Χάρτης 70 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-70/biblia/to-meghalo-mistirio-toi-alloi
Θα κάνω μια, κάπως, απροσδόκητη αρχή, αφού θα σημειώσω, πρώτα, μια έλλειψη της συλλογής Μύθοι για το τέλος του κόσμου της Ευτυχίας Παναγιώτου, προκειμένου να περάσω, στη συνέχεια, σε μια σειρά θετικών επισημάνσεων. Μέσα σε όσα δίδαξε ο μεταμοντερνισμός συγκαταλέγεται η διαπίστωση ότι η ποίηση μπορεί να είναι χαρούμενη. Όχι γιατί μπορεί να μιλά για ευχάριστα πράγματα αλλά γιατί μπορεί να αντιμετωπίζει, με χιουμοριστική, διαλυτικά ειρωνική ή και παιγνιώδη διάθεση, όλα τα πράγματα, ανάμεσά τους την ήττα, την απώλεια, τον θάνατο. Αυτόν τον τύπο χαρούμενης ποίησης, εδώ, δεν τον συναντώ. Η βασική αιτία είναι ότι, στη συγκεκριμένη συλλογή, κυριαρχεί η αίσθηση του οριστικού και, επιπλέον, της επενέργειας του κακού.
Μία άλλη αιτία εντοπίζεται στο γεγονός ότι η ποιητική της Παναγιώτου διακρίνεται για τη διακειμενική διαστρωμάτωσή της: Οι στίχοι κτίζονται επάνω σε στίχους που έχουν γράψει άλλοι. Και προσοχή, δεν αναφέρομαι, εν προκειμένω, στο τέχνασμα βάσει του οποίου συνθέτονται τα ποιήματα και για το οποίο θα μιλήσω παρακάτω. Εννοώ ότι οι στίχοι της συλλογής προϋποθέτουν, έτσι και αλλιώς, προγενέστερους, ξένους στίχους, ακόμη και όταν τούτο δεν αναφέρεται ρητά ή δεν γίνεται καν συνειδητά. Γιατί βρισκόμαστε μπροστά σε μια γραφή η οποία εκκινεί προς τα πίσω, για να διασχίσει τη γενεαλογική της σειρά, κατευθυνόμενη, διαρκώς, προς τα σημεία της καταγωγής της. Συνεπώς, η ποιητική της Παναγιώτου ανάγεται σε μια τέχνη του τέλους. Ξεκινά από αυτό και κινείται, αντίστροφα, πίσω στα κειμενικά ορόσημα τα οποία την καθορίζουν. Σωστά, λοιπόν, ο Χρήστος Μαυρής, στον ιστότοπο Ποιείν, αναδεικνύει την ελιοτική προοπτική μέσα στην οποία εντάσσεται η συλλογή, και, ειδικότερα, τις απηχήσεις της Έρημης χώρας. Όπως και στην τελευταία, σκιαγραφείται, και εδώ, ένας τόπος σε μια χρονική τομή, στη λήξη μιας ιστορικής φάσης, από όπου ο ποιητής δεν μπορεί παρά να στρέφεται προς το παρελθόν και να προσφεύγει σε μια γραφή αποτελούμενη από διακειμενικά στρώματα. Με τη διαφορά ότι, εδώ, η προσφυγή, καθώς έχω ήδη παρατηρήσει, γίνεται σε μεγάλο βαθμό ακούσια.
Στο ηλεκτρονικό Φilenews, η Ευτυχία Παναγιώτου αναφέρει: «Το πρόσωπο στο βιβλίο μου θησαυρίζει, σαν ταπεινός συλλέκτης, κείμενα από διαφορετικές πηγές (επιγραφές, χειρόγραφα, το διαδίκτυο), μαρτυρίες αγνώστων για το τέλος του κόσμου (τους). Συγκινημένο από την ιστορία του πόνου που εκτυλίσσεται μπροστά του (τη φυλετική και έμφυλη βία, την οικολογική καταστροφή, ορατές και αόρατες εξουσίες κ.ά.) αρχίζει να αντιγράφει τα σπαράγματα, να κρατάει ένα συλλογικό αρχείο. Η πράξη όμως της πιστής αντιγραφής, που θα έφτανε να επικαλεστεί και το τέλος της ανθρωπότητας, διασαλεύεται από την επιθυμία του ν’ αλλάξει τη ροή της αφήγησης, να διασώσει τα σπάνια ίχνη της ανθρώπινης συνείδησης, όπως ριζώνει συχνά στον ποιητικό λόγο. Άλλωστε και η ποίηση, ως μορφή επικοινωνίας, μοιάζει με είδος υπό εξαφάνιση».
Στη συγκεκριμένη, επομένως, συλλογή, η Παναγιώτου χρησιμοποιεί ένα καταστατικό της χαρακτηριστικό, τη διακειμενικά διαστρωματωμένη γραφή, και ως τέχνασμα. Τα ποιήματα αναπτύσσονται με την πρόφαση τόσο της φιλολογικής αποκατάστασης διαφόρων κειμενικών πηγών όσο και της απόκλισης από την αρχική πρόθεση. Η φιλολογία μεταβαίνει στην ποίηση. Η αντιγραφή των μαρτυριών άγνωστων ανθρώπων για το τέλος του δικού τους κόσμου δίνει τη θέση της στα ποιήματα, στα οποία διασώζεται το ανθρώπινο συνειδησιακό απόθεμα. Στη σκηνοθέτηση της προσχηματικής φιλολογικής εργασίας συμβάλλουν το εισαγωγικό σημείωμα, ο πίνακας, στην αρχή της συλλογής, με τα χρησιμοποιούμενα σύμβολα αποκατάστασης, και οι «Αντηχήσεις», στο τέλος, δηλαδή οι διακειμενικές, κυρίως, σημειώσεις.
