Χάρτης 71 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-71/biblia/to-anefikto-mias-omilias
Θα σας μιλήσω για τον Παναγιώτη Θωμά ή τον Κάφκα, ή για το ανέφικτο μιας ομιλίας που επιχειρεί να αναστήσει τα μεγάλα στοιχεία της ζωής, την οντολογία της ύπαρξης, την ανθρώπινη φύση, την πολλαπλότητα και την πολυπλοκότητα του ανθρώπου, την ανάγκη ουσιαστικής μεταμόρφωσης. Η Μεταμόρφωση του Κάφκα γίνεται η αφορμή, ώστε η σκέψη μας να επανατοποθετηθεί σε ζητήματα αισθητικής, όπως η ομορφιά και η ασχήμια, η φροντίδα και η εγκατάλειψη, το κάλλος και το ακαλλές, η αγάπη και η περιφρόνηση. Η παράδοξη Μεταμόρφωση του ήρωα του Κάφκα σε ένα πελώριο ζωύφιο εμπεριέχει –ούτως ή άλλως– με τον αλληγορικό της χαρακτήρα, το παράλογο της ζωής, την αποξένωση από το κοινωνικό περιβάλλον, την αποσύνδεση του πνεύματος από το σώμα, την ανασφάλεια και τον φόβο, το άγχος του ανθρώπου μπροστά σε μια καινούρια ακανόνιστη εποχή.
Πολλοί επιμένουν ότι στα έργα του Κάφκα αποτυπώνεται η αδυναμία του να αποδεχτεί το πολύπλευρο της ζωής, ενώ συνήθως η γραφή του συνδέεται περισσότερο με την ποίηση, κάτι που υπογραμμίζει και ο Herman Hesse, διαπιστώνοντας πως το έργο του Κάφκα είναι, πάνω απ’ όλα, ποίηση, και μόνο ως ποίηση μπορεί και πρέπει να γίνει νοητό.[1]
Το τι είναι ποίηση για τον Κάφκα, παρουσιάζεται πληρέστερα μέσα από τους Στοχασμούς
του συγγραφέα, που μετέφρασε η Όλγα Βότση, και προέρχονται από μια σειρά συνομιλιών με τον Γκούσταβ Γιάνουχ, ένα νέο 17 ετών. Λέει λοιπόν για την ποίηση: «Στην πραγματικότητα ο ποιητής είναι πάντα πολύ πιο μικρός και αδύναμος από τον μέσο όρο του κοινωνικού ανθρώπου. Γι’ αυτό νιώθει το βάρος της γήινης ύπαρξης πολύ πιο εντατικά και δυνατά από τους άλλους ανθρώπους. Το τραγούδι του είναι, προσωπικά γι’ αυτόν, μια κραυγή μόνο. Η τέχνη είναι για τον καλλιτέχνη πόνος, μέσα από τον οποίο ελευθερώνεται για να βρει έναν καινούριο πόνο. Δεν είναι κανένας γίγαντας, αλλά μόνο περισσότερο ή λιγότερο ένα πολύχρωμο πουλί στο κλουβί της ύπαρξής του. […] Η ποίηση είναι συμπύκνωση, είναι ουσία. […] Θέλει να διαλύσει τη σύγχυση των ερεθισμών, να τους υψώσει στη συνείδηση, να τους κάνει ανθρώπινους. Είναι το δάμασμα και η εξύψωση της ζωής των αισθήσεων. […] Η ποίηση είναι πάντα μια εκστρατεία για την αλήθεια».[2]
Το βιβλίο του Παναγιώτη Θωμά, που παρουσιάζουμε σήμερα, φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Μια ανέφικτη Ανάσταση – Σχόλιο στη Μεταμόρφωση του Φραντς Κάφκα». Με οδηγό τη λέξη «ανέφικτο» θα προσεγγίσουμε και τον ακόλουθο Αφορισμό
του Κάφκα: «Ένα πρώτο σημάδι ότι αρχίζεις τα πράγματα να εννοείς, είναι η επιθυμία θανάτου. Τούτη η ζωή αβάσταχτη μοιάζει· η άλλη, απροσπέλαστη. Δεν αισχύνεσαι πια τον θάνατο να θέλεις».[3]
