αλλά μετά την περίοδο λιτότητας κατά τη δεκαετία της διακυβέρνησης της Λέσβου από τον Πιττακό.[8]
Το απ. 101 περιγράφει την αποστολή πολύτιμων αντικειμένων από τη Φώκαια, παραθαλάσσια πόλη της Ιωνίας. Η κεντρική ιδέα του ποιήματος ενδεχομένως συλλαμβάνεται σε παρόμοιο κλίμα με το απ. 92 –ίσως πρόκειται για δώρα ευεργετημένης οικογένειας ή αγαπημένης γυναίκας που υπήρξε μέλος του σαπφικού κύκλου και τώρα ζει στα ξένα–, όμως την αξιοπιστία της ερμηνευτικής σύνδεσης περιορίζει η αποσπασματικότητα, αλλά και η προβληματική παράδοση με τα ζητήματα συντακτικού και γραμματικής που προκύπτουν.
(πρòς τὴν Ἀφροδίτην)
χερρόμακτρα δὲ †καγγόνων†
πορφύραι †καταυταμενἀ-
τατιμάσεις† ἔπεμψ’ ἀπὺ Φωκάας
δῶρα τίμια †καγγόνων†
κι οι μαντίλες εκείνες και α
πό κόκκινο πορφύρας τ’ άλλα που ο Μνάσις
απ’ τη Φώκαια έστειλε δώρα πολύτιμα…[9]
Παρ’ όλα τα εκδοτικά προβλήματα, μία σημαντική λεπτομέρεια ξεχωρίζει, που διευρύνει αυτομάτως τον ερμηνευτικό ορίζοντα του αποσπάσματος: τα αντικείμενα από τη Φώκαια αποδεικνύουν απερίφραστα τα λεπτά γούστα και τον φιλάρεσκο τρόπο ζωής του σαπφικού κύκλου τεκμηριώνοντας τις πολιτισμικές σχέσεις με την ανατολή, ξεπερνούν εντούτοις τις συμβατικές ιδιότητες χρηστικότητας και διακόσμησης που ο αρχικός σχεδιασμός τους προϋποθέτει. Συνδεδεμένα πλέον με τη λειτουργία του δώρου και τη διαδικασία της αμοιβαίας ανταλλαγής, οι πολυτελείς μαντίλες αποκτούν εδώ τελετουργικό νόημα, που καθιστά το απόσπασμα γόνιμο πεδίο ανθρωπολογικών συνειρμών. Γιατί «δίνω ένα δώρο» σημαίνει αυτομάτως: αναλαμβάνω την ευθύνη της προσφοράς, και επιφορτίζω κάποιον με τη δέσμευση του αντιδώρου· και «λαμβάνω ένα δώρο» σημαίνει ταυτόχρονα: αναγνωρίζω το ηθικό βάρος της αποδοχής, και επωμίζομαι την υποχρέωση να ανταποδώσω με ισάξια χειρονομία.[10]
Στην περίπτωση αυτή, ο θαυμασμός για τις πολύτιμες μαντίλες δεν περιορίζεται στην αισθητική τους ποιότητα, τη σπάνη ή τo υψηλό αντίτιμο. Κάθε άλλο· είναι ακριβώς η καλαισθησία, η μοναδικότητα και η ανταλλακτική ή νομισματική αξία που περιποιούν ανάλογη τιμή στο πρόσωπο που πραγματοποιεί τη γενναιόδωρη προσφορά, αλλά και σε αυτό που την καρπώνεται. Όσο πιο σημαντικός ο παραλήπτης, τόσο πιο δύσκολη η επιλογή των δώρων από τον αποστολέα. Όσο πιο διορατικός και οξύνους ο αποστολέας, τόσο πιο μεγάθυμη και εγκάρδια η υποδοχή από τον παραλήπτη. Οπότε, το δώρο δεν αποτελεί μόνον εγγύηση σταθερής αναθύμησης και ειλικρινούς αφοσίωσης, αλλά και αποτύπωμα της προσωπικότητας των δύο συμβαλλομένων μερών. Γι’ αυτό χαρακτηριστικά του αποστολέα συμβολίζονται στο δώρο, και ιδιότητες του παραλήπτη αναγνωρίζονται σε αυτό.[11]
Η ανταλλαγή δώρων συνδυάζει πολλές όψεις της κοινωνικής πρακτικής: οικονομικές, ηθικές, θρησκευτικές, νομικές, μυθολογικές, αισθητικές. Οπότε, σύμφωνα με τον Marcel Mauss, πρόκειται για ολικό φαινόμενο το οποίο αίρει την αντίθεση μεταξύ υλικού και πνευματικού κόσμου· για στιγμή αρχετυπική όπου η πράξη δεν διαχωρίζεται από τη σκέψη· για τελετουργικό γεγονός στο οποίο οι ιδέες αντανακλώνται στα πράγματα. Γι’ αυτούς τους λόγους, η ανταλλαγή δώρων προσκτάται μαγικές ιδιότητες, οι οποίες ανακαθορίζουν τόσο την υπόσταση προσώπων και πραγμάτων όσο και τη μεταξύ τους σχέση και αλληλεπίδραση.[12]
