Χάρτης 74 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-74/poiisi-kai-pezografia/ghramma-apokhairetismoy-sti-veatriki
Ειλικρινά δεν μπορώ να σε καταλάβω. Σου έχω τόσες φορές εξηγήσει, που καταντάει γραφικό. Αστείο. Ένα κακόγουστο ανέκδοτο. Διανοητικά κι αισθητικά δεν είμαι του στυλ σου, και σίγουρα δεν είμαι περιπετειώδης ή μποέμ, πολύ περισσότερο αριβίστας. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς τέρας ευφυΐας για να το διαπιστώσει. Δεν μου αρέσει να ταξιδεύω ―παρά μόνο ίσως στο Παρίσι―, ούτε και να παίρνω ρίσκα. Κάνω την ίδια δουλειά με τον πατέρα μου και τον παππού μου Ζ. ―αν στύψεις τα δάχτυλά μου θα τρέξουν σάλια―, και δεν μου πέρασε ούτε στιγμή από το μυαλό να ζήσω σε άλλη πόλη. Δεν έχω κάνει καμία τρέλα στη ζωή μου. Τίποτα ιδιαίτερα τολμηρό για το οποίο να καυχιέμαι, και οι αλλαγές, όταν δεν με κάνουν να βαριέμαι ή να χέζομαι από τον φόβο μου, με αποσυντονίζουν σε τέτοιο βαθμό που ξεχνάω ακόμα και το όνομά μου. Δεν έχω τίποτα να εξομολογηθώ για τον εαυτό μου. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν μάλλον βαρετά. Σχεδόν ευτυχισμένα. Χωρίς σκαμπανεβάσματα. Δεν θυμάμαι να ήθελα να πηδήξω τη μητέρα μου, ούτε να σκοτώσω τον πατέρα μου. Και στο σχολείο τα κατάφερνα μια χαρά. Ποτέ δεν βασάνισα κάποιο ζώο από ανία όπως οι συμμαθητές μου. Ούτε κόλλησα μονωτική ταινία στα κουδούνια της πολυκατοικίας τις ώρες κοινής ησυχίας. Αν εξαιρέσεις εκείνο το συμβάν στην εφηβεία μου, που βγήκα στο μπαλκόνι και φώναξα «κάτω η στρατοκρατία» όταν είδα να συλλαμβάνουν τον γείτονα από το διπλανό διαμέρισμα, επειδή τραγουδούσε το «μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά», ή τότε που πέταξα ένα ψόφιο ποντίκι στο πρόσωπο του Κ. που μόστραρε γυμνός κάθε πρωί τ’ απόκρυφά του στις κυρίες στη Φωκίωνος, δεν έχω κάνει καμία ηρωική πράξη για την οποία να αισθάνομαι υπερήφανος. Ήμουν ένα καχεκτικό, άχαρο ψηλό αγόρι, που ακόμα κι αν δεν ήταν πάντοτε αγαπητό από τους άλλους, τουλάχιστον δεν προκαλούσε. Ήμουν τόσο ήσυχος, για να καταλάβεις, που η πρώτη εντύπωση των ξένων μόλις με συναντούσαν, ήταν πως ήμουν ένα ζωντανό πτώμα. Ένα παιδί κλεισμένο στον εαυτό του, ένας κωφάλαλος στην καλύτερη περίπτωση, ένας αυτιστικός. «Αυτό το παιδί είναι σαν να μην υπάρχει», θυμάμαι τη μητέρα μου να λέει, χωρίς να είναι ξεκάθαρο από τον τόνο της φωνής της, αν αυτό αποτελούσε πρόβλημα για εκείνη ή ένα είδος συμπαντικής εύνοιας για την οποία θα έπρεπε να είναι ευγνώμων.
Δεν ξέρω τι είδες σε μένα λοιπόν, τι φαντάζεσαι ότι θα μπορούσα να σου προσφέρω ή τι νομίζεις, στα πλαίσια της γυναικείας σου ματαιοδοξίας, πως έχω ανάγκη να μου προσφέρεις εσύ. Έχω πάνω από δέκα χρόνια να πάω στον κινηματογράφο και δεν ζωγραφίζω στον ελεύθερο χρόνο μου, ούτε διαβάζω λογοτεχνία, παρά μόνο ίσως Μοντιανό και Φιλίπ Σολέρς, ενίοτε και Λε Καρέ, και βιογραφίες μεγάλων αθλητών ―κολυμβητών κατά προτίμηση και παλαιστών― ή αστυνομικές νουβέλες δευτέρας διαλογής για να με πάρει ο ύπνος.
