Χάρτης 70 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-70/kinhmatografos/fransis-farmer-epanastatria-me-aitia
«Ήταν μια γυναίκα που υπερασπίστηκε πολλά πράγματα, τα οποία οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν το κουράγιο να υπερασπιστούν. Την πολέμησαν άγρια, την πλήγωσαν βαθιά, αλλά μπόρεσε να κρατήσει το κεφάλι ψηλά. Και αυτό είναι κάτι που θα το ήθελαν όλοι». Με αυτά τα λόγια διαφημίστηκε η κινηματογραφική ανασύνθεση της ζωής μιας πολυσυζητημένης ―και πολυβασανισμένης― ηθοποιού του Χόλιγουντ, της Φράνσις Φάρμερ. Η ταινία που πραγματεύεται τον ταραχώδη βίο της, είχε ως πρωτότυπο τίτλο το μικρό της όνομα. Στο «Φράνσις» (ελλ. τίτλος «Φράνσις, μια αδέσμευτη γυναίκα») τον ομώνυμο πρωταγωνιστικό ρόλο ερμηνεύει συγκλονιστικά η Τζέσικα Λανγκ. Ήταν η πρώτη της υποψηφιότητα για Όσκαρ, αν και την ίδια χρονιά κέρδισε το βραβείο για μια άλλη ταινία (β΄ γυναικείου ρόλου στο «Τούτσι»). Το σενάριο έγραψαν από κοινού οι Έρικ Μπέργκρεν, Κρίστοφερ Ντε Βορ και Νίκολας Καζάν. Ο τελευταίος είναι γιος του σκηνοθέτη Ηλία Καζάν που είχε συνεργασθεί, ηθοποιός ακόμα, με την Φράνσις Φάρμερ στο θέατρο.
Η ταινία, που κυκλοφόρησε 12 χρόνια μετά το θάνατο της ηθοποιού, ξεκινά με τη δήλωση ότι βασίζεται στην αληθινή ιστορία της Φράνσις. Μια φωτογραφία, μάλιστα, της πραγματικής Φράνσις εικονίζεται σε κάποια σκηνή, στην οποία η ―κινηματογραφική― μητέρα της ξεφυλλίζει ένα οικογενειακό άλμπουμ. Η ταινία καταγράφει τη ζωή της, ξεκινώντας από τα σχολικά χρόνια και τη σύντομη κινηματογραφική καριέρα της στα χρόνια του ’30, μέχρι τους συνεχείς εγκλεισμούς στα ψυχιατρεία λόγω μιας ―υποτιθέμενης― φρενοβλάβειας, και το θάνατό της.
Γεννημένη το 1914 στο Σιάτλ, η Φράνσις Έλεν Φάρμερ ήταν ένα όμορφο, όσο και προικισμένο κορίτσι. Οι επιδόσεις της στο σχολείο είχαν ως αποτέλεσμα να κερδίσει σε κάποιο διαγωνισμό Γραμμάτων και Τεχνών το πρώτο βραβείο, συνοδευόμενο από ένα τσεκ αξίας 1.000 δολαρίων. Η έκθεση ιδεών με την οποία ανακηρύχθηκε νικήτρια σε ηλικία 17 ετών, είχε τίτλο «Ο Θεός πεθαίνει» και υπότιτλο «Ένας “υπέρ-πατέρας” Θεός και οι παρατηρήσεις του για ένα χαοτικό και άθεο κόσμο». Όπως ανέφερε η ίδια αργότερα, έγραψε αυτό το κείμενο επηρεασμένη από τα βιβλία τού Νίτσε που διάβαζε στην εφηβεία της: «Εξέφραζε τις ίδιες αμφιβολίες που ένιωθα κι εγώ, μόνο που το έλεγε στα γερμανικά. “Gott ist tot”. Ο Θεός είναι νεκρός. Αυτό μπορούσα να το καταλάβω. Δεν έβρισκα αποδείξεις στη ζωή μου ότι Αυτός υπάρχει, ή ότι Αυτός είχε δείξει ποτέ το παραμικρό ενδιαφέρον για μένα».
