Χάρτης 71 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-71/klimakes/vrademvoirghiana
Αφιέρωση
(…σύντροφε της χαράς, γιατρικό των πόνων*)
Στο σπίτι αυτό
απάντησα τα βραδεμβουργιανά,
όπως στην πεδιάδα,
ίλη τυμπάνων να καλπάζουν
και τρομπέτες, όλα χρυσαφιά,
έκταση μουσική μετέωρη,
ανάμεσα σε δυο χτύπους
μαγεμένη
του ακάματου εκκρεμούς,
καρδιά του χρόνου που
από μέταλλο σημαίνει,
με κέντρο αυτόν,
έναν ακροατή
που το φως
είχε ξεχάσει μοναχό του
στη μαύρη σκοτεινή σκηνή.
Μες στην γενέθλια σιγή
φωνή χαράζει
του χρόνου το γυαλί
φωταύγεια ακουστική
ο ήχος με το φως συνωμοτεί
σαν σιντριβάνι που λεπτόμισχο ανθεί
από τον πέτρινο της στέρνας ομφαλό
την όραση και την αφή με ήχο να δροσίζει
ακίνητη η γη
δέντρα, πουλιά και ουρανούς
εικόνες που αντηχούν από μακριά
αντιχαρίζει
«πέντε και μισή»:
κανοναρχούνε το σκοτάδι τρίμματα λαμπερά
κατοικημένοι γαλαξίες
δοξοστασία κρυστάλλων
στην παγερή ερημιά
και πάλι:
«έξι και μισή»:
κοπάδι άλογα ευγενικά
κάλπασαν στον ορίζοντα μακριά
πρώτα τροχάζοντας λιθόστρωτα
από βραδεμβούργια μουσική υγρά
ίλη τυμπάνων και αιχμηρή τρομπέτας αστραπή
απ’ το μικρό παράθυρο
της ισόγειας κουζίνας
χύθηκε η ζωντανή ευωδιά
αόρατη μαγείρισσα στην πυρρομελάχρινη την πυροστιά
άνοιγε φύλλα με ατμούς και άλλα της τέφρας μαγικά καπνούς
κρύβοντας ρόδα της φωτιάς σε στάχτης
βλεφαρίσματα πυρρά
«και μισή εφτά» :
βαθαίνει τη φωνή ένρινη μικρή σπηλιά
πούπουλα αριά αριά καβαλούν γέλια παιδιών
και ανεβαίνουνε ψηλά
ποτάμι σκόνης φωτεινής
είναι μια άπιαστη μια αβαρής
χαρταετού που εψηλοπέταε μεσούρανη χαρά
«και μισή οχτώ»:
χρυσά πορτοκαλιά και
κίτρινα του λεμονιού λαμπιόνια
με χαμηλόθωρο χειμώνα παίζουνε κρυφτό
παντού γης ευδοκία μυριστική ορίζοντες βαθιοί
μια θάλπη προγεννητική
άνθη γλυκόξινη αειθαλής δριμιά
η μουσμουλιά που επιμένει για ν’ ανθεί στη χειμωνιά
«εννιά μισή»:
πανηγυρίζει η αφή
έξαρση σώματος
βαθιά και ογκηρή
με δύναμη αναγνωριστική—
μετάξι μαύρο των μαλλιών σου
η συννεφιά—
γαλήνη δροσινή
σε άπιαστα νερά
σαν την υδάτινη κλωστή
σε βρύα που γράφει μυστικά συριστικά
σαν ασημιά
του σάλιαγκα μεγάλη δημοσιά
Του χρόνου οι εντολές
ανέβαιναν πυροτεχνήματα
στη σκοτεινιά
σμήνη μικρές ψυχές
πετάριζαν χαρούμενα
ξυπνώντας απ’ τον μετάλλινό του ύπνο
το εκκρεμές
η νύχτα εκάρφωνε στα σκούρα πέτα της
χάλκινα οξυκόρυφα αρπέζ
έγχορδα εντέρινα μεταξωτά
βογκούν βαθύχορδα επίμονα και κρατερά
υψώνουν φράχτη τρυφερό
με μια ταλάντωση αρμονική
μια νότα καμωμένη από σιωπή
με ύφανση λινή φτενή νερένια μόλις υπαρκτή
ορίζοντας μια σφαίρα σκοτεινή
άμπεντμουζίκ στοχαστική αριθμητική
απ’ όπου η όραση έχει—τέχνη τυφλή του φύλλου που αγκιστρώνει
στο κλαδί— αποσυρθεί
ο χρόνος είναι το αόρατο κλειδί
από ήχους ασημένιους συνταγμένος
και αφή χρυσή
μια ουτοπία συρμακέζικη μεταλλική
χρυσοκλωσμένη από νυχτόβιο μελάνι
και σιωπή
(*)Στερεότυπη επιγραφή σε καπάκι τσέμπαλου (Laetitiae comes, medicina dolorum)
Γ.Σ. Μπαχ: Βραδεμβούργια Κοντσέρτα αρ. 1 BWV 1046 – αρ. 6 BWV 1051