Χάρτης 71 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-71/afierwma/o-vasilis-vasilikos-os-kritikos-tis-poiisis-toi-ntinoi-khristianopoiloi
Οι βασικές πτυχές των σχέσεων του Ντίνου Χριστιανόπουλου με τον Βασίλη Βασιλικό είναι αρκούντως γνωστές. Ο Χριστιανόπουλος δημοσίευσε στο περιοδικό Διαγώνιος το 1965 το αφήγημα «Το τσογλάνι», το οποίο με επουσιώδεις αλλαγές και υπό τον τίτλο «Το αναρριχητικό» εντάχθηκε και στη συλλογή διηγημάτων του Η κάτω βόλτα.[1] Η δηκτική και απορριπτική στάση του συγγραφέα έναντι του «Αντρέα Αγοραστού» διασάλευσε τη σχέση των δύο λογοτεχνών, η οποία, κατά τα γενικώς αποδεκτά, εξισορροπήθηκε πολλά χρόνια μετά (2002), όταν ο Βασιλικός προσκάλεσε τον Χριστιανόπουλο στην τηλεοπτική εκπομπή της ΕΡΤ 3 Άξιον Εστί με θέμα το ρεμπέτικο τραγούδι.[2]
Κατ’ ουσίαν, βέβαια, ουδέποτε ομαλοποιήθηκε η σχέση των δύο σημαντικών συγγραφέων. Προσπερνώντας το πώς εκφραζόταν ο ένας για τον άλλον σε ιδιωτικές συνομιλίες, οι οποίες δεν ενέχουν την ισχύ ευσταθούς φιλολογικής τεκμηρίωσης, ή ακόμη και δημοσιοποιημένες απόψεις τους, που ωστόσο πρωτογενώς εκφράστηκαν με όρους προφορικότητας (συνεντεύξεις, συζητήσεις κατά τη διάρκεια βιβλιοπαρουσιάσεων κ.τ.λ.),[3] ας μείνουμε μόνο σε κείμενα, τα οποία οι συντάκτες τους δημοσιοποίησαν μετά λόγου γνώσεως. Το προαναφερθέν διήγημα του Χριστιανόπουλου και η τηλεοπτική εκπομπή, που επιμελήθηκε ο Βασιλικός με προσκαλεσμένο τον Χριστιανόπουλο, δηλώνουν συνειδητή προθετικότητα των δύο δημιουργών, άρα αποκτούν και βαρύτητα ως υλικό κριτικού ελέγχου. Αξίζει να επισημανθεί ότι παράκαμψη και όχι ξεπέρασμα της έντασης των διαπροσωπικών τους σχέσεων αποτελεί η πρόσκληση του Χριστιανόπουλου από τον Βασιλικό στην τηλεοπτική εκπομπή. Όπως σωστά σημειώνει ο Διονύσης Στεργιούλας, κατά την εκπομπή «όπως ήταν αναμενόμενο, δεν έγινε καμία αναφορά στο διήγημα.»[4]
Ωστόσο, υπάρχει ένα ακόμη κείμενο του Βασίλη Βασιλικού, που δεν έχει γίνει ευρύτερα γνωστό. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή τον Φεβρουάριο του 1977[5] και παρότι αναδημοσιεύτηκε το 2003, ενταγμένο σε ανθολογία κριτικών κειμένων για την ποίηση του Χριστιανόπουλου,[6] δεν σχολιάστηκε ιδιαίτερα. Αποτελεί μία αξιοσημείωτη εισαγωγή στην ποίηση του τελευταίου, διανθισμένη με εύστοχες κριτικές παρατηρήσεις, οπότε υποδεικνύει ότι ο Βασίλης Βασιλικός θα μπορούσε να εμπλουτίσει τη συγγραφική συνεισφορά του και με κείμενα λογοτεχνικής κριτικής. Προφανώς, η συγκεκριμένη συγγραφική δραστηριότητα δεν ενδιέφερε τον Βασιλικό (σε αντίθεση με τα διηγήματα και τα μυθιστορήματά του, τα ποιήματά του είναι λίγα, τα δε κριτικά του κείμενα ελάχιστα). Το παρουσιαζόμενο κριτικό κείμενο δεν εντάχθηκε σε βιβλίο του, δείχνει όμως την κριτική του ικανότητα, σε συνάρτηση και με το ότι, έστω και προς στιγμήν, δεν επέτρεψε στην εμπάθεια και στη δικαιολογημένη του δυσαρέσκεια, να θολώσουν την κριτική του ματιά.
