Χάρτης 71 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-71/biblia/stokhasmoi-ghia-tin-koinotita-kapoia-nimata-o-alghorithmos-kai-i-aghapi
Οι Στοχασμοί για την Κοινότητα, το μυθιστόρημα του Θωμά Συμεωνίδη από το βιβλιοπωλείον της Εστίας, είναι ένα κείμενο πολύ πυκνό και πλούσιο. Προσφέρει αναπόφευκτα πολλά νήματα – γραμμές σκέψεις – τα οποία μπορεί κανείς να ανιχνεύσει και να συνεχίσει αναπτύσσοντας έναν συλλογισμό, πιθανά ανεξάρτητο τελικά από το ίδιο το κείμενο αλλά σε κάθε περίπτωση με αναφορά σε αυτό. Το παρόν κείμενο λοιπόν, προσπαθεί να κάνει ακριβώς αυτό: να ψηλαφίσει κάποια από αυτά τα νήματα των Στοχασμών, ξεχωριστά στην αρχή, με την ελπίδα ότι στο τέλος θα προκύψουν οι συνδέσεις που θα δημιουργήσουν μία πιο συνεκτική ματιά.
1. Οι αναφορές
Το πρώτο νήμα που θα μας απασχολήσει – και ίσως αυτό που αντιλαμβάνεται κανείς πιο εύκολα σε πρώτο επίπεδο – είναι οι αναφορές και ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούνται στους Στοχασμούς. Το κείμενο είναι στην πραγματικότητα γεμάτο από αυτές, και μάλιστα με πολύ ξεκάθαρο και έντονο τρόπο˙ υπάρχουν ακόμα και παραπομπές και υποσημειώσεις που προσομοιάζουν περισσότερο ίσως σε δοκίμιο παρά σε μυθιστόρημα. Οι αναφορές αυτές είναι κατ’ αρχάς άμεσες και ξεκάθαρες: χρησιμοποιούνται αυτούσιες και ονομαστικά. Ήδη από τις πρώτες σελίδες έχουμε τον Richard Serra ή τον Jeff Koons, για να βρούμε στη συνέχεια πολύ πιο έντονα τον Μάλεβιτσ, τον Ρίχτερ, τον Edward Hopper, τον Gordon Matta-Clark, τον Jeff Wall και πολλούς άλλους. Σε μία πρώτη ανάγνωση, αυτές οι αναφορές μπορεί να αποπροσανατολίσουν και να παραπλανήσουν κάποιον έτσι ώστε να νομίσει ότι διαβάζει πραγματικά ένα δοκίμιο. Μάλιστα, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι το πρώτο μέρος του βιβλίου είναι μία υβριδική συνθήκη μεταξύ μυθοπλασίας και δοκιμίου – κάτι που όσο και αν μοιάζει εύλογο αρχικά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Διότι στην πορεία αντιλαμβάνεται ο/η αναγνώστης/τρια ότι οι αναφορές αυτές είναι ένα αφηγηματικό εργαλείο, το οποίο μάλιστα παίζει καθοριστικό ρόλο στον τρόπο που αναπτύσσεται η αφήγηση.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, πέρα από τις άμεσες, αυτούσιες αναφορές, υπάρχουν και αυτές που εμφανίζονται πιο έμμεσα: ο Νταζάιν μία αναφορά στον Χάιντεγκερ, ο Σουπρίμους μία αναφορά στον Μάλεβιτς κ.ο.κ. Έχουμε λοιπόν αναφορές που παρουσιάζονται σκόπιμα ως τέτοιες και αναφορές που λειτουργούν πιο έμμεσα μεν, αλλά με καμία διάθεση να συγκαλυφθούν – αν κάτι τελικά τις κρύβει είναι το πλήθος τους και μόνο, καθώς είναι τόσο πολλές που πολύ εύκολα μπορείς κανείς να παραβλέψει κάποιες από αυτές. Αυτά τα δύο επίπεδα αναφορών, όσο προχωράει η αφήγηση των Στοχασμών, μπλέκονται όλο και περισσότερο και τα όριά τους θολώνουν. Η πλέξη αυτή είναι επίσης είναι ένα δεύτερο, σημαντικό αφηγηματικό εργαλείο.
Άρα, ένα σημαντικό πρώτο νήμα είναι λοιπόν οι αναφορές – στις διάφορες εκδοχές τους και κυρίως μέσα από την πλέξη τους – ως αφηγηματικό εργαλείο. Ας βάλουμε εδώ μία άνω τελεία για αυτό και θα επιστρέψουμε στο τέλος τους κειμένου.