Είμαι ένας άνθρωπος κουρασμένος, Βίκυ. Δειλός για πολλούς. Μπορεί και ανασφαλής. Και σε καμία περίπτωση, δεν θα ήθελα να ξαναπαντρευτώ. Και μόνο που το σκέφτομαι, με πιάνουν τα γέλια. Δεν έχω τη στόφα του μεγάλου σταρ, που μπορεί να φτιάχνει τη ζωή του με ευκολία από το μηδέν, αποκτώντας μέχρι και απογόνους στα γεράματα. Ξέρω ότι θες να κάνεις τη ζωή μου άνετη. Όμορφη. Καινούργια. Να με τραβήξεις από τον βάλτο στον οποίο φαντάζεσαι ότι έχω βουλιάξει. Όμως έμενα δεν μου αρέσει να ονειρεύομαι. Δεν θέλω να κάνω σχέδια πια. Είμαι ένας άντρας κανονικός, Βίκυ. Κλασικός. Ένας άντρας του μέσου όρου. Σε λίγους μήνες κλείνω τα εξήντα πέντε και χρόνο με τον χρόνο από ’δω και στο εξής μόνο θα χειροτερεύω. Ο προστάτης μου, οφείλω να σε πληροφορήσω, έχει αρχίσει να διογκώνεται, και πολύ σύντομα οι στύσεις μου δεν θα προκαλούν καμία εντύπωση σε κανέναν. Αντιθέτως θα έλεγα. Τις λιγοστές φορές που θα επιτυγχάνονται από ’δω και στο εξής, θα κρατούν μάλλον λίγο και θα είναι αυτό που λέμε, ευγενικά, χλιαρές. Πολύ σύντομα, θα έχω την ηλικία του πατέρα μου όταν του αφαίρεσαν, λόγω καρκίνου, τον προστάτη και οι πιθανότητες να πάθω κι εγώ το ίδιο είναι αυξημένες. Μην μου πεις, λοιπόν, πως υπερβάλλω. Δεν θέλω να μου χρυσώσεις το χάπι. Ούτε να ισχυριστείς ότι δεν έχουν σημασία για σένα όλα αυτά γιατί θα είναι ψέμα· ένα ακόμα ψέμα από αυτά που συνηθίζουμε να λέμε στον εαυτό μας, όταν θέλουμε να ωραιοποιήσουμε μια άβολη, δύσκολη πραγματικότητα την οποία εύκολα θα μπορούσαμε να είχαμε αποφύγει αν ήμασταν στοιχειωδώς έξυπνοι κι όχι δέσμιοι των συναισθημάτων μας.
Η αλήθεια Βίκυ, είναι ότι είσαι αρκετά νέα ακόμα. Τόσο, ώστε να μπορείς να διατηρείς ακόμα τη ψευδαίσθηση ότι σε περιμένει μια ζωή εκεί έξω γεμάτη συγκινήσεις. Ενώ εγώ ένας βαρετός γέρος. Ένας δύστροπος κωλόγερος που έχει αποδεχθεί ότι η καλύτερη εκδοχή του εαυτού του ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Σε αντίθεση με σένα, δεν έχω κανένα ιδιαίτερο ταλέντο στη ζωή, εκτός ίσως από το να φτιάχνω ―όσο έχω ακόμα την όρασή μου― κατεστραμμένα στόματα και να αποφεύγω, όταν αυτό περνάει από το χέρι μου, τις κακοτοπιές ― αν και στην περίπτωσή σου, οφείλω να παραδεχτώ ότι απέτυχα και στα δύο.
