Χάρτης 71 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-71/zwologikos-khpos/zoologhio-toi-kato-kato-kosmoi
__________
Για το ίδιο βιβλίο βλ. και εδώ
_____________
Εισαγωγικό σημείωμα
Τα μεσαιωνικά ζωολόγια, ως είδος της διδακτικής λογοτεχνίας, ταλαντεύονταν ανάμεσα στον μύθο και την εγκυκλοπαίδεια, συνιστώντας ένα υβριδικό, «ενδιάμεσο πόνημα».[1] Με πρότυπο τον Φυσιολόγο του 2ο αι. μ.Χ., περιελάμβαναν δύο δομικά μέρη: ένα λήμμα με την περιγραφή του ζώου και ένα δίδαγμα που συνάγεται αλληγορικά. Μέσω της αλληγορίας, οι συγγραφείς επεδίωκαν να αποκαλύψουν μεταφυσικές αλήθειες με απώτερο σκοπό την ηθική διαπαιδαγώγηση του ανθρώπου. Το ζωολόγιο που ακολουθεί ιχνηλατεί, όχι εξαντλητικά, την πανίδα στη σπουδαία ποιητική συλλογή Sonderkommando του Γιάννη Στίγκα (Εκδόσεις Άγρα, 2023).
Στο ζοφερό σκηνικό του Κάτω Κάτω Κόσμου, διασταυρωνόμαστε εννιά φορές με τους Sonderkommando (Sonder = ειδικός-ή,-ό, Kommando = μονάδα εργασίας), δηλαδή αιχμαλώτους εβραϊκής καταγωγής στα στρατόπεδα συγκέντρωσης που εξαναγκάζονταν από τους ναζί να συμμετέχουν στην εξόντωση των ομόθρησκών τους. Ήταν εκείνοι που «υποδέχονταν» τα θύματα σε ειδικούς χώρους-αποδυτήρια, που φρόντιζαν η διαδικασία του ξεγυμνώματος να γίνει γρήγορα και μεθοδικά, που οδηγούσαν τους/τις μελλοθάνατους/ες στους θαλάμους αερίων, που αντίκριζαν πρώτοι τη φρίκη, που αφαιρούσαν από τα πτώματα τα χρυσά δόντια ή και τα μαλλιά, που μετέφεραν τα νεκρά σώματα με μπαστούνια ή με λουριά ως τους αναβατήρες, για να ταΐσουν τους φούρνους των κρεματορίων, με τρία άτομα κάθε φορά, που καθάριζαν τον χώρο από τα υπολείμματα του Zyklon B, τις ακαθαρσίες, τα ούρα και το αίμα, που συνέθλιβαν όσα οστά δεν είχαν γίνει στάχτη, που σκόρπιζαν την τέφρα στον Βιστούλα.[2]
Εκτός από τους Sonderkommando, θα συναντήσουμε τον ψευδοεπιστήμονα-γιατρό Γιόζεφ Μένγκελε, ή αλλιώς Λευκό Άγγελο, την Ύαινα του Άουσβιτς Ίρμα Γκρέζε, τον φευ «ειδικό επί των Εβραίων και των εβραϊκών ζητημάτων» Άντολφ Άιχμαν, που ευδοκιμεί στον εξοστρακισμό ευθύνης, τον αρχιτέκτονα της «μελλούσης παγκοσμίας πρωτευούσης» του Ράιχ, Άλμπερτ Σπεέρ, τον πολεμικό ανταποκριτή Βασίλι Γκρόσμαν που δεν βουβάθηκε εμπρός στο ανείπωτο, τον Αυστροεβραίο στοχαστή Ζαν Αμερύ, που πορεύτηκε πέρα από την ενοχή στην εξιλέωση. Κι ανάμεσά τους, να εμφανίζονται τα ζώα, άλλοτε με πρωταγωνιστικό άλλοτε με δευτερεύοντα ρόλο, μα πάντοτε σημαίνοντα.
Στο ειδικό αυτό ζωολόγιο, κάθε λήμμα εμφανίζει τριμερή δομή: τη γενική περιγραφή του ζώου που εμφανίζεται στο ποίημα,[3] τη μεταστοιχείωση του ρόλου που διαδραματίζει στο βιβλίο και την απόπειρα προσέγγισης-ερμηνείας. Όπως γίνεται σαφές, το εγχείρημα δεν αποβλέπει στη διδαχή, παρά στην εγγύτητα.
Βάτραχος
Aμφίβιο, της τάξης των Ανούρων. Κοάζει στα σκοτάδια. Εχθρεύεται φίδια, ποντίκια, πελαργούς, αγαπά τις λίμνες, τα ποτάμια. Πειραματόζωο, καθώς το σαν ανθρώπου γονιδίωμα κατάρα. Το 1781, ο Λουίτζι Γκαλβάνι εφάπτει σίδηρο και χαλκό σε νεκρά βατράχια κι εκείνα συσπώνται, ω! Ο ζωικός ηλεκτρισμός, λένε, θα λύσει της ύπαρξης το μέγα αίνιγμα, του θανάτου τον γόρδιο δεσμό. Έτσι, η Μαίρη Σέλλεϋ γεννά τον Φρανκενστάιν, κι άλλα τέρατα, εν έτει 1818.