Ό,τι και να ’ναι το δώρο –τρόφιμα, κινητά ή ακίνητα αγαθά, γυναίκες, παιδιά ή τελετουργίες– διατηρεί ένα μαγικό και θρησκευτικό έλεγχο πάνω στον δωρολήπτη. Το δώρο δεν είναι κάτι άψυχο. Είναι έμψυχο, συχνά προσωποποιημένο και πασχίζει να επιστρέψει στην εστία του, {…} ή να παράγει {…} για τη γη του κάτι ανάλογο που θα το αντικαταστήσει.[13]
Γιατί στην αρχαιότητα εκτός από στοιχείο συνοχής της ανώτερης κοινωνικής τάξης, και πεδίο αναγνώρισης των σχέσεων φιλίας ή του ανταγωνισμού και της αντιπαλότητας, η ανταλλαγή δώρων συνιστά θεσμό με ιερή σημασία: κατ’ αντιστοιχίαν προς τις διαπροσωπικές και διακρατικές σχέσεις, πολύτιμα δώρα προσφέρονται για να τιμηθούν οι θεοί και οι νεκροί. «Αυτή η προβολή της ανταλλαγής δώρων στο σύμπαν εξευγενίζει το σύστημα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αναγνωριστεί αυτό που πραγματικά είναι –απλά ένας τρόπος ανταλλαγής από τους πολλούς που υπάρχουν».[14]
Από την άλλη, η αναφορά της Σαπφώς στα περιζήτητα δώρα απηχεί το οικονομικό σύστημα της προνομισματικής εποχής, η οποία –είτε αποτελεί ιδανική εικόνα ενός χαμένου παραδείσου πριν την εμφάνιση του ανθρώπου που ενεργεί με μόνο γνώμονα το κέρδος είτε όχι– εξασφάλισε τις προϋποθέσεις για την άνθιση και ευημερία της αριστοκρατικής τάξης. Επισφράγιση του κύρους των αριστοκρατών η κατοχή θησαυρών, τα λεγόμενα κειμήλια
(δώρα), τα οποία, όπως δείχνει ο Moses Finley, εκτός από τη χρηστική και αισθητική τους αξία, λειτουργούσαν κυρίως ως «συμβολικός πλούτος ή πλούτος που υποδηλώνει κύρος. Η διπλή χρήση του κειμηλίου είναι η κατοχή του και η δώρισή του».[15] Τα ομηρικά έπη, ο καθοριστικός συντελεστής της πνευματικής αγωγής των Ελλήνων μέχρι τουλάχιστον την κλασική εποχή, αποτυπώνουν ήθη και έθιμα των αριστοκρατών του 8ου αιώνα, ίσως και νωρίτερα, και τα κειμήλια, ακόμα και ως στερεοτυπικά πολιτισμικά στοιχεία που ακολουθούν το αρχαϊκό παράδειγμα, παραμένουν εξίσου ισχυρά σύμβολα ταξικής συνείδησης και προσωπικής υπεροχής για τους αριστοκράτες και στους μεθομηρικούς χρόνους, όταν οι κοινωνικές και οικονομικές δομές έχουν αλλάξει.[16]
Στην περίπτωση της Σαπφώς η έλξη των πολυτελών αντικειμένων και σπάνιων στολιδιών συνδέεται με τα κειμήλια του γυναικείου κόσμου, που περιλαμβάνονται στο τυπικό οικογενειακής παράδοσης, το οποίο διατηρείται από γενιά σε γενιά· από μητέρα σε κόρη, και από κόρη σε εγγονή. Οι οικογενειακοί δεσμοί είναι θεμελιώδεις και αναντικατάστατοι, γι’ αυτό –με βάση το ελληνικό έθιμο ο εγγονός/εγγονή να παίρνει το όνομα του πάππου/της μάμμης, που φτάνει μέχρι τις μέρες μας– οι δύο στενότερες συγγενείς της αρχαίας ποιήτριας φέρουν το ίδιο όνομα: «θυγατέρα δ’ ἔσχε Κλεῒν ὁμώνυμον τῆι ἑαυτῆς μητρί».[17]
Η Σαπφώ εκμυστηρεύεται στη μητέρα της προσωπικό ζήτημα, και ο περίκλειστος χώρος των γυναικείων επιτηδευμάτων, με τη στερεοτυπική δομή και τα σταθερά μοτίβα που οι επαναληπτικές κινήσεις του αργαλειού ακολουθούν, διαταράσσεται όταν αίφνης αναπηδά ερωτικός πόθος. Σε αυτό το πεδίο η Αφροδίτη κατέχει το αποκλειστικό προνόμιο σύνδεσης της ιδιωτικής ζωής με τη θεϊκή βούληση, και η κατασκευή κειμηλίων απότομα διακόπτεται ακόμα και στην αναθύμηση του προσώπου για χάρη του οποίου φιλοτεχνούνται τα κειμήλια τούτα.
