Χάρτης 36 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2021
https://www.hartismag.gr/hartis-36/afierwma/dyo-gia-thn-kina
Είδα την Κίνα στις σελίδες των βιβλίων πάντα ανάγλυφη και μεγάλη χαρά είχα να χώνω τα δάχτυλά μου στην άμμο των ερήμων της, να ψηλαφώ τα όρη και τις πεδιάδες, μετά είδα την Κίνα στα όνειρά μου, τους ανθρώπους της τυλιγμένους σε κόκκινα σαν αίμα κιμονό με ένα μικρό βιβλιαράκι για καπέλο και στον ουρανό πέντε κίτρινα αστέρια να λάμπουν σαν ήλιοι και δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες να στέκονται προσοχή σιωπηλοί και πολλοί από αυτούς δακρυσμένοι να χαμογελούν βαθιά συγκινημένοι, μετά είδα την Κίνα σαν ένα μεγάλο φορτηγό που έτρεχε ασταμάτητα και στην καρότσα του μοναχοί στέκονταν σε στάσεις χορευτικές, ακίνητοι, κρατώντας πορτοκαλί ομπρέλες και στο κέντρο της ήταν στερεωμένο ένα πελώριο άγαλμα του Ποσειδώνα, πεταλούδες εντυπωσιακές φώλιαζαν στο σώμα του και στα άτακτα μαλλιά του δεμένοι ήταν ποταμοί που κατέληγαν σε ψηλούς καταρράκτες. Ξαφνικά όλα ερήμωσαν και μέσα από την έρημο πετάγονταν τρομακτικές κεφαλές ζώων που πρώτη φορά έβλεπα και θεόρατα πολύχρωμα λουλούδια περίεργα που πρώτη φορά έβλεπα, ξεκόβονταν, πετούσαν και οι ρίζες τους μετέωρες στο κενό στάλαζαν και τείχη γιγαντιαία και όρη δυσπρόσιτα υψώνονταν και οι κορυφές τους λαμπύριζαν σαν να ήταν μεταξένιες και λύγιζαν επικίνδυνα πέρα δώθε, έτοιμες να ξεκοπούν. Τότε ήρθαν τα σύννεφα, ξετυλίχτηκαν και από τις κορυφές χύθηκαν μέχρι τους πρόποδες των βουνών, όλα φαίνονταν χιονισμένα κατάλευκα.
Αυτά είδα κι όταν προσπάθησα να τα εκμυστηρευτώ μιλιά δεν μου έβγαινε κι όταν προσπάθησα να τα ζωγραφίσω τα χρώματα χάνονταν και το χαρτί καιγόταν χωρίς καπνό, μόνο άρωμα ξεχυνόταν που δεν θύμιζε κανένα άλλο κι όσο σκορπιζόταν τόσο περισσότερο δυνάμωνε, απλώθηκε, απλώθηκε και στις άκρες του άναψαν εκατομμύρια φαναράκια κι είδα μια μεγάλη περιοχή της γης ολόφωτη και πάνω της οι άνθρωποι δεν περπατούσαν, αλλά έπλεαν και καθένας από αυτούς κουβαλούσε ένα μικρό ποταμό καταγάλανο και στο κεφάλι για καπέλο είχε ένα κεφάλι δράκου κόκκινου που κάθε τόσο φλόγες ξερνούσε κι όλα έγιναν ένα, πυρπολήθηκαν, δεν έμεινε τίποτε. Από εκεί κι ύστερα ανέλαβαν τα πνεύματα και οι θεοί και οι άνθρωποι έγιναν μύθοι κι έπιασαν δουλειά για να χωρέσουν στην πραγματικότητα.
Ο Χουέ Λι Ζιγιάγκ ζούσε στην Κίνα, στην επαρχία Τσιανγκσού. Το σπίτι του βρισκόταν στα περίχωρα της Ναντόγκ, μια περιοχή όπου τα φιδωτά ρυζοχώραφα απλώνονταν σε αμέτρητες καταπράσινες αναβαθμίδες παντού τριγύρω, ενώ ανάμεσα στους πολυπληθείς λόφους κυλούσε λαμπυρίζοντας ο ποταμός Γιανγκτσέ, μεγαλοπρεπής και γαλήνιος στο ταξίδι του προς τη θάλασσα της Ανατολικής Κίνας.
