Χάρτης 74 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2025
https://www.hartismag.gr/hartis-74/hartaki/i-nerenia-ki-o-fosakis
Χαρείτε την ελευθερία σας, ωραία μου πουλάκια
Δ. ΣΟΛΩΜΟΣ
Ζούσε στους πρόποδες ενός κούφιου βουνού, που ήταν γεμάτο με φωνές φυλακισμένων πουλιών, ένας κηπουρός με τη γυναίκα του, που είχαν μεγάλο καημό γιατί δεν είχανε παιδιά. Όλη τη μέρα δούλευαν στ’ αμπελοχώραφά τους: τσάπιζαν, θειάφιζαν, κορφολογούσαν τα κλήματα, μάζευαν σε κοφίνι τα ζουμερά σταφύλια.
Ένα απόγευμα που έβρεχε, τρύπωσαν κάτω από ένα υπόστεγο για να μη μουσκέψουν. Κι έτσι που έπεφτε η βροχή πάνω στις λαμαρίνες, τσικ-τσικ-τσιτσικίτσι-τσικ… ήταν σαν να άκουγαν μια φωνή:
―Γιατί δεν παίρνετε για κόρη σας μια από τις σταγόνες της βροχούλας;
Α! κάποιο από τα φυλακισμένα πουλιά ίσως να έστελνε ένα μήνυμα. Μα ποια απ’ όλες τις σταγόνες να διαλέγανε;
―Βγες έξω! ακούει ο άντρας, που ήταν λεπτοκαμωμένος σαν καλάμι (κι από τώρα θα τον λέμε Καλαμένιο), βγες, κι όποια σταγόνα πέσει στο κούτελό σου, αυτή θε να ’ναι και το τυχερό σου.
Βγαίνει κι αυτός έξω από το υπόστεγο και να μια βροχοστάλα στο μέτωπό του, που όλο και μεγάλωνε… Σε λίγο κύλησε προς τα κάτω, και στάθηκε – τι χαρά! – ένα κοριτσάκι εμπρός του με ένα γλυκό μουτράκι που χαμογελούσε.
―Είμαι η Νερένια, του είπε.
Όταν σταμάτησε η βροχή, φάνηκε το εφτάχρωμο ουράνιο τόξο, και πάλι ακούστηκε μια φωνή:
―Κράτα ένα χρώμα από τα εφτά για να έχεις δυο παιδιά…
Βγαίνει έξω και η γυναίκα (που από τώρα θα την λέμε Μεταξένια, γιατί μεγάλωνε πάνω σε φύλλα μουριάς μεταξοσκώληκες) και κοιτώντας ψηλά, λέει:
―Όποιο χρώμα πέσει στο δαχτυλίδι μου και γίνει μονόπετρο, αυτό θα γίνει παιδί δικό μας.
Στο λεφτό ξεκόβει μια δέσμη από φλογισμένες ακτίνες και θρονιάζεται στο δαχτυλίδι της. Μέσα από κει ξεπηδάει ένα αγοράκι γελαστό:
―Είμαι ο Φωσάκης. Πότε θα φάμε; Πώς πεινάω!
Κι έτσι από δυο νοματαίοι που έφυγαν από το σπίτι, τώρα γυρνάνε πίσω τέσσερις. Μα πριν μπούνε μέσα, ακούγεται από το κούφιο βουνό:
―Την ημέρα μόνο θα είναι παιδιά, το βράδυ θα είναι πάλι νερό και φωτιά!
Κι όταν αυτά παίξανε κι έκαναν τις τούμπες και τις σκανταλιές τους, άρχισαν να χασμουριούνται – νύσταζαν τα καημένα!