γλύκηα μᾶτερ, οὔ τοι δύναμαι κρέκην τὸν ἴστον
πόθωι δάμεισα παῖδος βραδίναν δι’ Ἀφροδίταν
Γλυκειά μου μάνα, δε μπορώ στον αργαλειό να υφαίνω πιά:
ωραίο αγόρι αγάπησα και με παιδεύει ο πόθος.[18]
Από την άλλη, για να διατρανώσει την αγάπη της προς την κόρη της, η Σαπφώ φθάνει στο σημείο να πει ότι θα έδινε όλη τη Λυδία για τη μικρή Κλεΐδα. Το επίθετο ἐράνναν χαρακτηρίζει τη Λέσβο –στον Όμηρο το ἐραννός προσδιορίζει πάντα τόπο. Οπότε, η Σαπφώ συγκρίνει την κόρη της με όλο σχεδόν τον γνωστό της κόσμο, την πατρίδα αλλά και τη λαμπρή Λυδία, διαισθανόμενη ότι οι Σάρδεις θα γίνουν σύντομα ο καινούργιος τόπος διαμονής της Κλεΐδας. Ο πλούτος ενισχύει την εξουσιαστική επιρροή, παρεισφρέει ακόμα και στις οικογενειακές σχέσεις, και εμπεδώνει την πεποίθηση ότι όλα υποτάσσονται στην ανταλλακτική του δύναμη. Όμως, ο χωρισμός των αγαπημένων γυναικών, ακόμη κι αν υπόσχεται την αποκατάσταση και την ευημερία της κόρης, θα αποτελέσει αιτία πικρίας και για τις δύο, κυρίως για τη μητέρα.
Ἔστι μοι κάλα πάις χρυσίοισιν ἀνθέμοισιν
ἐμφέρη⟨ν⟩ ἔχοισα μόρφαν Κλέις ⟨⟩ ἀγαπάτα,
ἀντὶ τᾶς ἔγωὐδὲ Λυδίαν παῖσαν οὐδ’ ἐράνναν…
Έχω μιαν όμορφη κορούλα
όμοια μ’ έν’ ανθάκι από χρυσάφι.
Είναι η Κληίς μου, και γι’ αυτήνε πρόθυμα
θα ’δινα όλη τη Λυδία
και τη χαριτωμένη Λέσβο.[19]
Το δίπολο κόρης - αντιτίμου ξεπερνά τα όρια μιας συμβατικής λογοτεχνικής μεταφοράς· η ποιητική σύλληψη προϋποθέτει εδώ το παράδειγμα της οικονομικής δραστηριότητας, και η πρωτότυπη αναλογία ανάμεσα στην Κλεΐδα και στη Λυδία εγγράφεται στη λογική της συναλλαγής, την οποία εκείνη την περίοδο τροφοδοτεί η καθιέρωση της νομισματικής οικονομίας που αντικαθιστά σταδιακά τον αντιπραγματισμό. Τη συσχέτιση του απ. 132 με την επινόηση και τη διάδοση του νομίσματος επιτρέπουν δύο λέξεις - κλειδιά, η Λυδία και ο χρυσός. Γιατί τα νομίσματα, στη γνωστή τους και σήμερα μορφή, «κόβονται» για πρώτη φορά στη Λυδία στα μέσα του 7ου αιώνα, και αρχικά κατασκευάζονται από ήλεκτρο –φυσικό κράμα χρυσού και αργύρου–, που βρισκόταν σε αφθονία στο όρος Τμώλο και στον ποταμό Πακτωλό.[20]
Ο χρυσός, αποπλυμένος από προσμίξεις με ορυκτά κατώτερης ποιότητας, αποτελεί σταθερή αξία στα αρχαϊκά χρόνια, που αποδεικνύει την οικονομική ευρωστία του κατόχου του. Πέρα από τη σπανιότητα και την εκτυφλωτική του λάμψη, οι φυσικές ιδιότητες του χρυσού πιστοποιούν τη μοναδική του σημασία ως τεκμηρίου υψηλής διαβίωσης. Γιατί σε αντίθεση με άλλα μέταλλα, που οξειδώνονται όταν έρχονται σε επαφή με το νερό ή τον αέρα, ο χρυσός δεν διαβρώνεται, παραμένοντας γνήσιος και αιώνιος, όπως ο θεός που τον δημιούργησε. Υπό αυτούς τους όρους, ο άπεφθος χρυσός αντιπροσωπεύει μιαν έκφανση του ιδεώδους στη λυρική συνείδηση της Σαπφώς, και η καθαρότητα του ευγενούς μετάλλου γίνεται πρότυπο καθημερινής ζωής, εμπνέοντας με τον υψηλό συμβολισμό του την πολιτική παρέμβαση, στο επίπεδο τουλάχιστον του αιχμηρού υπαινιγμού. Γι’ αυτό ό,τι εκπίπτει από τις αταλάντευτες αρχές του αριστοκρατικού κόσμου –το ταπεινό, το ευτελές και το ρυπαρό– κατακρίνεται παραδειγματικά από την αρχαία ποιήτρια (βλ. απ. 57 V).
