Χάρτης 69 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-69/afierwma/pareks-eleitheria-kai-ghlwssa
«Τη μακρύτερη δυνατή υπερλεξιστική λέξι την εκφωνεί προφανώς ο θεός. Και το νόημά της δεν έχει αποσαφηνισθεί ακόμα.»
― ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΧΙΝΑΣ [1]
Η αναγνώριση του Αλέξανδρου Σχινά ως πρωτοπόρου για τα ελληνικά γράμματα τεκμηριώνεται τόσο μέσα από το πολύπτυχο και λεξιπλαστικά αριστοτεχνικό του έργο, όσο και από την άρνησή του να αποδεχτεί οποιοδήποτε περιοριστικό όριο στη γλώσσα και τα εκφραστικά της μέσα. Ο ίδιος τασσόταν ιπποτικά μπροστά στην ιερή αποστολή της ποίησης να εκφράσει το άρρητο, άλλοτε επινοώντας νέους γλωσσικούς κώδικες, ή παραλλάσσοντας τους ήδη υπάρχοντες, και άλλοτε δημιουργώντας σημασιολογικά “δοχεία” (είτε λέξεις, είτε πρόσωπα) για την έκφραση νέων εννοιών. Σε αυτό το πρωτότυπο γλωσσικό φαινόμενο ο Σχινάς έδωσε το όνομα υπερλεξισμός:
“Η αμπαχαμερία υποδιαιρείται σε δώδεκα αερζίβια, που το καθένα τους, στη δική μας μέτρησι, θ’ αντιστοιχούσε σε εκατομμύρια αιώνες”[2] ή “Το Μπούθι είναι ένα έκφυλο μεγαθήριο, που λυμαίνεται την περιοχή Μουδάγκα”.[3]
Ο δημιουργός του υπερλεξιστικού ποιήματος καλείται να ανακατασκευάσει ξανά και ξανά τα λεκτικά σημεία, επιχειρώντας μία παιγνιώδη αντιστροφή της πλατωνικής μεταφυσικής· πρωτίστως δηλαδή γεννιούνται οι λέξεις, και ύστερα οι έννοιες παράγονται εκ του μηδενός μέσα από αυτές: “Μία σύμπτωσι μέσα σ’ αυτή τη γλώσσα θέλησε μέχρι σήμερα να προηγούνται οι έννοιες και ν’ ακολουθούν οι λέξεις. Ο υπερλεξισμός ξεκινάει από τις λέξεις, από όλες τις δυνατές λέξεις. Και βρίσκοντας τις έννοιες, τα αντικείμενα, τις καταστάσεις, που εκάστοτε τους αντιστοιχούν, σπάει την αλυσίδα αυτών των συμπτώσεων, αναδημιουργεί όλους τους δυνατούς κόσμους και ξαναφέρνει την ύπαρξι στην αληθινή ολότητά της”.[4] Αν ένα χαρακτηριστικό του υπερλεξισμού είναι η κατασκευή νέων λέξεων και σημασιών, η προέκταση αυτής της πρακτικής είναι η λεγόμενη κοσμοκατασκευή, κατά την οποία: ο υπερλεξισμός πολλαπλασιάζει τους φανταστικούς κόσμους με μία “υπερδιεύρυνση της εκφραστικότητας”.[5]
Έτσι λοιπόν συγκροτείται ένα πεδίο γλωσσικής άσκησης και έκφρασης που μπορεί να φέρει κατά νου τις τεχνικές των Ουλιπιστών, όπως τη συνδυαστική ανάλυση,[6] αλλά και τη φωνητική ποίηση των λετριστών, τέμνοντας γνωστές περιοχές χωρίς όμως να συγχέεται στον πυρήνα του με κανένα ρεύμα.[7] Εμφανίστηκε έτσι ένας νέος γλωσσικός κώδικας, απαρτιζόμενος από μία αδιάλειπτη συρροή φωνηέντων, φθόγγων και φανταστικών λέξεων, οι οποίες διατηρούν την πολυσημία τους (ή μάλλον την ασημία τους) με τη δυνατότητα άπειρων νοηματικών παραλλαγών. Επίσης, όπως αναφέρει στο βιβλίο του Οι κόσμοι του Ελευθέριου Δούγια ο Λεωνίδας Χρηστάκης, μία κάποια υπερλεξιστική υφή μπορεί να εντοπιστεί τόσο στη μακρά παράδοση των μυστικών και στα απόκρυφα ευαγγέλια, όσο και στις ονοματοδοσίες των θεών, στο πρώτο άκουσμα μιας ξένης γλώσσας, στα εκφωνητικά ή τυπογραφικά λάθη, φθάνοντας στις άναρθρες συλλαβές των πρώτων ανθρώπων μέσα στα προκατακλυσμιαία δάση.