Πήρε τότε ο Καλαμένιος μια σκάφη, την έστρωσε με σφουγγαράκια, έβαλε τη Νερένια να κοιμηθεί μ’ ένα βότσαλο για προσκεφάλι. Αμέσως το κοριτσάκι έγινε βρόχινο νερό. Παίρνει και η Μεταξένια ένα μπρούτζινο λυχνάρι, βάζει μπόλικο λαδάκι και στρώνει τον Φωσάκη μ’ ένα φυτίλι για προσκεφάλι. Και γίνεται κι αυτός μια φλόγα που σκορπάει φως γλυκό.
Έτσι κανόνιζαν τα βράδια. Το πρωί σχηματίζονταν η Νερένια κι έβγαινε από τη σκάφη, ενώ από το λυχνάρι ανέβαινε ένας αχνογάλανος καπνός κι έπαιρνε μορφή ο Φωσάκης.
Όταν έβρεχε το κορίτσι έτρεχε στην αυλή, όπου είχε φυτρώσει ένα βροχόδεντρο και μάζευε από τα φύλλα του τις στάλες. Τις έκλεινε προσεχτικά μέσα στις παλάμες της κι άκουγε όλα τα μυστικά του ουρανού. Το αγόρι πάλι, όταν σταμάταγε η βροχή, περίμενε να φανεί το ουράνιο τόξο. Αυτό βέβαια δεν βγαίνει τόσο συχνά, έτσι ακριβοθώρητο που είναι… Όταν όμως το πετύχαινε έκανε τσουλήθρα στις ανταύγειες του: χρυσαφιές, πορτοκαλένιες, ωχροπράσινες, μενεξεδένιες, θαλασσιές…
Έτσι περνούσε ο καιρός και τα παιδιά μεγάλωναν κι άρχισε να γεμίζει το μυαλό τους με ερωτήσεις πιο πολλές από τις απαντήσεις – και γύρεψαν να γνωρίσουν τον άγνωστο, γι’ αυτούς, κόσμο.
Από το βουνό, τα πουλιά προστάξανε:
―Όπου και να πάτε, το σκαφίδι και το λυχνάρι μην το ξεχνάτε…
Πήραν λοιπόν τα μπογαλάκια τους στα χέρια, το δισάκι τους στον ώμο, και ξεκινήσανε. Δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν, φτάνουν σ’ ένα πανδοχείο, που στη στέγη του για ανεμοδείχτης, στριφογύριζε ένας βαλσαμωμένος πετεινός. Με το που πέρασαν μέσα, βλέπουν μια παρέα μεθυσμένων, που πετούσαν στον αέρα τα καπέλα τους τραγουδώντας:
Πίνω για να σ’ αλησμονήσω
αν σε δω θα ξεψυχήσω…
Βλέπουν και τον κάπελα, με μια μύτη πρησμένη σαν παντζάρι, να γεμίζει τα ποτήρια τους συνέχεια με κρασί, ενώ αυτοί σφυρίζοντας με τα δάχτυλα τους συνόδευαν την ταβερνιάρισσα που ξελαρυγγιζότανε στο τραγούδι:
Ο μπάρμπας μου ο κουρελής
έχασε τα παπιά του
έτρεχε και τα γύρευγε
κι άλλος τα μαγείρευγε…
και δώστου χαχανητά και αγριοφωνάρες… Στο τζάκι ροκάνιζε η φωτιά και στο ταβάνι ο καπνός σχημάτιζαν φτερούγες άγριων πουλιών.
Πίσω από τον πάγκο του, ο ταβερνιάρης ξεπουπούλιαζε ορνίθια. Τα φτερά τους γέμιζαν τον τόπο και μια παραδουλεύτρα, με γαλότσες στα γυμνά της πόδια, τα φροκαλούσε προς τα έξω. Μα έτσι που ανοιγόκλεινε την πόρτα, ο αέρας έφερνε και πάλι τα φτερά μέσα και τότε ακουγόταν η φωνή του αφεντικού:
―Αχαΐρευτη, τεμπέλα, χαράμι το ψωμί που σε ταΐζουμε…
Εκείνη όμως, αμίλητη, συνέχιζε να σπρώχνει τα φτερά προς τα έξω, που μερικά, έτσι που μπερδεύονταν στα μακριά μαλλιά της, φάνταζαν επάνω τους σαν χρυσαφένια.