Το 1935, η Φράνσις Φάρμερ αναδείχθηκε ξανά νικήτρια ενός διαγωνισμού. Αυτή τη φορά, μεταξύ των συνδρομητών τής αριστερής εφημερίδας Η Φωνή της Δράσης. Το πρώτο βραβείο ήταν ένα ταξίδι στη Σοβιετική Ένωση, το οποίο αξιοποίησε για να μπορέσει να δει παραστάσεις του πρωτοποριακού Θεάτρου Τέχνης στην Μόσχα. Επιστρέφοντας στην Αμερική, την πρόσεξε ένας κυνηγός ταλέντων της Paramount και κανόνισε να κάνει ένα δοκιμαστικό. Η όμορφη ξανθιά με την αισθησιακή φωνή πέρασε με επιτυχία το τεστ και, ανήμερα των 22ων γενεθλίων της, υπέγραψε ένα συμβόλαιο διάρκειας 7 ετών. Δεν είχε τύχη στις πρώτες κινηματογραφικές εμφανίσεις της, καθώς της έδωσαν μικρούς ρόλους σε κάποιες ταινίες β΄ διαλογής. Η ίδια, περιέγραψε την εμπειρία που αποκόμισε ως «ανιαρή και επαγγελματικά ταπεινωτική».
Η Φράνσις Φάρμερ έκανε λίγες ταινίες στην καριέρα της, οι περισσότερες ανάξιες λόγου. Αλλά είναι αξέχαστη στις καλές. Το μεγάλο άλμα έγινε το καλοκαίρι του 1936, όταν η Paramount τη «δάνεισε» στην M.G.M., προκειμένου να παίξει στο δράμα «Come and get it». Αιτία ήταν η άρνηση του Χάουαρντ Χοκς να σκηνοθετήσει το μεγάλο αστέρι της M.G.M., Μίριαμ Χόπκινς, με αποτέλεσμα να αδράξει την ευκαιρία η Φράνσις Φάρμερ. Ο διπλός ρόλος της, ως μητέρα και κόρη, εγκωμιάστηκε από τους κριτικούς. Ο Χοκς είπε αργότερα ότι τη θεωρούσε την καλύτερη ηθοποιό από όσες είχε συνεργαστεί, ενώ ο Τύπος χαιρέτισε την παρουσία της, γράφοντας ότι ένα καινούριο αστέρι ανέτειλε στο κινηματογραφικό στερέωμα. «Μεγαλύτερη από την Γκάρμπο», έγραψε διθυραμβικά η αρθρογράφος κοσμικών στηλών για το Χόλιγουντ, Λουέλα Πάρσονς.
Αποφασισμένη να καταξιωθεί ως ηθοποιός, η Φράνσις ήταν εξίσου αποφασισμένη να μην γίνει υποχείριο των μεγάλων αφεντικών του Χόλιγουντ. Όλων εκείνων που ρύθμιζαν, σύμφωνα με τα γούστα και τα συμφέροντά τους, τη ζωή των «υποτελών» ηθοποιών που δεσμεύονταν με συμβόλαιο. Η Φράνσις εξαγρίωσε τους υπευθύνους των στούντιο με την στάση της, αρνούμενη να συμπράξει στα κόλπα διαφημιστικής προβολής.
Ανάμεσα στα πολλά που (τους) έκανε ήταν η άρνηση να αλλάξει όνομα, υιοθετώντας κάποιο καλλιτεχνικό ψευδώνυμο. Απέφευγε τα λαμπερά πάρτι που δίνονταν στην Μέκα του κινηματογράφου και απέκρουε τις προκατασκευασμένες σχέσεις με άλλους σταρ, που έδιναν τροφή στις στήλες των κουτσομπολίστικων εντύπων. Επιπλέον, σχετίστηκε με κινήματα αντιδημοφιλή στο Χόλιγουντ, υπέρ των μεταναστών ή εκείνων που πολεμούσαν ως εθελοντές στις τάξεις των δημοκρατικών στον εμφύλιο πόλεμο της Ισπανίας. Με λίγα λόγια, αποτελούσε το «μαύρο πρόβατο» της συντηρητικής και άκρως υποκριτικής κοινωνίας του θεάματος. Κάτι που το πλήρωσε πολύ ακριβά.
