Χάρτης 72 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-72/biblia/amarantes
Δεκατρία διηγήματα, δεκατρείς μικρές ιστορίες περιλαμβάνονται στο νέο βιβλίο της Δώρας Κασκάλη, με τον εύηχο και ελκυστικό σε ευοίωνους συνειρμούς τίτλο, Αμάραντες. Πρόκειται για ιστορίες όπου τον πρωταγωνιστικό ρόλο τον έχουν γυναίκες που κυκλοφορούν μέσα μας, δίπλα μας, στους δρόμους μιας μεγαλούπολης, στους δρόμους της πόλης μας, τις συναντάμε καθημερινά, τις χαιρετάμε, τις παρατηρούμε ή τις προσπερνάμε, έχουν τη μορφή τη δική μας, μιας φίλης μας, μιας συναδέλφου, της μητέρας ή της γιαγιάς μας. Οι γυναίκες αυτές δεν είναι πλάσματα του μύθου ή της φαντασίας, είναι οι γυναίκες του καθημερινού ανάλγητου βίου μας, αυτές που δίνουν την πρώτη ύλη, το πρόπλασμα αλλά και την έμπνευση στη Δώρα Κασκάλη να υφάνει με ευαισθησία, ενσυναίσθηση και τέχνη τα δεκατρία διηγήματα του βιβλίου της. Ποιες είναι, λοιπόν, οι αμάραντες; Ποιο ουσιαστικό θα προσθέσουμε δίπλα στο επίθετο; Ποιες είναι αυτές που δεν μαραίνονται; Οι γυναίκες των διηγημάτων της Δώρας ή οι ιστορίες τους;
Μια και ξεκινήσαμε από τη λέξη του τίτλου, ο πλέον αυτόματος συνειρμός μας οδηγεί στα λουλούδια, τα αμάραντα. Θάμνοι που φυτρώνουν σε ακαλλιέργητους τόπους με τα μικρά κίτρινα ανθάκια, που ακόμα κι όταν ξεραθούν διατηρούν το σχήμα και το χρώμα τους. Οι βλαστοί και τα άνθη του έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες. Το φάρμακο είναι και φαρμάκι. Εξαρτάται, βέβαια, πώς τις χρησιμοποιεί κάποιος αυτές τις ιδιότητες. Οι λάτρεις της παραδοσιακής μουσικής θυμούνται και το γνωστό παραδοσιακό τσάμικο «Για δες τε τον αμάραντο», όπου εκεί το φυτό φαίνεται να διαθέτει δηλητήριο φονικό. Ακόμη ο αμάραντος λειτουργεί ως σύμβολο της ανθεκτικότητας και της αντοχής.
Έχοντας αυτά κατά νου, ας ξεκινήσουμε την ανάγνωση του βιβλίου. Η Κασκάλη τοποθετεί τις ηρωίδες της στο σήμερα, σε αστικό περιβάλλον. Εκεί σ’ αυτό σκηνικό έχει στηθεί η ζωή τους, μέσα σ’ αυτά τα τείχη κινούνται και καλούνται να επιβιώσουν, όπως η καθεμία μπορεί, μέσα σε μια μονότονη, επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα, σ’ ένα σκηνικό που τους υπενθυμίζει την ανεργία ή το φάντασμα της ανεργίας, την έλλειψη σεβασμού, αλληλεγγύης και υγιούς κοινωνικότητας, τη βία, την αποξένωση και τη σκληρότητα που αυτή συνεπάγεται, τη μοναξιά εντός και εκτός των σχέσεων με τους άλλους. Εκτός από το διήγημα Στα χέρια, που η δράση του λαμβάνει χώρα στο δρόμο, όλα τα άλλα διηγήματα είναι κλειστού χώρου. Το κεντρικό γεγονός συμβαίνει μέσα σε οριοθετημένο περιβάλλον, σ’ ένα σπίτι, ένα γραφείο, ένα λεωφορείο, ένα τρένο, ένα αεροπλάνο και η συγγραφέας εστιάζει στην εσωτερική δράση, παρακολουθεί πώς ο ψυχισμός των ηρωίδων της προσλαμβάνει και διαχειρίζεται το υλικό της σύγχρονης πραγματικότητας. Ένας χορός γυναικών παίρνει διαδοχικά τον λόγο στο βιβλίο, από διήγημα σε διήγημα, θυμάται, σκέφτεται, εξομολογείται, ονειρεύεται, δρα φαντασιακά ή κυριολεκτικά. Η καθεμία έρχεται αντιμέτωπη με την εκούσια φυλακή της, με τη δύναμη ή την αδυναμία της να μείνει εκεί ή ν’ αποδράσει ψευδαισθητικά ή πραγματικά. Το αίτημα της αγάπης επιτακτικό βασανιστικό προσκρούει στον φόβο, δοκιμάζεται από απανωτές διαψεύσεις, από την προδοσία του εξιδανικευμένου συντρόφου και οδηγεί συχνά στην παραίτηση, τη μοναξιά και την αδράνεια ή βρίσκει διέξοδο στην αυτοθυσιαστική φροντίδα ενός παιδιού, των μελών της οικογένειας ή στην ανεξέλεγκτη προσφορά σε αγνώστους.