a ὁ δὲ χρυσὸς ἄφθαρτος. καὶ ἡ Σαπφώ < > ὅτι Διὸς παῖς ὁ χρυσός κτλ.
b καίτοι καθαρεύειν γε τὸν χρυσὸν ἀπὸ τοῦ ἰοῦ ἥ τε ποιήτρια μάρτυς ἐστὶν ἡ Λεσβία καὶ αὐτὸς ὁ χρυσὸς ἐπιδείκνυσιν.[21]
Περισσότερο και από την εύγλωττη μεταφορά της ιεραρχικής κοινωνικής ισορροπίας (ή, για τον μοντέρνο αναγνώστη, της ταξικής ανισότητας), όπως εντέχνως υπονοείται στην παράθεση της αντίθετης εικόνας –η επιμονή στην αφθαρσία του χρυσού υποκρύπτει τον φόβο για τον εκφυλισμό των μετάλλων και τον συγκερασμό τους με κατώτερο υλικό–, το ατόφιο χρυσάφι αποκαλύπτει στη Σαπφώ τον υψηλότερο σκοπό της ποιητικής δημιουργίας: την υπέρβαση του θανάτου. Από τούτη την οντολογική συνθήκη απορρέει το σχήμα υπερβολής που αξιοποιεί η αρχαία ποιήτρια για να εγκωμιάσει μια κοπέλα: πιο μελωδική κι απ’ τη λύρα… πιο χρυσή κι απ’ τον χρυσό. Αν η καλλιφωνία της κοπέλας, που ξεπερνά τη μελωδικότητα της λύρας, φαίνεται εύλογη και αποδεκτή, αφού σε αυτή την περίπτωση οι φυσικές δυνατότητες του ανθρώπου υποσκελίζουν τον τεχνικό πολιτισμό που ο ίδιος επινόησε, από την άλλη, το πολύτιμο μέταλλο γίνεται εδώ απόλυτο μέτρο σύγκρισης της ανθρώπινης ύπαρξης, σε μιαν αντιμαχία που θα έπρεπε, εξ ορισμού, να καταλήγει πάντα εις βάρος της τελευταίας.
πόλυ πάκτιδος ἀδυμελεστέρα …
χρύσω χρυσοτέρα …[22]
Γιατί αν το βασικότερο στοιχείο αναγνώρισης του χρυσού ταυτίζεται σημασιολογικά με το ίδιο το χρώμα του μετάλλου, αφού θεμελιώδης ιδιότητα του χρυσού είναι ότι είναι χρυσός, τότε η ταυτολογική σχέση ανάμεσα στο αντικείμενο και στο όνομα, ανάμεσα δηλαδή στο σημαίνον και στο σημαινόμενο, ακυρώνει κάθε δυνατότητα για υπέρβαση της φυσιολογίας του χρυσού από κάθε άλλο αντικείμενο ή οντότητα. Όμως, η τολμηρή χρήση του γραμματικού φαινόμενου ανασυντάσσει την υπαρξιακή σημασία της διελκυστίνδας για να αντιστρέψει την τυπική παραδοχή: η ομορφιά της νέας γυναίκας αποτελεί τη ζωντανή υπέρβαση του φυσικού ορίου, γιατί ανάμεσα στην άψυχη ύλη και στο ωραίο πρόσωπο με τη γλυκιά φωνή παρεμβάλλεται η μέριμνα του πνεύματος και η εύνοια της αγάπης, που προσδίδουν στην άγνωστή μας κοπέλα το αναπαλλοτρίωτο προνόμιο της μοναδικότητας, ανυψώνοντας την ανθρώπινη ύπαρξη πάνω από τα συμβατικά μέτρα της θνητής ζωής· σε αυτή την περίπτωση, η ωραιότητα είναι είδωλο αιωνιότητας, ανταποκρίνεται περισσότερο στην ιδέα του ωραίου, την οποία θα διατυπώσουν για πρώτη φορά στην ιστορία των δυτικών γραμμάτων οι φιλόσοφοι του χρυσού αιώνα.