Χάρτης 74 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-74/poiisi-kai-pezografia/psila-ston-aera
Μην τον τραβάς τον πόντο, πρόσεχε, θα ξηλωθεί το πουλόβερ. Έτσι και φύγει ένας, αρχίζει το ξήλωμα και δεν σταματάει με τίποτα. Τόση δουλειά κι όλα πήγαν στράφι. Κρίμα τον κόπο σου, κρίμα τον κόπο σου, έλεγε κάποτε πεισμωμένη η γιαγιά. Αλλά δεν την άκουγα, καμιά μετάνοια. Καθόμουν δίπλα της μουτρωμένη, που αναγκαζόμουν να χάσω το παιγνίδι για ένα παλιοπουλόβερ. Από την αυλή της εκκλησίας ακουγόταν οι φωνές των παιδιών και σε κάθε ήχο αναστατωνόταν το μέσα μου. Ταραζόμουν, έτρεμα από τα νεύρα μου. Ο ήλιος έδυε και το δωμάτιο έχανε σιγά σιγά τον φωτισμό του. Παράξενες σκιές στους τοίχους, απρόσκλητες. Έπρεπε κάποιος να ανοίξει το ηλεκτρικό. Όμως τα γέρικα χέρια συνέχιζαν απτόητα, οδηγούσαν τις βελόνες μου μπρος πίσω, μπρος πίσω, και δίπλα δύο μικρούτσικα υπέμεναν, πεσμένα στο πλάι.
Ανοίγει η πόρτα. Βαριά τα βήματά μου στο αδειανό σαλόνι. Μετοίκισαν τα έπιπλα; Όχι, μένουν ακόμη εδώ, φθαρμένα, αλλά μένουν. Μετοίκισαν οι άνθρωποι; Όχι. Η γιαγιά πλέκει ασταμάτητα και δίπλα της εγώ, μικρό κορίτσι. Μου λέει ένα παραμύθι. Το φαγητό κοντεύει στο τσουκάλι. Φωνές και γέλια από το καφενείο. Ένα χωρατό και μερικοί ξεκαρδίζονται στα γέλια. Άλλοι παίζουν πρέφα. Στο βάθος ακούγεται το μεγάφωνο να καλεί κάποιον στο τηλέφωνο. Έτσι μοιάζει ο παράδεισος; Στο ντιβάνι, ο παππούς λαγοκοιμάται. Βγαίνω στο παραθύρι και φωνάζω: νάτο, νάτο εκεί στο πάνω το κλαδί. Μπαμ, το πέτυχε ο κυνηγός το καημένο το πουλάκι. Λυπήθηκα μετά, που έστειλα μια αθώα ψυχή στην αντιπέρα όχθη. Ανελέητο το χαρτί και δύσκολα σταματά το αίμα. Δυνατός ο πόνος και αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν να πληγώνει τόσο πολύ λες και κόπηκες με το ξυράφι. Το χαρτί κόβει άσχημα. Και η απουσία, τι φέρνει η απουσία; Της φτάνει άραγε ένα χαρτάκι υπέρ των ψυχών;
Δεν ήξερα πολλά για τη γιαγιά. Μόνο πως τα 'παιρνε τα γράμματα και πως έβγαλε τις τρεις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Πήγαινε στο θέρος, πήγαινε στα λιόφυτα, ζύμωνε και ύφαινε τα προικιά της. Παντρεύτηκε τον άντρα της, τον Γάλλο, στα δεκαεφτά της. Γάλλος, ήταν το παρατσούκλι του. Ο παππούς πήγε στον πόλεμο και μετά βρέθηκε στην πατρίδα της σαντιγί. Ανάπηρο τον πήρα, μονολογούσε κάθε τρεις και λίγο. Κατάκοιτος χρόνια και η γιαγιά τον φρόντιζε. Τον τάιζε, τον έλουζε, τον ξύριζε. Κι αυτός χαρώ σε μαλαματένια μου, χαρώ σε περιστέρα μου. Του έβαζε και ταλκ να μην τρυπήσει. Τον γύριζε στο πλάι ξεβράκωτο να παίρνει λέει αέρα. Αυτή καθόταν στην καρέκλα με το πλεκτό και περίμενε. Μπρος το βελονάκι, πίσω το βελονάκι, αβγάτιζε η δαντέλα. Μέχρι που φώναζε εκείνος κρυώνω Παρασκιώ μου, και σταματούσε τότε εκείνη το πλέξιμο και τον σκέπαζε. Κατάκοπη τα βράδια έβγαζε το φουστάνι της και έμενε με το μεσοφόρι. Άρχιζε τότε τις μετάνοιες για ώρα πολλή μπροστά στα εικονίσματα. Δόξα σοι θεέ μου και σήμερα που με αξίωσες, και πήγαινε μετά για ύπνο. Με αγκάλιαζε τότε σφιχτά και μου 'λεγε σσσσσ να μη φοβάσαι, όλα είναι ψευτιές.
Όσο άσχημα κόβει το χαρτί το δάκτυλο, άλλο τόσο και η απουσία θλίβει βαθιά και γεννά εικόνες που δεν υπάρχουν. Ανοίγω την πόρτα. Βαριά τα βήματά μου στο αδειανό σαλόνι. Μετοίκισαν τα έπιπλα; Όχι μένουν ακόμη εδώ, φθαρμένα αλλά μένουν. Μετοίκισαν οι άνθρωποι; Όχι, μένουν για πάντα εδώ, στην καρδιά. Βλέπω τώρα καθαρά τον παππού ξαπλωμένο στο ντιβάνι. Σηκώνεται αργά αργά μ' ένα παράξενο μειδίαμα και απευθύνεται στη γιαγιά που πλέκει. "Δώσε μου τούτη τη μέρα", της ψιθυρίζει, και την πιάνει από το χέρι. Σέρνεται το κουβάρι με τη δαντέλα στο πάτωμα. Ντυμένοι στα λευκά χορεύουν. Τη σηκώνει ψηλά ο παππούς. Τραντάζεται η γιαγιά από τα γέλια. Έτσι θα είναι μάλλον ο παράδεισος, μουρμούρισα και βγήκα ακροπατώντας από το δωμάτιο.