Το θεμελιακό πρόταγμα του Σχινά ήταν αυτή ακριβώς η απελευθέρωση των ορίων της ελληνικής γλώσσας, η οποία βρισκόμενη στην απίσχνανσή της επέφερε μία αποδυνάμωση της σκέψης και της κριτικής ικανότητας. Ο ίδιος οραματιζόταν μία μαζική αφύπνιση της ελληνικής κοινωνίας, η οποία θα οδηγούσε στην αποδέσμευση από τους ασφυκτικούς εκφραστικούς όρους που επέβαλε η δικτατορία, καθώς και από τα μύχια, ψυχικά δεσμά του κάθε υποκειμένου ξεχωριστά.[8] Για τον Σχινά ο θεμελιωδέστερος τρόπος να επιτευχθεί αυτή η απελευθέρωση ήταν η αναβάθμιση και αναδιαμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος, κάτι το οποίο θεωρούσε κομβικό ως προς την ανάπτυξη και την καλλιέργεια μίας συλλογικής συνείδησης.
Μέσα από τη δημιουργία λοιπόν μίας νέας γλωσσικής συνθήκης, όπου ο αναγνώστης καλείται να λησμονήσει κάθε συμβατή σχέση μεταξύ υποκειμένου και πραγματικότητας, εκτυλίσσεται και ο αλλόκοσμος της Αναφοράς περιπτώσεων. Το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα επαρκές δείγμα κοσμοκατασκευαστικής φιλοσοφίας και γλωσσικού πειραματισμού, αποτελούμενο από ποίηση, διηγήματα, δοκίμια, πεζά, όλα δομημένα με μεταμοντέρνα τεχνική και λεξιπλαστική ευρηματικότητα. Το κείμενο διέπεται σε σημεία από έναν ρυθμό καφκικών προδιαγραφών, ενώ διαχέεται από στοιχεία υπερλεξιστικής πρόζας, ικανά να προκαλέσουν ιλιγγιώδη αισθήματα ακόμα και στον πιο ανύποπτο αναγνώστη.
Η κοσμοκατασκευή σαν ιδέα επεξηγείται και ορίζεται από τον Σχινά, αλλά όχι με τη μορφή μίας τυπικά μεθοδευμένης τεκμηρίωσης. Αντιθέτως ―όπως και στην Eγκεφαλοκρηπίδα του, στην οποία παρεμβάλλει τον διάλογο στα πλαίσια δοκιμιακού λόγου―[9] χρησιμοποιεί την αφηγηματική φόρμα προκειμένου να κάνει την θεωρία πιο κατανοητή, εν είδει παραδειγμάτων. Η αφηγηματική τεχνική που επιλέγει εδώ ο Σχινάς λειτουργεί τόσο ως παράδειγμα της ίδιας της κοσμοκατασκευαστικής μεθόδου, όσο και ως μία μορφή ανάδειξης των πιθανών κόσμων που μπορούν να προκύψουν από χιλιάδες παραλλαγές. Αν ανατρέξουμε και εντρυφήσουμε στην οπτική του Σχινά μέσα από δηλώσεις και διηγήσεις του (κατά τον οποίο ακόμα και ο περιπτερούχος της γειτονιάς του μπορεί να βαπτιστεί κατασκευαστής κόσμων[10] συνάγεται πως η ζωή του και η κοσμοκατακευαστική του φιλοσοφία βρίσκονται στην ίδια τροχιά, σε μία εφαπτόμενη γραμμή.
Αυτό μπορεί να συμπεραθεί και από ένα μυθικό γεγονός που είναι γνωστό στους κύκλους της διανόησης της εποχής και που μπορεί να θυμίσει αρκετά το πνεύμα της Αναφοράς περιπτώσεων. Στο βιβλίο του Λεωνίδα Χρηστάκη, Οι Κόσμοι του Ελευθέριου Δούγια υπάρχουν αναφορές σε μία παρέα εφήβων την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, με επικεφαλής τον Αλέξανδρο Σχινά, η οποία άκουγε στο κρυπτικό όνομα “Άντρο των εκλεκτών”. Το “Άντρο” με πρωταγωνιστές εκτός από τον ίδιο τους Ελευθέριο Δούγια, Γιώργο Κατεβαίνη και Νίκο Ματσούκα συνάχθηκε με πρόφαση την πραγματοποίηση μίας φάρσας στον καθηγητή του Σχινά Νικόλαο Βιδάλη, η οποία στην πορεία απέκτησε οριακά μεταφυσικές διαστάσεις.