Χάρτης 71 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-71/klimakes/to-meghalo-erwtima-den-ekhei-apantisi
Η συζήτηση με τον Θανάση Βαλτινό καταγράφτηκε ψηλά στη μεγάλη βεράντα του μικρού διαμερίσματός του στις 19 Ιουνίου 2019. Φάγαμε πρώτα στου «Φιλίππου», στην Ξενοκράτους, μια ακόμη φορά από τις πολλές που βρεθήκαμε μαζί εκεί, το μέρος όπου έτρωγε συχνά εδώ και πολλά χρόνια. Συζητήσαμε να ηχογραφήσουμε το βράδυ μια συνομιλία φιλική, άνετη, κάπως τσεχοφικά αυθόρμητη, καθημερινή και όσο γίνεται μη γραμμική. Και πιστοί στην τσεχοφική ατμόσφαιρα, και χιουμοριστική και βαθιά μελαγχολική, καθώς η κατάσταση την οποία μετά τον τραυματισμό του ήταν πιο βασανιστική απ’ όσο έδειχνε ο ίδιος με την ατάραχη στοχαστική του διάθεση και τον γαλήνιο τόνο της φωνής του.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
_________
[ Βλ. Χάρτης#9, Σεπτέμβριος 2019 ]
Βασίλης Παπαγεωργίου: Τι είναι αυτό που τώρα κάνει την καρδιά σου να χτυπά;
Θανάσης Βαλτινός: Τώρα είναι λίγο δύσκολο ν’ απαντήσω, και πραγματικά αναρωτιέμαι αν μπορώ να πω. Κάποτε χτύπαγε. Αυτό ήταν κάποτε όμως. Επηρεαζόμαστε βασικά από τα χρόνια που πέφτουν πάνω μας. Μπορεί να μη φαίνεται. Ιδίως τώρα μ’ αυτό το περιστατικό κατάλαβα πόσο με αποδυναμώνει και πόσο μ’ εκτρέπει απ’ αυτά που θέλω να κάνω. Είμαι μισό χρόνο σχεδόν εξουδετερωμένος. Κάτι αυτό το πρόγραμμα… ν’ ανταποκριθώ στις οργανικές ανάγκες. Το κλείσιμο μέσα, η έλλειψη μιας επαφής. Και η έλλειψη προοπτικής.
ΒΠ: Πες μου για το περιστατικό.
ΘΒ: Ήταν μια ηλίθια κατάσταση και δεν της έδωσα και πολλή σημασία στην αρχή. Αυτά όλα στη μνήμη μου είναι συγκεχυμένα. Προχθές ρώταγα την κοπέλα που με κουβάλησε στον Ευαγγελισμό πώς έγινε να βρεθώ στον τέταρτο όροφο, εκεί ήταν το οδοντιατρείο που πήγαινα, χωρίς να έχω μπει, έχοντας την εντύπωση ότι μπήκα από πάνω, ότι ο τέταρτος ή ο πέμπτος όροφος είχαν κάποια επαφή με τον εξωτερικό χώρο. Πρέπει να ήταν κάτι σαν πρώην λατομείο και μέσα εκεί είχε χτιστεί πολυκατοικία. Μπορούσα δηλαδή να μπω από πάνω μέσα. Καταματωμένος. Φαίνεται ότι έπεσα, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι έπεσα εκεί στη σκάλα του τέταρτου ορόφου. Στον τρίτο όροφο το ιατρείο. Το γεγονός είναι ότι μπήκα εκεί, [αλλά] δε θυμάμαι ν’ ανέβηκα ή ν’ ανέβηκα από λάθος στον τέταρτο όροφο. Η βεβαιότητά μου είναι ακόμα πλήρης ότι έτσι έγινε. Αλλά πώς μπήκα ματωμένος; Είχαμε με κάποιον, έξω, κάποια παιχνιδιάρικη ξιφομαχία ή κάτι τέτοιο; Και όταν εγώ τραυματίστηκα μπήκα μέσα; Αλλά δεν είχε επαφή το πράγμα.
ΒΠ: Σαν σε όνειρο.
ΘΒ: Είναι λίγο σαν όνειρο. Η κοπέλα με πήγε στον Ευαγγελισμό.
