Χάρτης 71 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-71/afierwma/mia-pentaloghia-orosimo-sti-dimioirghiki-poreia-toi-vasili-vasilikoy
Αν η περίφημη Τριλογία, το Ζ και ο Γλαύκος Θρασάκης αποτελούν αναμφισβήτητους σταθμούς, αναντίρρητους πυλώνες στη δημιουργική πορεία του Βασίλη Βασιλικού, εξίσου σημαντικό, αν και πολύ λιγότερο αναγνωρισμένο και συζητημένο, ορόσημο στην πολυετή παρουσία του Καβαλιώτη συγγραφέα στα ελληνικά γράμματα, αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, η Πενταλογία των πεζογραφημάτων που αυτός εκδίδει το 1979.
Πρόκειται για πέντε βιβλία που ο συγγραφέας γράφει, το ένα μετά το άλλο, μετά τον απρόσμενο θάνατο της αγαπημένης του Μιμής Ατσίδη-Βασιλικού, της πρώτης συζύγου του, τον Αύγουστο του 1978 στη Ρώμη. Είναι μια σειρά βιβλίων αφιερωμένων στη (και εμπνευσμένων από τη) Μιμή και επικεντρωμένων στην ερωτική σχέση, στον γάμο τους, στην κοινή εικοσαετή πορεία τους και στη διαχείριση του πένθους του ύστερα από τη βίαιη απώλεια εκείνης. Γράφονται μέσα σε διάστημα δεκαοκτώ μηνών, όταν ο ίδιος βρίσκεται απομονωμένος στη Ρώμη, τη μοιραία πόλη στη ζωή του με τη Μιμή (όχι μόνο επειδή σε αυτήν περνούν αρκετά χρόνια του κοινού τους βίου αλλά και επειδή εκεί αφήνει την τελευταία της πνοή στην αγκαλιά του) και εκδίδονται μέσα στην ίδια χρονιά, το 1979: Ο τρομερός μήνας Αύγουστος (13.8.78-30.9.78),[1] Το τελευταίο αντίο,[2] Foco d’amor (Η φλόγα της αγάπης),[3] Το γράμμα της αγάπης[4] και Το βραχιόλι,[5] όλα από τις εκδόσεις Φιλιππότη, εκτός από το Foco d’amor (Η φλόγα της αγάπης), που εκδίδεται από τον Κάκτο. Στα τέσσερα βιβλία που κυκλοφορούν από τον Φιλιππότη τα εξώφυλλα φιλοτεχνεί ο Εργοτέλης Λουκάκης και δύο από αυτά (για τα βιβλία (Το τελευταίο αντίο
και Ο τρομερός μήνας Αύγουστος) είναι εμπνευσμένα από πίνακες του Edward Munch.
Ο ειδολογικός προσδιορισμός αυτών των πεζογραφημάτων είναι δύσκολος: αν στηριχτούμε στις ετικέτες των πρώτων εκδόσεων, τα βιβλία Το τελευταίο αντίο και Το βραχιόλι είναι «διηγήματα», τα Ο τρομερός μήνας Αύγουστος, Foco d’amor (Η φλόγα της αγάπης) και Το γράμμα της αγάπης συνοδεύονται από τον χαρακτηρισμό «μυθιστορηματική αυτοβιογραφία». Την ειδολογική σύγχυση ενισχύουν οι προδημοσιεύσεις αποσπασμάτων από τα κείμενα αυτά σε ποικίλα έντυπα της περιόδου: «Ο τεράμινθος», απόσπασμα από Το τελευταίο αντίο, δημοσιεύεται στην εφημερίδα Το Βήμα,[6] στη στήλη «Το ελληνικό διήγημα», στις 8 Απριλίου 1979· «Ο γλάρος», επίσης απόσπασμα από Το τελευταίο αντίο, δημοσιεύεται ως «διήγημα» στο περιοδικό Η Γυναίκα, στις 25 Απριλίου 1979·[7]
απόσπασμα από το Foco d’amor (Η φλόγα της αγάπης) δημοσιεύεται στην εφημερίδα Τα Νέα
στις 12 Μαΐου 1979, στη στήλη «Το σύγχρονο διήγημα»·[8] «Δύο διηγήματα του Βασίλη Βασιλικού: ‘Τα ζώα’, ‘Το νυφικό’» εμφανίζονται στο περιοδικό Αντί στις 31 Αυγούστου 1979, ως προδημοσίευση από το έργο Ο τρομερός μήνας Αύγουστος·[9] ένα άτιτλο (ή μάλλον αόριστα τιτλοφορημένο «Πεζό») απόσπασμα από το βιβλίο Το γράμμα της αγάπης δημοσιεύεται στο περιοδικό Πολιορκία τον Οκτώβριο 1979.[10]
Επιπρόσθετα, τη σύγχυση επιτείνει το γεγονός ότι ο Βασιλικός βραβεύεται το 1980 με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για Το τελευταίο αντίο, ένα βραβείο που ο συγγραφέας αρνείται (σημειωτέον ότι σε νεότερες εκδόσεις το βιβλίο επιγράφεται ως «μυθιστόρημα»)[11].