(Θα έπρεπε όταν σε είδα να μπαίνεις, πρώτη φορά στο ιατρείο κλαίγοντας μες στα αίματα, με τα μπροστινά σου δόντια σπασμένα σχεδόν από τη ρίζα, ξεκάλτσωτη Δεκέμβρη μήνα, μ’ ένα πλεκτό φόρεμα κρεμ που όλο ανέβαινε όσο περπατούσες κι εκείνο το τριμμένο, δερμάτινο τζάκετ μέσα στο οποίο έτρεμες ολόκληρη, να σου πω να πας στο νοσοκομείο ή να σε παραπέμψω σε κάποιον άλλον, στον Μ. για παράδειγμα - γιατί όχι στον Μ.; Κι αντί να κάνω αυτό που έπρεπε εξαρχής να κάνω, σε ρώτησα «Τι πάθατε;» κι αμέσως σου ζήτησα να περάσεις στο εξεταστήριο και να καθίσεις στην πολυθρόνα, περιμένοντας να μου μιλήσεις. Μάλιστα να μου μιλήσεις. Όχι όπως θα μιλούσε πρώτη φορά κανείς στον οδοντίατρό του, αλλά σαν παλιά ερωμένη, που ήρθε μετανιωμένη μετά από χρόνια να βρει τον εραστή της, για να του ζητήσει να είναι ξανά μαζί. Έτσι, στάθηκα ακίνητος, όρθιος μπροστά σου, με το βλέμμα κατεβασμένο στο πάτωμα όχι μόνο από συστολή ή από διακριτικότητα αλλά και από ενοχές για ό,τι φανταζόμουν ότι θα μπορούσε να σου είχε συμβεί, ξεχνώντας εντελώς την ιατρική μου ιδιότητα. Παρέμεινα σιωπηλός. Έτοιμος να ακούσω ό,τι είχες να μου πεις. Μέχρι και να το χρεωθώ εφόσον αυτό θα σε ανακούφιζε, κι ας μην απευθυνόσουν ακριβώς σε μένα, αλλά σε αυτό που θα ήθελες να αντιπροσωπεύω εγώ για σένα εκείνη την στιγμή, κι ας γνώριζα, ενδόμυχα, ότι όσο πιο πολύ θα αφηνόμουν στις λεπτομέρειες της αφήγησής σου, τόσο πιο κοντά σου θα ερχόμουν. Τίποτα δεν φέρνει πιο κοντά δυο ανθρώπους που δεν γνωρίζονται, όσο η εξομολόγηση, έτσι δεν είναι; Στο τέλος, ούτε τα δόντια σου κοίταξα, ούτε κατάφερα να μη σε ερωτευθώ. Σου είπα μόνο να κάνεις πλύσεις με αλατόνερο, να βάλεις πάγο και την επομένη να ξανάρθεις να σου βγάλω ακτινογραφία. Κι όταν σηκώθηκες να φύγεις, αντί να καθαρίσω το ξεραμένο αίμα από τα χείλη σου με λίγο οξυζενέ, έσκυψα και σε ρώτησα πώς σε λένε. «Βίκυ» μου είπες. «Βίκυ από το Βεατρίκη» και αμέσως λάτρεψα τον τρόπο που πρόφερες το όνομά σου ―σαν έφηβη που ακκιζόταν― και το γάργαρο, σφυριχτό σου ψεύδισμα όταν πρόφερες το ρ, που ήταν αδύνατον εκείνη τη στιγμή να καταλάβω αν ήταν μόνιμο ή αν προερχόταν από το σπάσιμο στα μπροστινά σου δόντια).
Βίκυ, παραληρώ. Καλύτερα να σταματήσω εδώ. Αυτό εδώ είναι ένα γράμμα αποχαιρετισμού και ως τέτοιο πρέπει να το εκλάβεις. Νομίζω είναι προτιμότερο να βάλουμε μια τελεία σε όλη αυτή την ανοησία, τώρα που είναι αρχή ακόμα. Το παιδί σου χρειάζεται τον πατέρα του ―όλοι χρειάζονται ένα πατέρα― και είναι προτιμότερο, αν πρέπει οπωσδήποτε να είσαι με έναν άντρα, να γυρίσεις σε αυτόν. Κυκλοφορούν τόσοι τρελοί, όπως θα διαπίστωσες εκεί έξω κι εγώ αν και όχι τρελός, παρά μόνο ενδεχομένως μαζί σου, δεν έχω τίποτα να σου προσφέρω πέρα από ένα κουτσό παρόν και μια λαβωμένη λίμπιντο.