ΒΠ: Σε βρήκε στις σκάλες;
ΘΒ: Με βρήκε στις σκάλες ματωμένο.
ΒΠ: Ήσουν λιπόθυμος όταν σε βρήκε;
ΘΒ: Όχι, και μάλιστα ήθελα να την ξαναδώ να τη ρωτήσω πάλι, συμπαθέστατη κοπέλα, για λεπτομέρειες. Φαίνεται ότι μάλλον ανέβηκα από κάτω και αντί να βγω στον τρίτο βγήκα στον τέταρτο. Κι απ’ τον τέταρτο προσπάθησα να κατεβώ με τα πόδια, φαίνεται γλίστρησα κάπου εκεί. Είναι τα μόνα που έχω, σαν πληροφορίες. Εντελώς αμυδρά μέσα μου ότι είχε προηγηθεί κάτι σαν μια παιχνιδιάρικη ξιφομαχία έξω με κάποιον. Κι έτσι μπήκα ματωμένος μέσα. Αυτά δεν μπορώ να τα ελέγξω παραπέρα.
ΒΠ: Και μετά έκατσες στο νοσοκομείο αρκετό χρόνο.
ΘΒ: Στο νοσοκομείο έμεινα ένα μήνα και παραπάνω. Ακόμα δεν είχα συνέλθει, δεν είχα καταλάβει περί τίνος πρόκειται. Ήρθε ένας απ’ τους γιατρούς που ήταν ειδικά επιστρατευμένος, πληρωνόταν απ’ την αδελφή μου να με προσέχει, μου είχε βάλει ορούς, πράγματα, αυτά δεν τα ήθελα εγώ. Είχα φωνάξει τον ανιψιό μου τον Δημήτρη, του λέω να… κάτι πήγε να παρέμβει ο γιατρός, του λέω σταμάτα εσύ, φέρθηκα μάλλον άσχημα, και είπα στον Δημήτρη να φύγουμε. Λέει ο Δημήτρης, νομίζω ότι δεν μπορούμε να φύγουμε έτσι, θείε –με λέει πάντα θείο– και δεν μίλησα, τον ακολούθησα τον Δημήτρη. Εκείνον όμως μάλλον τον ταπείνωσα μπροστά σε άλλον άνθρωπο. Φέρθηκα σκαιά ή… γιατί αργότερα, όταν ετοιμαζόμουν να φύγω πια, ήρθε και δοκίμασα –εγώ δεν θυμόμουν τίποτ’ απ’ όλ’ αυτά–, δοκίμασα να του δώσω πουρμπουάρ, το οποίο δεν δέχτηκε και ξέσπασε σ’ έναν τόνο έντονο, όχι ύβρεων, αλλά διαμαρτυρίας. Έντονα.
ΒΠ: Θίχτηκε.
ΘΒ: Είχε θιχτεί φαίνεται πολύ. Σκέφτηκα να τον ρωτήσω γιατί όλο αυτό το πράγμα. Δεν θα υπήρχε απάντηση, θα μου ’λεγε ότι… τι θα πει, «είχες κάνει μαλακίες, είχες πει μαλακίες», που πιθανότατα τις είχα πει. Και μια άλλη κοπέλα, η οποία επίσης ήτανε… αλλά αυτή ήταν πολύ πιο έξυπνη. Αυτή ανοίχτηκε μ’ έναν τρόπο χαριτωμένο, είπε «πολύ χάρηκα που ήσασταν εδώ», τα γνωστά τα τυπικά. Κατά κάποιο τρόπο εκκρεμεί αυτή η υπόθεση μ’ έναν άνθρωπο που φαίνεται ότι τον πλήγωσα πολύ.
ΒΠ: Σκέφτεσαι να κάνεις κάτι να το επανορθώσεις ή θα το αφήσεις έτσι να κυλήσει;
ΘΒ: Σκέφτομαι ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Θα το αφήσω να κυλήσει. Θα μπορούσα να πω στην άλλη κοπέλα, να την αναζητήσω, να της χαρίσω ένα βιβλίο με μια αφιέρωση, αλλά θα ήταν λίγο φτηνό σε σχέση με τον άλλον. Θα το αφήσω έτσι.
