Χάρτης 74 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-74/poiisi-kai-pezografia/anaptiksi
Κλείσανε τους χάρτες βιαστικά, συμφώνησαν για την τοποθεσία. Εδώ θα σκάψουμε, είπαν, στα μέσα μου βαθιά, κι ύστερα αρχίσαν τα τσουγκρίσματα με τσίπουρα δικής τους εσοδείας και τους χορούς τους τσάμικους άτσαλα χυμένους στα γρασίδια. Σηκώσαν περιχαρείς και τα σακάκια για τις φώτος, σφίξανε και τις γενειάδες, στρέμματα γεμάτα γιάπικα μπαμπακόμουσα που έθαλλαν στα συμφωνητικά.
Εδώ σκάβουνε, λέω. Στα μέσα μου βαθιά. Λατομείο δεν το λες, ένα φτηνό καλύβι μόνο τίγκα στις λέξεις κι ούτε έπαιρνε από πολλούς ασβέστες ― πρόκαμε, βλέπεις, ο καπνός να μ’ αλευρώσει για τα καλά. Μακέτες, τώρα, αλληλοσυγχαίρονται. Κάσκες ξεκουράζονται από εργάτες ανά δίωρο. Μαρμάρινος θόρυβος. Γεωτρύπανα αλείφονται με χιόνι. Στη διαπασών ολημερίς ένα πράσινο φως, κακό. Μουχλιασμένο. Όμως τα φώτα, κάθε είδους φώτα, ακόμα και τα πιο κακά, ποτέ δεν έφεραν άμεση ευθύνη. Τα πρωινά, μικρά παιδιά κρέμονται από τον σκουριασμένο κισσό του στέρνου μου.
Δεν περνώ ωραία αλλά τι να’ κανα; Πόσες επιλογές είχα; Μια ήπειρος από γυαλιά ορθώνονταν ξοπίσω μου. Και οι χαρτογράφοι δίσταζαν. Τους πίστεψα. Μου τάξανε πως θα ξεπρηστώ από το υγρό μαρτύριο. Πως μια θάλασσα κάθε πρωί θ’ αντλήσει τη συσσωρευμένη πίκρα. Πως η φωνή θα κυλιστεί ξανά με τη φωνή
Η μία με την άλλη η μία με την άλλη
Κι απ’ τα πολλά τα μαζεμένα τα επιφωνήματα θα κατορθώσω να διαφύγω των γκρεμών. Και τότε θυμήθηκα γενεές συγγενών πίσω που πρώτα ψόφησαν και μετά τσέπωσαν την επιδότηση
Μπερδεύομαι
Που πρώτα τσέπωσαν την επιδότηση και μετά ψόφησαν. Φέραν, έπειτα, τα μηχανήματα, ανιχνευτές μετάλλου να δεις, και ραβδοσκόπους να σου τσακίζουν τα στομάχια. Στρώσαν και το έδαφος για τις κακοκαιρίες, σπείρανε κι εμότζι. Τις νύχτες στους διαδρόμους λιγδιασμένα σκυλιά μου προκαλούνε βήχα. Σωρός οι ψόφιες, κατσαρές πέτρες στον καθρέφτη.
Έβλεπα κι εγώ τις μπουλντόζες, τα σκονισμένα σκαρπίνια, τον χλωμό ουρανό. Την Ανάπτυξη. Κι είπα στο τέλος πως φροντίζουν για τον τουρισμό εντός μου.
Μούφες
Ανοιχτά τα σύνορα από τότε και πράσινο και τιμές λογικές. Τι να σας πω όμως; ψυχή δεν πάτησε ακόμα. Τριανταέξι κιλά οργής τα μπάζα πάνε να με πνίξουν και τον λίγο χρυσό που βρήκανε με κόπο, νύχτα τον φόρτωσαν για έξω. Τουλάχιστον μου φτιάξανε τα δόντια. Να’ ναι καλά. Καθάρισε και το συκώτι.
Τώρα βάφουν ήλιους σ’ άλλο ημισφαίριο.