Πράγματι, από τα πέντε αυτά κείμενα δύο έχουν τη φόρμα της ημερολογιακής καταγραφής (Ο τρομερός μήνας Αύγουστος, Το γράμμα της αγάπης) και τα τρία, με μια πρώτη αβασάνιστη ματιά, μπορούν να θεωρηθούν συλλογές διηγημάτων με κοινό θεματικό άξονα (Το τελευταίο αντίο, Foco d’amor (Η φλόγα της αγάπης), Το βραχιόλι). Ωστόσο, θεωρώ ότι μπορούν να θεωρηθούν μυθιστορήματα (με εξαίρεση Το τελευταίο αντίο, που λόγω της μικρής του έκτασης, κατατάσσεται, νομίζω, στο είδος της νουβέλας), διαρθρωμένα σε σύντομες σκηνές, ιστορίες, επεισόδια, που, φαινομενικά, έχουν ενσωματωθεί «άτακτα», «αμοντάριστα» στην αφήγηση. Φαινομενικά μόνο, γιατί πρόκειται για σπαράγματα ζωής -μιας ζωής που ο πρωτοπρόσωπος ομοδιηγητικός αφηγητής μοιράζεται επί δύο δεκαετίες με τη νεκρή αγαπημένη/σύζυγο/ερωμένη/Μούσα και μιας ζωής που αναγκάζεται να ζήσει μόνος του, χωρίς αυτήν-, τα οποία ανακαλεί ο επώδυνος μηχανισμός της μνήμης και ανασυνθέτει ο λυτρωτικός μηχανισμός της γραφής με έναν τρόπο άναρχο, που υπενθυμίζει την ατέρμονη παλινδρόμηση εκείνου που μένει πίσω ανάμεσα στο ευτυχισμένο, πλήρες παρελθόν και το δυστυχισμένο, κενό παρόν. Στιγμές της καθημερινότητας, τόποι, αντικείμενα, άνθρωποι, ιδεολογίες, πολιτικές καταστάσεις που συνδέθηκαν με το ζεύγος, λόγια που ειπώθηκαν και λόγια που δεν ειπώθηκαν, συναισθήματα που εκφράστηκαν και συναισθήματα που δεν εκφράστηκαν, λεπτομέρειες ενός κοινού βίου που αποκτούν άλλη διάσταση όταν διυλίζονται από το φίλτρο του πένθους, παρελαύνουν μέσα από τις εκατοντάδες σελίδες των πέντε πεζογραφημάτων, ωθώντας το αναγνωστικό κοινό να κολλήσει τα κομμάτια ενός παζλ, που αποτυπώνει, με σπαραγμό και τρυφερότητα, την πορεία μιας ερωτικής σχέσης που αψηφά τον χώρο και τον χρόνο.