Μια πρώτη θετική συνέπεια του παραπάνω τεχνάσματος συνιστά η ανάδειξη της διαδικασίας της ποιητικής σύνθεσης. Ουσιαστικά, παρακολουθούμε το πώς στήνεται ένα ποίημα, το πόσο αγωνιώδης αποδεικνύεται η αρτίωσή του και το πώς αυτή, διαρκώς, αναβάλλεται από σβησίματα και δεύτερες εκδοχές. Ώσπου, εν τέλει, το ποίημα ολοκληρώνεται, ενσωματώνοντας, αναγκαστικά, «το τέλειο κενό της γλώσσας» (βλ. σελ. 57). Ένα ειδικότερο στοιχείο, το οποίο αναδεικνύεται, είναι η αξία της λεπτομέρειας, η βαρύτητα την οποία έχει, για τη σύνθεση, και η παραμικρότερη αλλαγή.
Δεν ακούει κανείς τα τελευταία σου λόγια.
Εκπέμπουν προς τα μέσα,
σε τυχαία σειρά οι φθόγγοι και οι λέξεις,
ραμμένα με κλωστή περιφρονημένων ονείρων.
Ό,τι ατόφιο υπάρχει
είναι απορρυθμισμένο.
Αν κάνεις τα λόγια εικόνα,
οφείλουν να θυμίζουν
ακόμα εσένα και τον άλλο,
δηλαδή τον άνθρωπο – κάτι πια σπασμένο,
και πάντα με την ευρυχωρία των αισθημάτων
και των ευγενών τρόπων.
Κάνε μας ξανά εικόνα. […]
(«Βίος»)
Τη δεύτερη και πιο σημαντική θετική συνέπεια του τεχνάσματος της αντιγραφής και της φιλολογικής αποκατάστασης αποτελεί το γεγονός ότι η ποίηση, εδώ, αντιπροσωπεύει το κείμενο του άλλου. Με το προηγούμενο δεν εννοώ, απλώς, ότι επιστρατεύεται μια επινόηση, με σκοπό να αποστασιοποιηθεί το ποίημα από τον δημιουργό του. Θέλω να πω ότι συντελείται η αποϋποκειμενοποίηση του ενδοκειμενικού εαυτού. Το ποιητικό εγώ καταλήγει έξω από την αυτοβιογράφηση, σε μια απροσδιόριστη κατάσταση διεπόμενη από τους νόμους της ετερότητας. Στους τελευταίους οφείλεται και η κρυπτικότητα της συλλογής, την οποία διαπίστωσαν κάποιοι κριτικοί. Είναι η ετερότητα και η συνακόλουθή της τυχαιότητα που εμποδίζουν, σε αρκετές περιπτώσεις, την πρόσβαση.
Έτσι, ενώ οι Μύθοι για το τέλος του κόσμου προβάλλουν ως πεδίο αναφοράς μια πραγματικότητα η οποία εκλείπει, στην ουσία, ανάγονται στη χώρα των άλλων, οι οποίοι υποφέρουν, βασανίζονται, φονεύονται με φρικτό τρόπο, αλλά και οι οποίοι νοιάζονται, αγαπούν και κάνουν έρωτα και ποίηση. Το συγκεκριμένο βιβλίο, άρα, αφορά τη μυθολογία για το μεγάλο μυστήριο του άλλου. Ένα μυστήριο, χάρη στο οποίο η ανθρωπότητα συνεχίζει, ξεγελώντας τη νομοτελειακότητα της Ιστορίας. Ο άλλος ταυτίζεται με το συμβάν, το οποίο ξεσπά απρόκλητα και απροσδόκητα, ανατρέποντας τα πάντα, συμπεριλαμβανομένης κάθε είδους εξουσίας. Γι’ αυτό και η ποίηση, εδώ, υπονομεύει το ίδιο της το καθεστώς, αρνούμενη την εξουσία της.
Θα υπογραμμίσω, κλείνοντας, ένα επιπλέον σημαντικό στοιχείο, το οποίο απορρέει από την προθετικότητα της συλλογής. Βρισκόμαστε σε μια περίοδο, κατά την οποία οι αφηγήσεις των μέσων της ενημέρωσης συντηρούν ένα δυστοπικό κλίμα. Αφορμώνται από πραγματικά γεγονότα, τα οποία, όμως, εργαλειοποιούν, επιδιώκοντας την επιτελεστικότητα: τη μετατροπή του μιντιακού λόγου τους σε μια υπαρκτή και τρομακτική συγκυρία. Αυτό αποδεικνύει την αναγκαιότητα μιας ποίησης, όπως της Ευτυχίας Παναγιώτου, η οποία ανοίγει τον αυθεντικό διάλογο για την κακοποίηση, τις γυναικοκτονίες, την οικολογική καταστροφή, τις υπερβολές μιας αυταρχικής μεταδημοκρατίας και μεριμνά, όντως, για τα θύματα. Η ποιητική παρέμβαση αποδίδει στα γεγονότα της βίας και της καταστροφής τις αληθινές τους διαστάσεις, αίροντας την επιτελεστική λειτουργία των μέσων της ενημέρωσης.