[11] Καθώς ο Βιδάλης επιδείκνυε έντονο ζήλο για τον αποκρυφισμό και τις ανατολίτικες φιλοσοφίες, μοιραζόταν συχνά τις γνώσεις του με τον νεαρό τότε μαθητή Αλέξανδρο Σχινά. Εκείνος, με την σειρά του, μετέφερε στους υπόλοιπους ιθύνοντες τις μεταφυσικές ανησυχίες του Βιδάλη, και έτσι ξεκίνησε να δρομολογείται μία φάρσα – η οποία αποτέλεσε προθάλαμο για την ανάπτυξη του υπερλεξισμού στην Ελλάδα. Ο Σχινάς και οι φίλοι του παρουσιάστηκαν μπροστά στον Βιδάλη ως μυημένοι που διατηρούσαν αστρική επικοινωνία με το Θιβέτ, και στη συνέχεια τον πείθουν να επιδοθεί σε μία σειρά δοκιμασιών προκειμένου να μεταλάβει την “Υπέρτατη Γνώση”. Σύμφωνα με τη διήγηση, ο Βιδάλης είδε να παρίσταται μπροστά του το αστρικό σώμα του “Μεγάλου Λάμα”, τον οποίο “αναπαρέστησε”, κατά την αναφορά του Χρηστάκη, ο Λευτέρης Δούγιας. Προκειμένου να γίνει ακόμα πιο πειστική η φάρσα όμως έπρεπε να αξιοποιηθεί ένας νέος τρόπος έκφρασης, μία γλώσσα μυστική στην οποία θα γραφτούν οι ανάλογες “προσευχές”, που θα εντάξουν τον νου σε μία συνθήκη υπερβατική. Αφού δόθηκαν λοιπόν οι σχετικές προσευχές στον Βιδάλη προκειμένου να τις απαγγείλει μόνος του τη νύχτα, γίνανε οι κατάλληλες προετοιμασίες για να ξεκινήσει η αστρική μετάβασή του στο Θιβέτ. Μέσω μίας προσωπικής εξιστόρησης του Σχινά που περιλαμβάνεται στο βιβλίο Ελληνικό Ροκ του Μανώλη Νταλούκα, δίνεται μία επαρκής περιγραφή του συμβάντος:
«..τον πείσαμε να μπει σε μία μεγάλη κάσα. Του είχαμε πει ότι ήταν πλέον έτοιμος για την αστρική μεταφορά. Τον προειδοποιήσαμε ότι όταν θα έβγαινε από το κασόνι θα είχε την ψευδαίσθηση ότι βρίσκεται στην Ελλάδα. Δεν έπρεπε να δώσει σημασία – ήταν η τελική δοκιμασία που η Μάγια έριχνε στα μάτια του. Αν κατόρθωνε να διατηρήσει τη μακάρια νηφαλιότητα, θα βίωνε τελικά και με τις αισθήσεις του το Θιβέτ. Τον βγάλαμε με την κάσα νύχτα στον δρόμο και τον αφήσαμε. Δεν ξέρω πως έφτασε σπίτι του, αλλά από εκείνη τη νύχτα νόμιζε ότι ζούσε στο Θιβέτ..»[12]
Αυτή η μυθική διάσταση στις φάρσες του Σχινά συμπλέκεται άρρηκτα με την τάση του να διαρρηγνύει τα όρια του λογικά υφιστάμενου που δεν επιδέχεται κριτικής αμφισβήτησης· στήνοντας με την σειρά του ένα περιβάλλον που δεν αφήνει τίποτα να υποκύψει στην μονοσημαντότητα του. Πολλές φορές αυτή η συνήθεια είχε ως αποτέλεσμα την παραμόρφωση των ορίων της πραγματικότητας για τους γύρω του, με την καταγωγή της να αποτελεί μυστικό επτασφράγιστο από τον ίδιο. Η γνωστή για την εποχή διένεξή του με τον Αριστοτέλη Νικολαΐδη για την πατρότητα του όρου υπερλεξισμός και την ύπαρξη ή μη του Ελευθέριου Δούγια, αλλά και η αλληλογραφία του περί κρυογενετικής με τον Αμερικάνο επιστήμονα R.C. W. Ettinger―για τον οποίο πολλοί, μεταξύ άλλων και ο Νίκος Γκάτσος, πίστευαν ότι είναι ανύπαρκτο πρόσωπο―[13] είναι δύο ενδεικτικές περιπτώσεις αυτής της διασάλευσης των ορίων του υπαρκτού που υπέθαλπε ο Σχινάς. Αυτή η επέκταση του πεδίου της γλώσσας που εισβάλλει στη σφαίρα της πραγματικότητας, απελευθερώνοντάς την από τα απτά της όρια, εκφράζεται ολικά στο πρόσωπο του φανταστικού συγγραφέα Ελευθέριου Δούγια. Όπως υποθέτει άλλωστε και ο Ντένης Ζαχαρόπουλος στο ντοκιμαντέρ που γυρίζω αυτόν τον καιρό για τον Αλέξανδρο Σχινά, το όνομα Ελευθέριος παραπέμπει πιθανώς στην έννοια “ελευθερία”, δηλώνοντας ίσως μία επιθυμία του συγγραφέα να απελευθερώσει τα σύνορα της γλώσσας, διανοίγοντας έτσι ένα πεδίο, μέσα στο οποίο ο ίδιος μπορεί να ελίσσεται μεταξύ μυθολογίας και ιστορίας.