Τα πέντε βιβλία βρίσκονται σε μια διαδικασία διαλόγου μεταξύ τους, σκιαγραφώντας διάφορες φάσεις της διαχείρισης της απώλειας και περικλείοντας όλα τα γνώριμα θέματα του Βασιλικού. Πρώτα-πρώτα, τα ταξίδια ως τόποι μνήμης: τα ταξίδια με την αγαπημένη, κατά τη διάρκεια της ζωής της, στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ,[12] και χωρίς την αγαπημένη, μετά τον θάνατό της, στη Βαρσοβία, στη Βουδαπέστη, στην Πράγα και στη Μόσχα,[13] αλλά και στην Κύπρο και την Ισπανία.[14] Η λύτρωση μέσα από τη διαδικασία της γραφής,[15] μιας γραφής που μπορεί να αποτελέσει τη δικαίωση της νεκρής.[16] Τα αντικείμενα ως εναύσματα για την ενεργοποίηση του μηχανισμού της μνήμης.[17] Ο χρόνος, που άλλοτε πληγώνει και άλλοτε θεραπεύει. Ο συμφυρμός πραγματικότητας και ονείρου. Η αλλοτρίωση του ατόμου μέσα στο αστικό περιβάλλον. Η διεθνής πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα των δεκαετιών του ’60 και του ’70 (ιδιαίτερα το Βραχιόλι βρίθει σχετικών αναφορών).
Η κριτική υποδοχή των πέντε αυτών πεζογραφημάτων την περίοδο των πρώτων εκδόσεών τους έχει το δικό της ενδιαφέρον. Σε αντίθεση με άλλα βιβλία του Βασιλικού των τελευταίων ετών της δεκαετίας του ’70, που περνούν σχετικά απαρατήρητα, αυτά εδώ κινούν το ενδιαφέρον των κριτικών μιας ευρείας γκάμας εντύπων. Από τους επώνυμους κριτικούς, η Μαρία Παπαδοπούλου κρίνει Το τελευταίο αντίο στην εφημερίδα Τα Νέα («Ετούτο το βιβλίο του Βασιλικού ίσως είναι ό,τι πιο προοδευτικό πολιτικά έχουμε διαβάσει τελευταία στον τομέα της λογοτεχνίας. Γιατί τολμάει να φωνάξει στον απαθή κόσμο μας πράγματα απωθημένα, καταδικασμένα, αμαρτήματα της ψυχής, όπως είναι ο μεγάλος έρωτας, η αγάπη σε μια γυναίκα, ο πόνος για τον χαμό της»)·[18] ο Κώστας Τσαούσης γράφει στην Ελευθεροτυπία κριτικά σημειώματα για Το γράμμα της αγάπης[19] και Το βραχιόλι («Μαζί με τη λυρική έκφραση του πόνου του, δίνει στον αναγνώστη την ευκαιρία για διαλογισμούς γύρω από φαινόμενα της σύγχρονης ζωής ― αιτίες όλα για την αποξένωσή του από αυτήν και τη συνειδητοποίηση της διάστασής του με τον γύρω του κόσμο»)[20] και στο περιοδικό Φιλολογική Φωνή για τα βιβλία Το γράμμα της αγάπης και Ο τρομερός μήνας Αύγουστος·[21] ο Άγγελος Φουριώτης καταθέτει ένα πολύ σύντομο σημείωμα για Το τελευταίο αντίο στην εφημερίδα Ακρόπολις·[22] ο Τάκης Μενδράκος γράφει για το Ο τρομερός μήνας Αύγουστος στο περιοδικό Επίκαιρα·[23] η Κατερίνα Δασκαλάκη γράφει για το Foco d'amor (Η φλόγα της αγάπης) στο γυναικείο περιοδικό Cosmopolitan·[24] ο Μπάμπης Κολώνιας συμπεριλαμβάνει το Foco d'amor (Η φλόγα της αγάπης) στις αναγνωστικές προτάσεις του καλοκαιριού του 1979 στο περιοδικό Ο Ταχυδρόμος·[25] ο Νίκος Σπάνιας κρίνει το Foco d'amor (Η φλόγα της αγάπης) στην εφημερίδα Εθνικός Κήρυξ·[26] ο Περσεύς Αθηναίος σχολιάζει τα βιβλία Ο τρομερός μήνας Αύγουστος και Το τελευταίο αντίο στην εφημερίδα Ημερησία·[27] ο Γιάννης Εμίρης γράφει, αρκετά καθυστερημένα, στο περιοδικό Αντί για το Τελευταίο αντίο («Συναντάμε σαν ‘μότο’ στο δεύτερο κείμενο του βιβλίου τη φράση ‘Μα είναι δυνατό 20 χρόνια ζωής να κολλήσουν σε μια στιγμή θανάτου;’ Και πράγματι το βιβλίο αποτελείται από γεγονότα 20 χρόνων ζωής, στοιβαγμένα γύρω από τη λέξη ‘θάνατος’. Ούτε μια πρόταση δεν μετακινείται προς τον μέλλοντα χρόνο»)·[28] και ο Μιχάλης Μήτρας προσφέρει μια διαυγέστατη προσέγγιση και των πέντε βιβλίων στο περιοδικό Διαβάζω («Για άλλη μια φορά αποδεικνύεται ότι για τον συγγραφέα, τον καλλιτέχνη γενικότερα, η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο ‘πρόσωπο’ είναι εξαιρετικά ελαστική, και στις στιγμές κορυφώσεων εκμηδενίζεται»).[29] Ανώνυμα σημειώματα εμφανίζονται: στο περιοδικό Η Γυναίκα για το Ο τρομερός μήνας Αύγουστος·[30] στην εφημερίδα Τα Νέα για Το γράμμα της αγάπης·[31] στην εφημερίδα Η Καθημερινή για το Ο τρομερός μήνας Αύγουστος·[32] στην εφημερίδα Το Βήμα για τα βιβλία Το τελευταίο αντίο και Το βραχιόλι·[33] στην εφημερίδα Η Αυγή για Το γράμμα της αγάπης·[34] στο περιοδικό Πάνθεον για Το τελευταίο αντίο.[35] Ξεχωριστά επιβάλλεται να αναφερθεί το άρθρο του Δημήτρη Γκιώνη, τακτικού συνομιλητή του Βασιλικού, στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία, με τον εύγλωττο τίτλο «Χίλιες και μία σελίδες αγάπης. Βασίλης Βασιλικός: 5 βιβλία σε ένα χρόνο».[36] Στα νεότερα χρόνια, πέρα από τα κριτικά σημειώματα που γράφονται στον Τύπο και στο Διαδίκτυο για επανεκδόσεις των πέντε βιβλίων, εντοπίζονται και μελέτες της Πενταλογίας στον ακαδημαϊκό χώρο, όπως αυτή του Γεράσιμου Ζώρα (για την παρουσία της Ρώμης στα πέντε έργα σε μια ευρύτερη μονογραφία για την Ιταλία στον βίο και στο έργο του Βασιλικού)[37] και αυτή της Κατερίνας Μουστακάτου (για τη μετατροπή του πόνου σε δημιουργία στα συγκεκριμένα κείμενα).[38]
Επιχειρώντας μιαν ένταξη αυτών των έργων στο ευρύτερο corpus της «βασιλικής» εργογραφίας, παρατηρούμε ότι, με μια πρώτη ματιά, πρόκειται για πέντε βιβλία τελείως διαφορετικά από το αμέσως προηγούμενο δημιούργημα του Βασιλικού, Τα καμάκια (1978), ένα τολμηρό, σατιρικό πεζογράφημα γύρω από τα «καμάκια», τους νεαρούς που προσφέρουν, με το αζημίωτο, τις ερωτικές υπηρεσίες τους σε αλλοδαπές τουρίστριες, αλλά και από τα προγενέστερα Το νερό (Το ήλιον της Κω) (1977) και Οι ρεμπέτες και άλλα διηγήματα (1977), που αντικατοπτρίζουν την πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, ή το Η ζωή μου όλη / Στέλιος Καζαντζίδης (1978), βιογραφία του κοσμαγάπητου τραγουδιστή. Και αν πάμε ακόμη πιο πίσω, έχει προηγηθεί ο δαιδαλώδης, πυκνός Βασιλικός του Γλαύκου Θρασάκη, ο αντιδικτατορικός Βασιλικός της περιόδου 1967-1973 και των εκδόσεων 8 ½, ο πολιτικός Βασιλικός του Ζ, ο δημοσιογραφικός Βασιλικός του Εκτός των τειχών, ο οργισμένος, υπαρξιακός, νεανικός Βασιλικός της Διήγησης του Ιάσονα, των Θυμάτων ειρήνης και, υπεράνω όλων, της θρυλικής Τριλογίας.