Μεταφέρουμε και εδώ βασικά αποσπάσματα του κριτικού κειμένου του Βασιλικού για την ποίηση του Χριστιανόπουλου:
Νομίζω πως έφτασε η στιγμή για την αποτίμηση της μέχρι τώρα δουλειάς του Ντίνου Χριστιανόπουλου, σαν ποιητή. Υπάρχει ο Χρ. δοκιμιογράφος, πεζογράφος, επιφυλλιδογράφος, εκδότης, εκκολαπτής νέων ταλέντων. Για όλους αυτούς τους διαφορετικούς Χριστιανόπουλους, δεν θά ’θελα να μιλήσω εδώ. Γιατί πιστεύω ότι κι ο ίδιος θά ’θελε να μείνει σαν ποιητής μιας ιδιάζουσας ευαισθησίας, που όμως κατάφερε να γίνει και ευαισθησία μας, δηλαδή να εκφραστούμε μέσω αυτού.
Η πορεία της ποιητικής του, σαν τεχνική, παρουσιάζεται ώριμη απ’ τα πολύ πρώτα ποιήματά του, την Εποχή των ισχνών αγελάδων (1950). Άρα δεν θα μιλήσω για τον τεχνίτη, που είναι ήδη μάστορας απ’ την αρχή, αλλά για τον ποιητή και γι’ αυτό που εκφράζει.
Ξεκινώντας με τις καταβολές μιας δύσκολης εφηβείας, ο Χριστιανόπουλος δίνει τη λυρική στο τραυματισμένο “εγώ”, μέσω του πρωτοχριστιανικού μύθου. […]
Από την πρώτη λοιπόν αυτή πλακέτα του Χρ. έχουμε τον ολοκληρωμένο ποιητή που από κει και πέρα δεν θα κάνει παρά να αναπτύξει πράγματα που μας τα εξέθεσε απ’ την πολλή αρχή.
Αν αποτολμούσα μια παρομοίωση της δουλειάς του, θα έλεγα πως μοιάζει μ’ εκείνες τις ολοένα στενεύουσες παγίδες των χελιών: νομίζει το χέλι πως έχει μπει σ’ ένα διάδρομο εξόδου, ενώ προχωρεί σταθερά προς το αδιέξοδο του σάκου.[…]
Υπάρχουν πολύτροπες μέθοδοι ξεπεράσματος μιας εφηβικής ευαισθησίας. Για τον ποιητή, εκείνο που βαραίνει, είναι πως απ’ τα πρώτα οράματα, “ονείρατα” που τα λέγαν οι δημοτικιστές, θα φτάσει στο σημείο να γράφει ακόμα ποιήματα χωρίς νά ’ναι κατ’ ανάγκη είρων.
Ο Χριστιανόπουλος ξεπέρασε αυτόν τον σκόπελο, νομίζω χάρη στη συνάντησή του με το ρεμπέτικο τραγούδι. Βρίσκοντας στους αυθεντικούς ρεμπέτικους στίχους, μια συμπύκνωση που, και για λόγους πρακτικούς, επιβαλλόταν στον στιχουργό, αγκάλιασε αυτό το σχήμα. Χωρίς την επένδυση της ακουστικής μουσικής, το ενέγραψε παρ’ όλα αυτά στον χώρο της μουσικής μας ευαισθησίας. […]
Ίσως η μόνη παρατήρηση που θα μπορούσα να κάνω, στη μέχρι τώρα δουλειά του, είναι ότι, “προϊούσης της ηλικίας”, η λέξη “μοναξιά”, υποκαθιστά το “αίσθημά” της. Η “μοναξιά” σα λέξη δεν λειτουργεί γιατί είναι άθροισμα γραμμάτων που συνθέτουν μια έννοια. Εντονότερα λειτουργούσε σαν έννοια, στα ποιήματα όπου δεν αναφέρονταν καθόλου σαν λέξη.
Πέρα απ’ αυτή την επιφύλαξη, πιστεύω πως το στένεμα, το τσιγκούνεμα του ποιητή σε εκφράσεις, είναι μια βαθύτερη συνέπεια στη συναισθηματική του αποστράγγιση. […]
Γι’ αυτό το λόγο, η “ποντικοουρά”, όπως έχει χαρακτηριστεί η ποίηση του Χρ., δηλαδή το αδιάκοπο στένεμα μέχρι να φτάσει στο σχήμα της ουράς, αντί να αποτελεί μειονέκτημα γίνεται πλεονέκτημα όταν σκεφτούμε τις καταχρήσεις των ομοτέχνων του σε επίθετα, λαμπερές εικόνες και άλλα “ηχηρά παρόμοια”.