Η Φράνσις παντρεύτηκε τον πρώτο της σύζυγο, Ντουέιν Στιλ, παρά τις αντίθετες συμβουλές που δεχόταν. Στην ταινία, τον απατά με τον Χάρι Γιορκ (Σαμ Σέπαρντ), ένα κομμουνιστή δημοσιογράφο, τη βραδιά της πρεμιέρας του «Come and get it». Ο επινοημένος αυτός χαρακτήρας βασίζεται, εν μέρει, σε ένα υπαρκτό πρόσωπο: τον ιδιωτικό ντετέκτιβ (και πρώην κατάδικο) Στιούαρτ Γιάκομπσον. Ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο, που ισχυριζόταν ότι υπήρξε περιστασιακός εραστής και έμπιστος φίλος της Φράνσις. Ο γάμος της, όπως και η ζωή στο Χόλιγουντ, δεν έφεραν την ευτυχία. Έτσι, τα παράτησε όλα, μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και δοκίμασε την τύχη της στο θεατρικό σανίδι, ως μέλος του πολιτικά δραστήριου θιάσου Group Theater. Μια κολεκτίβα που (συν)δημιουργήθηκε από τον Λι Στράσμπεργκ στις αρχές της δεκαετίας του ’30 και ήταν πρωτοπόρος της λεγόμενης «Μεθόδου» στην υποκριτική, από τις διδασκαλίες του Κονσταντίν Στανισλάφσκι. Η επιτυχία που γνώρισε στην πρώτη της εμφάνιση, με το «Χρυσό αγόρι» του θεατρικού συγγραφέα, σκηνοθέτη και πρόσκαιρου εραστή της, Κλίφορντ Όντετς, δεν είχε ανάλογη συνέχεια. Κάποιες ηχηρές αποτυχίες που ακολούθησαν (και οφείλονταν, εν μέρει, στο τέλος της προβληματικής σχέσης της με τον Όντετς) και ένας δεύτερος γάμος, με τον ηθοποιό Λιφ Έρικσον (που επίσης εξόκειλε), οδήγησαν την Φράνσις πίσω στο Χόλιγουντ, όπου προσπάθησε να ξανακτίσει την καριέρα της. Δυστυχώς, βρήκε μόνο κάποιους ρόλους σε ταινίες β΄ διαλογής, αφού τα μεγάλα κεφάλια του Χόλιγουντ δεν είχαν ξεχάσει την «ενοχλητική» συμπεριφορά της.
Η μαύρη λίστα στην οποία είχε μπει, σε συνδυασμό με την αυταρχική συμπεριφορά της μητέρας της, Λίλιαν (ρόλο ερμηνευμένο εξαιρετικά από την Κιμ Στάνλεϊ), που είχε γίνει ο νόμιμος κηδεμόνας της, αποδείχθηκαν καταστρεπτικά για την ψυχική της ισορροπία και την οδήγησαν σε νευρικό κλονισμό. Η καταπιεστική μητέρα, πρόσωπο που διαδραμάτισε μεγάλο ρόλο στη ζωή και, κατ’ επέκταση, στην καριέρα της κόρης, θα οδηγούσε την Φράνσις, αργά αλλά σταθερά, στην κατάπτωση και στις καταχρήσεις. Ο μύθος της Ωραίας και του Τέρατος απέκτησε στην περίπτωσή της διαφορετική ερμηνεία: Ωραία ήταν η Φράνσις και Τέρας το αλκοόλ και οι αμφεταμίνες. «Από εκεί και πέρα», ανέφερε αργότερα ένα δημοσίευμα, «το έπος της Φράνσις Φάρμερ συνέθετε η πάλη με το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, οι νευρικές καταρρεύσεις και τα ψυχιατρικά ιδρύματα».
Η αρχή του τέλους δόθηκε μια νύχτα του 1942, όταν η αστυνομία την σταμάτησε για έλεγχο ενώ οδηγούσε. Σύμφωνα με το δελτίο συμβάντων, είπε στους αστυνομικούς «Σας βαριέμαι», συνοδεύοντας αυτά τα λόγια με βρισιές. Οδηγήθηκε στο Αυτόφωρο και καταδικάστηκε, με αναστολή, για οδήγηση σε κατάσταση μέθης. Λίγους μήνες αργότερα, ενώ συμμετείχε σε ένα μελόδραμα (επίσης β΄ διαλογής) με τίτλο «Χωρίς απόδραση», καυγάδισε με μια κομμώτρια, τη χαστούκισε δυνατά και μετά παράτησε το γύρισμα, επιστρέφοντας στο μπαρ του ξενοδοχείου που διέμενε για να τα πιει με τους φίλους της.