Κάπου αλλού σημειώνει: «Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει δίχως τη διαρκή εμπιστοσύνη σε κάτι άφθαρτο μέσα του, αν και τόσο το άφθαρτο όσο και η εμπιστοσύνη μπορεί διαρκώς να κρύβονται. Μια δυνατότητα να εκφράσεις την απόκρυψη είναι η πίστη σ’ έναν προσωπικό θεό».[4]
Οι Αφορισμοί του κατευθύνονται στην παραβολή. Ο Σπύρος Δοντάς σημειώνει πως αποτελούν ποιητικές εικόνες, τους οποίους ο συγγραφέας φρόντισε να καταστήσει αινιγματικούς, σαν σπαράγματα κειμένων χαμένων πολιτισμών.[5]
Μέσα από τη Μεταμόρφωση ο Κάφκα μας υπενθυμίζει ότι δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από την αληθινή όψη του εαυτού μας. Είμαστε εγκλωβισμένοι σε μια διαρκή ενοχή –που πιθανόν δε γνωρίζουμε από πού πηγάζει– και ταυτόχρονα βρισκόμαστε στο μεταίχμιο μεταξύ ελευθερίας και αιχμαλωσίας. Δύο έννοιες, δύο λέξεις που ίσως και να ταυτίζονται. Μήπως τελικά μόνη διαφυγή και μόνη καταφυγή μας η μεταμόρφωσή μας;
Ο Παναγιώτης Θωμά επισημαίνει πως η άποψή του για τη Μεταμόρφωση του Κάφκα, δεν συμπλέει με όσους θεωρούν ότι –σε επίπεδο συμβολισμών και αναλογίας– η μεταμόρφωση του πρωταγωνιστή σε πελώριο ζωύφιο ομοιάζει με την ίδια τη ζωή του συγγραφέα. Συμπληρώνει δε πως ο Κάφκα παραδίδει μια ισχυρή εικόνα, μια υπαρξιακή μεταφορά, της οποίας η σημαντικότητα έγκειται στην επέκταση από το ατομικό / προσωπικό και το οικογενειακό στο κοινωνικό και στο οικουμενικό. Δανείζεται μάλιστα και τον όρο «υπαρξιακή μεταφορά» από το μυθιστόρημα Κρόνακα
του Κυριάκου Μαργαρίτη, ο οποίος αναφέρει: «Στα Ημερολόγιά του ο Κάφκα έγραφε ότι η γλώσσα της μεταφοράς τού έφερνε απελπισία. Το αντίθετο της μεταφοράς δεν είναι η κυριολεξία, αλλά η μεταμόρφωση. […] Ο Κάφκα επικαλείται την υπαρξιακή μεταφορά, γιατί ίσως ανασαίνει η έσχατη ελπίδα να βρει μια πατρίδα».[6]
Με τη σειρά του ο Παναγιώτης Θωμά, ομολογεί πως θέτει το έργο του Κάφκα εντός του εκκλησιαστικού χώρου και τρόπου, υποστηρίζοντας πως η μεταμόρφωση του Γκρέγκορ ισοδυναμεί με θάνατο ή με μια μορφή θανάτου. Για να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό επικαλείται –από θεολογική σκοπιά– το ζήτημα οντολογίας της αισθητικής, που πηγάζει από την ίδια τη ζωή, και ολοκληρώνεται με την Ανάσταση του ήρωά του. Κι όπως τονίζει, «η στάση των ανθρώπων απέναντι στην ασχήμια, την ασθένεια, το ακαλλές, κρίνει συχνά και τη δυνατότητα μετοχής τους στην αλήθεια». Υπάρχει όμως –σύμφωνα με τον Παναγιώτη Θωμά– και μια διαφορετική αισθητική αλήθεια, όπως καταγράφεται από τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, ο οποίος δηλώνει πως «ένας που ξέρει να βλέπει, βρίσκει την ομορφιά παντού». Στο σημείο αυτό υπεισέρχεται ο Κάφκα, μέσα από τους Αφορισμούς του, για να δηλώσει πως «ο άνθρωπος βλέπει στον άλλο, κι αλάνθαστος να ήταν, μονάχα αυτό το τμήμα που του επιτρέπει η δύναμη και ο τρόπος της ματιάς του».[7]