Το 1911, γεννιέται ο Γιόζεφ Μένγκελε. Σπουδάζει Ιατρική. Σύντομα καλείται να φέρει εις πέρας βατραχοτομή. Έκθαμβος απ’ την παλέτα των αμφίβιων χρωμάτων, μνημονεύει τον Ρέμπραντ. Και εμμέσως το «Μάθημα ανατομίας του Δρ. Νικολάες Τουλπ». Και υπογείως τον Αντρέα Βεσάλιους, θεμελιωτή της Ανατομίας, που κάποτε άνοιξε έναν άνθρωπο στην Ισπανία και –φευ– η καρδιά του παλλότανε ακόμη. Ο σ’ έκσταση Γιόζεφ αδυνατεί ν’ αντισταθεί: χώνει το μικρό του δάχτυλο στου ζώου την καρδιά, την ξεριζώνει, μιας σπιθαμής καρδιά «που χτυπά έτσι / μονάχη της / πάνω στο μικρό σου νύχι / για κάνα τρίωρο, να πούμε και βάλε».[4]
Εκπνέει ο βάτραχος, σβήνει, μα τίνος η πράγματι ήττα;
Στο βιβλίο της Γενέσεως, ο άνθρωπος ανακηρύσσεται απόλυτος εξουσιαστής των ζώων: «και ευλόγησε ο Θεός τον Νώε και τους γιους του και είπε: αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και γεμίστε τη γη και κυριεύστε τη. Και να είστε ο φόβος και ο τρόμος όλων των ζώων της γης». Και ύστερα ο Αριστοτέλης δίδαξε πως τα φυτά δημιουργήθηκαν προς όφελος των ζώων και τα ζώα προς όφελος του ανθρώπου. Και ο Χριστιανισμός βεβαίωσε: ο άνθρωπος είναι το κέντρο της ύπαρξης και τα ζώα εργαλεία στην υπηρεσία του ανθρώπου. Κι ο Καντ δήλωσε ότι τα ζώα υπάρχουν για να ικανοποιούν τις ανάγκες ανθρώπου[5] και ο Ντεριντά σημείωσε πως «τίποτε δεν είναι απεχθέστερο για τον καντιανό άνθρωπο από την υπόμνηση μιας ομοιότητας ή συγγένειας μεταξύ ανθρώπου και ζώου».[6] Κι η νεωτερικότητα παρήγαγε το ανθρώπινο μέσα από την αντιπαράθεση με το ζώο,[7] που θα πει ιδού ο άνθρωπος, ιδού αυτός που δεν είναι ζώο, ιδού το ανώτερο είδος.
Στο ανθρωποκεντρικό αυτό πλαίσιο υπεροχής, ο Μένγκελε του Γιάννη Στίγκα καθυποτάσσει σαδιστικά τον βάτραχο. Ως προς το δίπολο ζωή-θάνατος, στέφεται νικητής, μα όχι απόλυτος. Ο βάτραχος λειτουργεί ως καταλύτης που ενεργοποιεί την ταυτότητα του βασανιστή Μένγκελε, καθιστώντας ορατή την κτηνώδη πλευρά του, το έσω θηρίο, όπως θα το διατύπωνε ο Νίτσε.[8] Κι αν κατά τον Ζαν Αμερύ, που βασανίστηκε ανηλεώς από την Γκεστάπο
η εξουσία του βασανιστή κάτω από την οποία στενάζει ο βασανισμένος δεν είναι τίποτε άλλο από τον ολοκληρωτικό θρίαμβο του επιζώντος πάνω σε εκείνον που εκδιώχτηκε από τη ζωή, σπρωγμένος στο μαρτύριο και στο θάνατο[9]
ο βάτραχος κατατροπώνει τον βασανιστή ως προς το δίπολο humanitas-animalitas. Με άλλα λόγια, αν ο Μένγκελε επικυρώνει την εξουσία του θανατώνοντας το ζώο, ο βάτραχος υποτάσσει τον λευκό άγγελο, εγκλείοντάς τον στη ζωότητα, καθιστώντας τον έκπτωτο της ανθρωπινότητας.
Αξίζει να αναφερθεί εδώ ότι το 1936 το ναζιστικό καθεστώς, διαμορφώνοντας μια νέα κλίμακα ιεράρχησης μεταξύ ανώτερων και κατώτερων όντων, απαγορεύει τα πειράματα στα ζώα, και, ως εκ τούτου, στον βάτραχο. Ο Χέρμαν Γκαίρινγκ, τότε πρωθυπουργός της Πρωσίας, κηρύττει: «Όσοι νομίζουν ότι μπορούν να φέρονται στα ζώα σαν άψυχη ιδιοκτησία, θα σταλούν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης».[10] Μέσα από τα πειράματα του ποιητή, ο νεαρός Μένγκελε προδίδει πρωθύστερα την εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία. Τι ειρωνεία, Γιόζεφ, τι ειρωνεία.