2. Ο αλγόριθμος και το πρωτόκολλο
Το δεύτερο νήμα σκέψης, που περνάει ίσως σε ένα βαθύτερο επίπεδο ανάγνωσης, είναι ο αλγοριθμικός χαρακτήρας της αφήγησης. Ή καλύτερα, όχι της ίδιας της αφήγησης αλλά της δομής της. Ο αλγοριθμικός χαρακτήρας λοιπόν του τρόπου με τον οποίο είναι δομημένη η αφήγηση, αλλά ταυτόχρονα και παράλληλα και του τρόπου με τον οποίο περιγράφεται η κοινότητα στην οποία αναφέρονται οι Στοχασμοί. Όπως και με τις αναφορές, αυτό το χαρακτηριστικό είναι περισσότερο έντονο στο πρώτο μέρος του κειμένου: δημιουργείται μία συνεχής αίσθηση ότι όλα ελέγχονται από ένα υπόγειο, αφανές πρόγραμμα. Δεν μπορείς να το αντιληφθείς ακριβώς διότι δεν περιγράφεται ως τέτοιο, αλλά νοιώθεις ότι βρίσκεται εκεί, πίσω από ό,τι συμβαίνει, και πίσω από όλες τις σχέσεις μεταξύ των στοιχείων που απαρτίζουν την κοινότητα των Στοχασμών – έμψυχων και άψυχων.
Φυσικά, υπάρχουν και εδώ ανάλογες λογοτεχνικές αναφορές: μπορούμε να βρούμε για παράδειγμα αντίστοιχες λογικές στον Κάφκα και τον Μπόρχες, σε μια πρωτόλεια, προ-ψηφιακή θα λέγαμε ίσως, εκδοχή του αλγορίθμου. Παρόλα αυτά το βασικό μοντέλο αυτής της αλγοριθμικής οργάνωσης προέρχεται ίσως από το «Αυτοί που έχουν χαθεί» του Μπέκετ, το οποίο μάλιστα ο συγγραφέας των Στοχασμών έχει μεταφράσει υπέροχα πρόσφατα (επίσης στην Εστία). Εκεί, στον Μπέκετ, έχουμε ακριβώς αυτή την αγχωτική, σχεδόν εφιαλτική συνθήκη όπου το κείμενο περιγράφει μία ρουτίνα και καταφέρνει να σε εμβυθίσει σε αυτή. Το κείμενο του Μπέκετ θα μπορούσε να είναι και ένας ψευδοκώδικας τον οποίο κάποιος εύκολα θα τον προγραμμάτιζε πραγματικά – θα τον μετέτρεπε δηλαδή σε κώδικα.
Η κοινότητα όμως των Στοχασμών, παρότι ίσως ξεκινάει από εκεί, έχει περάσει σε ένα διαφορετικό επίπεδο από τον κύλινδρο του Μπέκετ. Έτσι αν στον κύλινδρο υποθέσουμε ότι έχουμε πράγματι μια αλγοριθμική λογική – στην οργάνωση της αφήγησης αλλά και στην οργάνωση της κοινότητας/χώρου που περιγράφεται – στην κοινότητα των Στοχασμών πλέον αυτή η λογική γίνεται πρωτόκολλογικη. Στον Μπέκετ έχουμε έναν πολύ αναλυτικό, αλλά ξεκάθαρο και εν τέλη κατανοητό, αλγόριθμο. Αντίθετα στην κοινότητα των Στοχασμών δεν υπάρχει πλέον ένας αλγόριθμος, ο οποίος να μπορεί να κατανοηθεί και να περιγραφεί, αλλά ένα σύνολο αλγορίθμων, που αρθρώνονται σε διαφορετικά επίπεδα, είναι προσβάσιμοι σε άλλα, εξίσου διαφορετικά επίπεδα και τέλος προσφέρουν πρόσβαση στον έλεγχο με διαφορετικούς τρόπους σε διαφορετικά υποκείμενα. Κάποιοι από τους πρωταγωνιστές έχουν πρόσβαση σε κάποιους από τους αλγορίθμους, κάποιοι άλλοι σε περισσότερους ενώ κάποιοι σε κανέναν, ούτε καν στον αλγόριθμο του ίδιου τους του εαυτού. Διότι η συμπεριφορά του κάθε χαρακτήρα που συναντάμε στους Στοχασμούς μοιάζει να ελέγχεται από ένα διαφορετικό για τον καθένα και την καθεμία αλγόριθμο: ο γιατρός Μορέλ σε ανύποπτο χρόνο αναφωνεί (σελ. 68): "ποιος είναι ο Αλγόριθμος ο δικός μου Θεέ μου... ".