Όσον αφορά την αλήθεια, ο Κάφκα σημειώνει στους Στοχασμούς του: «Η αλήθεια ανήκει στα λίγα πράγματι μεγάλα και πολύτιμα πράγματα της ζωής που δεν μπορεί κανείς ν’ αγοράσει. Ο άνθρωπος τη λαμβάνει χάρισμα, όπως την αγάπη ή την ομορφιά. […] Κάθε άνθρωπος πρέπει πάντα να την παράγει διαρκώς μέσα του, αλλιώς χάνεται. Η αλήθεια είναι ίσως η ζωή η ίδια. Το παιχνίδι με την αλήθεια είναι πάντα ένα παιχνίδι με τη ζωή. […] Όλα ακόμα και το ψέμα, υπηρετούν την αλήθεια. Οι σκιές δεν σβήνουν ποτέ. […] Το ψέμα είναι συχνά η έκφραση της αγωνίας ότι θα μπορούσε κανείς να συνθλιβεί από την αλήθεια. Είναι η προβολή της ίδιάς μας της μικρότητας, της αμαρτίας, που τη φοβόμαστε».[8]
Η «ανέφικτη Ανάσταση» του Παναγιώτη Θωμά, κάνει αναφορές και στη φιλόκαλη αισθητική, στην αισθητική της Ορθοδοξίας, στην ατομιστική και ρατσιστική ανθρωπολογία, στην εκκλησιαστική ανθρωπολογία, στην «ανθρωποπρέπεια» του Χριστού, αλλά και στον σύγχρονο αντιανθρωπισμό. Επαναφέρει στο προσκήνιο διαχρονικά θέματα προς συζήτηση, όπως η απομόνωση, η αρρώστια, η φθορά, το γήρας, η πατρική / οικογενειακή / εργοδοτική εξουσία, ο δυνατός και ο αδύναμος, η φιλανθρωπία, η θεϊκή φιλανθρωπία, αλλά και η συγκαταβατική. Θέτει επί τάπητος τα υπαρξιακά ερωτήματα της ζωής και του θανάτου, εστιάζει στη διαφορετικότητα, πραγματεύεται το θέμα της αποκοπής του ανθρώπου από τον Θεό. Όμως –σύμφωνα με τους Στοχασμούς
του Κάφκα– «μόνο προσωπικά μπορεί να συλλάβει κανείς τον Θεό. Κάθε άνθρωπος έχει τη ζωή του και τον Θεό του. Τον υπερασπιστή του και τον δικαστή του. Οι παπάδες και οι ιεροτελεστίες δεν είναι παρά δεκανίκια όταν αποκάμνει το βίωμα της ψυχής».[9]
Είναι ενδιαφέρον ότι αυτά που σχολιάζει ο Παναγιώτης Θωμά, τα αντιδιαστέλλει με όσα συμβαίνουν στον μετανεωτερικό κόσμο και τη σύγχρονη πραγματικότητα (διαδίκτυο, ψηφιακή εποχή, εξουσία των λαϊκιστών επάνω στις μάζες, μετανάστευση κ.ά).
Πηγές και αναφορές του στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είναι μόνο λόγια του Αποστόλου Παύλου στην επιστολή προς Ρωμαίους ή η επιστολή προς Εφεσίους, η Γένεσις, ο «Κανών Αναστάσιμος» στον Όρθρο της Κυριακής. Είναι και ο Έρμαν Έσσε, ο Χρυσόστομος Σταμούλης, ο Σταύρος Φωτίου, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, η Κική Δημουλά, ενώ από κοντά περνά ξυστά και η ελληνική φωνή της Χαρούλας Αλεξίου που η γνώση και ευαισθησία του Παναγιώτη Θωμά δεν την αφήνει αναξιοποίητη. Είναι μερικά από τ’ αγαπήματά του, τα οποία επανέρχονται συχνά-πυκνά στις δοκιμιακές του αναλύσεις. Στο βιβλίο ενέταξε και κάποιους στίχους μου –και τον ευχαριστώ για την τιμή– από την ποιητική συλλογή Θάλασσα εσωτερικού χώρου, εμβαθύνοντας με αυτό τον τρόπο στον διάλογο των τεχνών και αποδεικνύοντας ότι οι στίχοι αποδέχονται πολλές ερμηνείες, έχουν συνδηλώσεις και συμβολισμούς.