Μύγα
Έντομο δίπτερο. Βραχύβιο, γεννά οχτώ χιλιάδες αυγά. Αγαπά την υγρή σάπια ύλη. Μεταφέρει σαλμονέλα, τύφο, χολέρα και παθογόνα λοιπά. Ο Όμηρος μνημονεύει το έξοχο πείσμα της, την απαράμιλλη ανδρεία. Τον Μεσαίωνα, εξορίζεται στην Κόλαση, βδελυρή, υποτάσσεται στη βουλιμία. Στον μεσοπόλεμο, συνιστά το 98% της πανίδας της ρώσικης πόλης Αστραχάν, φημολογείται πως «κάποτε θα το καταπιεί».[11]
Κι οι μύγες στον Κάτω Κάτω Κόσμο που βόσκουν τα πτώματα. Απ’ τον θάνατο, ρουφάνε ζωή. Μαύρα σύννεφα που δίνουν το πόστο τους σ’ επόμενα μαύρα σύννεφα. Σημαδούρες της ανώφελης μαύρης τρύπας, θα φανερώσουν το έσχατο έγκλημα, «έτσι κι αλλιώς / οι μύγες θα προδώσουν μυστικά/ –όσοι γλιτώσουν από μας– / οι λιμασμένες μύγες»[12]
Έχοντας βιώσει τη φρίκη του Άουσβιτς, ο Ιταλοεβραίος διανοητής και συγγραφέας Πρίμο Λέβι χαρακτηρίζει τη σύσταση των Sonderkommando «το δαιμονικότερο έγκλημα του εθνικοσοσιαλισμού», καθώς οι θύτες μετέθεταν στα θύματα «το βάρος της ενοχής, ούτως ώστε, προς ανακούφιση των ενόχων, να τους στερηθεί ακόμη και αυτή η επίγνωση της αθωότητάς τους».[13] Από πλευράς αιχμαλώτων, τα μέλη των ειδικών αυτών ομάδων εργασίας αποτελούν τους μοναδικούς φορείς του μυστικού (Geheimnisträger) της ‘τελικής λύσης’. Επιζητώντας να ανακτήσουν μια ηθικά συνοχική ζωή μέσα στη ζοφερή καθημερινότητα και να εξημερώσουν τις ενοχές τους, ορισμένοι Sonderkommando επιχειρούν από φορείς να γίνουν μάρτυρες του μυστικού. Επιθυμούν να επιζήσουν για να αποκαλύψουν τα εγκλήματα των ναζί, για να εκδικηθούν. Ο Sonderkommando Μαρσέλ Νατζαρή σημειώνει χαρακτηριστικά στο Α’ Χειρόγραφο 1944:[14]
Αγαπημένοι μου θα πείτε διαβάζοντας τι εργασία έκαμνα, πώς μπόρεσα να κάμνω εγώ ο Μανώλης ή ένας οποιοσδήποτε άλλος αυτή τη δουλειά καίγοντας τους ομοθρήσκους μου, το έλεγα και εγώ στην αρχή, σκέφτηκα πολλές φορές να μπω και εγώ μαζί τους να τελειώσω αλλά με κρατούσε πάντα η εκδίκησις. Θέλησα και θέλω να ζήσω για να εκδικηθώ τον θάνατο του Μπαμπά, της Μαμάς, και της αγαπημένης μου αδελφούλας Νέλλης. Δεν φοβάμαι τον θάνατο, είναι δυνατόν να τον φοβηθώ μετά από τόσα που είδαν τα μάτια μου; ... Η μόνη μου επιθυμία είναι να λάβουν τα χέρια σας αυτά που σας γράφω.
Στις απάνθρωπες συνθήκες των στρατοπέδων εξόντωσης, η αντίσταση στην εκμηδένιση του ατόμου μέσα από τη διατήρηση της ανθρωπινότητας καθίσταται, από τη μια, αναγκαία προϋπόθεση για την επιβίωση και, από την άλλη, ένα ιδιαζόντως δύσκολο έως ακατόρθωτο εγχείρημα, όπως μαρτυρά η ληθαργική ύπαρξη των Μούσελμαν.[15] Ο τέταρτος Sonderkommando[16] του Γιάννη Στίγκα καλεί τον Κατακούτελο, μετωνυμική προσφώνηση του απόλυτου Κακού ή/και Θανάτου, να αναγνωρίσει τις συνεχείς προσπάθειες διάσωσης της ανθρωπιάς του («δεν υπήρξε αστράγαλος που δεν χάιδεψα/ μία στοργή οριακά εκπρόθεσμη,/ πρόχειρο ξόδι»), μοιράζεται τη σταδιακή απώλεια της έλλογης διάστασής του («αποβλακώνομαι συχνά/ μιλάω στις τσουκνίδες/ στα παλιόχορτα», «φαιδρύνω τη φαιδρή συντέλεια»), τον καλεί να τα αφανίσει όλα, και, ως εκ τούτου, τον ίδιο. Ο Sonderkommando έχοντας επίγνωση πως υπό το βάρος της φρίκης επίκειται η ζωοποίησή του, γεγονός που θα δικαίωνε το ναζιστικό πρόταγμα, απαρνείται το προνόμιο του επιζήσαντα και επιδιώκει την έξοδο από τη ζωή, ή ορθότερα από την εναπομείνασα ανθρώπινη ζωή. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο απόσυρσης, μεταβιβάζει το ιερό καθήκον της μαρτυρίας στις μύγες, επιτελώντας μια ανάστροφη διαδικασία: αν οι Ες Ες μηχανεύονται την αποκτήνωση του ανθρώπου, ο Sonderkommando αντιστέκεται καταφεύγοντας στην ανθρωποποίηση του ζωικού, στρατολογώντας τις μύγες στον αγώνα ενάντια στη λήθη των ναζιστικών εγκλημάτων. Η μετάθεση καθήκοντος στις μύγες αποκτά εξέχουσα σημασία αν λάβουμε υπόψη ότι στα εθνικοσοσιαλιστικά σχολικά βιβλία οι αναφορές στα έντομα στόχευαν στην εξοικείωση των μαθητών/τριών με την έννοια του βλαβερού οργανισμού, εισάγοντας τα παιδιά στην προπαγάνδα της φυλετικής θεωρίας και στην απανθρωποποίηση των Εβραίων.[17]
Σολομός
Ψάρι μετρίου μεγέθους, επίμηκες σώμα. Ράχη καφέ ή πράσινη/μπλε, κοιλιά λευκή, πλευρά ασημένια. Γεννιέται σε γλυκά νερά κι έπειτα στον ωκεανό θα βρεθεί. Ενήλικος επιστρέφει εκεί που γεννήθηκε, για να αναπαραχθεί.
