Χάρτης 71 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-71/klimakes/aito-poi-therapeyetai-den-me-politravaei
ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ
Συμβαίνει μια ζωή να είναι η τιμωρία για μια άλλη όπως του γιου η ζωή, για τον πατέρα
―WALLACE STEVENS
Σχήμα στον ουρανό
«Εν τούτω νίκα» προς τη Δύση
Πέρα απ' τις σκέψεις μου
Των ημερών μου, πέραν
Κι όποιου νοήματος σού έδωσε ο νους
Πώς ο Νοτιάς
σε διέλυσε αργά
Λευκή γραφή
που άφησε το αεριωθούμενο του βίου
Και πάλι σχήμα εωθινό
ή μάλλον άστρο της ανατολής
Η μέρα, αν κάτι σταθερό υπόσχεται
είναι η κορτιζόνη
και είναι των προπατόρων
ο χλευασμός
Πώς θα μπορώ
χωρίς Θεό ―αλλά με το αποτύπωμα στο στέρνo―
να στήνω τους καθρέφτες στη σκιά;
Πάθη αναδιαδραματίζονται χωρίς τα πάθη
Κι απ' την ιδιόλεκτό τους
ο νους μου μόνον έγινε δεκτός.
Το ποίημα αυτό αντί επιμνημόσυνης δέησης για τον Αντώνη Ζέρβα, γράφτηκε γιατί και οι δυο μας είμαστε η τιμωρία για τον πατέρα, καθώς ειδοποιεί ο Ουάλας Στίβενς.Τον βιολογικό (τον αστό Ζέρβα - Βέλτσο πατέρα) και τον πνευματικό (Πάουντ - Στίβενς). Ζήσαμε και γράψαμε για να τους τα χώνουμε, όπως ο Κάφκα στον πατέρα του. Και οι δυο μας, εντελώς διαφορετικοί στην όψη - κόψη, είδαμε το «σχήμα» της νίκης στον ουρανό. Εν τούτω, ο Ζέρβας νίκησε γιατί τον πρόλαβε ο θάνατος. Εγώ, όχι. Ο ένας από τους δύο ―όπως λέει ο κανόνας― είδε τον άλλον να πεθαίνει. Είναι λοιπόν επόμενο να βλέπει και την δική του πολύχρονη σισύφεια ήττα. Ο Ζέρβας με όλους τους πειρασμούς του Αγίου του, έζησε με τα ακριβότερα κονιάκ, τα καλύτερα κασμίρια, τα κομψότερα σπορ αμάξια, Αζναβούρ.
Έγραψε και τους «έγραψε» όλους. Εγώ τους έγραψα για να μου γράφουν. Προηγουμένως φυσικά, μετά τον θάνατο τού πατέρα μου, πούλησα και την Μερσεντές του, γιατί ντρεπόμουν τη μόστρα. Μετήλθα την παιδική ελαφρότητα μπας και βαθύνω. Ο Ζέρβας αντίστροφα: με την ώριμη βαρύτητα του, τα τελευταία άχαρα χρόνια στην Αθήνα, πληγωμένος και μόνος, ξεβράστηκε στην παραλία της Πατησίων σαν το κήτος του Φελίνι που το περιεργάζονται οι γλεντοκόποι, νεκρό. Σταθμευμένος οριστικά στο ιδιωτικό του λυσσιατρείο, πιο «λυσσασμένος» κι απ’ τους Μαϊακούς του ’68 που περιφρόνησε, «αυτοξερριζωμένος» διαρκώς στο «ήτοι» των λογίων τού είδους του και ανήμπορος κάθε φορά να πείσει τον εαυτό του ότι υπάρχει νόημα, μας εγκάλεσε να αναλάβουμε την ευθύνη του. «Κάποιος φταίει που πονάω και δυστυχώ. Αγανακτώ. Κάποιος πρέπει να αναλάβει την ευθύνη… Απαιτώ από καθήκον δυνάμει του καθήκοντος ευθύνης». Δεν λογάριασε όμως πως οι επιβάτες αυτού του ακατανόμαστου συναφιού είναι «όλοι ξένοι, ξένοι σαν κι αυτόν». Ξένοι και γι αυτό αποξενωμένοι. Αφιλόξενοι δηλαδή από μια μεταδοτική, εσωτερική ξηρασία. Την φυλλοξήρα που βρήκε τα παλιά αμπέλια του παππού του στο Κερατσίνι.
«Βέβαια είναι παράξενο να μην κατοικείς πια στη γη», Αντώνη,
«να μην τηρείς τις συνήθειες που μόλις απέκτησες·
σε τριαντάφυλλα και σ' άλλα υποσχόμενα πράγματα
να μην προσδίδεις πια σημασία ανθρώπινου μέλλοντος·
αυτό που στην ατέλειωτη αγωνία των χεριών σου υπήρξες
πια να μην είσαι, και το ίδιο σου τ’ όνομα ακόμη
πίσω ν’ αφήνεις σαν διαλυμένο παιχνίδι.
Παράξενο, τις επιθυμίες πια να μην επιθυμείς»
Με τους στίχους αυτούς του Ρίλκε από την «Πρώτη Ελεγεία» στη μετάφραση του κοινού μας εκδότη, σε μνημονεύω (στον εαυτό μου), ξέροντας πως η απάντηση που ζητούσαμε σ' όλη μας τη ζωή (το «καθήκον» όπως έλεγες) δεν είναι εννοιολογική ούτε καν ποιητική των πατέρων ημών, αλλά ό,τι προκύπτει στο φινάλε από τον μεταβολισμό της παράξενης, απερίγραπτης, διαστροφικής σχεδόν αλαμπουρνέζικης φύσης μας.
«Αυτό που θεραπεύεται δεν με πολυτραβάει». Συμφωνώ ― τουλάχιστον ως προς τον υπερθετικό βαθμό (πολύ―).