ΒΠ: Όταν όμως κοιτάς πίσω, η καρδιά σου για ποιο πράγμα χτυπούσε πιο πολύ σε διάφορες εποχές, σε διάφορες φάσεις της ζωής σου.
ΘΒ: Κάποτε ήτανε καμιά γυναίκα, κάποτε ήταν κάποια σχέδια, κάποιες φιλοδοξίες… τώρα όλ’ αυτά έχουν απομακρυνθεί. Είναι σε μια άλλη βάση όλες αυτές οι… δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς κάποιους στόχους μπροστά σου, χωρίς κάποιες πιθανότητες ότι πετυχαίνεις κάτι ή κάνεις κάτι. Νομίζω ότι δεν είναι ανθρώπινο. Αλλά είναι πιο… είμαστε ήδη πιο σοφοί, από την πείρα…
ΒΠ: Τώρα που είσαι πιο σοφός με τα χρόνια, με όλο το έργο πίσω σου, πώς αντιλαμβάνεσαι την ομορφιά;
ΘΒ: Αυτό είναι ένα ερώτημα που δεν μπορώ ν’ απαντήσω.
ΒΠ: Έτσι αυθόρμητα, τι είναι ομορφιά για σένα;
ΘΒ: Είναι τόσο πολλά πράγματα που πώς να τα περιγράψεις, πώς να τα πεις. Μπορεί αυτή η στιγμή που καθόμαστε εδώ [στο μπαλκόνι του ρετιρέ με τα μεγάλα φυτά και με τη φωτισμένη Ακρόπολη πέρα στο βάθος] να είναι πραγματικά μια ομορφιά. Σε σχέση με τη γραφή μου, να καταφέρω ίσως κάποια πράγματα, αλλά κι αυτό τώρα είναι σε λιγότερο βαθμό… μιας απλοποίησης όσο γίνεται, μιας λιτότητας που μπορεί να φτάσει κάπου. Πού όμως; Κι αν θες και κάτι άλλο, δεν πολυπιστεύω πια σ’ αυτά.
ΒΠ: Σε τι πιστεύεις τώρα περισσότερο;
ΘΒ: Αυτό είναι το ερώτημα το μεγάλο.
ΒΠ: Πώς το βλέπεις αυτό το ερώτημα; Γιατί όλοι εκεί θα είμαστε κάποια στιγμή.
ΘΒ: Χωρίς απάντηση.
ΒΠ: Δεν προσπάθησες να γράψεις θέατρο. Μπορεί να πει κανείς ότι τα Φτερά μπεκάτσας είναι θεατρικό έργο και έχει παιχτεί ως τέτοιο. Αλλά δεν το έγραψες ως θεατρικό έργο.
ΘΒ: Όχι, όχι. Είχα παλιά γράψει κάποια μονόπρακτα. Κάπου υπάρχουνε. Προ καιρού τυχαία τα βρήκα. Είχαν κάτι καλές ιδέες. Σκέφτηκα αν μπορώ να ξαναγυρίσω σ’ αυτά. Μου φάνηκε δύσκολο ή με καινούριους όρους εντελώς.
ΒΠ: Αν τα σμιλεύσεις και τα συμπυκνώσεις; Τα κάνεις μικρές σκηνές;
ΘΒ: Όχι, δεν γίνεται. Είναι… το ένα απ’ αυτά ήτανε μια… ένα είδος. Πώς να τα περιγράψω, δεν ξέρω. Μου άρεζε πάρα πολύ ο Τσέχωφ και μ’ αρέσει πάντα. Ήταν σε τσεχοφικό κλίμα, κάποιοι άνθρωποι, κοινοί άνθρωποι, που ζούσαν στην επαρχία. Ένας ειρηνοδίκης, ένας αυτός… με τις μιζέριες τους, τις μικρότητες, τις αυτές… και ξαφνικά έρχεται μια δασκάλα, μια ωραία κοπέλα, μια ωραία γυναίκα, όλοι θα τη θέλανε, κι αυτή μένει σ’ ένα γέρο γιατρό που είναι κει. Όλοι θεωρούν ότι είναι μετρέσα του γιατρού, που δεν είναι ή είναι μ’ έναν άλλο τρόπο. Εκεί γίνονται μικρές τραγωδίες.
ΒΠ: Θα μπορούσε να γίνει ένα ωραίο μονόπρακτο, αν δεν θέλεις να το επεκτείνεις.
ΘΒ: Ως ένα σημείο είναι έτοιμο. Αλλά πρέπει να το ξαναδώ, να το επεξεργαστώ πάλι.
ΒΠ: Θα μπορούσες να μας κάνεις μια ωραία έκπληξη μ’ αυτό.
ΘΒ: Το πρόβλημα είναι ότι αυτόν τον καιρό που είμαι δω κάτω από την αρρώστια, ας το πω έτσι, δεν έχω δουλέψει ούτε μια ώρα. Κάτι με μικροσημειώσεις, μικροπράγματα.
ΒΠ: Και ποίηση δεν έχεις γράψει. Έχεις γράψει κάποια ποιήματα, θα μπορούσαμε να τα πούμε έτσι.
ΘΒ: Αυτά είναι περισσότερο παιχνιδάκια.
ΒΠ: Και η ποίηση δεν σ’ έχει τραβήξει.
ΘΒ: Κοίταξε, η ποίηση σαν ποίηση πια, θα ’λεγα όχι. Κάποτε είχα κάνει μια σειρά ποιημάτων, αλλά σαν ποίηση μέσ’ απ’ την πεζογραφία είναι πρωτεύον αίτημα για μένα. Κι εκει τα πράγματα πάντα δυσκολεύουν. Προσπαθείς να είσαι όσο γίνεται πιο φρέσκος, πιο ακέραιος, και βλέπεις ότι πρέπει να δώσεις τις δικές σου ερμηνείες, να οριοθετείς πια έναν χώρο εσύ για να υπάρξεις εκεί μέσα, να λειτουργήσεις.
ΒΠ: Το λυρικό στοιχείο το βάζεις συχνά στα πεζά σου, αλλά δεν προσπάθησες να το απομονώσεις ώστε να γίνει ποίηση.
ΘΒ: Όχι, ως ένα σημείο όχι. Αυτό που λες είναι αλήθεια… Πιανόμουν από ένα ερώτημα· τώρα, σ’ αυτό που ρώτησες, πού είναι η καρδιά μου τώρα. Ξέρεις ότι δεν μπορώ ν’ απαντήσω. Τι θέλω να κάνω με το γράψιμο; Είναι η δουλειά μου ουσιαστικά. Τώρα έχω κατά κάποιον τρόπο υποχρεωτικά αποτραβηχτεί, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα κρατήσει πάντα. Ήδη αρχίζει και με απασχολεί. Τι κάνω εδώ τώρα; Τρώω τις ημέρες μου χωρίς να κάνω τίποτα. Είναι ένα ερώτημα φοβερό, ένα αίσθημα άθλιο.
ΒΠ: Αλλά μέσα στην καρδιά σου έχεις κάτι και θέλεις να πας προς τα κει μόλις συνέλθεις περισσότερο.
ΘΒ: Ναι, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω, δεν μπορώ να είμαι συγκεκριμένος μ’ αυτό που χτυπά στην καρδιά μου.
ΒΠ: Τώρα που αναφέρεις τη λέξη «συγκεκριμένο». Στα κείμενά σου είναι τόσο χαρακτηριστικό αυτό, για μένα τουλάχιστον. Ξεκινάς με μια αφηρημένη ιδέα, την οποία αποδίδεις με συγκεκριμένα γεγονότα, στοιχεία.
ΘΒ: Ναι, αυτό είναι μια ανάγκη. Να μην υπάρχει αοριστία, να είναι κάτι πραγματικά συγκεκριμένο.
ΒΠ: Αλλά όλα αυτά τα συγκεκριμένα που δημιουργείς διαχέονται από το αφηρημένο. Μπορεί να είναι το τραύμα του Εμφυλίου, μπορεί να είναι μια δεκαετία ολόκληρη, το αίσθημά της.
ΘΒ: Ναι. Διαπιστώνω ότι αυτό με βοήθησε ωστόσο. Δεν αναγκάστηκα να καπηλευτώ πράγματα, να τα κοινωνικοποιήσω, ήμουν αυτό που ήμουνα. Με λίγα πράγματα, με λίγους τόπους προσπάθησα να δώσω αυτό που ήθελα. Μπορεί να μη βγήκε, μπορεί να βγήκε…
ΒΠ: Σε πολλά κείμενά σου έβαλες πολλή αγάπη μέσα.
ΘΒ: Ναι, κοίταξε, χωρίς αγάπη, χωρίς έρωτα τελικά... ο έρωτας δεν είναι πάντα προς μια γυναίκα, είναι… Αυτό που λέμε αγάπη έχει λίγο χριστιανικό χαρακτήρα. Εγώ το λέω έρωτα. Δεν υπάρχει τίποτα [χωρίς αυτόν], δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Η ίδια η αντιμετώπιση μιας κατάστασης χωρίς έρωτα δεν οδηγεί πουθενά.
ΒΠ: Τι σου δημιουργεί αίσθημα ευφορίας;
ΘΒ: Αν έχω καταφέρει κάτι, το έχω ολοκληρώσει, το πιο απλό πράγμα. Η αίσθηση ότι με ησυχάζει, το έκανα, ξέμπλεξα απ’ αυτό.
ΒΠ: Υπάρχει στην ελληνική πραγματικότητα σήμερα κάτι που σου δημιουργεί ευφορία;
ΘΒ: Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να πω ναι. Αλλά δεν μπορεί να ζήσει κανείς, πιστεύω, χωρίς την αναμονή αυτού του πράγματος, χωρίς την αναζήτηση, τελικά, αυτού του πράγματος. Την οποία δημιουργούμε πολύ συχνά, την κάνουμε είτε γυναίκα δύσκολη, δουλειά δύσκολη που επίσης μπορούμε να την καταφέρουμε. Αυτό μπορεί μας δώσει κάποιες ικανοποιήσεις. Κάποιες μυστικές σχέσεις που μπορεί να έχουμε με την ίδια τη ζωή, με τα ίδια τα πράγματα. Όταν λέω μυστικές σημαίνει αξεδιάλυτες και για μας.
ΒΠ: Πες μου τώρα κάτι άλλο γήινο. Ποια φαγητά σου αρέσουν;
ΘΒ: Εξαρτάται. Πολλά φαγητά μου αρέσουν. Καμιά φορά μου αρέσει ένα κομμάτι ψωμί με λίγο τυρί ίσως, ή με λίγη σάλτσα. Κι αυτό το απολαμβάνω. Είναι μια κατάκτηση χρόνων παλιότερων.
ΒΠ: Είναι κάτι πολύ ουσιαστικό όταν λέμε «ψωμί και τυρί». Είναι κάτι απλό και πολυσύνθετο μαζί, γιατί μας κρατά στη ζωή πολλές φορές.
ΘΒ: Βεβαίως είναι πολυσύνθετο, είναι η ίδια η ζωή. Όπως δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα χωρίς νερό. Την ανάγκη του νερού την έχουμε σκεφτεί;
ΒΠ: Όταν κάθεσαι εδώ πάνω και βλέπεις την Αθήνα από ψηλά, όταν κάθεσαι ήρεμα και αναλογίζεσαι τι έχεις καταφέρει, πώς μπορείς να περιγράψεις την αίσθηση της ουσίας;
ΘΒ: Το αίσθημα ότι έχω κάτι καταφέρει δεν είναι πάρα πολύ δυνατό, δεν είναι καθόλου έντονο. Δεν υπάρχει καθόλου μέσα μου, αν θέλεις. Αυτό είναι ένα λάθος αγωγής, αλλά έτσι είναι. Κι αυτό μου λείπει. Θα μπορούσα να είμαι τρισευτυχισμένος και να λέω ότι έχω καταφέρει… Τίποτα, δεν μου λέει τίποτα αυτή η κατάσταση. Μ’ αφήνει εντελώς άδειο. Κι αυτό αν θέλεις είναι ένα παραμύθι που σε σπρώχνει λίγο παραπέρα κάτι να βρεις, κάτι να κάνεις.
ΒΠ: Είσαι πάντα σε αναζήτηση αυτής της ουσίας.
ΘΒ: Πάντα.
ΒΠ: Πες μου για τα λουλούδια σου και τα φυτά σου. Τα έχεις επιλέξει εσύ όλα;
ΘΒ: Ναι, τα έχω επιλέξει εγώ. Έχω μια ροδιά εκεί, ωραία.
