Χάρτης 74 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-74/biblia/to-aneklalito-kalesma
Η γραφή σαλεύει. Κινείται διαρκώς με κινήσεις άλλοτε έντονες κι άλλοτε ανεπαίσθητες, παραγωγός και φορέας μιας αστείρευτης ενέργειας. Κάποια κείμενα καλλιεργούν και φανερώνουν τη ροή που τα διαπερνά. Τη γραφή τους θα την αποκαλούσα πρόθυμα παλιρροϊκή, βγαλμένη από τον χορό της πλημμυρίδας και της άμπωτης. Η στάθμη της θάλασσας κατεβαίνει, το νερό τραβιέται, το νερό φουσκώνει, η στάθμη ανεβαίνει, η σελήνη μαγνητίζει. Αν είσαι τυχερή, δεν θα παγιδευτείς στη φουσκονεριά γιατί είναι βέβαιο πως το νερό συχνά έχει τη δύναμη να ξεγελά. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, σου αποκαλύπτει κάτι βαθύτερο, κάτι που συγγενεύει με το αίνιγμα και τις κρυφές συνδέσεις των πραγμάτων μεταξύ τους. Ένα κάλεσμα, μια συμβίωση με μικρά πλάσματα, η ερωτική έλξη μπλέκονται στις πτυχώσεις μιας τέτοιας παλιρροϊκής γραφής, γιατί κυρίως με αυτό τον όρο νιώθω πως μπορώ να αναφερθώ στους τρόπους με τους οποίους κινείται η Μοίρα των ζώων του Στέφανου Ρέγκα (εφεξής Μοίρα). Πάντοτε σε ροή, πάντοτε σε μια επανάληψη που παράγει διαφορά. Αν δεν προσέξεις, μπορεί να μπερδευτείς και να πιστέψεις πως κυνηγά τον ίσκιο της. Κι όμως τα πράγματα δεν είναι καθόλου τόσο απλά. Η Μοίρα αναμετριέται με την αποκάλυψη του γρίφου και αυτό δεν είναι ποτέ μια απλή υπόθεση.
Θα μπορούσα να παρατηρήσω πως το ύφος της ταιριάζει σε μια ποιητική πρόζα· πως έχει αναστοχαστικά στοιχεία· πως ως κείμενο δεν παρουσιάζει αναφορικότητα· πως είναι θεμελιωδώς αντι-αφηγηματική. Αλλά στην ουσία δεν θα έλεγα πολλά, γιατί, όπως κι αν περιγράψεις την παλίρροια, πάντοτε θα εκφεύγει της ερμηνευτικής χειρονομίας. Η γραφή επιστρέφει αλλαγμένη στον εαυτό της. Μια ανατομία της δομής μάς φανερώνει δεκατρία ποιητικά αποσπάσματα, εκ των οποίων το πρώτο έχει μηδενική αρίθμηση. Αποτελεί, ας πούμε, μια αφετηρία πριν από την αφετηρία. Αυτό το σημείο ορίζει πως «είναι όλα τόσο όμορφα» και θέτει εξαρχής κάποια από τα θεμελιακά υλικά: το χώμα, την ανάδυση, τα μικρά πλάσματα, τα είδη της γύμνιας, και επιπλέον στρέφεται ήδη προς τον Άλλο, αυτό τον Άλλο που δεν είναι ήδη ειπωμένος, αλλά μένει πάντοτε να ειπωθεί, όπως ο εαυτός αναζητά να επιστρέψει στον εαυτό του: «Ίσως θα φύγεις θα φύγεις σαν φύλλο κι εγώ εκτίθεμαι σαν ρίζες πάντα μα όλα είναι στη σωστή τους θέση».[1]