Όταν ζούσα στα πολύχρωμα βουνά του «Ουράνιου τόξου», στη Γκανσού, άρχισα να σχεδιάζω δράκους, είπε ο Χουέ Λι Ζιγιάγκ κι έσπρωξε ένα ποτήρι κρασί Χούτζου προς το μέρος μου. Πάντα ξεκινώ με ένα τραγούδι, πιάνω το σενγκ, γεμίζω τα πνευμόνια με αέρα και οι ήχοι του ταράζουν τη σιωπή της νύχτας, την ώρα της αυγής κάνω μια μεγάλη βόλτα στα ρυζοχώραφα, τα χρώματα κυλούν μέσα μου κι εγώ τα ρουφώ αργά, σταθερά, μέχρι να γίνουν σπλάχνα και μέλη του σώματός μου. Έπειτα, προσεύχομαι στο άγνωστο, στο άπειρο που χάνεται μακρυά, πολύ μακρυά κι όταν νοιώσω τη φλόγα του θεού Σούι Γιόν να σπινθηρίζει στην καρδιά μου αρχίζω να διαλέγω τα χρώματα για τους δράκους που φτιάχνω. Το κίτρινο σαν τα λουλούδια της κανόλα στις πεδιάδες της Γιουνάν, το καφέ σαν τον πηλό που έπλασε τους ανθρώπους η θεά Νου-Κούα, το πράσινο σαν «το σπίρτο της άνοιξης», το χορτάρι που φυτρώνει στα όρη Τανγκούλασαν του Θιβέτ, το κόκκινο σαν δειλινό στον ποταμό Μεκόνγκ, σαν το αίμα του πατέρα που χάθηκε στον πόλεμο, το χρυσαφί ίδιο με τα σπαρτά της εύφορης πεδιάδας του Τσενγκτού, το γαλάζιο της «Χώρας του ουρανού» και το ασημί, όμοιο με την πανσέληνο όταν προβάλλει από τα όρη Τιέν Σαν. Τα χρώματα μιλούν, κι εγώ ακολουθώ το ψιθύρισμά τους, αυτά οδηγούν το χέρι μου, η ψυχή τους γίνεται αίμα και οι δράκοι μου αποκτούν πνοή και τότε αυτονομούνται για να συντροφέψουν τα καλά πνεύματα του κόσμου. Κι όσο κυκλοφορούν σε αυτό το απόκοσμο σύμπαν τους στολίζω με φτερά και νύχια και ράμφη πουλιών και μορφές ζώων, λέπια φιδιών και πτερύγια ψαριών, σπονδύλους μεγάλων ποταμών, κορυφές βουνών και όνειρα που κρατούν το βάρος του ορίζοντα κι εφιάλτες που ξεπηδούν από τα βάθη των θαλασσών κι επιθυμίες θεών και ανθρώπων, θέλω να έχουν το απόκρυφο βουητό των πόλεων, την καλοσύνη των πεδιάδων και το άγνωστο που προβάλλει μέσα από το σκοτάδι της ζωής μου. Με αυτά τα υλικά φτιάχνω τους δράκους μου, είπε ο Χουέ Λι.
Άκουγα συνεπαρμένος τα λόγια του και είχα την αίσθηση πως οι δράκοι του, που βρίσκονταν παντού γύρω μας μέσα στο εργαστήριό του, είχαν στ’ αλήθεια ζωντανέψει και σέρνονταν αργά ανάμεσά μας, με τα τεράστια στόματά τους ορθάνοιχτα, κροταλίζοντας τις οστέινες πλάκες τους.
Αυτές τις μέρες αρχίζει το Φεστιβάλ του πλωτού Δράκου, είπε ο Χουέ Λι κι έφερε ακόμη δυο μικρά ποτήρια γεμάτα με τη «φλόγα του αίματος», ένα κινέζικο ποτό σαν βότκα. Έπειτα, βάλθηκε να αποτελειώσει το κεφάλι του δράκου που στόλιζε τη βάρκα της πόλης Ναντόνγκ, που θα έπαιρνε μέρος στους αγώνες.
Είχε σχεδόν ξημερώσει κι ένα πελώριο κεφάλι κατακόκκινου δράκου, με γαλάζια διαπεραστικά μάτια, χρυσαφί χαίτη στολισμένη με ασημένια λέπια και λοφίο μια μαύρη ουρά φιδιού, δέσποζε στην πλώρη της στενόμακρης βάρκας που την είχε στήσει στο κέντρο του εργαστηρίου του. Ο Χουέ Λι άνοιξε το μεγάλο παράθυρο κι έριξε μια ματιά στον Γιανγκτσέ που κυλούσε ήρεμος στους πρόποδες του λόφου, χάιδεψε το κεφάλι του δράκου και κάθισε αποκαμωμένος σε μια πράσινη πολυθρόνα με σχήμα ουράς ψαριού και πλάτη ένα κίτρινο φύλλο φοίνικα με χαραγμένα τρομακτικά ροζ κεφάλια σαυρών από την Ινδονησία. Η βάρκα της Ναντόνγκ θα τερματίσει πρώτη, είπε με σιγουριά, και ο δράκος που δεσπόζει στην πλώρη της θα σηκώσει περήφανος την κεφαλή του ψηλά, προς τον ουρανό, ξερνώντας τις φωτιές του και το πλήθος, που θα παρακολουθεί το θέαμα στρυμωγμένο στις όχθες του ποταμού, θα χειροκροτεί ενθουσιασμένο.