ΒΠ: Πόσα χρόνια την έχεις;
ΘΒ: Είναι τέταρτος χρόνος που μού ’κανε ρόδια. Εκείνες τις βουκαμβίλιες θα τις κόψω για να βάλω την ελιά. Είναι όμως ανθισμένη τώρα. Θα είναι εγκληματικό να τη σπρώξω από κει. Θα το κάνω αργότερα. Πρέπει κάπου να βάλω την ελιά. Σε μια πιο μεγάλη γλάστρα.
ΒΠ: Προτιμάς την ελιά από την βουκαμβίλια.
ΘΒ: Την προτιμάω, είναι πιο σεμνό πράγμα, πιο ωραίο, πιο ουσιαστικό.
ΒΠ: Είχες γράψει ένα ωραίο ποίημα για την ελιά.
ΘΒ: Ναι, ο ίσκιος της ελιάς, τα κεντήματα.
ΒΠ: Δεν φτάνουν οι ήχοι της πόλης εδώ πάνω, έχεις ησυχία. Ακούγεται μόνο…
ΘΒ: Ο αχός, ναι.
ΒΠ: Τι διαβάζεις τελευταία;
ΘΒ: Λίγα πράγματα. Τώρα άρχισα να ψιλοδιαβάζω, και τώρα συνειδητοποιώ πόσο μου ’χει λείψει το διάβασμα και η εμμονή σε κάτι να ετοιμάσω. Σκέφτομαι, έχω κάτι πράγματα στο μυαλό μου που ’ναι χρόνια και δεν έχουν ποτέ προωθηθεί. Αυτό το σκετς που σου λέω, που είναι σαν θεατρικό έργο.
ΒΠ: Όταν λες τσεχοφικό, εννοείς έχει ωραία ατμόσφαιρα, τα πρόσωπα πετάγονται από το ένα στο άλλο;
ΘΒ: Είναι δυο-τρεις δημόσιοι υπάλληλοι, είναι ένας γιατρός εκεί, συνταξιούχος, που έχει ζήσει τη ζωή του, βεβαίως, είναι φθινόπωρο, μια κυρία που έχει έρθει, έχει κάνει διακοπές κι έχει γαμηθεί μ’ έναν απ’ αυτούς φεύγει. Αρχίζει από κει. Είναι τρεις-τέσσερις άντρες κυρίως τα κεντρικά πρόσωπα, ο ένας είναι με τη γυναίκα του εδώ… που περιφέρονται μέσα στο καφενείο. Είναι η βάση τους. Έρχεται αυτή η καινούρια δασκάλα, τους αποφεύγει, μένει στον γιατρό, θεωρούν όλοι ότι με τον γιατρό γαμιέται η δασκάλα, δεν γαμιέται με τον γιατρό. Υπάρχει μια ίσως διάθεση ερωτική, απωθημένη γιατί δεν μπορεί να πάει πουθενά αλλού.
ΒΠ: Μιλάει με του άντρες του χωριού; Παίζει μαζί τους;
ΘΒ: Όχι πολύ. Έχει απομονωθεί. Στο τέλος μπαίνει στο παιχνίδι, τη βάζουν στο παιχνίδι, αλληλοσκοτώνονται εκεί, ο ένας είναι παντρεμένος, με τη γυναίκα του δεν τα πάνε καλά… φεύγει κάποια στιγμή. Γι’ αυτό σου λέω ένα τσεχοφικό κλίμα.
ΒΠ: Και λίγο τραγωδία και λίγο κωμωδία.
ΘΒ: Λίγο απ’ όλα. Τραγωδία χωρίς να επισημαίνεται, κωμωδία χωρίς επίσης να υπογραμμίζεται.
ΒΠ: Σε πιέζει να το τελειώσεις;
ΘΒ: Τώρα αυτό το πράγμα θέλω να το τελειώσω.
ΒΠ: Πόσο μεγάλο μπορεί να γίνει;
ΘΒ: Δεν ξέρω, μπορεί να βγει ένα μονόπρακτο μεγάλο, μπορεί να βγει ένα τρίπρακτο.