Το κείμενο εξελίσσεται όπως η ζωή, όταν παρέχει ένα μέρος όπου οι άνθρωποι μπορούν να καλωσορίσουν ο ένας τον άλλο, να απεγκλωβιστούν από αιώνες λέξεων και νοημάτων δοσμένων a priori για να συναντήσουν εκ νέου τον κόσμο. Αν ακολουθήσουμε τον θραυσματικό του χάρτη, θα ανακαλύψουμε πως η συμβολική δέσμευση στον κόσμο δεν είναι ευθύγραμμη, αλλά σπειροειδής. Η γραφή στροβιλίζεται σαν δερβίσης γύρω από ένα κέντρο σε έναν χορό όπου χρώματα, αισθήσεις και σχήματα μπορούν να μεταμορφωθούν σε μια κοσμική απο-κάλυψη. Ο κύκλος ανοίγεται κάθετα σαν ελατήριο προς τον ουρανό. Απλώνεται οριζόντια, επεκτείνεται στην επιφάνεια της γης. Η ποιητική γλώσσα παραμένει ζωντανή για να εγγυηθεί τις αισθητές ποιότητες κι αποχρώσεις. Κι όπως το κείμενο ολοένα ρέει, το σχήμα που του ταιριάζει είναι η παρομοίωση, ένδειξη της διαρκούς του μεταμόρφωσης, στοιχείο μιας σχεδόν σύμπτωσης που ποτέ δεν οδηγεί σε ταυτίσεις.
Μια φωνή ακούγεται να καλεί διαρκώς, να καλεί σε συνάντηση, να απευθύνεται: «σε καλώ έλα έλα ακόμη δεν ξέρω γνωρίζω πώς να σε καλώ σε κάλεσα (και ήρθες)».[2] Ακούγεται να αποκαλύπτει όσα γνωρίζει για αληθινά, έπειτα να ξηλώνει και να αναιρεί. Κι έτσι υπάρχει πάντοτε ο Άλλος, αυτό το εσύ και η ηχηρή του παρουσία. Δυο οικειότητες πασχίζουν να συνδεθούν χωρίς να εδραιώνεται καμία κυριαρχία. Ο πηγαιμός προς τον Άλλο δεν ολοκληρώνεται ποτέ, καθώς η αναζήτηση μιας πιθανής συνύπαρξης συνιστά μια διαρκή προσπάθεια. Σε κατάσταση εγρήγορσης, αλλά και ευφορικής μάθησης, οι άνθρωποι βαδίζουν «συνήθως στα δυο πόδια σαν ζώα στα δυο πόδια και συναντιούνται ολοένα συναντιούνται εκεί που δεν το περιμένει κανείς».[3] Απευθύνουν χαιρετισμό, αγγίζονται, ξαπλώνουν ο ένας δίπλα στον άλλο, τα σώματά τους μπλέκονται, αποχωρίζονται και έπειτα το κάλεσμα ξαναρχίζει. Γύρω τους τα πάντα μοιάζει να τραγουδούν, όπως το ζώο καλεί το άλλο ζώο με το τραγούδι του για ένα πλησίασμα ή παραλλάσσει τη μελωδία του ανάλογα με ό,τι επιθυμεί κάθε φορά να επικοινωνήσει. Πέρα από τον λόγο, οι ανήσυχοι ήχοι των μικρών πλασμάτων γίνονται το νανούρισμα της γης. Γιατί τραγούδι είναι το σύμπαν που πάλλεται και ο παλμός είναι η πρώτη μορφή γνώσης: «Εδώ τραγουδάμε μόνο μόνοι μας τραγουδάμε κι εγώ δεν θέλω καθόλου δεν θέλω να βιαστώ αυτή τη φορά. Τραγουδάμε μουσική στ’ αυτιά μας πολλά μέρη με ίδιο βάρος κι άλλο σχήμα κι όταν πρέπει σιωπούμε μια σιωπή που πάλλεται σαν πρώτη συνάντηση».[4]
