Χάρτης 70 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-70/biblia/skia-psikhis
Η Αθηνά Παπαδάκη επανέρχεται με μία νέα συλλογή (Σκιά ψυχής), που περιλαμβάνει 28 ποιήματα. Ήδη ο τίτλος –με το φωνήεν «α» να ακούγεται και ως επισυναπτόμενο μόριο στη λέξη «ψυχής» (ά-ψυχης)– νοηματοδοτεί αμφίσημα τη συλλογή, αποδίδοντας όχι μόνον οντολογική σημασία στο περιεχόμενο αλλά εμπερικλείοντας και την προβληματική του θανάτου. Ήδη η έννοια της «σκιάς» πριμοδοτεί τον συνειρμό για την πλατωνική «αλληγορία του σπηλαίου», και τα συμπαρομαρτούντα ερωτήματα: Πόση αντίληψη και συνειδητότητα χωράμε; Πόση πραγματικότητα αντέχουμε; Είμαστε εν τέλει ζωντανοί ή νεκροί;
Ήδη η έναρξη της συλλογής με το ποίημα «Βίαιη αναχώρηση» προοικονομεί μια δυστοπική σύλληψη των πραγμάτων, Έφυγε ο παλιός ο χρόνος […] Πρόλαβε κι έσβησε/την πανσέληνο/της νέας χρονιάς,
ενώ εν συνεχεία γίνεται λόγος για την καταματωμένη/ουτοπία
(Όρκος) και για ένα όραμα/τυφλό εκ γενετής […]. Ποιος κρατάει το πηδάλιο/κι όλον τον ζόφο των καιρών/ονομάζει πεπρωμένο; (Χωρίς πρόσχημα). Στο ίδιο ποίημα, η Παπαδάκη γράφει άλλωστε, Aίλουροι/χύμηξαν για θησαυρό/σε νεκρά άστρα, περιγράφοντας την αγριότητα των καιρών, την τυφλή βία, την αστοχία της κρίσης, την παρανοϊκή κατασκευή εχθρών. Η κοινωνική θεματική (πόλεμος, προσφυγικό, πείνα, νέα κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα) θα την απασχολήσει επίσης.
Η συλλογή αποτελείται κυρίως από μικρά, πυκνά, συμβολικά, αλληγορικά, κάποτε με τη λειτουργική αμεσότητα που συναντάμε στα χαϊκού, και άλλοτε περισσότερο ερμητικά ποιήματα. Σε κάθε περίπτωση πάντως, λειτουργούν κυρίως ως αποφθεγματικός σχολιασμός, καθώς συλλαμβάνουν κι αποτυπώνουν στιγμές φευγαλέες. Η ποίηση της Παπαδάκη είναι ένας ήρεμος κρότος. Μια ποίηση που διακρίνεται, θα λέγαμε, από πλαστικότητα, οφειλόμενη στο αποστασιοποιημένο και στωικό βλέμμα του παρατηρητή, ο οποίος αφουγκράζεται με τις αισθήσεις, συμμετέχει σ’ έναν διάλογο με τη φύση, και παραδίδεται στη ροή της γλώσσας, έχοντάς της εμπιστοσύνη, Φυσάει δυνατός βοριάς/ρίχνει τ’ ανθάκια./Εκπνέει τι;/κι ακούω τ’ ανήκουστα (Μόνο με μάγια). Τα πράγματα κινούνται, αφήνοντας ένα ίχνος ιμπρεσσιονιστικό στο πέρασμά τους, μια πινελιά εντυπώσεων, όπως οι πινελιές του σκίτσου στο εξώφυλλο (έργο Αντρέα Καράμπελα), όπως ακριβώς και οι σκιές που περνούν στον τοίχο του πλατωνικού σπηλαίου. Μια ακαριαία συνάντηση με ένα τέλος, που δεν αφήνει περιθώρια διαφυγής, καθότι προσιδιάζει στον ντετερνισμό της ισοπέδωσης μιας μεταμοντέρνας εποχής. Ο πλατωνικός ήλιος εκτός του σπηλαίου, που υπόσχεται τη διαφορετική οπτική της πραγματικότητας, διαφαίνεται νεκρός: Εσύ που ύφανες/και θα ξηλώσεις τον ήλιο,/πώς κόπηκε ο λόγος,/τρίμματα σκορπίστηκε/στα πετεινά; (Με ρανίδες λέξεις).
