Χάρτης 71 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-71/kinhmatografos/simfonies-kai-asimfonies-1999-toi-ghoynti-alen
Διαχρονικό αξίωμα : δεν υπάρχει περίπτωση να μην απολαύσω ταινία του Γούντι Άλεν, ούτως ή άλλως∙ χάρμα περνάω ακόμα και με τις πολύ «μικρές» του, αυτές που γυρίζει σχεδόν στον αυτόματο πιλότο (όπως ήταν το περσινό «Coup de Chance»). Όταν, όμως, ξαναβλέπω διαμάντια σαν το «Sweet and Lowdown», νιώθω πόσο πολύ μου έχει λείψει αυτή η πλευρά του μεγάλου δημιουργού, όταν πετύχαινε τον ιδανικό συγκερασμό της λατρεμένης ―πολύτιμης και ευεργετικής― ελαφρότητας στη σκηνοθετική ματιά, με την ιδεώδη πραγμάτευση εξαιρετικά σοβαρών θεμάτων. Και το έκανε να μοιάζει τόσο εύκολο ο άτιμος (που καθόλου δεν είναι ― αρκεί να ρίξει μια ματιά κανείς στους τόσους αποτυχημένους μιμητές)!
Το «Sweet and Lowdown» είναι μια ακόμα αναμέτρηση του Άλεν με το πρόβλημα της ψυχής του μεγάλου καλλιτέχνη (η δεύτερη σημαντική στην εκπνοή των 90’s∙ είχε προηγηθεί το, επίσης αριστουργηματικό, «Bullets Over Broadway»), και με τον -πολύ της μόδας στην εποχή μας- προβληματισμό για το αν πρέπει να διακρίνεται ο καλλιτέχνης απ’ τον άνθρωπο, αν μπορεί (που φυσικά μπορεί, άπειρα τα παραδείγματα) ο μεγάλος καλλιτέχνης να είναι, ταυτόχρονα, ένας πολύ μικρός άνθρωπος. Σήμερα η πολιτική ορθότητα έχει κλείσει τη συζήτηση (πράγμα εντελώς θλιβερό, αν με ρωτάς: οι συζητήσεις οφείλουν να είναι εσαεί ανοιχτές, έτσι πάει μπροστά ο κόσμος), τότε είχε ακόμα κάποιο νόημα να αναρωτιέται κανείς, σε ποιο βαθμό πρέπει να μας νοιάζει τι σόι άνθρωπος είναι ο μεγάλος καλλιτέχνης, τουλάχιστον όσους ευλογούμαστε απ’ την ομορφιά που εκείνος δημιουργεί (χωρίς να καταλαβαίνει καλά-καλά κι ο ίδιος πώς αυτό συμβαίνει). Ο Γούντι Άλεν, λοιπόν, μακριά από κάθε είδους διανοουμενίστικο στόμφο και οποιαδήποτε πομπώδη σοβαροφάνεια, μετέχει στη συζήτηση φτιάχνοντας ένα ψευδοντοκιμαντέρ για έναν ―επινοημένο― σπουδαίο τζαζ κιθαρίστα που δεν έχει τίποτα το σπουδαίο ως άνθρωπος, που όταν δεν κρατάει την κιθάρα στα χέρια του είναι ένα φαιδρό υποκείμενο, ένας αλαζόνας μπουφόνος που περιαυτολογεί ασύστολα (ακόμα κι αν η μεγάλη ιδέα που έχει για τον εαυτό του είναι δικαιολογημένη, γιατί είναι πράγματι κορυφαίος στον τομέα του, η αχαλίνωτη έπαρσή του τον γελοιοποιεί), λιγάκι κλεπτομανής, λιγάκι αλκοολικός, λιγάκι νταβατζής, εθισμένος χαρτοπαίκτης, ένα χαμένο κορμί με δυο λόγια.
Όταν, όμως, αυτό το χαμένο κορμί παίρνει στα χέρια του την κιθάρα, εξαγνίζεται, αγιοποιείται : διότι η Ομορφιά τον επέλεξε ως εκπρόσωπό της στον κόσμο, κάτι θεϊκό δανείζεται τα δάχτυλά του για να εμφανιστεί. Και γιατί η μαγεία, το υπερβατικό, το μέγα μυστήριο της Ομορφιάς, να διαλέξει κάποιον σαν τον Emmet Ray (που διασκεδάζει πυροβολώντας αρουραίους και χαλαρώνει βλέποντας τρένα να περνούν), κάποιον τόσο λίγο προικισμένο σε πνεύμα και βάθος, προκειμένου να έρθει σε επαφή με τους θνητούς; Έλα ντε! Ο Γούντι δεν έχει απάντηση∙ και σ’ αυτό έγκειται η σοφία του. Μέσα απ’ την ηρωίδα της Ούμα Θέρμαν, μιας διανοούμενης που γοητεύεται απ’ τον Emmet και πασχίζει να τον καταλάβει υπεραναλύοντας κάθε του πράξη (θέλει δηλαδή να διαλύσει το μυστήριο), ο αγαπημένος δημιουργός, σπάει πλάκα κατά βάση με τους κριτικούς, με όλους εμάς που ματαιοπονούμε προσπαθώντας να φέρουμε στο φως τα μυστικά της μεγάλης τέχνης, πιστεύοντας ότι οι σπουδαίοι καλλιτέχνες λειτουργούν συνειδητά ή ότι είναι διάφανοι, εξηγήσιμοι, και πως αν κοιτάξουμε προσεκτικά, ίσως εντοπίσουμε αυτό που τους κάνει σπουδαίους. Αλλά αυτά είναι ευσεβείς πόθοι, αν όχι απλώς ανοησίες, λέει ο Γούντι, διότι οι σπουδαίοι καλλιτέχνες δεν είναι ούτε οι ίδιοι σε θέση να κατανοήσουν το «πώς» και το «γιατί» αυτού που κάνουν, κι αν το μπορούσαν αυτό μάλλον δεν θα ήταν καλλιτέχνες, θα ήταν θεωρητικοί. Οι μεγάλοι καλλιτέχνες πράττουν από ένστικτο, χωρίς να ξέρουν ακριβώς γιατί, κινούνται από ανερμήνευτες δυνάμεις, από ενέργειες μεταφυσικές, είναι κι αυτοί όργανα, «εργαλεία» κάποιου «Άλλου» (κανείς ―και κυρίως οι άθεοι― δεν ξέρει ποιου ακριβώς), που τους επέλεξε για να μιλήσει μέσα απ’ αυτούς.