Γυναίκες μέσης ηλικίας, γυναίκες μεγαλύτερες, από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, από διαφορετικές παραδόσεις, νοοτροπίες, φυλές, με ή χωρίς οικογένεια, εργαζόμενες και μη, συντηρητικές ή μοντέρνες, κάποιες αντιμέτωπες με χρόνια προβλήματα υγείας ή και αναπηρίες, γυναίκες με το φάσμα του θανάτου κοντινό έχουν μια αναπτυγμένη αισθητική. Φροντίζουν την καλαισθησία στο χώρο τους, τις ενδυματολογικές επιλογές τους, αγαπούν το ωραίο στη ζωή και στην τέχνη αυτές οι γυναίκες, οι αντιπροσωπευτικές φιγούρες της ταλαιπωρημένης θηλυκής αρχής που η επιβίωσή της απαιτεί τις περισσότερες φορές μια μεγάλη θυσία: Το θάνατο της επιθυμίας. Και ως επακόλουθο την τυραννία του σώματος και την ανισορροπία της ενέργειας του. Η ερωτική επιθυμία, αυτή η πρωταρχική δύναμη δημιουργίας που στοχεύοντας στην ένωση, γίνεται διεκδικητική, θαρραλέα και ανυπάκουη, άρα ανεξέλεγκτη και επικίνδυνη, προκειμένου να ελεγχθεί περιορίζεται από κανόνες, ενοχές, απαγορεύσεις, καθήκοντα, υποχρεώσεις, ιδεολογήματα. Η ηρωίδα του πρώτου διηγήματος, Τα Μαύρα Ρούχα της η οποία πάσχει από άνοια, μια ασθένεια που καταργεί τον χρόνο, η συνείδηση αποσυντονίζεται, αρνείται τις απαγορεύσεις, αντιστέκεται στις υποδείξεις. Η άνοια μοιάζει να είναι μια διαμαρτυρία για τις κοινωνικές συμβάσεις, μια επανάσταση που το έλλογο όν δεν τόλμησε να κάνει, μια αποκοτιά να χαθείς στην απόλαυση μιας επιθυμίας στοιχειωμένης, εμμονικής, ένας πόθος να πετάξεις στην ελευθερία. Εδώ η μνήμη έχει τη δική της απρόβλεπτη λειτουργία, αλλά και κρατά αλώβητη την ενοχή για τις ελάχιστες μέρες κλεμμένης ευτυχίας που τόλμησε η γυναίκα αυτή να ζήσει.
Η Κασκάλη δεν παρεμβαίνει, δεν κρίνει τις ηρωίδες της. Τις κατανοεί και τις αποδέχεται όπως είναι. Τις αφήνει να ελευθερωθούν. Ξετυλίγει διακριτικά και προσεκτικά τα στιγμιότυπα του βίου τους στα διηγήματα της, ακολουθεί την οδό της ρεαλιστικής αφήγησης με ακρίβεια, κριτική ματιά και ενίοτε με ελεγχόμενα λυρικό λόγο περιγράφει τους χώρους, τα πρόσωπα και τα αντικείμενα που αποκτούν σημαίνοντα ρόλο, καθώς αντανακλούν τη διάθεση, την ψυχική κατάσταση των ηρωίδων. Όταν όμως χρειάζεται ν’ αναδείξει πώς το παράλογο σήμερα κυριαρχεί, πώς αντιμετωπίζεται ως δεδομένο και λογικό, τότε καταφεύγει στο μαγικό ρεαλισμό που της επιτρέπει με δραστικό τρόπο να καταγγείλει για παράδειγμα την αδιαφορία, τη βραχύβια μνήμη απέναντι σε συλλογικά εγκλήματα στο διήγημα Ανδρείκελα ή να μιλήσει για την αυτοχειρία του ερωτισμού στην οποία οδηγείται μια γυναίκα, στο εκπληκτικό διήγημα Θάλλουν για πάντα.