Τραγουδάμε μαζί σημαίνει μοιραζόμαστε την αναπνοή σε μια κερδισμένη σιωπή, η οποία περιφρουρεί την ετερότητα των πραγμάτων και αφήνει καθετί ζωντανό να αιωρείται. Στη Μοίρα, η μέρα συνδέεται με την ομιλία και τη λέξη. Η νύχτα που τη διαδέχεται παραιτείται από την απαίτηση να ειπωθούν τα πάντα. Το αίνιγμα παραμένει και περικυκλώνεται με σκοτάδι και ύπνο. Η γραφή περιλαμβάνει ελλείψεις και εκλείψεις. Φανερώνει εξίσου χειρονομίες ομιλίας κι ένα απόθεμα σιωπής. Η Luce Irigaray γράφει για το άγγιγμα με την ετερότητα μέσω των λέξεων και παρατηρεί πως υπάρχει:
«ένα μεσοδιάστημα που πρέπει να εξασφαλιστεί, ένα ούτε-ο-ένας-ούτε-ο-άλλος όπου ο καθένας βρίσκει τον εαυτό του πάλι και βρίσκει τον άλλο πάλι αποφεύγοντας ταυτόχρονα την ανατροπή του ενός από τον άλλο μέσω αυτού που αποκαλύπτεται από τους δυο. Αυτό το μεσοδιάστημα είναι πρώτα από όλα η φύση, στο βαθμό που μένει αφημένη στον εαυτό της: αέρας, νερό, γη και ήλιος ως φωτιά και φως.»[5]
Από τέτοια απλά υλικά είναι φτιαγμένο το κείμενο που έχω μπροστά μου: από λάσπη, αέρα, φως, δέντρα. Με αυτά αποζητά να φτιάξει ένα σπίτι. Τον τόπο που κατοικεί τον φαντάζομαι σαν έναν μεταϊστορικό κήπο, μια Εδέμ πέρα από την ιστορία, όπου όλα έχουν παρέλθει κι όλα αρχίζουν αδιάκοπα εκ νέου. Αλλά ίσως και να πρόκειται απλώς για μια προσχώρηση στο Είναι, που ήδη μας κατοικεί, μας συγκροτεί και μας περιβάλλει. Σε κάθε περίπτωση, αυτός ο κόσμος δεν είναι ακέραιος, αλλά πολλαπλός· όχι εξωτερικό περιβάλλον αλλά βιωμένο τοπίο: «Είναι κόσμοι τόσοι κόσμοι αξεδιάλυτοι η μοίρα των ζώων και όλα μοιάζουν μπλέκονται κάποιοι μοιάζουν διάφανοι σαν κρασί πίνεται σαν ατμόσφαιρα σαν σκόνες που διασχίζονται διασχίζουν ασταμάτητα».[6] Κόσμοι πέφτουν στις σελίδες του βιβλίου σαν βροχή, σαν σωματίδια που ελαφρώς παρεκκλίνουν και παρεκκλίνοντας, πολλαπλασιάζονται και δημιουργούν. Μονάχα αν καταστεί κανείς γνώστης αυτής της ποικιλότητας, μπορεί να ανοίξει μονοπάτια για να συντελεστεί η συνάντηση που θα γίνει ικανή να αφήσει πίσω της μια μυστηριώδη κληρονομιά. Παράλληλα, όμως, ούτε το πρόσωπο που μιλά ούτε αυτός ο Άλλος που έρχεται και φεύγει μένουν ακέραιοι. Οι μορφές τους τεμαχίζονται αντικατοπτρισμένες στα δυο φτερά μιας πεταλούδας. Η ύπαρξη εκδιπλώνεται και ανασυντίθεται μέσα σε μια μεταβαλλόμενη μονιμότητα.