Μιλάει ο Ζαν Αμερύ. Νηφάλια στοχάζεται, παρατηρεί. Το παράδοξο, που τέτοιο δεν είναι: Κι αν το αίμα περίσσιο στους ποταμούς του Κάτω Κάτω Κόσμου, «τα έμβια γενικώς/ δεν χαμπαριάζουνε/ οι σολομοί θ’ ανηφορίσουν πάλι τα νερά/ –κατεξοχήν ανίδεοι– / θα ξαναφήσουν ένα τσούρμο αυγά /η νηνεμία του κύκλου γαρ κι όλα καλά / όλα καλά/ καταπώς πρόσταξε η προόδος»[18]
Απευθυνόμενος στον ποιητή, ο Ζαν Αμερύ επισημαίνει ότι τα έμβια όντα συνεχίζουν τον κύκλο της ζωής τους, ανεπηρέαστα από τη ναζιστική θηριωδία. Όπως και άλλοτε η μύγα του Τσέχου ποιητή Μίροσλαβ Χόλουπ που ατένιζε αγέρωχα τη μάχη του Γκρεσί, βολεύτηκε σε ένα ξεκοιλιασμένο άλογο, ξεπέζεψε στη γαλάζια γλώσσα του Δούκα του Κλερβώ, γέννησε αυγά στο μοναδικό μάτι του Γιόχαν Ορ, για να την καταπιεί ύστερα ένα πετροχελίδονο.[19] Η μη συμμετοχή του ζωικού βασιλείου στα δεινά του ανθρώπου μάς παραπέμπει στην χαϊντεγκεριανή πεποίθηση ότι το ζώο βρίσκεται διαρκώς σε ένα καθεστώς απορρόφησης: δεν σχετίζεται με κάτι, δεν αντιτίθεται σε κάτι, συμπεριφέρεται ενστικτωδώς, βουτηγμένο αενάως στη λήθη.[20] Η χρήση του συμπεριληπτικού όρου «έμβια» για την αναφορά στο ανθρώπινο και ζωικό στοιχείο, το ρήμα «χαμπαριάζω» της αργκό που αφορά ανθρώπινες/έλλογες συμπεριφορές καθώς και το πικρόχολο σχόλιο για την επιταγή της προόδου καθιστούν σαφές ότι εδώ ο Αμερύ στοχοποιεί τον άνθρωπο. Στο βιβλίο του Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση, αναγνωρίζοντας ότι η μνησικακία από την οποία διακατέχεται υπαγορεύει την επιστροφή στο παρελθόν, διατυπώνει το εξής:
[...] ολόκληρος ο κόσμος δείχνει πράγματι κατανόηση για την αγανάκτηση των νεαρών Γερμανών [που λένε ότι ακούν και να ξανακούν ότι οι πατεράδες του θανάτωσαν έξι εκατομμύρια Εβραίους] απέναντι στους μνησίκακους προφήτες του μίσους, και τάσσεται σθεναρά στο πλευρό εκείνων στους οποίους ανήκει το μέλλον. [...] Αυτό που θα υπάρξει αύριο αξίζει περισσότερο από αυτό που υπήρξε χτες...[21]
Ο Πρίμο Λέβι υπερθεματίζει: «η εμπειρία την οποία κομίζουμε εμείς οι επιζώντες των ναζιστικών Λάγκερ είναι ξένη στις νέες γενιές της Δύσης, και γίνεται περισσότερο ξένη με το πέρασμα του χρόνου».[22] Υπό μια τέτοια οπτική, ο άνθρωπος απέναντι στα ναζιστικά εγκλήματα δείχνει να μοιράζεται τη μακάρια λήθη των ζώων: αποσπάται από τα ιστορικά συμβεβηκότα με πρόσχημα την προόδο, με αποτέλεσμα να καταλύεται η ιστορική συνείδηση και η άρρηκτη σύνδεσή της με το παρόν. Η ειρωνεία-μομφή του Ζαν Αμερύ κορυφώνεται με την κατακλείδα-απεύθυνση στον ποιητή « –μη σε καθυστερώ/ έχεις να γράψεις κι άλλα ποιήματα».
Λυκόσκυλο[23]
Στις αρχές του εικοστού αιώνα, ο Μαξ φον Στέφανιτς οραματίζεται τον αρχαίο τευτονικό, τον χρήσιμο σκύλο. Σπέρνει τον γερμανικό ποιμενικό, μαύρο, πυρόξανθο, στιβαρό – ορίζει να εξοντώνονται τα καχεκτικά κουτάβια για να μείνει καθάρια η φυλή. Ο σκύλος του Ράιχ, άγρυπνος φρουρός, πιστός σύντροφος, οξυδερκής. Περήφανος απόγονος του λύκου. Άδολφ και Βολφ, πρόσταγμα - ιαχή. Τα δεκατρία λυκόσκυλα του φίρερ, πρωτίστως η Μπλόντι, oι σκύλοι των στρατοπέδων εξόντωσης, που υποσιτίζονται αιμοδιψείς.
