Χάρτης 70 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-70/pyxides/mikri-klimaka-koyla-adaloghloi-sofia-ghiaghka-nikos-davvetas-spyros-kiosses
¤¦H στήλη αυτή προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μια φράση που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα αδημοσίευτο πεζό κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε δίνεται και μη ρηματική ιδέα συγγραφής, μια μουσική ή μια φωτογραφία. Στόχος της στήλης είναι αφενός να δημιουργηθεί μια δεξαμενή συλλογής πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω χαρτογράφηση της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής μικρομυθοπλασίας. Έμπνευση για τον αφηγηματικό κύκλο του 2024 αποτελούν οι στίχοι«Η δριμύτης της ανοίξεως είναι φιλί πούχω στο στόμα» (Ανδρέας Εμπειρίκος, Ενδοχώρα, από την ποιητική σύνθεση Ο Πλόκαμος της Αλταμίρας) και «Εσύ που το μάτι σου είναι χείλι» (Μάτση Χατζηλαζάρου, Ποιήματα 1944-1985, από το ποίημα με τίτλο Εκεί-πέρα εδώ). Στους τέσσερις συγγραφείς αυτού του τεύχους έχουν δοθεί οι λέξεις “öpücük ” και “قبلة (qubla)”, οι οποίες σημαίνουν φιλί στα τουρκικά και στα αραβικά, αντίστοιχα.
Για τις δυο σταγόνες στα μάτια της
Στη διαδικτυακή συνέντευξη πήραν μέρος η Μανάλ, Παλαιστίνια δημοσιογράφος, και η Χάνα, Ισραηλινή ακτιβίστρια. Η Μανάλ μίλησε για τους νεκρούς της, για τη φυλάκιση και τα βασανιστήριά της, για το πώς ξέφυγε και έφυγε στην Αμερική. Η Χάνα για τη σύλληψή της από τις ισραηλινές αρχές, για τα χαλάσματα, για τα γκρεμισμένα νοσοκομεία και θέατρα, για την ντροπή του θανάτου σε σώματα παιδικά και σε σώματα νέων, που είναι η ουσία της ζωής. Και οι δυο μίλησαν για τους ανθρώπους της Γάζας, που μπορούν και γελούν ακόμη μέσα στη μαυρίλα που τους ζώνει. Για το μεγαλείο της ψυχής απέναντι στον θάνατο. Η Ελληνίδα δημοσιογράφος, υπεύθυνη για μια εισαγωγή και κάποιες διευκρινίσεις, σκέφτηκε αμέσως τους Ελεύθερους Πολιορκημένους. Δεν τους βαραίν’ ο πόλεμος αλλ’ έγινε πνοή τους […] κι εμπόδισμα δεν είναι στις κορασιές να τραγουδούν και στα παιδιά να παίζουν.
Το σπάσιμο στο πρόσωπο των δύο γυναικών φανέρωνε τη συγκίνηση και τη φόρτισή τους.
Λίγες ώρες μετά, η Χάνα έστειλε μήνυμα στη Μανάλ: «Σου χρωστώ ένα φιλί. قبلة για τις δυο σταγόνες που έλαμψαν με τις τελευταίες φράσεις στα μάτια σου, και δεν τις άφησες να κυλήσουν, πολύτιμες σταγόνες, πόνος, και ελπίδα. Ένιωσα πολύ κοντά τις καρδιές μας. Θα τα καταφέρουμε. Ό,τι χρειαστείς, εδώ είμαι».
*Αφόρμηση για το κείμενο αποτελεί η ταινία-ντοκιμαντέρ Εκεί που κλαίνε τα ελαιόδεντρα (Where olive trees weep), σε διαδικτυακή μετάδοση από το Πανελλήνιο Δίκτυο για το Θέατρο στην Εκπαίδευση.
Το σύνθημα
Η συνάντηση είχε οριστεί για την Κυριακή το βράδυ, στο κλειστό περίπτερο της πλατείας. Οι οδηγίες και η ώρα ήταν σαφείς. Το ίδιο και το σύνθημα. Αλλά, όταν ένιωσε το μαχαίρι να βυθίζεται στα πλευρά του, κατάλαβε ότι είχε κάνει λάθος.
Δεν είχε πει «öpücük».