Το διήγημα η Βλάβη, μια προβολή σε ένα δυστοπικό, ίσως όχι και τόσο μακρινό μέλλον, όπου του θηλυκό οικιακό ρομπότ, που έχει αναλάβει να εκτελεί στην εντέλεια τις οικιακές εργασίες και να ικανοποιεί τις σεξουαλικές επιθυμίες του ιδιοκτήτη του, έρχεται αντιμέτωπο με την απαξίωση, την αδιαφορία του κυρίου του, επαναστατεί και παίρνει εκδίκηση εν ονόματι των ανθρώπινων πλασμάτων που αποτέλεσαν το πρότυπο της δημιουργίας του. Ένα διήγημα πικρό, με μαύρο σκοτεινό χιούμορ και τρόμο, σκληρός καθρέφτης μιας πραγματικότητας που επιμένουμε να την εξωραϊζουμε.
Ο άτυπος κανόνας ότι η ανάγκη για ασφάλεια, αποδοχή και αγάπη για να καλυφθούν προϋποθέτουν υπακοή, προσαρμογή έχει εσωτερικευθεί και λειτουργεί πλέον αυτόματα στο ασυνείδητο πολλών γυναικών. Εξακολουθεί να υφίσταται το μοντέλο της γυναίκας που δεν έχει δικές της επιθυμίες ή κι αν τις έχει δεν μπαίνει, δεν προλαβαίνει να μπει στη διαδικασία να τις γνωρίσει, γιατί έχει εσωτερικεύσει τις επιταγές του ρόλου της να είναι πάντα χρήσιμη, να δίνει προτεραιότητα στις ανάγκες των άλλων, να μην απαιτεί, να μη διεκδικεί, να βιώνει τη ματαίωση και την απώλεια, να μην εκφράζεται, να μεταβάλει το σώμα της σε μια αποθήκη λέξεων που δεν ειπώθηκαν ποτέ, κραυγών που πνίγηκαν εν τη γενέσει τους. Ραγισμένες αλλά ισχυρές ακόμη οι πεποιθήσεις μιας πατριαρχικής αγωγής έχουν παγιώσει τις συμβάσεις για τις σχέσεις των φύλων και η ρήξη με αυτές συνεπάγεται μοναχικό ταξίδι χωρίς ασφαλείς πυξίδες. Όσο και αν ο νους μας αντιστέκεται σ’ αυτή τη διαπίστωση, όσο κι αν τη θεωρεί ξεπερασμένη, η καθημερινότητα σπεύδει να διασκεδάσει τις αντιστάσεις μας. Στον 21ο
αιώνα ακόμη και στον δυτικό προηγμένο κόσμο μας, στο συλλογικό φαντασιακό τα προνόμια της πατριαρχίας δεν έχουν απορριφθεί και διαγραφεί, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος των γυναικών να υφίσταται υπόγεια ή φανερά τις συνέπειες της όποιας παρακοής και αμφισβήτησης αυτού του μοντέλου. Η Κασκάλη στο βιβλίο μας δίνει αντιπροσωπευτικές ηρωίδες στα διηγήματα Θυσία, Άννα Ρουμπινστάιν, όπως επίσης δεν παραλείπει να θίξει το θέμα της ενδοοικογενειακής βίας και της κακοποίησης.
Ας επιστρέψουμε στον τίτλο. Ποιες είναι οι αμάραντες; Οι γυναίκες ως φυσικά πρόσωπα μαραίνονται με το πέρασμα του χρόνου, κάτι που συμβαίνει άλλωστε σε όλα τα έμβια όντα. Όμως μαραίνονται πρόωρα από έναν τρόπο ζωής που εμποδίζει την ελευθερία, την αυτοδιάθεση, την ένωση και τη δημιουργία. Μαραίνονται από την απουσία του έρωτα και της αγάπης, ωστόσο το ένστικτο της επιβίωσης, αμάραντο στα δύσβατα μονοπάτια των καιρών επιτρέπει στις γυναίκες αυτές με αξιοπρέπεια να συνεχίζουν τη ζωή τους, να εργάζονται, να παραμένουν πρόθυμες στο ενδεχόμενο κάλεσμα μιας συνάντησης να χαρίσουν την τρυφερότητα και τον ερωτισμό τους, ενώ η μνήμη αιώνων σιωπηλής κακοποίησης της θηλυκής αρχής παραμένει αμάραντη και ζωντανή στα σώματα και στις ψυχές τους. Αμάραντες και οι ιστορίες της Δώρας Κασκάλη που μας συγκινούν, μας κρατούν σε εγρήγορση, δεν μας αφήνουν να παραδοθούμε στην άρνηση και τη λήθη, μας θυμώνουν, λειτουργούν όμως και θεραπευτικά, όπως ο αμάραντος, αφού μας κάνουν να αναρωτηθούμε πόσο αυτός ο βίος των γυναικών προάγει την ανθρώπινη ύπαρξη στον πλανήτη μας, πόσο εντέλει αυτός ο βίος μας αξίζει.