Αυτή η πρωτοκολλογική οργάνωση της κοινότητας, που για να είμαστε ειλικρινείς δεν είναι και πολύ μακριά από την τρόπο που οργανώνεται η καθημερινότητα της ζωής μας, έχει μία πολύ σημαντική διαφορά από την αλγοριθμική οργάνωση του Μπέκετ. Ενώ εκεί παράγεται μία σχεδόν ‘ρομποτική’ συνθήκη αυτοματοποίησης που αποκαλύπτει το πρόγραμμα που τη διέπει, στην κοινότητα των Στοχασμών παράγεται μία πολύ ρεαλιστική – ανθρώπινη θα λέγαμε – συνθήκη όπου δεν αποκαλύπτει σχεδόν τίποτα για το πρόγραμμα που την ελέγχει – και αποκρύπτει την όποια αυτοματοποίηση. Οι διαδρομές που ενώνουν το δοχείο με το άνοιγμα είναι όλες υπόγειες, και μόνο επιλεκτικά κάποια πράγματα προβάλλονται στην επιφάνεια.
Αλλά ίσως ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον από την πρωτοκολλογική δομή, προκαλεί η συνειδητοποίηση ότι όλη αυτή η οργάνωση έχει μία κρυμμένη αλήθεια στην οποία βασίζεται (σελ. 62): "στο δοχείο υπάρχει η αλήθεια. Δισεκατομμύρια αρχεία, αυτό είναι η αλήθεια". Η εξουσία στην κοινότητα, των Στοχασμών κατ’ αρχάς, καθορίζεται μάλλον από το μέγεθος της πρόσβασης που έχει κανείς σε αυτή την αλήθεια: μεγαλύτερη πρόσβαση σε αυτό τον τεράστιο όγκο δεδομένων, μεγαλύτερη εξουσία.
Η πρωτοκολλογική οργάνωση λοιπόν παράγει εξουσία και δίνει – επιλεκτική – πρόσβαση σε αυτή, αλλά ταυτόχρονα, έχει μια ακόμα πολύ βασική συνέπεια: παράγει ομοιομορφία. Τα παραγόμενα αυτού του συστήματος εξουσίας μπορεί να μην είναι ίδια μεταξύ τους, αντιθέτως μάλλον είναι όλα διαφορετικά, αλλά είναι απελπιστικά όμοια. (Ίσως γι’ αυτό να έχουμε μία συνεχή αναφορά στην έννοια του αντιγράφου στο κείμενο ― ένα ακόμα ενδιαφέρον νήμα, που δεν θα συνεχίσουμε εδώ).
3. Η έξοδος
Έτσι λοιπόν, αν προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε μία επιθυμία πίσω από το κείμενο, μία κινητήριο δύναμη, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι οι Στοχασμοί για την Κοινότητα προσπαθούν να βρουν εναλλακτικές ακριβώς σε αυτή την ομοιομορφία και να προσφέρουν – σε εμάς, στο συγγραφέα – τρόπους αποφυγής της. Να βρουν δηλαδή μεθόδους που θα βοηθήσουν στη διάρρηξή της, στο – έστω και στιγμιαίο – ξεπέρασμά της. Με άλλα λόγια, το κείμενο των Στοχασμών μοιάζει να ορίζεται - η να ξεκινάει - από την αγωνία, κατ’ αρχάς του συγγραφέα αλλά ως κάποιο βαθμό και των χαρακτήρων, που προκύπτει από την προφανή ομοιομορφία γύρω τους.
Αλλά αυτό που είναι ίσως σημαντικότερο εδώ, είναι ότι το κείμενο κάνει τα επιπλέον βήματα που απαιτούνται για να θέσει μπροστά μας και κάποιους τρόπος που θα μπορούσαν να μας επιτρέψουν να σταθούμε απέναντί της. Προσφέρει δηλαδή κάποιες κατευθύνσεις, παραθέτει ή υπονοεί κάποιες στρατηγικές που θα μπορούσαν να διασπάσουν αυτόν τον ασφυκτικό κλοιό της ομοιομορφίας. Η συνειδητοποίηση της ύπαρξής της δεν είναι αρκετή. Πρέπει, έστω σπασμωδικά, στιγμιαία και αποσπασματικά, να διαρρηχθεί.
Μία πρώτη τέτοια κατεύθυνση προκύπτει μέσω της αισθητικής. Στο κείμενο των Στοχασμών παίρνει τη μορφή όλων αυτών των ‘δοκιμίων περί αισθητικής’ που συναντάμε –για τον Μάλεβιτς, για τον Ρίχτερ κ.ο.κ. Το κάθε ένα από αυτά τα διακριτά ‘δοκίμια’ αλλάζει την οπτική μας, ενώ βρισκόμαστε μέσα στην αφήγηση, έτσι ώστε να μας προσφέρει τη δυνατότητα ουσιαστικής διαφοροποίησης . Ή ίσως αυτό να είναι που – ξανά – σε ανύποπτο χρόνο και λίγο ειρωνικά περιγράφεται από τον αρχιτέκτονα Ρεμ ως Διόπτρα (σελ 143) που "θα έκανε το κάθε μέλος να βλέπει καλύτερα και να έχει περισσότερα δεδομένα των αισθήσεων στη διάθεσή του για να προσανατολιστεί στη ζωή." Άρα, η αισθητική αυτή έχει να κάνει, πολύ περισσότερο από τη συζήτηση για την τέχνη, με την διεύρυνση της αντίληψης του αισθητού και τελικά με τη δημιουργία ενός διανύσματος προσανατολισμού. Η πολλαπλότητα των οπτικών εγγυάται ότι το διάνυσμα αυτό είναι μεταβλητό.
Ένας δεύτερο τρόπος που προσφέρουν οι Στοχασμοί ως εργαλείο για τη διάσπαση της ομοιομορφίας είναι η αναζήτηση της αγάπης. Μάλιστα, γίνεται κομβικό μοτίβο, σε όλα σχεδόν τα επίπεδα: έρωτας, φιλία, πατρική-μητρική, αγάπη στην κοινότητα κτλ. Μπορεί το κείμενο να μας προκαλεί να αναρωτηθούμε συνεχώς για το κατά πόσο η αγάπη και ο έρωτας που συναντάμε στην αφήγηση είναι ‘πραγματική’, αλλά παρόλα αυτά είναι σχεδόν πάντα λόγω αυτής που οι χαρακτήρες αποκλίνουν από τον αλγόριθμό τους όπως αυτός έχει αρχίσει να διαφαίνεται.
Και υπάρχει φυσικά και τουλάχιστον ένα επίπεδο ακόμα στο οποίο πρέπει να αντιμετωπίσουμε την ομοιομορφία: το επίπεδο του συγγραφέα. Διότι υφίσταται, όπως μαθαίνουμε προς το τέλος του πρώτου βιβλίου, και ο Αλγόριθμος του συγγραφέα, που ναι μεν καθορίζει όλους τους άλλους, αλλά τελικά και καθορίζεται από αυτούς. Αυτό ακριβώς είναι το σημείο που μας επιτρέπει να γυρίσουμε στο αρχικό νήμα του παρόντος κειμένου: στην έννοια των αναφορών με την οποία ξεκινήσαμε: είναι λοιπόν, ακριβώς αυτές οι αναφορές και το πλέξιμό τους που σπάνε τον αλγόριθμο του συγγραφέα και του επιτρέπουν να αποφύγει την ομοιομορφία. Μοιάζει σαν ο συγγραφέας ο ίδιος να σπάει την επιφάνεια, όπως γίνεται στην αρχή του δεύτερου βιβλίου, και να συγκροτεί ένα δικό του, τελείως ιδιότροπο πλέον, σύνολο αναφορών. Σαν με κάποιο τρόπο να καταστρέφουμε το ‘feed’ που μας προσφέρεται από τον αλγόριθμο και να δημιουργούμε ένα δικό μας. Σαν να ανακτούμε για λίγο τον έλεγχο. Ίσως εδώ να βρίσκεται μία από τις μεγαλύτερες αγωνίες των Στοχασμών: Η δυνατότητα δημιουργίας ενός προσωπικού συνόλου αναφορών˙ δημιουργίας τελικά μίας προσωπικής αφήγησης μέσα από αυτές τις αναφορές, που δεν θα είναι πλέον αποτέλεσμα κάποιας αλγοριθμικής διεργασίας της οποίας έχουμε απωλέσει τον έλεγχο.
Το νήμα που ξεκίνησε από τις αναφορές, θα προσπαθήσει εδώ να κλείσει χρησιμοποιώντας μία ιδέα από τον Deleuze – ο οποίος παρεμπιπτόντως κάνει μία πολύ μικρή εμφάνιση στο κείμενο, και αυτό είναι όχι τυχαία μέσω του βιβλίου του για τον Προυστ και την αναφορά στα σημεία της αγάπης: Αναφέρει λοιπόν ο Deleuze σε ένα από τα πρώτα κείμενά του –το Έρημο Νησί– ότι η λογοτεχνία ξεκινάει όταν ακριβώς δεν καταλαβαίνουμε πια τους μύθους μας. Και έτσι είναι –η λογοτεχνία– μία προσπάθεια να ερμηνεύσουμε τους μύθους που δεν καταλαβαίνουμε πια, τη στιγμή που δεν τους καταλαβαίνουμε, διότι δεν ξέρουμε πλέον πως να τους ονειρευτούμε ή να τους αναπαράγουμε. Οι Στοχασμοί για την Κοινότητα είναι ακριβώς μία τέτοια – πολύ γενναία μάλιστα – προσπάθεια ερμηνείας των μύθων που παρουσιάζονται μπροστά μας στην συνθήκη του ελέγχου όπου έχουμε βρεθεί σήμερα. Το αποτέλεσμα μίας τέτοιας ερμηνείας δεν μπορεί παρά να είναι καινούριοι μύθοι και μυθολογίες.