Χάρτης 74 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-74/poiisi-kai-pezografia/zoghrafoi-sto-ktel
Στο μισοσκόταδο, καθισμένοι γύρω από το τραπέζι χαρτόπαιζαν, κατά πώς αποφάσισε ο Σεζάν. Έξω κρύο, ψιλόβροχο και ανέχεια, πηχτή, ένα πέπλο που είχε σκεπάσει τα πιο πολλά σπίτια του χωριού. Μια μπουκάλα κρασί και τέσσερα τσίγκινα ποτήρια πάνω στο τραπέζι της χαρτοπαιξίας. Πρόσωπα σοβαρά, ανέκφραστα, η όψη του χαρτοπαίκτη, αντιφέγγιζαν στο τρεμάμενο φως του κεριού που βρισκόταν δίπλα, πάνω σ’ ένα μικρότερο τραπεζάκι. Ο αέρας ξεκίνησε να δυναμώνει ακουγόταν να μπαίνει ύπουλα στην αρχή, ορμητικά ύστερα, μέσα στο καφενείο. Κι αυτοί ανέκφραστοι, έριχναν κι έπαιρναν τα χαρτιά, με χνώτα που βρόμαγαν κρασίλα και τσιγάρο. «Απαγορεύεται η κατανάλωση προϊόντων αγορασθέντων εκτός του σταθμού». Μπράβο, συλλογίστηκε, η απλή καθαρεύουσα ανασταίνεται σε μέρη που δεν περιμένει κάποιος να τη βρει. Τραπεζάκια με φοιτητές και φαντάρους που περίμεναν να φύγουν, να γυρίσουν ή να πάνε; Άγνωστο. Τσάντες δίπλα τους κι ένα μπουκάλι νερό στο τραπέζι. Οι άλλοι συνέχιζαν σαν μαρμαρωμένοι, να χαρτοπαίζουν, αδιάφοροι για τον κόσμο που κινούνταν γύρω τους. Και μέσα στο μετρό, τους έβλεπε ο Ότο Ντιξ , καθισμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, με βλέμμα μπροστά, απλανές πολλές φορές ή διαβάζοντας την εφημερίδα που τα νέα της δεν προμήνυαν τίποτα καλό. Τέλος μεσοπολέμου. Νέος πόλεμος έφτανε στην Ευρώπη κι έμελλε να εξαφανίσει για καιρό αυτήν την εικόνα. Κι η κοπέλα μάζευε και τακτοποιούσε τα τραπέζια. Άδειαζε τασάκια, πέταγε σκουπίδια, κουτάκια αναψυκτικών. Η μεγάλη μαύρη σακούλα που κράταγε στο χέρι σιγά-σιγά γέμιζε, βάραινε από απομεινάρια υποψήφιων ταξιδιωτών. Και μετά, ξαναπήγε στη θέση της, έξω από την τουαλέτα. Κι η νύχτα, κρύα, υγρή, φαινόταν απειλητική του περόνιαζε τα κόκαλα, όσο περίμενε να γεμίσει το ρεζερβουάρ. Πού μ’ έστειλε ο Χόπερ! σκέφτηκε.
Οι αντλίες υψώνονταν μέσα στη νύχτα, σαν γίγαντες που φωσφόριζαν κι άλλος τους έβλεπε σαν απειλή κι άλλος τους έβλεπε σαν φάρο που θέλει να πλησιάσει να μη χάσει ποτέ το φως του. «Έχω 40 άτομα. Κλείσε, έφυγες». Αναμμένα φώτα, άνθρωποι στις θέσεις τους στοιχισμένοι απόλυτα, έβλεπαν να ξεμακραίνει η πόλη και ήξεραν πως τους περίμενε μια μακριά νύχτα στον δρόμο του γυρισμού, όπου ίσως κάποιος να περιμένει, αλλά μπορεί και όχι. Το ταξίδι όμως δεν σταμάταγε. Θα έφταναν όλοι στο τέρμα, σίγουρα. Καθισμένοι στον μακρόστενο πάγκο του μπαρ με τα φώτα νέον να φωτίζουν τη νύχτα στη μεγαλούπολη έπιναν αργά το ουίσκι που παράγγειλαν. Αμίλητοι, φωτίζονταν από τις ανταύγειες των φώτων που αναβοσβήνουν, κοιτούν στο κενό, σκέπτονται κάτι, τι; Κάτι που έχασαν, που κέρδισαν που θα ήθελαν να έχουν; Κι ο μπάρμαν καθισμένος σε μια γωνιά δεν παίζει προς ώρας τον βασικό του ρόλο, του μεγάλου εξομολογητή. «Για ταξί θα πάτε από εκείνη την έξοδο, έναν εσπρέσο, μια τυρόπιτα κουρού κι ένα κουλούρι» …ανακατεύονταν ομιλίες, φωνές, ο θόρυβος των μηχανών των λεωφορείων όλα έγιναν ένας ψίθυρος πολύ ταιριαστός στο χώρο αναγνωρίσεων και περιπέτειας, σ’ έναν τόπο προσδοκίας ή διάψευσης…Ο αέρας εξακολουθούσε να μπαίνει στο μισοφωτισμένο καφενείο, η φλόγα του κεριού τρεμόπαιζε μα αυτοί εκεί, ακίνητοι σήκωναν κι άφηναν χαρτιά στο τραπέζι…