―Ας το πάρουμε μαζί μας αυτό το κοριτσάκι, είπε η Νερένια… κι ας είναι λερωμένο. Πόσο το αγαπώ…
Ο κάπελας, κρατώντας ένα κερί που κάπνιζε, τους οδήγησε στο δωμάτιο για να περάσουν το βράδυ. Σκοτείνιαζε, και γι’ αυτό, γρήγορα-γρήγορα, έστρωσαν τη Νερένια στη σκάφη της και τον Φωσάκη μες στο λυχνάρι του κι έπεσαν κι οι τέσσερις ψόφιοι από την κούραση για ύπνο. Μα οι μεθύστακες κάτω, είχαν καταστρώσει σχέδιο να τους ληστέψουν, γιατί θαρρούσαν πως μέσα στις αποσκευές τους είχανε θησαυρό. Περασμένα μεσάνυχτα, σπρώχνουν την πόρτα και τους τρομάζουν με τα μαχαίρια τους.
Αμέσως ο Καλαμένιος λέει:
―Πετάξου, γιόκα μου!
Μέσα από το λυχνάρι σπίθες σα βεγγαλικά αστράφτουν και κύματα φωτιάς πέφτουν πάνω στους ληστές.
―Πετάξου κόρη μου! προστάζει και από τη σκάφη ριπές με βρόχινο νερό κάνουν τους κλέφτες μουσκίδι. Άλλοι βρεγμένοι, άλλοι ζεματισμένοι, ξεφωνίζουν:
―Στοιχειά! ξωτικά! σαλαμάντρες! και, κουτρουβαλώντας τις σκάλες, εξαφανίζονται κι όπου φύγει-φύγει!
Την άλλη μέρα κι οι τέσσερις, αφήνουν το χάνι αυτό και παίρνουν τον δρόμο για την πολιτεία. Φτάνουν έξω απ’ τα τείχη με τις επάλξεις, τους πύργους, όπου με κρωξιές φτεροκοπάνε μαυροπούλια, σπαθίζοντας τον αέρα.
Τρόμαξαν τα παιδιά βλέποντας τις αρχαίες εκείνες, ματοβαμμένες πολεμίστρες. Μα για να μπουν μέσα στην πολιτεία, έπρεπε να περάσουν μια μεγάλη πόρτα, που την έλεγαν η Πύλη των Δακρύων. Εκεί έστεκε σ’ ένα πέτρινο φυλάκιο ένας αδάκρυτος – τι αντίθεση! – φρουρός που κατακρατούσε τους φόρους. Από τους γεωργούς άρπαζε ένα τσουβάλι σιτάρι στα δέκα, από τους βοσκούς δύο αρνάκια στα είκοσι, από τους πραματευτάδες τρία πανέρια στα τριάντα… Τον έτρεμαν για την ασπλαχνία του οι γαϊδουρολάτες που κουβαλούσαν γεννήματα με τα γαϊδουράκια τους, τον έβριζαν στα κρυφά οι αγελαδάρηδες, που τους έπαιρνε τις καρδάρες με το γάλα και τα τουλούμια με τα τυριά, μέχρι και οι στρατιώτες τον φοβόντανε, που τους ξάφριζε ακόμα και τις λόγχες τους.
Μόλις, ο άπληστος αυτός τελώνης, που έμοιαζε με αρπαχτικό, τους είδε να προχωράν διστακτικά, είπε μέσα του: «Χμ! χωριάτες άμαθοι φαίνονται… και θα ’χουν γερό κομπόδεμα στα σακούλια που βαστάνε». Όταν πλησίασαν στο φυλάκιο, τους διατάζει:
―Σταθείτε! Τι κρύβετε εκεί μέσα; και μ’ ένα σουβλί μυτερό τρυπάει τον μεγάλο σάκο. Πέφτει με κρότο κάτω η σκάφη, πέφτει και το λυχνάρι.
