Χάρτης 71 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-71/tehnasmata/ion-draghoymis-o-erotemenos-sinwnimi-metaghrafi
«Words, words, words!»1
Τι είναι αυτό που κάνει έναν συγκεκριμένο συγγραφέα συγγραφέα; Ποιες λέξεις βγαίνουν από μέσα του αυτόματα όταν προσπαθεί να διαμορφώσει ένα κείμενο; Πώς γίνεται η επιλογή των κατάλληλων λέξεων ή εκφράσεων; Ποιες θεωρεί ο κάθε συγγραφέας «κατάλληλες»; Ποια επεξεργασία δέχονται κατά τη διάρκεια ή μετά την πρώτη γραφή; Πόσο επηρεάζεται το ύφος ενός συγκεκριμένου συγγραφέα από το λεξιλόγιο αυτό καθαυτό εάν η σύνταξη και το νόημα παραμείνουν ίδια;
Σκοπός της συγκεκριμένης άσκησης ήταν η αντικατάσταση των λέξεων ενός κειμένου με συνώνυμές τους. Επιλέχθηκε για τη μεταγραφή, μετά από προτροπή του φίλου συγγραφέα/ιατρού Νώντα Τσίγκα, το «ποίημα» [Ο ερωτεμένος] του Ίωνα Δραγούμη. To μικρό αυτό κείμενο βρίσκεται σε Τετράδιο του 19022 ως άτιτλη εγγραφή τη 16η Αυγούστου. Η μεταγραφή από το χειρόγραφο έγινε από τον Νώντα για την υπό έκδοση κυκλοφορία των Τετραδίων 1902-1904 του Ίωνος Δραγούμη Θά ζήσω καίοντας τόν ἑαυτό μου.3
Ενδιαφέρον έχει πως το απόσπασμα αυτό επαναχρησιμοποιήθηκε από τον Δραγούμη τροποποιημένο κατά τη συγγραφή του νεανικού του έργου Το μονοπάτι το οποίο ολοκλήρωσε το 1902, αλλά δεν εξέδωσε ποτέ. Το μονοπάτι, λογοτεχνικό έργο, ουσιαστικά το πρώτο μεγάλο έργο του Δραγούμη, θα τυπωθεί τελικά το 1925, μετά τον θάνατό του, με επιμέλεια του αδελφού του Φίλιππου Δραγούμη4.
Στην τελευταία παράγραφο του κεφαλαίου Ι΄ «Μονοτονία» (σελ. 208), το απόσπασμα μεταφέρεται ως εξής:
Μια νύχτα έξαφνα ξύπνησε ο Αλέξης ταραγμένος. Ο Ερωτεμένος έξω τραγουδούσε με την τρισμέγιστη φωνή του όλης της ανθρώπινης απελπισίας τον πόνο, περπατώντας αδιάκοπα επάνω, κάτω, μπροστά στο σπίτι της αγαπημένης του. Και ο Ερωτεμένος δεν είχε καμιάν άλλη έννοια παρά τον έρωτά του. Και περπατούσε ο Ερωτεμένος με μεγάλα βήματα, περπατούσε μια στιγμή στην αιωνιότητα. Ήταν η νύχτα φωτεινή και δροσερή· γαλάζιος ο Υμηττός από το λιγοστό φεγγάρι. Και ο Ερωτεμένος όλο τραγουδούσε και όλο περπατούσε στην αιωνιότητα. Ο πόνος του ήταν άνεμος τρομερός, που φυσούσε το βουνό και τραντάζονταν, και καθάριζε τον κόσμο. Δεν είναι σαν τη δική μου η ζωή του Ερωτεμένου, που δεν έχει άλλες έννοιες. Δεν είναι σαν τη δική μου ούτε η άλλη εκείνη ζωή που βλέπω, η ζωή του ξελευτερωμένου, που πηδά ο λογισμός του σαν άνεμος και πετά και φεύγει και όλο φεύγει. Πού είμαι εγώ; τι ήσυχος! Πού η πνοή του Ερωτεμένου, που καθαρίζει τον κόσμο. Περπατεί ακόμη και ακόμη μόνος μέσα στη νύχτα και γεμίζει τον κόσμο με τη φωνή του. Και εγώ κοιμούμουν χωρίς όνειρα. Ας φυσούσε μια τέτοια πνοή μέσα μου. Φτάνει να θελήσω και θα φυσήξει.