Ο Χρ. με τη λεκτική τσιγκουνιά του εκφράζει ένα κλίμα της πόλης, του στερημένου ανθρώπου και του γνήσιου λαϊκού τροβαδούρου που δεν χρειάζεται να απαλλάξει την ποίησή του “απ’ τα πολλά μαλάματα” που φάγανε το πρόσωπό της.
Σε μια δίκη του π.χ. ο Χρ., θα βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση, γιατί αντίθετα με τον Ουάιλντ, ο ίδιος τα έχει πει όλα με το όνομά τους, με τον ακριβή τους χαρακτηρισμό. […].
Ο Βασιλικός δεν δείχνει απλώς ότι «συνομιλεί» με κριτικά κείμενα, που δεξιώθηκαν εν συνόλω την έως τότε ποιητική παραγωγή του Χριστιανόπουλου,[7] αλλά εμπλουτίζει την κριτική πρόσληψη της ποίησης του τελευταίου και με κριτικές παρατηρήσεις προσωπικής φύσεως. Επειδή η βασική στόφα της συγγραφικής προσωπικότητας του Βασιλικού ήταν λογοτεχνική και όχι κριτική, αναπτύσσει τα επιχειρήματά του και με λειτουργικά εκφραστικά σχήματα (η παρομοίωση της ποιητικής πορείας του Χριστιανόπουλου με την «παγίδα του χελιού» φαίνεται δραστικότερη και εναργέστερη από την εικόνα με την «ποντικοουρά»), αλλά και με διαπιστώσεις που ανήκουν περισσότερο στο «εργαστήρι» του δημιουργού και λιγότερο στην υστερογενή ματιά ενός απλού αναγνώστη: καθιστά ευκρινές ότι προτιμά τη «μοναξιά» ως υποβαλλόμενο βασανιστικό συναίσθημα και όχι τόσο ως ρητή και εμφαντική αναφορά. Με λόγια απλά και σταράτα και με επιφανειακό επίπεδο αναφοράς την ποίηση του Χριστιανόπουλου, θυμίζει αυτό που ήδη από το ψευδολογγίνειο Περί ύψους[8] γνωρίζουμε ως ύψιστο λειτουργικό σημείο της σημαντικής λογοτεχνικής έκφρασης: τη «συνέμπτωσιν» σημαίνοντος και σημαινομένου, δηλαδή το αξεδιάλυτο κράμα ηχητικής αποτύπωσης και σημασιολογικού φορτίου της λέξης, συνυφασμένο με την ευαισθησία του δημιουργού και συνακόλουθα του αναγνώστη.
Επιπρόσθετα, σωστά ο Βασιλικός στοιχειοθετεί την αξιοποίηση ενός είδους Βιβλικής μεθόδου στην Εποχή των ισχνών αγελάδων, την προϊούσα ποιητική ανάπτυξη θεμάτων που είχαν ήδη τεθεί από το ξεκίνημα της πορείας του ποιητή, τη βαθμιαία ροπή του προς την έσχατη λεκτική λιτότητα και συμπύκνωση, καθώς και τη γόνιμη επιρροή, που ασκήθηκε στον Χριστιανόπουλο ως ποιητή από το ρεμπέτικο τραγούδι και τη στιχουργία του.
Τέλος, ο Βασιλικός, ρητά ξεκαθαρίζει από την πρώτη παράγραφο του κειμένου του, ότι θα αποτιμήσει κριτικά μόνο την ποίηση του Χριστιανόπουλου, και δεν θα ασχοληθεί με την παρουσία τού συγγραφέα σε άλλα κειμενικά είδη, περιλαμβανομένης και της αφηγηματικής πεζογραφίας. Διήγημα ήταν το κείμενο, το οποίο πυροδότησε αναμενόμενα την αρνητικότητα του Βασιλικού προς τον Χριστιανόπουλο. Ο Βασιλικός δεν θέλει να υποκριθεί ότι το λησμόνησε, αλλά δείχνει ήπια και διαλλακτική διάθεση και με τον τρόπο του, προσωρινά το αφήνει στην άκρη, για να κρίνει με θετικό πρόσημο ένα αξιόλογο ποιητικό έργο, πέρα από κακίες και προσωπικές εμπάθειες. Και αυτό είναι δίκαιο να του το πιστώσουμε!