Ο Θανάσης Τριαρίδης επισημαίνει πως ο Κάφκα είναι από μόνος του ένα λογοτεχνικό είδος. Το είδος αυτό –υπογραμμίζει– είναι η αποδιδαχή, δηλαδή η διδαχή που δεν διδάσκει. Μια μετά-βιβλική αφήγηση που δεν υποτάσσει το ανυπόφορο ανθρώπινο πεπρωμένο στη ματαιότητά της – μα από-κανονικοποιεί, απορρυθμίζει, αποδιοργανώνει. Και καταλήγει: «Ο Κάφκα είναι μια διπλή τραγωδία: ένας Θεός που ξεμένει από πιστούς και ένας άνθρωπος που ξεφεύγει από τον Μπαμπούλα – άρα είναι μόνος και απροστάτευτος εκεί έξω. Όσο κι αν τρέχει, τα σκυλιά θα τον φτάσουν οπωσδήποτε».[10]
Όπως κι αν έχει, ο Παναγιώτης Θωμά προσπαθεί να διεισδύσει στο εκκλησιολογικό μυστήριο της Ανάστασης προσεγγίζοντας την Μεταμόρφωση του Κάφκα από την πλευρά του χριστιανού θεολόγου και ερμηνευτή της ουσίας, απαλλαγμένης από οποιονδήποτε φυλετικό χαρακτήρα.
Μπορεί ο Θεόφιλος. Δ. Φραγκόπουλος να υπογραμμίζει πως «το έργο του Κάφκα γοητεύει ακριβώς επειδή συμβολίζει μιαν ανέφικτη τελειότητα που αρχίζοντας από μέσα από τη ζωή τερματίζεται στο όνειρο»,[11]
μπορεί φυσικά και ο Μπόρχες, ο διάσημος συγγραφέας, να αποφαίνεται ότι «ο Κάφκα, αυτός ο ονειροπόλος που δεν θέλησε να γίνουν τα όνειρά του γνωστά, αποτελεί μέρος του παγκόσμιου ονείρου που είναι η μνήμη»[12] όμως ο Παναγιωτης Θωμά αγγίζει με ορθόδοξη πίστη την αλληγορία της καφκικής Μεταμόρωσης, μεταμορφώνοντας ρεαλιστικά τον ίδιο τον άνθρωπο.
Για το τέλος της ομιλίας, κράτησα ένα ποίημα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη που φέρει τον τίτλο «Η αγάπη με άλλο τρόπο», από την ποιητική συλλογή για μεγάλα παιδιά Με τις λέξεις αγκαλιά, που αναφέρεται στον Κάφκα και στο εφικτό μυστήριο της Αγάπης. Να υπενθυμίσω σ’ αυτό το σημείο πως το δοκίμιο του Παναγιώτη Θωμά που παρουσιάζουμε σήμερα, αφιερώνεται στον ποιητή, με την ένδειξη «φιλίας και μαθητείας αντιδώρημα».
Η ΑΓΑΠΗ ΜΕ ΑΛΛΟ ΤΡΟΠΟ
Θα σας πω και για τον Κάφκα, τον μεγάλο συγγραφέα,
που μια μέρα μες στο πάρκο, έξυπνα πολύ κι ωραία,
παρηγόρησε παιδούλα π’ όλο έκλαιγε η μικρή
γιατί έχασε μια κούκλα και ζητούσε να τη βρει.
«Μη», της έλεγε ο Κάφκα, «μη λυπάσαι, κι έχει φύγει
για ταξίδι να γνωρίσει κι άλλους κόσμους. Δεν θα μείνει·
θα γυρίσει κάποια μέρα, μα ως τότε θα σου γράφει
όλα όσα θα ’χει ζήσει, καθετί που θα ’χει μάθει».
Έτσι κάθε μέρα ο Κάφκα έγραφε κι από ένα γράμμα
και το διάβαζε σ’ εκείνη τη μικρή, τ’ αθώο πλάσμα,
που χαιρότανε την πάσα περιπέτεια της καλής της
αγαπούλας· αφηγήσεις σαν την αύρα της ψυχής της.
Με το πλήρωμα του χρόνου γύρισε στο Βερολίνο
η κουκλίτσα της· κρατούσε και ωραίο μαντολίνο.
Η παιδούλα όμως είπε: «Όχι, δεν είναι αυτή
που ’χα μες στην αγκαλιά μου και που ψάχνει να με βρει».
Και της είπε τότε ο Κάφκα: «Δες τι γράφει τούτο εδώ».
Και της διάβασε ένα γράμμα π’ άνοιγε στον ουρανό.
Γνήσιο γράμμα από την κούκλα την καινούργια κι αγαθή,
ότι εκείνο που αγαπάμε κάποια μέρα θα χαθεί,
μα η αγάπη θα γυρίσει μ’ άλλον τρόπο στην ψυχή.