Μα τη στιγμή εκείνη, σύννεφα μολυβένια σκεπάζουν τον ουρανό, κι αρχίζει να βρέχει με το τσουβάλι. Ο φορομπήχτης τρέχει τσαλαβουτώντας μέσα στις λάσπες για να σώσει τα κλεψιμαίικά του. Με τη φόρα που παίρνει, αλεύρια σκορπάνε, λάδια χύνονται, κι από τις τσέπες του κατρακυλάνε νομίσματα. Μέσα στον ανεμορούφουλα, ακούγεται:
Όσα κι αν μάσεις δεν θα χορτάσεις
κι απ’ τα πολλά που τρως θα σκάσεις
τρύπιο πιθάρι ποτέ γεμίζει;
άδειο θα μείνει κι ας ξεχειλίζει.
Όσο για τους διαβάτες, που περπατούσανε στην ιστορία μας αυτή, ούτε μια σταγόνα δεν τους άγγιξε. Ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται. Γι’ αυτό και η Νερένια, ανοίγοντας τα χεράκια της, έφτιαξε μια καμάρα αόρατη πάνω από τα κεφάλια τους και πέρασαν δίχως άλλο εμπόδιο την Πύλη εκείνη.
Μπροστά τους πια απλωνόταν ο κόσμος με τις αμέτρητες φωλιές του, τους αγνώστους ανθρώπους που πήγαιναν κι ερχότανε σαν τα μερμήγκια, μιλιούνια, με τ’ αμάξια που οι ρόδες τους γυρνούσαν ασταμάτητα. Πλησίαζαν στο ποτάμι που διασχίζει την πόλη, όταν κατέφθασε μια άμαξα με φούρια μεγάλη. Κι έτσι που σταμάτησε απότομα, – κρακ! – σπάνει ένας τροχός και γέρνει μονόπαντα. Κάνει να κατεβεί μια χωριατοπούλα, παραπατάει και σωριάζεται στον δρόμο που είναι γεμάτος πέτρες και καβαλίνες από τα άλογα και τα πουλαράκια. Κι έτσι που φόραγε στο όμορφό της κεφάλι ένα ασπροκεντημένο μαντήλι, τα μαλλιά της φάνηκαν ακόμα πιο μαύρα απ’ ό,τι ήταν, καθώς λύθηκαν κι έπεσαν στους ώμους της σαν γυαλιστερά μετάξια.
―Αχ, το ποδαράκι μου! πρόλαβε να πει και λιγοθύμησε βλέποντας το αίμα.
Δίχως να περιμένουν, τρέχει η Νερένια και ξεπλένει με βροχοστάλες την πληγή. Σκύβει κι ο Φωσάκης και μ’ ένα λινάρι βουτηγμένο στο λάδι του λυχναριού του, δένει το τραύμα. Και πριν τους ευχαριστήσει ο αμαξάς, περνάν τη γέφυρα και γίνονται άφαντοι – το καλό είναι καλό όταν δεν περιμένει ανταμοιβή.