Στη μεταγραφή το όνομα του Δραγούμη στον τίτλο αντικαταστάθηκε από το γνωστότερο ―αν και μεταγενέστερο― λογοτεχνικό ψευδώνυμό του «Ίδας», με το οποίο δημοσίευε τα μαχητικά του άρθρα στο περ. Νουμάς μετά το 1905, ενώ το πρώτο και μοναδικό έργο που δημοσιεύτηκε κάτω από αυτό το ψευδώνυμο είναι το Μαρτύρων και Ηρώων αίμα (1907). Για τον Υμηττό επιλέχθηκε το υπαρκτό παλαιότερο τοπωνύμιο «Τρελός», όπως ονομαζόταν κατά το λαϊκότερον παλιά από τους Αθηναίους, αλλιώς και «Τρελοβούνι». Άλλωστε το «παρωνύμιο» του Υμηττού, χρησιμοποιεί και ο ίδιος ο Δραγούμης στο ποίημά του «Στον Τρελό – Το τραγούδι του γρύλλου».5
Στο ερώτημα αν το μεταγραμμένο κείμενο συνεχίζει να είναι του Ίωνα Δραγούμη η απάντηση είναι για τον γράφοντα προφανής.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. «Words, words, words!»: Απόσπασμα από τον Άμλετ του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, που χρησιμοποιείται όμως και ως motto στην προμετωπίδα του μυθιστορήματος Το μονοπάτι του Ί. Δραγούμη.
2. Αρχείο Ίωνος Δραγούμη, Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών Αθηνών, Ενότητα ΙΙ: Ημερολόγια-Σημειωματάρια, Φακ. 1, Ημερολόγια-Τετράδια 1894-1912, Υποφάκ. 4, Τετράδιο 7 [Σύνδεσμος https://www.ascsa.edu.gr/uploads/media/ID_Box_01_f_04_diary_07.pdf]. Άτιτλη εγγραφή της Αυγούστου 16 [1902], σελ. 35b-36a.
3. Ίων Δραγούμης. Θα ζήσω καίοντας τον εαυτό μου — Τα αδημοσίευτα Τετράδια 1902-1904. Επιμέλεια-Εισαγωγή-Σχόλια-Επίμετρο: Νώντας Τσίγκας (υπό έκδοση)
4. Ίων Δραγούμης. Το μονοπάτι. Αλεξάνδρεια: Νέα Ζωή, 1925.
5. Αρχείο Ίωνος Δραγούμη, Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών Αθηνών –Τμήμα Αρχείων, Φάκ. 1, Ημερολόγια-Τετράδια 1894-1912, Υποφάκ. 3, Τετράδιο 5, «1901», σελ. 24b και 25a. Πρώτη δημοσίευση του ποιήματος: Ίων Δραγούμης. (Επιμ. Θ. Ν. Σωτηρόπουλος) Φύλλα Ημερολογίου. Τόμ. Α΄, Ερμής 1988, σελ. 131-136.
Ίων Δραγούμης
[Ο ερωτεμένος]
Διά μιας ξύπνησα τη νύχτα, κι άκουσα τον Ερωτεμένο που τραγουδούσε με φωτιά και περπατούσε ζωηρά, επάνω, κάτω, μπροστά στο σπίτι της.Κι ο Ερωτεμένος δεν είχε καμιάν άλλη έγνοια παρά τον έρωτά του. Και είδα τον Ερωτεμένο που περπατούσε μια στιγμή στην αιωνιότητα μέσα. Και είπα πως δεν είμ’ εγώ ο Ερωτεμένος. Κι ήταν η νύχτα φωτεινή και δροσερή, γαλάζιος ο Υμηττός. Κι ο Ερωτεμένος όλο τραγουδούσε, περπατώντας επάνω, κάτω μπροστά από το σπίτι της. Ήταν το αίσθημά του σαν άνεμος που φυσούσε το βουνό δυνατά και καθάριζε τον κόσμο.
Μισοείδα δυο ζωές· Τη ζωή του Ερωτεμένου που δεν έχει άλλες έγνοιες. Εγώ όταν αγαπώ μια γυναίκα έχω χίλιες άλλες έγνοιες.