Κι η Ίρμα Γκρέζε, η ύαινα του Άουσβιτς, αιχμάλωτη του ποιητή, σε μια σελίδα εξόντωσης, εξυμνεί την άρια καταγωγή, αναπολεί τις φράου προσφωνήσεις σε αλησμόνητες βραδιές, προστάζει να επεκταθεί, εκτοξεύει πανταχόθεν απειλές, πως από τα μέσα της λυκόσκυλο θα βγει.
Στο ποίημα «Μίλα μου, Ίρμα»,[24] η ύαινα του Άουσβιτς, εγκλωβισμένη σε μια σελίδα, μιλά για το παρελθόν της, προστάζει τον ποιητή να ικανοποιήσει τις επιθυμίες της («δώσ’ μου ένα μήλο ζουμερό»), προσπαθεί να αποκτήσει «ζωτικό χώρο» προκειμένου να αποκαλυφθεί το έσω θηρίο («Δώσε μου μια σελίδα ακόμα/ να βγει από τα μέσα λυκόσκυλο»). Η ταύτιση του έσω θηρίου της Γκρέζε με τον γερμανικό ποιμενικό, τον σκύλο-σύμβολο του Γ’ Ράιχ και περήφανο απόγονο του λύκου, παραπέμπει στη σπουδαιότητα που προσέδιδε η ναζιστική ιδεολογία στην τάξη των σαρκοβόρων ζώων-θηρευτών. Οι λύκοι και τα σκυλιά εξυμνούνται, καθώς επιδεικνύουν χρήσιμες αρετές: αφοσίωση, ιεραρχία, αγριότητα, θάρρος, υπακοή και σκληρότητα. Στην Παλαιά Διαθήκη, ο λύκος συνδέεται συστηματικά με τον αφανισμό του λαού του Ισραήλ και των ποιμένων του. Ο Χίτλερ αποκαλείται Λύκος, οι Ες Ες αγέλη λύκων, τα μέλη της ναζιστικής νεολαίας που στρατολογήθηκαν στο τέλος του πολέμου λυκάνθρωποι. Ο Γκαίμπελς γράφει ενθουσιωδώς το 1928: «Ερχόμαστε σαν τον λύκο που εισβάλλει στο κοπάδι με τα πρόβατα, έτσι ερχόμαστε, ως εχθροί!».
Η «ανωτερότητα» των λύκων, κι έμμεσα των λυκόσκυλων, συμβολίζει την «ανωτερότητα» της άριας φυλής,[25] ανωτερότητα που σπεύδει να οικειοποιηθεί και η Γκρέζε.
Διαπιστώνοντας ότι δεν μπορεί να υποτάξει τον ποιητή, η ύαινα του Άουσβιτς παραληρεί (Achtung!/ Pozor!/ Germania Bübleralles[26]!), εκτοξεύει λυσσασμένα ύβρεις και απειλές μέχρι την πλήρη εξάρθρωση της γλώσσας («δώκλε μου μήκλο/ πουτάνας γιε/ δώκλε μου μια κλεκλίκλα ακλόκλα»). Αν στο ποίημα «Λευκός Άγγελος», ο Μένγκελε εξορίζεται από την ανθρωπινότητα μέσω της ταυτότητας του βασανιστή, εδώ γινόμαστε μάρτυρες της ζωοποίησης της Ίρμας μέσα από την ακύρωση της γλώσσας, η οποία αποτελεί καθοριστικό κριτήριο διαχωρισμού μεταξύ ζωότητας/ανθρωπινότητας.
Για τη γλωσσολογία,[27] ένα από τα ειδοποιά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης γλώσσας είναι η διπλή άρθρωση, δηλαδή η συγκρότηση της γλώσσας σε δύο επίπεδα: το επίπεδο της πρώτης άρθρωση που περιλαμβάνει μονάδες με ηχητική μορφή και νόημα, και το επίπεδο της δεύτερης άρθρωσης που περιλαμβάνει ελάχιστες μονάδες ήχου χωρίς νόημα, αλλά με διαφοροποιητική λειτουργία. Στις μονάδες πρώτης άρθρωσης, η σχέση μεταξύ ήχου και νοήματος, ή σημαίνοντος και σημαινομένου κατά τον Σοσίρ, αποτελεί μια αυθαίρετη σύμβαση μεταξύ της γλωσσικής κοινότητας που συμβάλλει στην επίτευξη της επικοινωνίας. Τα ζωικά συστήματα, από την άλλη, χαρακτηρίζονται ως συστήματα πρώτης άρθρωσης (μία έκφραση ισούται με μία σημασία), που υπακούν στο σχήμα Ερέθισμα-Αντίδραση. Η ανάδυση του έσω θηρίου της Γκρέζε διαταράσσει τη σχέση μεταξύ σημαίνοντος-σημαινομένου, αποσυναρμολογεί τις ηχητικές ακολουθίες των λέξεων, ξεχαρβαλώνει τη σχέση μεταξύ μορφής και σημασίας, παραβιάζοντας τη γλωσσική σύμβαση που καθιστά εφικτή την επικοινωνία. Με την κατάληψη από το έσω λυκόσκυλο, η γλώσσα εκπίπτει σε μη αναλύσιμη κραυγή, κι η Ίρμα καταδικάζεται ισόβια έξω από το ανθρώπινο.