Εάν τα λόγια είναι πτερόεντα, στο σύμπαν της Παπαδάκη, οι πράξεις τα συναγωνίζονται στην ανεπαρκή τους υπόσταση, μες σε μια γενικευμένη αδράνεια, καθώς θα λέγαμε πως «η αγαθή βούληση» και το «καθήκον», αυτή η καντιανή απεικόνιση του κόσμου απουσιάζει, Αληθεύει πως ο βίος μας/θα καταγραφεί σαν μαρτυρία εποχής;/Αποδημούν οι πράξεις/ταχύτερα από τα λόγια./Λόγια.
(Ατελές χρονικό). Κληρωτοί/βαρύτατης ποινής/οι ανοχύρωτοι άνθρωποι./Το μυστικό της θυσίας/ν’ αποκαλύψουν (Μεγάλη Παρασκευή 2022). Μήπως υπό την έννοια αυτή απουσιάζει και η ελευθερία, η οποία επιτρέπει μια ηθική στάση, ύστερα από συνειδητή προσχώρηση στο ήθος και στην εντιμότητα; Κι αν ναι, δεν επανερχόμαστε πλέον στους αλυσοδεμένους σκλάβους του πλατωνικού σπηλαίου; Οι χιονάνθρωποι/αρνούνται τη θερμότητα./Μήπως η αλήθεια φανερωθεί (Σχεδόν τρόμος). Επιπλέον, στο συμβολικό ποίημα «Επιβήτορες», με πολύ έμμεσο τρόπο και μία εξαίρετη μεταφορά, η ποιήτρια θα σχολιάσει τον αριβισμό, τη ματαιοδοξία, την επίδειξη ύφους και όχι ήθους, Με τ’ ασημένια φάλαρα/στο μέτωπο,/καλπάζουν οι επιβήτορες/Στο πέρασμά τους/μετανοεί ο χρυσός/για τα είκοσι τέσσερα καράτια.
Στη συλλογή θα συναντήσουμε και ποιήματα εξομολογητικά που αναφέρονται σε υπαρξιακά ερωτήματα και παρουσιάζουν τη σχέση του εαυτού με τον εαυτό και με τους άλλους, τη μοναξιά και τις ματαιώσεις του ποιητικού υποκειμένου, αντιδιαστέλλοντας το παρόν προς το παρελθόν, Μέχρι και τα δόρατα του ανέμου,/όπως στάχυα καλλιεργούσαμε (Σαν χθες). Ωστόσο η μνήμη κι ένας ακόμη ακμαίος εσωτερικός κόσμος που διατηρείται σιωπηλά και σε χαμηλούς τόνους πυροδοτεί ακόμη την επιθυμία της ζωής, Όταν γεννήθηκα/ πηγάδι ανάβλυσε μέσα μου (Εχεμύθεια).
Η Παπαδάκη, εν συνόλω, σχολιάζει τη δυσκολία και το βάρος της ύπαρξης, υπερασπιζόμενη την ουσιαστική ματιά προς τα έσω κι εκείνη τη θέση που θέλει έναν κόσμο περισσότερο σκεπτόμενο, λεπτό, σοφό και «ευλαβή», όπως διαφαίνεται στο ποίημα «Παιδαγωγός» (Με δέρμα ρυζόχαρτο,/κι όλη η χθόνια σοφία/γραμμένη εκεί), αλλά και στο τελευταίο ποίημα της συλλογής «Η κιβωτός μου», όπου δεν διαβάζουμε τίποτε άλλο παρά την αφιέρωση Στους αγέννητους, ως μία λιτή, ταπεινή, ευγενή και με έγνοια διατηρημένη παρακαταθήκη σε όσους πιθανώς αναζητήσουν τα λόγια της στο μέλλον.