Καταλαβαίνω πως εκφράζομαι μέσα από αντιφάσεις. Είναι, ωστόσο, απαραίτητο γιατί στη γραφή του Στέφανου Ρέγκα το νόημα ριγεί, δεν είναι αναγώγιμο στη λέξη, έτσι όπως γίνεται συχνά με όσους επιθυμούν να αφήσουν στα πράγματα την ελευθερία τους. Κι όμως το βλέμμα του παραμένει βαθιά προσηλωμένο και δεν εφησυχάζει, αλλά διασκορπίζεται στην προσπάθειά του να διεισδύσει στο εσωτερικό των πραγμάτων. Είναι κι αυτό ένα είδος οραματισμού ή αλλιώς μια μορφή παρατηρητή υπό διάλυση. Κι ωστόσο, τίθεται εξίσου ενώπιον ενός άλλου βλέμματος, μπροστά σε ένα βλέμμα ζωικό που καλεί σε αποδοχή της μοίρας των ζώων. Και παρότι ίσως να μην βρισκόμαστε τόσο κοντά του, μου έρχεται στο μυαλό ο Jacques Derrida που στέκεται γυμνός μπροστά στη γάτα του δοκιμάζοντας ένα αίσθημα ντροπής και γράφει πως το βλέμμα του ζώου, αυτός ο καθρέφτης ενός ζώου που κοιτά το ανθρώπινο ζώο, είναι η ματιά ενός προφήτη, ενός οραματιστή ή ενός πεφωτισμένου τυφλού.[7]
Συχνά το κείμενο επιμένει να μιλά για δυο είδη γύμνιας και σκέφτομαι πως γύμνια σημαίνει το να παραμένεις ανοιχτός και ευάλωτος απέναντι στον Άλλο, δηλαδή μια καταστατική τρωτότητα. Σκέφτομαι τη γύμνια του ζώου, τη ντροπή κι εκείνο το άλμα που πηγαίνει πέρα από όλα αυτά κι ενώ αντιστέκεται στην αντικειμενοποίηση, αποδέχεται τη «γλυκιά αγριότητα». Η κίνηση γίνεται τότε αναγγελία, η αρχή της κατάφασης για μια συμβίωση. Από ένα τέτοιο σημείο μπορεί κανείς να ατενίσει ολόγυρα γιατί διαρκώς καταφτάνει κάτι που δεν υπήρχε, εμφανίζεται κάτι χωρίς να ανήκει σε κανέναν. Η γραφή του Στέφανου Ρέγκα συνταράσσεται από την επιθυμία να εφεύρει και ταυτόχρονα να αφουγκραστεί· να πλάσει και να αφεθεί, σαν παλάμες που παίζουν με την άμμο γραπώνοντας και απελευθερώνοντας τους κόκκους της.
Παρότι ίσως να περίμενε κανείς να προτάξω μια άλλη ηχώ, σκέφτομαι κάποιες φορές, διαβάζοντας τη Μοίρα, τα Φύλλα χλόης του Walt Whitman κι αυτούς τους στίχους που λένε: «Ορμή, κι ορμή κι ορμή,/ Πάντοτε η γεννήτρα ορμή του κόσμου./ Βγαίνοντας απ’ τη σκοτεινιά τα αντίθετα μα ίσα μεταξύ τους προχωράνε, πάντοτε ύλη κι αύξηση, πάντοτε συνουσία,/ Πάντοτε η ύφανση της ταυτότητας, πάντοτε διαφορά,/ πάντοτε μια γενιά ζωής».[8] Ακόμα, θυμάμαι εκείνο τον άλλο αγαπημένο ποιητή, τον Paul Celan, με τον περίφημο καταληκτικό στίχο στο ποίημα «Απέραντος, λαμπερός θόλος»: «Ο κόσμος έχει χαθεί, πρέπει να σε κουβαλήσω»[9] και φαντάζομαι τον ομιλητή της Μοίρας να πορεύεται πέρα από την εμπιστοσύνη. Παραμένοντας αφοσιωμένος σε μια νέα νηνεμία, φορτώνεται στους ώμους τον αγαπημένο Άλλο, σαν ένας Αινείας που διαφεύγει την καταστροφή με τον γηραιό πατέρα του στην πλάτη χωρίς να γνωρίζει τελικά τι τον περιμένει πέρα από τη θάλασσα.