Γωβιός
Αριθμεί πάμπολλα, λιλιπούτεια είδη. Μακρύ σώμα, μεγάλη –ελαφρώς πεπιεσμένη– κεφαλή, πρήσκοντα χείλη, γουρλωτοί οφθαλμοί. Χρώμα με το περιβάλλον συμβατό. Αγαπά τον μεικτό –πέτρa, χαλίκι, ποσειδωνίa– βυθό.
Στοιχειωμένος ο Sonderkommando απαριθμεί τα αποτρόπαια καθήκοντα, το ξερίζωμα των χρυσών δοντιών, το κούρεμα των μαλλιών «τριχιές –σου λεν– για τα υποβρύχια/ και τα υποβρύχια πήγαν αύτανδρα/ κάπου στον Βόρειο Αντλαντικό/ μήτε οι γωβιοί/ δεν καταδέχονται να φάνε – χαχάα!»[28]
Ο Sonderkommando μιλά για τα ζοφερά καθήκοντα, την αφαίρεση των δοντιών, και την κοπή μαλλιών, χρυσές και μη πλεξίδες που χρησίμευαν στην παραγωγή χοντρών σκοινιών στα υποβρύχια. Τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, θα βυθιστούν 640 γερμανικά υποβρύχια, και μαζί 32.000 άνδρες πλήρωμα, βορά για τα ψάρια του Ατλαντικού, μα ούτε οι μικρόσωμοι γωβιοί δεν καταδέχονται να φάνε τους ναζί. Η συμπονετική συμμετοχή του φυσικού κόσμου στα ανθρώπινα μάς παραπέμπει στο κίνημα του ρομαντισμού, το οποίο, απέναντι στην υλιστική-μηχανιστική αντίληψη της ζωής και τον ορθολογισμό του διαφωτισμού, αντιτάσσει το συναίσθημα, την ενδοσκόπηση και την επιστροφή στη φύση. Αμφισβητώντας τη νεωτερική κατασκευή του ζώου ως κατώτερου και άλογου όντος, οι εκπρόσωποι του ρομαντισμού εξιδανικεύουν τη φύση, και ενίοτε την ταυτίζουν με τον άνθρωπο (βλ. στο ποίημα «Μύγα» του William Blake Am not I/ A fly like thee?/ Or art not thou/ A man like me?[29]). Σε αντίθεση με τους σολομούς, που απέχουν από την εμπλοκή στα ανθρώπινα κατά τον Ζαν Αμερύ, οι γωβιοί προβάλλουν την αντίστασή τους απέναντι στη ναζιστική θηριωδία, απορρίπτοντας περιφρονητικά τους ναζί ως ενδεχόμενη τροφή.
Αλεπού
Νυκτόβια κυνίδα, μοναχική. Πυκνό τρίχωμα, ρύγχος μακρόστενο, ουρά φουντωτή. Προνοεί για το μέλλον, θάβει την περίσσεια τροφή. Παμφάγα, τω όντι. Η πονηρή αλεπού του Αισώπου, η σοφή του Σεντ Εξυπερί κι η κουτσή του Κάρλο Κολόντι.
Κι η αλεπού στον Κάτω Κάτω Κόσμο, όπου το κύμινο μετράει τον χρόνο, όπου εκλείπει η σάρκα, εκείνη συλλέγει οστά. Πλησιάζει τους λάκκους με τ’ άπειρα πτώματα, τους άπειρους φόνους, το έσχατο έγκλημα. Πλησιάζει –πώς γίνεται– σώα εμπρός στη Σοά, «αρπάζει τη γυμνή σου κνήμη / τρέχει χιλιάδες κύμινα μακριά».[30]
Και κρύβει τα κόκαλα στα έγκατα, και σκάβει βαθύτερα, πιο βαθιά. Η αλεπού, ευαγγελίζεται φάρσα, αποκάλυψη προσδοκά.