Istanbul
Τα επόμενα λεπτά στέκομαι στoν δεύτερο όροφο της Istanbul Modern, για την ακρίβεια μπροστά σε δυο μεγάλα χάλκινα ελάσματα, που ενώνονται στιγμιαία και απομακρύνονται αμέσως αφήνοντας έναν χαρακτηριστικό ήχο σαν αυτόν του κινητού όταν δέχεται εισερχόμενο μήνυμα. Στην αίθουσα είμαι μόνος και μπορώ να παρατηρώ το έργο με άνεση και από όλες τις πλευρές του. Σε μια πινακίδα που έχει εντοιχιστεί αριστερά διαβάζω το όνομα του καλλιτέχνη -δεν μου θυμίζει κάτι- και τον τίτλο της δημιουργίας του: öpücük (φιλί) Συλλαβίζω δυνατά την άγνωστη λέξη οπουτζούκ. Ο-που-τζούκ! Συνεχίζω χωρίς να πάρω ανάσα σαν λεκτικό παιχνίδι. Ο-που-τζούκ! Ο άδειος χώρος πολλαπλασιάζει τον ήχο, μεταφέρει μια μια τις συλλαβές όσο πιο μακριά γίνεται. Ξαφνικά αντιλαμβάνομαι να έρχεται προς το μέρος μου τρέχοντας η φύλακας του ορόφου με την χαρακτηριστική στολή και το κόκκινο καρτελάκι. Σταματώ και την κοιτάζω εμβρόντητος, έτοιμος για τα χειρότερα. Πριν προλάβω να δικαιολογηθώ με έχει αρπάξει από τους ώμους κι έχει κολλήσει τα σαρκώδη χείλη της στα χείλη μου. «Art is a miracle», μου ψιθυρίζει.
Μικρή ιστορία
Ήταν η εποχή των ατελείωτων καλοκαιριών, τότε που ο χρόνος υπήρχε διεσταλμένος. Και της ανίας. Δεν είχαμε χειρότερο απ’ τα αναγκαστικά θελήματα των γειτόνων. Μισό κιλό ψωμί σουσαμένιο, φακές ψιλές, ούζο χύμα. Απ’ όλους τους προορισμούς προτιμούσα το ψιλικατζίδικο του Ιμπράμ. Όχι για τα τζίτζιλι μίτζιλι που με αγγάρευαν, μουλινέδες, τσιλέδες, κουβαρίστρες, κουμπιά. Για τη Μεράλ πήγαινα, την κόρη του ξερακιανού ιδιοκτήτη. Καμιά δεκαετία μεγαλύτερή μου, μικροκαμωμένη και λεπτεπίλεπτη. Μου ’δινε τα ρέστα κι εγώ χάζευα τα γαλάζια της μάτια, ίδια της Χουλιά Αβσάρ στις τούρκικες ταινίες που παρακολουθούσε η μάνα μου. Ίσιωνα με το βλέμμα τις καστανοκόκκινες τούφες που ’χαν λευτερωθεί ατίθασες απ’ τη μαντίλα. Πιθανόν να την ονειρευόμουν κιόλας, τέλος καλοκαιριού, λίγο πριν μεγαλώσουμε. Δεν μπορεί, θα την ονειρεύτηκα έστω μία φορά. Στ’ όνειρό μου θα ’ταν η Τοσοδούλα. Θα κοιμόταν σε μια δαχτυλήθρα. Μια μέρα, λέει, παρακοιμήθηκε και μου πούλησε από λάθος ο πατέρας το κρεβάτι της. Κι εκεί που ξετύλιγα το χαρτί, πετάγεται από μέσα το κορίτσι. Ερωτευόμαστε με την πρώτη ματιά. Μα δεν μιλάμε την ίδια γλώσσα. Τι να σημαίνει το öpücük που επίμονα ζητάει; Άπραγος ακόμη, πού να γνωρίζω πως χρειαζόταν ένα φιλί, για να λυθεί το ξόρκι που την κρατούσε δέσμια από γεννησιμιού της;
[Τη Μεράλ την πάντρεψαν με έναν έμπορο απ’ την Αδριανούπολη. Μετά αρρώστησε. Έχασε τα μαλλιά της· μισή έμεινε. Λίγο πριν πεθάνει, λογικά την ονειρεύτηκα πάλι. Ελάχιστη, θα ’ταν ανεβασμένη στην πλάτη ενός ελαφιού και θα ταξίδευε καλπάζοντας τον κόσμο. Αργότερα θα μάθαινα ότι Μεράλ θα πει λαφίνα.]