ΒΠ: Πού συμβαίνουν όλ’ αυτά;
ΘΒ: Σε μια μικρή κωμόπολη, ένα μικρό κέντρο, σε ορεινή περιοχή που είναι δεμένη με τις καιρικές συνθήκες, θα τους κλείσουν τα χιόνια, δεν θα τους κλείσουν. Αρκαδία, κάπου εκεί, αλλά πολύ αόριστα. Σκέφτομαι το χωριό μου.
ΒΠ: Η δασκάλα είναι υπαρκτό πρόσωπο; Υπήρξε;
ΘΒ: Όχι. Κοίταξε, υπήρχε μια δασκάλα, την είχα ψιλοερωτευτεί. Μια ωραία γυναίκα που με ’παιζε. Εγώ ο καημένος δεν το είχα καταλάβει αυτό. Αυτά βγαίνουν έπειτα σαν κομμάτια ποίησης. Φωτίζονται.
ΒΠ: Θέλω να μου πεις πάλι για την ενδιαφέρουσα σκηνή του πεσίματος. Δεν θυμάσαι λες πώς έπεσες και χτύπησες, αλλά λες πώς ήσουν σε κάτι σαν μονομαχία.
ΘΒ: Αυτό δεν μπορούσα να το εξηγήσω καθόλου.
ΒΠ: Ούτε όπλα θυμάσαι; Είχες σπαθί;
ΘΒ: Τίποτα, όχι, τίποτα.
ΒΠ: Δεν σου επιτέθηκε κάποιος;
ΘΒ: Δε νομίζω. Πώς χτύπησα; Το ερώτημά μου είναι πώς βρέθηκα εκεί μέσα στον τέταρτο όροφο. Ήμουν καταματωμένος.
ΒΠ: Θα μπορούσε να γίνει ένα αφήγημα. Πες μου, δεν χρησιμοποιείς μαγνητόφωνο. Κρατάς σημειώσεις.
ΘΒ: Σημειώσεις που μπορεί να είναι πεταμένες και να τις βρω μετά από χρόνια, όπως βρήκα τώρα κάτι.
ΒΠ: Τις γράφεις στο σπίτι ή όταν περπατάς ή σε κάποιο εστιατόριο;
ΘΒ: Σπάνια θα σημειώσω έξω.
ΒΠ: Δεν είσαι ο τύπος του φλανέρ που σημειώνει σε περιπάτους. Περπατάς όμως πολύ.
ΘΒ: Περπατάω πολύ, σκέφτομαι πάνω σε όλα, αλλά δεν κρατάω σημειώσεις. Ας πούμε, την Κάθοδο των εννιά την έγραψα όσο έκανα τη θητεία μου. Το κατέγραψα σαν κείμενο μετά.
ΒΠ: Πόσο χρονών ήσουν τότε, 22;
ΘΒ: 23.
ΒΠ: Πότε γράφεις; Το πρωί; Πότε είναι το μυαλό σου πιο καθαρό, πιο δημιουργικό;
ΘΒ: Οποιαδήποτε ώρα, πρωί, απόγευμα, μεσημέρι. Τότε κοιμόμουν έξω, ήταν ένα ηρωικό και ανεύθυνο καλοκαίρι. Εκεί πρωτοάφησα γένια.
ΒΠ: Το μουστάκι ποια χρονιά το έκοψες;
ΘΒ Το έχω κόψει πολλές φορές. Οριστικά το έκοψα τώρα τα τελευταία πέντε δέκα χρόνια.
ΒΠ: Πώς έγινε αυτό;
ΘΒ: Το βαρέθηκα. Έπρεπε να το φροντίζω. Στην αρχή ήταν φοβερά δύσκολο, δεν βλεπόμουνα.
ΒΠ: Και δεν απόκτησες ποτέ υπολογιστή.
ΘΒ: Κάποτε έγραφα μόνο στη γραφομηχανή. Τώρα γράφω με το χέρι. Ή
υπαγορεύω. Έχω μια γραμματικιά που ξέρει τα γράμματά μου και χτυπάει
ορισμένα πράγματα. Αυτό δεν θα το φάμε εδώ; Θα λιώσει. Έφαγες καθόλου;
Νομίζω ότι είναι ενδιαφέρον, Βασίλη.