Σύμφωνα με την ιουδαϊκή εσχατολογία, κάθε σώμα από την εποχή του Αδάμ έως το τέλος των ημερών θα αναστηθεί (Αποκάλυψη του Μωυσή 13, 3). Σώμα και ψυχή θα ενωθούν ξανά: Οι ασεβείς θα τιμωρηθούν, οι δίκαοι θα απολαύσουν την αιώνια ζωή (Δ΄ Εσδρα & Β΄ Βαρούχ).[31] Κατά τον Μεσαίωνα, το ζήτημα της ανάστασης των νεκρών θα εγείρει πολλαπλά ερωτήματα σχετικά με την ακεραιότητα του αναστημένου σώματος. Ο άγιος Αυγουστίνος διερωτάται τι θα συμβεί «σε εκείνα τα σώματα που τα έχουν κατασπαράξει άγρια κτήνη, ή έχουν καεί από τη φωτιά ή εκείνα τα μέλη που έχουν αποσυντεθεί» και εναποθέτει τη λύση στην απαράμιλλη δύναμη του Δημιουργού.[32] Μετά το Ολοκαύτωμα, εύλογα η έννοια του Θεού κλονίζεται. Στο Άουσβιτς, θα βρούμε χαραγμένη την επιγραφή: «Αν υπάρχει Θεός, θα πρέπει να με παρακαλέσει για να τον συγχωρέσω». Ο Πρίμο Λέβι που έζησε τη φρίκη των στρατοπέδων εξόντωσης θα δηλώσει αφοριστικά: «Yπάρχει το Άουσβιτς, επομένως δεν μπορεί να υπάρχει Θεός». Ο Αμερικανοεβραίος φιλόσοφος γερμανικής καταγωγής Χανς Γιόνας επιχειρώντας να απαντήσει το ερώτημα «τι είδους Θεός μπορούσε να επιτρέψει κάτι τέτοιο», εξετάζει τρεις ιδιότητες του Θεού: την παντοδυναμία, την αγαθότητα και την καταληπτότητά του. Εφόσον ο Θεός δεν μπορεί να μην είναι αγαθός, εφόσον η Τορά επιμένει στο γνώσιμο του Θεού και εφόσον το κακό είναι πλέον κραταιό, συμπεραίνει ότι «η έννοια της παντοδυναμίας είναι καθ’ εαυτήν αμφίβολη, αυτή οφείλει ακριβώς να υποχωρήσει».[33] Οτιδήποτε ενθρονίζεται, πρέπει μια μέρα να εκθρονιστεί, μας θυμίζει ο Μπαχτίν. Κι εδώ η αλεπού του Στίγκα συμβάλλει καρναβαλικά στην αποκαθήλωση του Θεού, μέσα από την ανάδειξη της έλλειψης δυναμής του, και ως εκ τούτου, της ανεπάρκειάς του. Ο Sonderkommando (σελ. 18) δηλώνει:
―μια σπαζοκεφαλιά
για γερούς λύτες―
Ποιος θα μας ενώσει σωστά;
Όλα θα γίνουν κατά προσέγγιση
τουτέστιν ελαφρώς εγκληματικά
κι απολύτως ευτράπελα
Η αμφίβολη συναρμολόγηση όσων εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης κατά την Ημέρα της Κρίσης προσδιορίζεται ως ελαφρώς εγκληματική, ως απολύτως ευτράπελη. Κι ο Παράδεισος, συνεχίζοντας την παράδοση της Κωμωδίας,[34] από χώρο λύτρωσης και μακαριότητας μεταμορφώνεται σε τόπο βασανιστηρίου, όπως αποκαλύπτεται στο αποστομωτικό μότο του ποιήματος (Κι αν έχουμε δυο χέρια αριστερά/ πώς θα μας σταυρώσουν στον Πάραδεισο;). Με άλλα λόγια, εκτός από την παντοδύναμία του Θεού, ο Sonderkommando αμφισβητεί και την αγαθότητά του. Κι αφού θρησκεία/religio «δεν είναι ό,τι ενώνει τους ανθρώπους και θεούς, αλλά αυτό που μεριμνά να διατηρηθούν διακριτοί»,[35] ο Θεός χάνει τη διακριτή υπόστασή του, η έννοια της θρησκείας καταρρέει.
Σαλαμάνδρα – Μαυρομπούμπουρας – Υμενόπτερο
Σαλαμάνδρα: νυχτόβιο αμφίβιο, μοναχικό. Αναγεννά τα χαμένα της άκρα, εκκρίνει δηλητηριώδες υγρό. Άκαυστη, βαδίζει μες στη φωτιά. Μαυρομπούμπουρας: ωφέλιμο έντομο, είδος βομβίνου. Στο έδαφος σκάβει στοές, μηχανεύεται επιστροφές. Υμενόπτερο: ανισόπτερο έντομο, αρπακτικό. Με χιλιάδες μάτια, αδίστακτα κυνηγά. Στη χώρα που ανατέλλει ο ήλιος, γεννιέται πάλι, ξανά.
Sonderkommando
Δεν έχω αμφιβολίες πια
Η γλώσσα μου θα γίνει βυσσινιά
θα βρούμε θαλπωρή στα χρώματα
Δυο σαλαμάνδρες καταπράσινες
θα δικαιώσουν –εν αγνοία μου– το κρανίο μου
αργότερα θα ερωτευτούν
La vita nuova!