Είναι λοιπόν ξένο σώμα η Πενταλογία στο έργο του Βασιλικού, στον βαθμό που να γίνεται λόγος για «ερωτικό Βασιλικό» ή για «λυρικό Βασιλικό» ή για «καθαρά αυτοβιογραφικό Βασιλικό»; Κατά τη γνώμη μου, όχι. Ερωτικά, λυρικά και αυτοβιογραφικά στοιχεία ενυπάρχουν και στο προγενέστερο έργο του συγγραφέα, αλλά στα κείμενα της Πενταλογίας φτάνουν στο απόγειό τους, γιατί και τα πέντε είναι αφιερωμένα σε μια γυναικεία μορφή (τη Μιμή) που τον συντροφεύει επί είκοσι χρόνια και τον σημαδεύει τόσο με τη ζωή όσο και με τον θάνατό της, τη γυναίκα που, σύμφωνα με δήλωση του ίδιου του Βασιλικού στον Δημήτρη Γκιώνη, «παρέλαβε έναν γόνο μικροαστικής τάξης και τον έκανε συγγραφέα»[39] και «ως Αμερικανίδα υπήκοος, πίστευε στο επάγγελμα του συγγραφέα και ήθελε να το επιβάλουμε στην Ελλάδα και συνδικαλιστικά».[40] Η μορφή της λοιπόν προβάλλει εξιδανικευμένη μέσα από τα κείμενα της Πενταλογίας, που αποτυπώνουν μια πολύ προσωπική πτυχή της ζωής του και μοιάζουν με ένα τεράστιο ημερολόγιο αφιερωμένο στην αγαπημένη νεκρή ή με ένα πολυσέλιδο ανεπίδοτο γράμμα αγάπης προς αυτήν.
Ωστόσο, για να επανέλθω στη σύνδεση της Πενταλογίας με το προγενέστερο έργο του Βασιλικού, ως πολυσέλιδο ανεπίδοτο ερωτικό γράμμα προς τον αγαπημένο νεκρό μπορεί να αναγνωστεί και η σχοινοτενής επιστολή της χήρας του πολιτικού στο πολύμορφο Ζ. Φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος, που συνιστά ένα λυρικό «βιβλίο μέσα στο βιβλίο». Αλλά και η μορφή της Πόπης, της γλυκιάς και αφοσιωμένης συντρόφου και συνταξιδιώτριας του αφηγητή, στο γοητευτικό αφήγημα δρόμου Μυθολογία της Αμερικής (1964), είναι εμπνευσμένη από τη Μιμή. Και, πηγαίνοντας ακόμη πιο πίσω, η εξιδανίκευση της γυναικείας μορφής είναι παρούσα ήδη στα νεανικά Θύματα ειρήνης (1956), μέσα από τους χαρακτήρες της αέρινης Ρηνιώς και της λεπτεπίλεπτης και ευαίσθητης Μάχης.