Τη ζωή εκείνου που συλλογίζεται πιο γρήγορα από μένα και πιο ζωηρά, εκείνου που δεν έχει ανάγκη πολλή ώρα για να νιώσει μια εικόνα, μια ιδέα και καταλαβαίνοντας γρήγορα όλο πηδά, πηδά σε καινούριες εικόνες, καινούριες ιδέες, κείνου που περιγελά τους ανθρώπους μια στιμή και την άλλη τους έχει ξεχάσει και συλλογιέται άλλα.
Είδα τον Ερωτεμένο που περπατούσε μια στιμή στην αιωνιότητα μέσα.─ Σπάνια τη βλέπω μα πόσο μ’ αρέσει να τη βλέπω την αιωνιότητα. Είναι η μόνη αληθινή μέσα μου, μεγάλη ηδονή και βαστά δυο ή τρία δευτερόλεπτα.
Και σιγά σιγά το φως της εικόνας του Ερωτεμένου που περπατούσε στην αιωνιότητα μέσα μια στιμή (πόσο διαφορετικός είμ’ εγώ, τι ήσυχος αφού κοιμούμουν· πού η ζωηράδα, πού η φωτιά του Ερωτεμένου που περπατούσε μονάχος στη νύχτα μέσα και γέμιζε τον κόσμο με τη φωνή του, ενώ εγώ κοιμούμουν χωρίς όνειρα), σιγά σιγά το φως αυτό αναλύθηκε σε χίλια μύρια φώτα μικρά, μικρότερα, κι’ όλο μικρότερα, έσπασε σε χίλια μύρια κομματάκια, και τα κομματάκια έσπαναν κι’ αυτά σ’ άλλα κομμάτια μικρότερα.
Και το φως έσπανε έτσι πέφτοντας επάνω στη συνείδηση του εαυτού μου, όπως το κύμα σπάνει όταν πέφτει σε κανένα βράχον επάνω, όπως το φως του ήλιου σπάνει όταν πέφτει σε κανένα πρίσμα.
Ίδας
[Ο Σεβνταλής]
Διά μιας ξύπνησα τη νύχτα, κι άκουσα τον Ερωτεμένο που τραγουδούσε με φωτιά και περπατούσε ζωηρά, επάνω, κάτω, μπροστά στο σπίτι της.
Αμέσως, αφυπνίστηκα το βράδυ, και γροίκησα τον Σεβνταλή ο οποίος έψαλλε με φλόγα και βημάτιζε εντόνως, πέρα, δώθε, εμπρός στην οικία της.
Κι ο Ερωτεμένος δεν είχε καμιάν άλλη έγνοια πάρα τον έρωτά του. Και είδα τον Ερωτεμένο που περπατούσε μια στιγμή στην αιωνιότητα μέσα. Και είπα πως δεν είμ’ εγώ ο Ερωτεμένος. Κ’ ήταν η νύχτα φωτεινή και δροσερή, γαλάζιος ο Υμηττός. Κι ο Ερωτεμένος όλο τραγουδούσε, περπατώντας επάνω, κάτω μπροστά από το σπίτι της. Ήταν το αίσθημα του σαν άνεμος που φυσούσε το βουνό δυνατά και καθάριζε τον κόσμο.
Και ο Σεβνταλής ουδεμιάν έφερε έτερην ανησυχία πάρεξ τον σεβντά του. Και κοίταξα τον Σεβνταλή ο οποίος βάδιζε μονοστιγμίς εντός του διηνεκούς. Κι υπέθεσα ότι διαφέρω του λόγου μου απ’ τον Σεβνταλή. Και ήτανε το βράδυ φεγγερό κι ολόδροσο, γλαυκός ο Τρελός. Και ο Σεβνταλής συνεχώς έμελπε, βηματίζοντας πέρα, δώθε, εμπρός στην οικία της. Έμοιαζε ο έρωτάς του ίδιος αγέρας που έπνεε το όρος εντόνως και πάστρευε τον ντουνιά.
Μισοείδα δυο ζωές· Τη ζωή του Ερωτεμένου που δεν έχει άλλες έγνοιες. Εγώ όταν αγαπώ μια γυναίκα έχω χίλιες άλλες έγνοιες.
Αμυδρώς διέκρινα ζεύγος βίων· Τον βίο του Σεβνταλή απαλλαγμένο από πρόσθετες σκοτούρες. Του λόγου μου σαν ποθώ θηλυκό φέρω μυριάδες επιπλέον σκοτούρες.