Φαίνεται ότι ο τίτλος εκείνης της ταινίας ήταν σημαδιακός. Από τότε, η ζωή της Φράνσις μετατράπηκε σε εφιάλτη χωρίς απόδραση. Στη δίκη που ακολούθησε, μετά τη μήνυση που υπεβλήθη για απρόκλητη επίθεση, καταδικάστηκε σε 180 ημέρες φυλάκιση. Χωρίς αναστολή αυτή τη φορά. Στο άκουσμα της απόφασης, η Φράνσις έξαλλη πέταξε ένα μελανοδοχείο στην δικαστική έδρα, χαστούκισε τους αστυνομικούς που επενέβησαν και οδηγήθηκε βίαια στο κρατητήριο, φωνάζοντας «Είχατε εσείς ποτέ ραγισμένη καρδιά;». Ύστερα από παρέμβαση της μητέρας της μεταφέρθηκε στο ψυχιατρικό τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου του Λος Άντζελες, όπου διαγνώσθηκε με «μανιοκαταθλιπτική ψύχωση». Από εκεί και πέρα, ξεκίνησε μια μακρά βασανιστική πορεία, με εγκλεισμούς σε διάφορα ψυχιατρικά ιδρύματα που την ανάγκασαν να βιώσει μια προσωπική κόλαση. Από το Γενικό Νοσοκομείο μεταφέρθηκε στο Σανατόριο Κίμπαλ, όπου η διάγνωση αναβαθμίστηκε σε «παρανοϊκή σχιζοφρένεια». Πάλι με ενέργειες της μητέρας της, η Φράνσις επέστρεψε στο σπίτι για καλύτερη φροντίδα. Συνέβη το εντελώς αντίθετο. Ο δεσποτικός χαρακτήρας της μητέρας και τα διαλυμένα νεύρα της κόρης υπήρξαν τα αίτια διαρκών συγκρούσεων μεταξύ τους. Το αποτέλεσμα ήταν να κλειστεί ξανά σε ψυχιατρείο, κατόπιν ενεργειών ―ποιας άλλης;― της μητέρας της. Αυτή τη φορά ήταν το Νοσοκομείο Δυτικής Πολιτείας, στην Ουάσινγκτον, όπου θα παρέμενε έγκλειστη σχεδόν πέντε χρόνια, υποφέροντας τα πάνδεινα σε ένα κολαστήριο που ονομαζόταν, κατ’ ευφημισμό, θεραπευτικό ίδρυμα.
Στην ημιτελή αυτοβιογραφία, που κυκλοφόρησε μετά το θάνατό της με τίτλο «Θα υπάρξει πραγματικά πρωινό;», (εμπνευσμένο από ένα ποίημα της Έμιλι Ντίκινσον), η Φράνσις χαρακτήρισε «αβάσταχτη τρομοκρατία» τον μακροχρόνιο εγκλεισμό της στο άσυλο: «Ήμουν αλυσοδεμένη στο κελί, τυλιγμένη με ζουρλομανδύα, και μισοπνιγμένη σε μπανιέρες με παγωμένο νερό». Εκτός από τις ιατρικές «θεραπείες» στις οποίες την υπέβαλαν, ανάμεσά τους και την εξοντωτική ηλεκτροσπασμοθεραπεία, η Φράνσις υπέστη συχνούς ξυλοδαρμούς και έζησε την φρίκη των (ενίοτε ομαδικών) βιασμών από άλλους τροφίμους, από νοσηλευτές, ακόμα και από παρέες μεθυσμένων πεζοναυτών ενός κοντινού στρατοπέδου, που δωροδοκούσαν τους φύλακες για να τους αφήσει να μπουν στο θάλαμό της.