Και, βέβαια, η αυτοβιογραφική διάσταση δεν πρωτοεμφανίζεται στην ερωτική Πενταλογία του Βασιλικού ούτε σταματά σε αυτήν. Η διαπίστωση του Αλέξη Ζήρα για τους «χαρακτήρες στα δεκάδες μυθιστορήματα και διηγήματά του που έχουν προικιστεί με τόσα αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα»[41]
ισχύει για το σύνολο της λογοτεχνικής παραγωγής του: πριν την Πενταλογία, ο Ιάσονας της Διήγησης του Ιάσονα, ο Λάζαρος του Φύλλου και των Φωτογραφιών, ο Γλαύκος Θρασάκης αποτελούν περσόνες του Βασιλικού και μετά την Πενταλογία ο ήρωας του βιβλίου Το ελικόπτερο (1985), που παραπέμπει στον ίδιο, όταν έχει την ιδιότητα του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή της ΕΡΤ, ή ο ήρωας του βιβλίου Το σφράτο (1988) αποτύπωση της έξωσης του ίδιου και της δεύτερης συζύγου της, Βάσως Παπαντωνίου, από το διαμέρισμα που νοικιάζουν στη Ρώμη στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Ενώ σε άμεση σύνδεση με την Πενταλογία, βρίσκονται τα (γραμμένα αμέσως μετά αλλά εκδομένα αρκετά αργότερα) πεζογραφήματα Ο ασβός ή Οι περιπέτειες μιας δύσκολης ανάρρωσης (1992) και Μάγια (1993), καταγραφές της προσπάθειας ενός μεσήλικα ―συγγραφέα στο πρώτο, καθηγητή στο δεύτερο― να δημιουργήσει ερωτικές σχέσεις με νεότερες γυναίκες μετά την απώλεια της αγαπημένης του, στη Νέα Υόρκη στην αυγή της δεκαετίας του ’80 (ο Βασιλικός βρίσκεται πράγματι στη Νέα Υόρκη την περίοδο 1979-80 για μια σειρά διαλέξεων σε αμερικανικά πανεπιστήμια).
Η Πενταλογία έχει τα στοιχεία ενός ηθικού χρέους του Βασίλη Βασιλικού προς τη νεκρή αγαπημένη, ενός φόρου τιμής, μιας ομολογίας αιώνιας αγάπης στην πρώτη σύζυγό του. Και στα πέντε κείμενα ο αφηγητής και η νεκρή σύζυγος συγκροτούν ένα κλειστό σύμπαν, στο οποίο δύσκολα εισέρχεται κάποιος τρίτος και, αν τυχόν εισέλθει, η παρουσία του έχει ελάχιστη σημασία. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας στην αυτοβιογραφία του
Την πεμπτουσία της απώλειας νομίζω πως την έχω καταγράψει σε πέντε βιβλία που αφορούν τον θάνατο της Μιμής. Τα πρακτικά δεν ξέρω αν εδώ ενδιαφέρουν καθόλου. Η ουσία είναι ότι ευγνωμονούσα τον Θεό που βρέθηκα μόνος στη Ρώμη, χωρίς παρενοχλητικές παρουσίες φίλων, γνωστών και τα λοιπά, ώστε μπόρεσα να εισπράξω ολόκληρο το μήνυμα του τι σημαίνει να χάνεις κάποιον. Γιατί έτσι ζήσαμε με τη Μιμή. Κλειστά. Οι τρίτοι δύσκολα εισχωρούσαν ανάμεσά μας. Οπότε κι εγώ, με κλειστή την πόρτα προς τον έξω κόσμο για ενάμιση χρόνο, κατάλαβα καλύτερα το νόημα της απουσίας.[42]
Αυτή την «πεμπτουσία» της απώλειας συλλαμβάνει, με σπάνια διαύγεια και ευαισθησία, ο Βασιλικός στα πέντε πεζογραφήματα αυτής της ομάδας, τα οποία, νομίζω, ότι συνιστούν ένα σπάνιας συνοχής και συνεκτικότητας σώμα κειμένων, μοναδικό στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, μια πολύπτυχη, αποκαλυπτική ελεγεία του έρωτα και του θανάτου. Πρόκειται για την πιο προσωπική, την πιο εσωτερική και την πιο επώδυνη κατάθεση του Βασιλικού στον χώρο της πεζογραφίας και, διόλου τυχαία, όταν ερωτάται το 1984 από τον Μιχάλη Μήτρα, αν θα έπρεπε να καταστραφούν υποχρεωτικά όλα τα βιβλία του πλην ενός ή δύο, που θα διάλεγε ο ίδιος, ποια θα ήταν αυτά, δεν διστάζει να απαντήσει: «Η φλόγα της αγάπης και το τελευταίο αντίο».[43]