Τη ζωή εκείνου που συλλογίζεται πιο γρήγορα από μένα και πιο ζωηρά, εκείνου που δεν έχει ανάγκη πολλή ώρα για να νοιώσει μια εικόνα, μια ιδέα και καταλαβαίνοντας γρήγορα όλο πηδά, πηδά σε καινούριες εικόνες, καινούριες ιδέες, κείνου πού περιγελά τους ανθρώπους μια στιμή και την άλλη τούς έχει ξεχάσει και συλλογιέται άλλα.
Τον βίο τούτου ο οποίος σκέφτεται γοργότερα από του λόγου μου κι εντονότερα, τούτου ο οποίος θέλει ελάχιστο χρόνο ώστε να κατανοήσει κάποια παράσταση, κάποια έννοια ώστε κατανοώντας ταχέως κάνει συνεχώς άλματα, άλματα προς νέες παραστάσεις, νέες έννοιες, κάποιου ο οποίος κοροϊδεύει τα άτομα σε μια περίσταση και την ακόλουθη τα λησμόνησε και σκέφτεται διαφορετικά.
Είδα τον Ερωτεμένο που περπατούσε μια στιμή στην αιωνιότητα μέσα.─ Σπάνια τη βλέπω μα πόσο μ’ αρέσει να τη βλέπω την αιωνιότητα. Είναι η μόνη αληθινή μέσα μου, μεγάλη ηδονή και βαστά δυο ή τρία δευτερόλεπτα.
Παρατήρησα τον Σεβνταλή ο οποίος βάδιζε μονοστιγμίς εντός του διηνεκούς.─ Αραιά και που το τηράω αλλά πολύ γουστάρω να το τηράω το διηνεκές. Αποτελεί τη μοναδική γνήσια εντός μου, τεράστια απόλαυση και διαρκεί δύο τρία δεύτερα.
Και σιγά σιγά το φως της εικόνας τού Ερωτεμένου που περπατούσε στην αιωνιότητα μέσα μια στιμή (πόσο διαφορετικός είμ’ εγώ, τι ήσυχος αφού κοιμούμουν· πού η ζωηράδα, πού η φωτιά του Ερωτεμένου που περπατούσε μονάχος στη νύχτα μέσα και γέμιζε τον κόσμο με τη φωνή του, ενώ εγώ κοιμούμουν χωρίς όνειρα), σιγά σιγά το φως αυτό αναλύθηκε σε χίλια μύρια φώτα μικρά, μικρότερα, κι όλο μικρότερα, έσπασε σε χίλια μύρια κομματάκια, και τα κομματάκια έσπαναν κι’ αυτά σ’ άλλα κομμάτια μικρότερα.
Κι αγάλι αγάλι η ακτινοβολία της αναπαράστασης του Σεβνταλή που βημάτιζε στο διηνεκές αυτοστιγμεί (τόσο ξεχωρίζω του λόγου μου, πόσο γαλήνιος μιας και πλάγιαζα· τι ζωντάνια, τι φλόγα του Σεβνταλή ο οποίος εβάδιζε ασυντρόφευτος μες στο βράδυ και πληρούσε την οικουμένη με τη λαλιά του, καθώς του λόγου μου πλάγιαζα άνευ ενυπνίων), αγάλι αγάλι η ακτινοβολία αυτή έσπασε σ’ ένα σωρό λάμψεις τόσες δα, τοσοδούλες, κι ολοένα τοσοδούλικες, διαλύθηκε σε αμέτρητα θραύσματα, και τα θραύσματα θρυμματίζονταν με τη σειρά τους σ’ επόμενα θραύσματα ελαχιστότερα.
Και το φως έσπανε έτσι πέφτοντας επάνω στη συνείδησι του εαυτού μου, όπως το κύμα σπάνει όταν πέφτει σε κανένα βράχον επάνω, όπως το φως του ήλιου σπάνει όταν πέφτει σε κανένα πρίσμα.
Κι η ακτινοβολία διαλυόταν τοιουτοτρόπως ριπτόμενη επί της αυτεπίγνωσής μου, σαν τη φουσκοθαλασσιά που τσακίζεται κατά την πτώση επί κάποιας ξέρας, σαν την ηλιακή ακτινοβολία που διαθλάται άμα προσπίπτει σε κάποιον κρύσταλλο.