La vita nuova, μέσα στ’ ατάραχο μυαλό
του μαυρομπούμπουρα
Φέρνει πεντ’ έξι σβούρες
και σωριάζεται
σαν τιποτένιος στις καμέλιες
θα σας ξανάρθω
σύντομα
Εχθές στο συρματόπλεγμα
καθόταν κόκκινο υμενόπτερο
πλησίασα δειλά
δειλά
―στιγμούλα δεν πετάρισε―
το φίλησα στο στόμα[36]
Στη μεσσιανική βασιλεία, η φύση αναμένεται να μετασχηματιστεί, υφαίνοντας «μια διαφορετική οικονομία σχέσεων μεταξύ του ζωικού και του ανθρώπινου».[37] Ο μεταϊστορικός Άνθρωπος «παραμένει εν ζωή ως ζώο που βρίσκεται σε συμφωνία με τη Φύση» κι αφού «ο Άνθρωπος ξαναγίνεται ζώο, τότε και οι τέχνες του, οι ερωτές του και τα παιχνίδια του θα πρέπει να ξαναγίνουν αμιγώς φυσικά».[38] Ο έκτος Sonderkommando του Γιάννη Στίγκα αναγνωρίζοντας ότι επέρχεται το τέλος αναζητά «τη θαλπωρή στα χρώματα» κι εμφανίζεται να βιώνει μια εμπειρία μεσσιανικής αποκάλυψης, συμπλεκόμενος με πλάσματα που συνδέονται με την αναγέννηση και την επιστροφή. Οι σαλαμάνδρες που θα ερωτευτούν στο κρανίο του θα δικαιώσουν τον μαρτυρικό του θάνατο, ή ορθότερα το «σκάνδαλο του αναίτιου θανάτου του», όπως θα το χαρακτήριζε ο Aγκάμπεν. O μαυρομπούμπουρας επαγγέλλεται τη νέα ζωή και τρυπώνει στο έδαφος με την υπόσχεση ότι θα επιστρέψει. Η επωδός La vita nuova μας φέρνει στο νου το ομώνυμο έργο του Δάντη, όπου εκφράζει τον ευγενή ερωτά του για τη νεκρή Βεατρίκη, κηρύττοντας ότι ο έρωτας καταλύει τον θάνατο. Το κόκκινο υμενόπτερο δείχνει να έχει απολέσει την ιδιότητα του αδηφάγου αρπακτικού, μη εκλαμβάνοντας τον Sonderkommando ως εχθρό, και υποδέχεται το φιλί του ως φυσική εξέλιξη. Βάσει των παραπάνω, αντιλαμβανόμαστε ότι οι σχέσεις μεταξύ ανθρώπινου και ζωικού μετασχηματίζονται με άξονα τη φιλότητα. Ο Sonderkommando παρά τη βεβαιότητα του θανάτου του («η γλώσσα μου θα γίνει βυσσινιά»), βιώνει μια μια εμπειρία (επανα)σύζευξης με το ζώο, μιας ειρήνευσης μέσω της θαλπωρής, που προαναγγέλει την ιαματική μεταμόρφωση του ανθρώπου στο τέλος των ημερών.
Επιλογικό σημείωμα
Διάβαζοντας λοξά το ολιγόλεκτο υπ’ αριθμόν 41 του Νίκου Καρούζου τι είν’ ετούτο;/ η Ιστορία/ τι είναι τ’ άλλο; / είν’ η Φύση / – διάλεξε το δεύτερο/ που είναι πρώτο, επιχείρησα να προσεγγίσω την Ποίηση-Ιστορία-Οντολογία στο Sonderkommando του Γιάννη Στίγκα με διαμεσολαβήτρια τη Φύση. Μέσα από τις σχέσεις φιλότητας και νείκους μεταξύ ζωικού και ανθρώπινου που αναδύθηκαν στο ζωολόγιο του Κάτω Κάτω Κόσμου, γίνεται σαφές ότι ο ανατόμος ποιητής Γιάννης Στίγκας δεν προσεγγίζει τους Sonderkommando ουσιοκρατικά, αποδίδοντάς τους μία ομοούσια, κοινή, αμετάβλητη ταυτότητα, αλλά υφαίνει με μαεστρία πολλαπλές, ακόμη και αντικρουόμενες, ταυτότητες, με αποτέλεσμα να αναδεικνύει την πολλαπλότητα, και το βάθος, της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η διάκριση ζωότητας/ανθρωπινότητας στη συλλογή συνομιλεί με τις νεωτερικές ναζιστικές θανατοπολιτικές που επιτάσσουν την εξόντωση ολόκληρων πληθυσμών στο όνομα της ασφάλειας, εκδιώκοντάς τους από το ανθρώπινο, όπως άλλωστε συμβαίνει και σήμερα με τη γενοκτονία των Παλαιστίνιων από το κράτος του Ισραήλ.[39]
Η νεωτερική βιοπολιτική επιμένει να κατασκευάζει τον «Άλλο» ως μη εντάξιμο στο ανθρώπινο είδος, να τον δαιμονοποιεί ως μίασμα και απειλή. Στη ρητορική των ναζί, η γενοκτονία των Εβραίων χαρακτηρίστηκε αυτο-κάθαρση από τους κατώτερους, βλαβερούς οργανισμούς: «το γεγονός ότι οι Εβραίοι ακόμη ζουν ανάμεσά μας δεν αποδεικνύει ότι ανήκουν μεταξύ μας, όπως ακριβώς, ένας ψύλλος δεν μπορεί να θεωρηθεί κατοικίδιο ζώο, επειδή ζει μέσα στο σπίτι».[40] Ο Αντόρνο σχολιάζει πως η οργή απέναντι στο έγκλημα φθίνει όσο τα θύματα μοιάζουν λιγότερο με κανονικούς ανθρώπους, γι’ αυτό οι θύτες απεκδύουν το θύμα από την ανθρώπινη φύση του κι εφησυχάζουν, «είναι απλά ένα ζώο».[41] Με το αριστουργηματικό έργο Sonderkommando, o ποιητής εκδικείται την απανθρωποποίηση των Εβραίων –και κάθε υπό απειλή μειονοτικής ομάδας σε χρόνο ενεστώτα– υπογραμμίζοντας την παρουσία ανθρωπινότητας σε ακραίες συνθήκες βίας και καταδικάζοντας τους εκφραστές του απόλυτου Κακού σε ισόβια εξορία από το ανθρώπινο. Μα πρωτίστως, ο Γιάννης Στίγκας, συμπαρασύροντας τη λογοτεχνία βαθύτερα από τη φρίκη, μας καλεί να αναμετρηθούμε με την ίδια μας την ύπαρξη.