Κατάκοποι από τον ποδαρόδρομο, φτάνουν έξω από την πόλη σε μια βουνοπλαγιά. Βλέπουν ένα μύλο στην άκρια του γκρεμού. Ο αέρας φυσάει, μα η φτερωτή του δεν γυρνά. Τι να γίνεται; Ακουμπισμένος στον κορμό ενός δέντρου ο μυλωνάς κλαίει την τύχη του, απελπισμένος από την αναδουλειά. Πώς να αλέσουν οι μυλόπετρες αφού τα φτερά του μύλου στέκουν ακίνητα; Τα σακιά με το στάρι που του έχουν φέρει οι γεωργοί, ακόμα λίγο θα σκουληκιάσουν. Τα παιδιά του, σκορπισμένα στα χωραφάκια πασχίζουν να μαζέψουν λίγα φαγώσιμα, τίποτα καυκαλήθρες, αγριολάχανα, κάνα σαλιγκαράκι, αυγουλάκια από πετροπέρδικες για να τα μαγειρέψει η μάνα τους. Μόλις τους βλέπει ο μυλωνάς:
―Ελάτε να ξαποστάσετε, τους λέει, κι από ό,τι έχουμε κάτι θα βρεθεί να σας φιλέψουμε. Κι από ένα καλάθι που κρεμόταν από σχοινί από το πάτερο, έβγαλε ένα καρβέλι, λίγες ελιές, ένα κρεμμύδι, και τα απίθωσε πάνω στο στρογγυλό τραπεζάκι, στον σοφρά. Και παρόλη τη στενοχώρια του, πήρε στα χέρια του δυο καλαμόβεργες και χτυπώντας τες πάνω σ’ ένα κούτσουρο, άρχισε να τραγουδάει:
Ας γύριζε η φτερωτή
κι ας είχα το κεφάλι
γεμάτο με πασπάλη
αλέθοντας το στάρι
Κι όταν τα παιδιά ρωτήσανε τι είναι η πασπάλη ο μυλωνάς τους έδειχνε τη σκόνη από το αλεύρι που είχε κολλήσει στα λιθάρια του μύλου με το άλεσμα.
Βράδιαζε, και τους έβαλε να κοιμηθούν μέσα σε ένα παράσπιτο, που ήταν και αχερώνας. Απιθώνουν πάνω σε ένα πεζούλι το λυχνάρι – ευθύς λαμποκοπά ο Φωσάκης. Από κάτω βάζουν το σκαφίδι, ξαπλώνει η Νερένια μ’ ένα καύκαλο αδειανό χελώνας για προσκεφάλι.
Αργά το βράδυ, ένα βοϊδάκι ξέκοψε απ’ το παχνί του κι ήρθε κοντά στο λυχνάρι, και το έριξε μες στη σκάφη. Μα, τι παράξενο! αντί να σβήσει το λυχνάρι, φεγγοβολά ακόμα πιο πολύ. Και τότε, αρχίζει να γυρνά η φτερωτή του μύλου και να βροντολογάνε οι μυλόπετρες.
Κι εκείνη την ώρα, θέλετε πιστέψτε το, θέλετε όχι, τραντάχτηκε το κούφιο βουνό. Βρόντηξαν και ταρακουνήθηκαν τα θεμέλιά του. Απ’ τις ραγισματιές του πετάχτηκαν, φτερουγίζοντας τρελά απ’ τη χαρά τους τα φυλακισμένα πουλιά. Μια στρίγγλα φοβερή τα είχε καταδικασμένα να μένουν δεμένα στα έγκατα του βουνού, μέχρι που να βρεθεί ένα αναμμένο λυχνάρι που να μη σβήνει με νερό. Κι έπρεπε αυτή η φωτιά και εκείνο το νερό να έχουν τη δύναμη να κάνουν το καλό, δίχως να περιμένουν πληρωμή.
Και μ’ όλα αυτά που έγιναν, έσβησε μια και καλή και το αναμμένο κάρβουνο, που είχε αντί για καρδιά η φθονερή εκείνη στρίγγλα. Κι όταν ξεψύχησε, την έσυραν κάτι μαντρόσκυλα και την πέταξαν στον λάκκο, όπου έκαιγαν τα σκουπίδια της πόλης. Γλυκόλαλα πουλιά, πάνω από τον μύλο, όπου είχαν χαρές και ξεφάντωσες πολλές, κελαηδούσανε:
Αμυγδαλάκι τσάκισα
και μέσα του ζωγράφισα
μια νερένια κοπελιά
κι ένα νιο από φωτιά