Ο αφηγηματικός τρόπος με τον οποίο καταλήγει σ’ αυτό το συμπέρασμα το «Sweet and Lowdown», τόσο γλυκά (ή, μάλλον, γλυκόπικρα), αβίαστα, πλήρως ανεπιτήδευτα, θα ήταν αρκετός για να μιλάμε για μια απ’ τις ωραιότερες ταινίες της φιλμογραφίας του Άλεν, ένα υπέροχο φιλμ που προσπεράστηκε τόσο άδικα απ’ τους περισσότερους και που σήμερα είναι πια τελείως ξεχασμένο∙ αλλά υπάρχουν κι άλλοι δύο πολύ σοβαροί λόγοι για να υποκλιθείς εδώ: ένας εκπληκτικός Σον Πεν και μια συγκλονιστική Σαμάνθα Μόρτον. Το πόσο επιδέξια, με τι λεπτότητα και υπαινικτική χάρη, κρύβει ένα υπόστρωμα άφατης μελαγχολίας κάτω απ’ την κωμική κρούστα του παιξίματός του αυτός ο τεράστιος ηθοποιός, είναι κάτι που πρέπει να το δει κανείς για να το πιστέψει (χαρακτηριστική η έκφραση στο πρόσωπό του όποτε μιλάει για τον Django Reinhart, το αντίπαλο δέος, τον μόνο που μπορεί να συγκριθεί μαζί του, αυτό τον «Γάλλο τσιγγάνο» που δεν έχει καταφέρει ακόμα να μην κλάψει ακούγοντάς τον να παίζει), ενώ η Σαμάνθα Μόρτον ως μουγκή Hattie, σου κάνει την καρδιά κομμάτια χωρίς να πει ούτε μια λέξη∙ νιώθεις πως δεν τις χρειάζονται οι λέξεις, πως μάλλον θα την περιόριζαν, και πως απαλλαγμένη απ' αυτές μπορεί να πει ακόμα περισσότερα (με τα μάτια, με το θλιμμένο της χαμόγελο): για τόσο μεγάλη ηθοποιό πρόκειται. Η Hattie, άλλωστε, είναι ο χαρακτήρας-κλειδί της ταινίας, διότι αποκαλύπτει σε όλη της την τραγικότητα την ανθρώπινη αποτυχία του Emmet. Χάνοντάς την, η βλακεία του μετατρέπεται σε κάτι πολύ πιο αξιοπρεπές και ευγενές, κάτι που αρμόζει στους ανθρώπους και όχι στα ανθρωπάρια : σε ήττα. Αυτή η ήττα (που θα τον απογειώσει καλλιτεχνικά, όπως μαθαίνουμε απ’ το voice-over αλλά δεν βλέπουμε ποτέ) θα τον συνδέσει με το συναίσθημα απ’ το οποίο πάλευε να προφυλαχτεί για καιρό, ματαίως όπως αποδεικνύεται. Μπορεί να μην ξέρουμε τι ακριβώς είναι αυτό το υλικό από το οποίο είναι πλασμένος ο μεγάλος καλλιτέχνης, ξέρουμε, όμως, τι θα το δουλέψει για να του δώσει την οριστική, την τέλεια μορφή του: ο πόνος.
Ο Emmet θα χάσει την αγάπη, την μοναδική μορφή σωτηρίας σ’ έναν κόσμο χωρίς Θεό, γιατί ήταν τυφλός και δεν μπόρεσε να δει τι θησαυρό κρατούσε στα χέρια του (η σκηνή όπου σπάει την κιθάρα του φωνάζοντας «έκανα λάθος», είναι σπαρακτική)∙ η μουσική του θα γίνει ένας τρόπος να εκφράσει αυτή την καθοριστική απώλεια, ένα ανεπαρκές αντιστάθμισμα. Ανεπαρκές για τον ίδιο, όχι για τους άλλους που την ακούν. Εκείνοι μπορεί κάτι παραπάνω να καταλάβουν. Ιδού ο ρόλος του αληθινού καλλιτέχνη, για τον οποίο μπορεί κι αυτός να μην είναι προετοιμασμένος κατάλληλα, αφού ποτέ δεν τον αναλαμβάνει συνειδητά αλλά ενστικτωδώς (αν είναι πραγματικός καλλιτέχνης). Σε κάθε περίπτωση, αυτή ήταν η αποστολή του Emmet Ray στον κόσμο και, καλώς ή κακώς, την εκπλήρωσε. Έτσι κλείνει ο κύκλος, από άγνοια σε άγνοια, μ’ ένα σύντομο μεσοδιάστημα βεβαιότητας: της αγάπης (που χάθηκε), της ομορφιάς (που κερδήθηκε με πόνο) ή της σιωπής μέσα στην οποία ανθίζουν αμφότερες.