Χάρτης 74 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-74/metafrash/eksi-soneta-ston-orfea
Π Ρ Ω Τ Ο Μ Ε Ρ Ο Σ
Σονέτο V
Στήλη επιτύμβια μη του στήνετε. Μόνο αφήνετε
ν’ ανθεί το ρόδο προς τιμήν του κάθε χρόνο.
Γιατί αυτό είναι ο Ορφέας. Μεταμορφώνεται
σ’ αυτό κι εκείνο. Ας μην μπαίνουμε στον κόπο
ονόματα άλλα να του βρούμε. Όταν άδει
είναι Ορφέας μια για πάντα. Έρχεται και αναχωρεί.
Δεν είν’ ήδη αρκετό που στ’ ανθογυάλι
πιο πολύ από τα ρόδα αντέχει κι επιζεί;
Ω, νιώστε το επιτέλους – πρέπει να χαθεί!
Κι ας νιώθει στη σκέψη αυτή ο ίδιος αγωνία.
Καθώς ο λόγος του υπερβαίνει ετούτη τη ζωή,
είναι όπου εσείς να πάτε δεν μπορείτε, σ’ άλλη σφαίρα.
Της λύρας οι χορδές στα χέρια του δεν του είναι τυραννία,
τις υπακούει – και διαβαίνει πέρα.
Σονέτο X
Εσάς, που πάντοτε σας νιώθω εγώ βαθιά,
εσάς, αρχαίες σαρκοφάγοι, χαιρετώ,
σαν άσμα που όλο αλλάζει σάς περνά
νερό κελαρυστό απ’ της Ρώμης τον καιρό.
Ή και τις άλλες, τις ορθάνοιχτες, σαν μάτι
ποιμένα εύθυμου την ώρα που ξυπνά,
απ’ όπου σμήνος πεταλούδες μαγικές έχει πετάξει,
γεμάτες μελισσόφυλλα κι άπειρη σιγαλιά·
όλες εσάς σας χαιρετώ που απ’ την αμφιβολία
έχετε βγει, στόματα που ξανανοιγμένα τώρα
ξέρατε κιόλας της σιωπής τη σημασία.
Φίλοι, το ξέρουμε, μην τάχα δεν το ξέρουμε ήδη;
τα δυο αυτά, του δισταγμού η ώρα
πάνω στου ανθρώπου την ειδή τα σχηματίζει.
Σονέτο VII
Να εξυμνεί, έτσι πρέπει! Όποιος προορισμένος
είναι να εξυμνεί, σαν μέταλλο απ’ την πέτρα τη βουβή
ξεπήδησε. Η καρδιά του, ω ληνός φευγαλέος,
βγάζει για τους ανθρώπους άσωστο κρασί.
Ποτέ μέσα στη σκόνη η φωνή του πια δεν σβήνει,
όταν κυριεύεται από παράδειγμα θεϊκό.
Γιατί όλα γίνονται αμπέλι, όλα σταφύλι,
όλα ωριμάζουνε στον Νότο τον αισθαντικό.
Κι ο ύμνος του για των ρηγάδων τα κορμιά,
τα σάπια μες στους τάφους, δεν θα διαψευστεί
ούτε κι αν τον βαραίνει των θεών η σκιά.
Είν’ ένας απ’ τους κήρυκες αυτούς
που μένουν· πέρα απ’ τις πύλες των νεκρών κρατεί
κύλικες με δοξαστικούς καρπούς μεστούς.
Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο Μ Ε Ρ Ο Σ
Σονέτο ΙΙ
Όπως κάποιες φορές το φύλλο βιαστικό
τη γνήσια αποσπά γραμμή από τη σμίλη:
έτσι συχνά και οι καθρέφτες παίρνουν το ιερό
μοναδικό χαμόγελο απ’ των κοριτσιών τα χείλη,
όταν προβάρουν ρούχα μόνες τους κάποιο πρωί, ―
ή μες στα φώτα τα λαμπρά που τις υπηρετούν.
Και στων πραγματικών προσώπων την αναπνοή,
μόνο μια ανταύγεια οι άλλοι αργότερα θα δουν.
Τι βλέμματα έχουν κάποτε τα μάτια ρίξει
μες στης εστίας τη στάχτη, κάτω από την καπνιά:
βλέμματα της ζωής που έχουνε για πάντα δύσει.
Αχ, ποιος γνωρίζει τις απώλειες της γης;
Μόνο εκείνος που σε τόνο δοξαστικό θα υμνούσε την καρδιά
που μέσα στο Παν έχει γεννηθεί.
Σονέτο XV
Ω στόμα φρέατος, ω δωρητήριο στόμα εσύ,
που ανεξάντλητα μιλάς για το Ένα, για το Αγνό,
εσύ, μπροστά στου ρέοντος νάματος την ειδή
μαρμάρινο προσωπείο. Και στο βάθος το θαμπό
των υδραγωγείων η καταγωγή. Και από πέρα μακριά,
από τους τάφους στων Απεννίνων την πλαγιά,
σου φέρνουν τον αρχαίο σου Λόγο, που μετά,
από το μελανό πηγούνι σου κάτω κυλά,
και πάει και πέφτει μέσα στο αγγείο .
Και είναι αυτό το πλαγιασμένο, κοιμισμένο αυτί,
μες στου οποίου πάντοτε μιλάς το μαρμάρινο ηχείο.
Είναι το αυτί της γης. Άρα μονάχη της μιλά.
Κι άμα της σπρώξεις πάνω της ένα σταμνί,
θα της φανεί πως της διακόπτεις τη μιλιά.
Σονέτο XXVI
Πώς του πουλιού η κραυγή μάς συνεπαίρνει…
η όποια κραυγή, του όποιου πουλιού.
Μα ήδη στο ύπαιθρο κάθε παιδί όταν παίζει,
βγάζει κραυγές που αυτή τη γνήσια προσπερνούν,
κραυγές της σύμπτωσης. Μες στα κενά εκείνα
του Κόσμου (όπου οι ατόφιες των πουλιών κραυγές
βουλιάζουν όπως οι άνθρωποι σε ονείρων αγκαλιές)
μπήγουνε του δικού τους ουρλιαχτού την σφήνα.
Αλίμονο, πού είμαστε; Πιο ελεύθεροι ολοένα,
σαν τους λυμένους απ’ το νήμα χαρταετούς
σε ύψη μέτρια πάμε, με ακροχείλια γέλια,
εμείς, του ανέμου κουρέλια. – Βάλε τους σε τάξη ορθή,
Θεέ υμνωδέ, τους κραυγαστές! Σαν το άγριο ρέμα
ξυπνώντας πια να παρασύρουνε λύρα και κεφαλή.