Η Φράνσις κατάφερε, παρ’ όλα αυτά, να επιβιώσει. Το 1950 πήρε εξιτήριο από το κολαστήριο, μάζεψε τα κομμάτια της και αποζήτησε μια ήρεμη ζωή. Η ίδια έγραψε στην αυτοβιογραφία της για την εμπειρία ως ψυχικά ασθενής: «Δεν ξεγελιέμαι πιστεύοντας ότι ο τρόμος έχει περάσει, γιατί μου φαίνεται τόσο μεγάλος και κακός σήμερα όσο ήταν στην απεχθή εποχή του εγκλεισμού μου. Πρέπει να αφηγηθώ τη φρίκη καθώς τα θυμάμαι, με την ελπίδα ότι κάποια ανθρώπινη δύναμη θα μπορούσε να κινηθεί για να ανακουφίσει τα άτυχα πλάσματα που εξακολουθούν να είναι φυλακισμένα στις πίσω πτέρυγες ιδρυμάτων σε αποσύνθεση». Η Φράνσις δούλεψε στη συνέχεια ως ρεσεψιονίστ σε ένα ξενοδοχείο του Σαν Φρανσίσκο, παντρεύτηκε (και χώρισε) για τρίτη φορά, έγινε παρουσιάστρια εκπομπής για το σινεμά σε ένα τοπικό τηλεοπτικό σταθμό και άρχισε να γράφει την αυτοβιογραφία της. Την πρόλαβε ο θάνατος, το 1970, λόγω καρκίνου του οισοφάγου, σε ηλικία 56 ετών. Πέθανε μόνη, όπως ακριβώς είχε ζήσει. «Δεν κατηγορώ κανένα για την πτώση μου», είχε πει σε μια συνέντευξη. «Νομίζω ότι κέρδισα τον αγώνα για τον έλεγχο του εαυτού μου».
Η ταινία περιέχει μια πολυσυζητημένη σκηνή, στην οποία γίνεται λοβοτομή στην Φράνσις, κατ’ εντολή της μητέρας της. Η μέθοδος αυτή, που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του ’30, καταστρέφει τμήματα του μετωπιαίου λοβού του εγκεφάλου σε άτομα με διανοητικές ταραχές ή ψυχικές ασθένειες, με σκοπό την εξάλειψη των συμπτωμάτων. Την εποχή που έζησε η Φράνσις Φάρμερ, οποιοσδήποτε διήγε ένα μη συμβατικό και ριζοσπαστικό τρόπο ζωής, καθώς και όποιος παρουσίαζε συμπτώματα που τα συνέδεαν, τότε, με ψυχικές ασθένειες (η ομοφυλοφιλία συγκαταλεγόταν σε αυτές), κινδύνευε με λοβοτομή. Η εγχείρηση που παρουσιάζεται στην ταινία, δεν συνέβη πραγματικά. Αναφέρεται στο βιογραφικό μυθιστόρημα του Ουίλιαμ Άρνολντ Shadowland (1978) και από εκεί αντλήθηκε η ιδέα της αντίστοιχης κινηματογραφικής σκηνής.
Παρά την εκτεταμένη έρευνα που προηγήθηκε από τους τρεις σεναριογράφους, προκειμένου να τεκμηριώσουν την ιστορία, λίγα στοιχεία βρέθηκαν για τη ζωή της ηθοποιού. Ανάμεσά τους, όσα αναφέρει η ίδια στην αυτοβιογραφία της, καθώς και η επίμαχη αναφορά στο βιβλίο του Άρνολντ για την υποτιθέμενη λοβοτομή. Μία αβάσιμη «μαρτυρία» που πρόσφερε, εντούτοις, την κορυφαία σκηνή της ταινίας. Κορυφαία, μεν, νομικά επίμαχη, δε. Ίσως για αυτό το λόγο, αλλά και για να ευχαριστήσουν το Τμήμα Ψυχικής Υγείας της Καλιφόρνιας για τις διευκολύνσεις που τους παρείχαν, οι παραγωγοί της ταινίας πρόσθεσαν την ακόλουθη δήλωση στους τίτλους τέλους: «Από τη δεκαετία του ’40 έχει συντελεστεί σημαντική πρόοδος στην φροντίδα και την θεραπεία των πνευματικά ασθενών. Οι κατακριτέες συνθήκες τις οποίες βίωσε η Φράνσις Φάρμερ, δεν ανταποκρίνονται στην φροντίδα και θεραπεία της ψυχικής υγείας σήμερα».
Το πρωτότυπο τρέιλερ της ταινίας: