Χάρτης 69 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-69/dokimio/frants-kafka-i-loghotekhnia-tis-amikhanias
1. Λόγοι και τρόποι της γραφής
Πού υπήρξε ο Κάφκα; Ίσως η απάντηση σε αυτή την ερώτηση φανερώνει τα κίνητρα και τις στάσεις της γραφής του. Ωστόσο, δεν αρκεί για την αποκάλυψη της φύσης της. Οπότε, η ερώτηση που πρέπει πρώτα να τεθεί είναι η εξής: ποια ήταν η σχέση της σκέψης του Κάφκα με το περιβάλλον στο οποίο υπήρξε; Αρχικά, πρέπει να ειπωθούν κάποια πράγματα κατά την επιχείρηση απάντησης της προαναφερθείσας ερώτησης. Ο Κάφκα δεν ήταν παρά ένας άνθρωπος ο οποίος είχε την ικανότητα (τον συνδυασμό θάρρους και θράσους) να αναμετρηθεί με τους δαίμονές του και μάλιστα με αξιοσημείωτη επιτυχία, αφού, όπως γράφει σχετικά ο Benjamin (2004: 43-44), ο Κάφκα κατόρθωσε να «μεταστρέψει την ποίηση σε δόγμα, να τη μετατρέψει σε παραβολή και να αναστηλώσει μέσα σ’ αυτήν τη σταθερότητα και τη μετριοφροσύνη εκείνη που, στ’ όνομα του Λόγου, πίστευε πώς είναι η μόνη κατάλληλη ποιότητα γι’ αυτήν».
Η ατμόσφαιρα μιας κοινωνίας, στην οποία οι ποιότητες των υποκειμένων της υποβάλλονται σε αναρίθμητες διαδικασίες υποβιβασμού, σωματικής/βιολογικής εξόντωσης, συναισθηματικής εξουθένωσης και πνευματικής αλλοτρίωσης και, ταυτόχρονα, υιοθετούν τις αντι-διαλεκτικές τεχνικές επιβίωσης που τους προτείνονται εν είδη αναγκαστικών και ιδεολογικά ουδέτερων αξιών, είναι το λιγότερο πενιχρή, ευτελής και μίζερη. Σε μία τέτοια κοινωνία έζησε ο Κάφκα, όμως «δεν υπέκυψε στον πειρασμό του κόσμου» (Benjamin, 2004: 22). Ο Κάφκα δεν ήταν αιχμάλωτος των καταστάσεών του (είτε αυτές ήταν επιβαλλόμενες είτε προσωπικά επιλεγμένες), παρά το γεγονός ότι συνεχώς διασταυρωνόταν «με άλυτα προβλήματα συμπεριφοράς και με ανεξιχνίαστες επαφές» (Benjamin, 2004: 34-35). Αντίθετα, μαχόταν εντός των δομών που καλλιεργούσαν και προστάτευαν τις καταστάσεις αυτές. Ναι, μαχόταν αλλά πώς; Η τελευταία αυτή ερώτηση φέρνει στο προσκήνιο την ερώτηση που έθεσαν οι Ντελέζ και Γκουαταρί (1998: 7-8), «πώς να εισέλθουμε στο έργο του Κάφκα;», για να απαντήσουν ότι «διαλέγουμε μια ταπεινή είσοδο, εκείνη του Πύργου, στην αίθουσα του πανδοχείου όπου ο Κ. ανακαλύπτει το πορτραίτο ενός θυρωρού με σκυμμένο το κεφάλι και το πιγούνι βυθισμένο στο στήθος».
Η πολεμική κίνηση του Κάφκα δεν ήταν άλλη από τη γραφή και αυτή η διατύπωση είναι πολύ πιο σημαντική από ότι ίσως φαντάζεται κανείς. Ο Κάφκα δεν ασχολήθηκε με την λογοτεχνία μόνο εξαιτίας των λογοφιλικών, καλλιτεχνικών/δημιουργικών και αισθητικών του τάσεων, αλλά για δύο ακόμη λόγους. Ο πρώτος είναι ότι ο Κάφκα δεν έπασχε από αυτό που έπασχαν οι περισσότεροι, δηλαδή δεν τον διακατείχε η απουσία κριτικής συνείδησης, δεν τον είχε υπνωτίσει η αλλοτρίωση, και ο δεύτερος η βαθιά του γνώση ότι μόνο με την τέχνη μπορεί να κατορθωθεί η αναπαράσταση ενός άλλου ιδεώδους ικανού να συγκρουστεί με ποικίλους τρόπους και επιστρατεύοντας πληθώρα μέσων με την κατεστημένη τάξη πραγμάτων. Όπως σημειώνει ο Blanchot (2018: 120), «η τέχνη είναι κατ’ αρχάς συνείδηση της δυστυχίας, όχι αντιστάθμισή της». Για τον Κάφκα η λογοτεχνία δεν είναι ένα εξάρτημα, μία διάθεση ή μία πτυχή του εαυτού, αλλά ο ίδιος ο εαυτός, είναι μία απελευθερωτική συνθήκη, μία υπαρξιακή εστία, η οποία τον γονιμοποιεί και στην οποία συσσώρευε όλες του τις εμπειρίες (υλικές και μη) και τις μετασχημάτιζε μέσω της γραφής σε τρόπους αντίληψης και σκέψης, συναρμολογώντας έτσι τη βιοθεωρία του.
Είναι πολύ σημαντικό να κατανοηθεί σε βάθος ότι ο Κάφκα επιχείρησε με τη γραφή να απομακρύνει εν είδη αποφασιστικής ολοκληρωτικής αντικατάστασης τον μολυσμένο, αηδιαστικό, σαθρό και πέρα ως πέρα τραυματικό (όσο και τραυματισμένο) κόσμο, δηλαδή είναι σαν τον άνθρωπο που μιλά (πάντα ιμπρεσσιονιστικά), όχι στη σιωπή, αλλά στο κενό. Δεν διαλύει το επιφαινόμενο, αλλά προσπαθεί να νοηματοδοτήσει την ανυπαρξία του, η οποία συνήθως παρουσιάζεται ως απουσία επικοινωνίας:
όπως ακριβώς ο Κ. ζει στο χωριό του Λόφου του Πύργου, ο σύγχρονος άνθρωπος ζει μέσα στο σώμα του· το σώμα του του ξεγλιστρά, είναι εχθρικό απέναντί του. [...] Ο αέρας σ’ αυτό το χωριό δεν είναι απελευθερωμένος απ’ όλα τα εκτρωματικά και σαπισμένα στοιχεία που διαμορφώνουν ένα τέτοιο σαθρό μείγμα. Αυτός είναι ο αέρας που ο Κάφκα ήταν υποχρεωμένος να αναπνέει σ’ όλη του τη ζωή (Benjamin, 2004: 38).
Ο Κάφκα βέβαια είχε πλήρη συνείδηση των ποιοτήτων των δυνάμεων του χώρου που τον περιέβαλε και, σαν «τον νεαρό που ξεκίνησε να μάθει τι είναι ο φόβος» (Benjamin, 2004: 23), αποφάσισε να δραστηριοποιήσει το λόγο και τα έργα αυτού, θέτοντας σε εφαρμογή την ενέργεια του κριτικού του πνεύματος, έτσι όπως το εξέφρασε ο Ionesco (2007: 15), «το ‘προς τι’; με κατατρώει· αν όμως δεν γράψω, είναι χειρότερα».
Θα ήταν πραγματικά οδυνηρό να υποθέσει κανείς, από τα όσα λίγα ειπώθηκαν ως τώρα, ότι ο Κάφκα οικειοποιήθηκε τη λογοτεχνική γραφή με σκοπό να παραστήσει τον στρατευμένο καλλιτέχνη.[1] Αυτή η σκέψη αποτελεί την μέγιστη μορφή ύβρης απέναντι στο πρόσωπό του. Η λογοτεχνία του Κάφκα χαρακτηρίζεται από τις δύο διαστάσεις που χαρακτηρίζονται και όλοι οι εκθαμβωτικοί συγγραφείς, την αισθητική διάσταση και την κριτική διάσταση. Η πρώτη διάσταση αναφέρεται σε όλα εκείνα τα στοιχεία που προσδίδουν στον παραγόμενο λόγο της γραφής την λογοτεχνικότητα και την ξεχωρίζουν από άλλου είδους κείμενα και η δεύτερη διάσταση αναφέρεται στη θεματολογία και τον τρόπο δόμησης και αναπαράστασης του περιεχομένου. Ο Κάφκα δεν υποχώρησε ποτέ έναντι καμίας από τις δύο δυνάμεις της τέχνης του και ο προσεκτικός, μη ιδεοληπτικός, αναγνώστης των έργων του θα διαπιστώσει το γεγονός ότι οι δύο διαστάσεις βρίσκονται σε μία πλήρως ισορροπημένη διαλεκτική. Και αυτό ακριβώς είναι που σαγηνεύει και ελκύει τους μεν και απογοητεύει τους δε. Η γραφή του δεν προάγει κάποια ιδεολογία με την έννοια της πολιτικής και στρατευμένης γραφής, αλλά ιδεολογικοποιεί την ίδια την γραφή, ώστε να αντανακλά τον κόσμο όπως τον αντιλαμβάνεται. Ο Κάφκα δεν γράφει προσπαθώντας να πείσει για τα λεγόμενά του και να επιτύχει μία σειρά οριοθετημένων και περιχαρακωμένων σκοπών, αλλά για να θέσει, θα μπορούσαμε να πούμε, το φιτίλι της ενεργητικής ύπαρξης.
Διαβάζοντας Κάφκα νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε ένα χώρο εντός του οποίου μεταλλάσσεται η ύπαρξή σου, ότι επαναλαμβάνεις εμμονικά τις εμπειρίες σου, με όρους αρνητικής προέκτασης, ότι οι προσλαμβάνουσές σου υπερδιογκώνονται και, εν τέλει, αποσυντονίζονται ασύμμετρα. Όμως, μήπως πρόκειται για ανυπόμονη διάθεση, βεβιασμένη απόφαση, αυθόρμητη περίσκεψη και πρόχειρη πνευματική διεργασία; Η γραφή του Κάφκα σίγουρα δεν είναι ένα εύκολο ερέθισμα, αλλά η προτροπή και η προσδοκία της δεν συνάδει με μία τέτοια αναγνωστική εμπειρία. Η γραφή του δεν στοχεύει στην περιορισμένη εμβύθιση της επανάπαυσης, αλλά στην λειτουργικοποίηση της επαγρύπνησης. Είναι μία γραφή απολαυστική και λυτρωτική, όχι για εκείνον που ακολουθεί τη λογοτεχνία υπηρετώντας την, αλλά για εκείνον που την ακολουθεί ζητώντας και περιμένοντας κάτι από αυτή. Γράφοντας, ο Κάφκα όλο πρακτικολογεί. Στέκεται απέναντί μας και μας κοιτά επίμονα με τα μάτια ζαρωμένα και κατακόκκινα από την αϋπνία,[2] τα πόδια κατακρεουργημένα από τις επιθέσεις του Γύπα[3] και τα χέρια σταυρωμένα[4] και μας καλεί σε συμπόρευση, σε επικοινωνία. Μας ψιθυρίζει, με την διακριτικότητα που τον χαρακτηρίζει, την ανάγκη για φυγή από το παράλογο, για ανατροπή της κατεστημένης κοινωνικής οργάνωσης και για μετασχηματισμό των αποκτηνωμένων ανθρώπινων σχέσεων. Μα τι θέλει επιτέλους αυτός ο Κάφκα από όλους εμάς; Μας θορυβεί, μας μιλά για την επιτακτική ανάγκη που δεν είναι άλλη από την πραγμάτωσης της ουσιαστικής επικοινωνίας. Μας λέει να αλληλεπιδράσουμε, και όχι να συνυπάρξουμε, να ευτυχήσουμε, και όχι να θρηνήσουμε, να σχεδιάσουμε, και όχι να αδρανοποιούμαστε, να τολμήσουμε, και όχι να ζηλέψουμε.
Η γραφή του Κάφκα, πολύτιμη όσο και το πιο μικρό, το πιο ανεπαίσθητο βογγητό ενός ατόμου, δεν είναι ενοχική, δεν αποθηκεύει σε αυτή τύψεις και αναπόδραστες απελπισίες, αλλά εκπέμπει τον ζωηρό και ακανθώδη χαρακτήρα της. Έξω από τη γραφή, ο Κάφκα δεν επιτελούσε το παραμικρό. Γραφή και ζωή, ζωή και γραφή, είναι ένα και το αυτό, συμπλέκονται και ενώνονται τόσο ακραία, τόσο έντονα σε σημείο που ο ίδιος ο Κάφκα εκμυστηρεύτηκε κάποτε στον εγκάρδιο φίλο του Μαξ Μπροντ ότι όταν ολοκλήρωνε τη συγγραφή του διηγήματος ‘Η Κρίση’ «σκεφτόταν μία έντονη εκσπερμάτωση» (Robertson, 2007: 22-24). Η ζωή του Κάφκα, και όλες οι πτυχές της καθημερινότητάς του, δεν υπάρχουν εκτός της γραφής. Τα βιώματά του δεν τα αντιμετωπίζει ως μία πηγή έμπνευσης, η οποία τροφοδοτεί την λογοτεχνική του παραγωγή. Δεν ξεχωρίζει τον αισθητό, τον πραγματικό κόσμο από το μύθο, αλλά τα συμπλέκει όλα αυτά, τα αναμιγνύει και διαμορφώνει ένα συνεχές εντός του οποίου βρίσκεται ο ίδιος εγγεγραμμένος. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Robertson (2007: 22),
είναι αδύνατο να αντιληφθούμε το πόσο σημαντική ήταν για εκείνον η γραφή. Μας το λέει ο ίδιος, όταν επισημαίνει στη Φελίτσε (αφού εκείνη έχει δείξει το γραφικό του χαρακτήρα σε ένα γραφολόγο που απεφάνθη ότι διαθέτει «λογοτεχνικά ενδιαφέροντα»): «Δεν έχω λογοτεχνικά ενδιαφέροντα, συνίσταμαι από λογοτεχνία, δεν είμαι τίποτε άλλο και δεν μπορώ να είμαι τίποτε άλλο».
Ο Κάφκα δεν μεταφέρει τον κόσμο, τις επιθυμίες και τα όνειρά του με τη γραφή του, όπως ίσως η πλειονότητα των συγγραφέων, αλλά προβαίνει στη ρευστοποίηση της σχέσης του εαυτού του με τον κόσμο, τη μετασχηματίζει και παρουσιάζει το αποτέλεσμα ως μία ενότητα, ως ένα διαλεκτικό σύνολο. Ο καφκικός κόσμος είναι ο κόσμος του Κάφκα. Η ενωτική διαλεκτικοποίηση της ζωής και της γραφής λειτουργεί ως το ερμηνευτικό εργαλείο που υποστηρίζει τη πορεία του μέσα στο παράλογο, το αποκρουστικό, το απωθητικό και το εχθρικό περιβάλλον (Blanchot, 2018: 102-103). Τι εννοώ δηλαδή; Ο ζων Κάφκα δεν έχει διαφορετικό κώδικά ύπαρξης και αποκωδικοποιησης της ύπαρξης από τον γράφων Κάφκα. Η ζωή και η γραφή δεν είναι ένα πέρασμα, μία ευκαιριακή απόδραση από το παράλογο στο ουσιαστικό και την επικοινωνία, αλλά μία απόπειρα, μία προσπάθεια για εμβάθυνση στο πέρασμα αυτό, με όρους βέβαια ρεαλιστικούς. Όπως γράφει ο ίδιος: «πέρα από ένα ορισμένο σημείο, δεν υπάρχει επιστροφή. Αυτό το σημείο οφείλουμε να το φτάσουμε» (Kafka, 2009: 14).
2. Το κλίμα της θεματολογίας ως πλάνη
Η γραφή του Κάφκα συχνά χαρακτηρίζεται ως μια πεσιμιστική μηχανή, που παράγει εκπληκτικά τη δυστοπία και το αχανές έρεβος. Ωστόσο, πρόκειται για μια αναίτια σκιά, ένα παραπλανητικό σκοτάδι, που αγκομαχά υστερικά και αδίκως να διαπεράσει το αδιαπέραστο πρόσωπό του και να συσκοτίσει την βαθύτερη ανάγνωσή του, αφού του αποδίδονται ανύπαρκτες ιδιότητες, όπως η γραφή του ξεπέσματος, του παρατήματος, της εγκατάλειψης, του μηδενισμού κλπ. Πράγματι, η καφκική γραφή διακατέχεται από ένα ισχυρό αίσθημα μελαγχολίας, από μία έντονη συνείδηση της φρίκης, αλλά αυτό δεν συνεπάγεται ολοκληρωμένη θέαση. Ένας σκελετός δεν αρκεί για να κινήσει ένα σώμα, απαιτείται ο νους για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Συνεπώς, ξεπηδά αμέσως η ερώτηση του ποιος είναι και πού βρίσκεται ο νους του Κάφκα; Ας προσπαθήσω να δώσω κάποιες απαντήσεις, έχοντας βέβαια γνώση της δυσκολίας του εγχειρήματος που αποφασίζω να αναλάβω.[5]
Όπως προανέφερα δεν είναι ψέμα ότι ο λογοτεχνικός κόσμος του Κάφκα είναι αυτός του υπόκωφου σπαραγμού, της έλλειψης, της καταφρόνησης, του εμπαιγμού, της αρνητικής πτυχής της ανθρώπινης ύπαρξης, της προσωρινής νίκης και της μόνιμης ήττας, της αφέλειας, του μεθοδικού θρήνου, της ταπείνωσης, του παραλόγου, της απουσίας δικαιοσύνης, του φόβου, του ψυχαναγκασμού, της μη αλληλεγγύης και της μοναξιάς, αλλά πάνω, πριν και πρώτα απ’ όλα ο λογοτεχνικός κόσμος, που επιμελώς κατασκευάζει ο Κάφκα με την «λογοτεχνική ιδιοφυΐα του» (Δεσποινιάδης, 2018: 17), κυριαρχείται από την επιφανειακή απουσία της κριτικής συνειδητοποίησης ενός δρώντος υποκειμένου, μέσα σε ένα αρχιτεκτόνημα στο οποίο οι δυνάμεις της εξουσίας, της επιτήρησης και του εκφοβισμού αρκούν για να διεξάγουν τη ζωή. Όμως, για τον Κάφκα, η εξουσία δεν βρίσκεται μόνο εκεί που την περιμένεις και δεν υπάρχει μόνο έτσι όπως νομίζεις ότι την ξέρεις. Επομένως, τα γεγονότα στα έργα του εξελίσσονται υπό το πρίσμα μιας οπτικής στην οποία τα πράγματα και οι καταστάσεις είναι ρευστές, ανάμεικτες, μη αναμενόμενες. Σε αυτά, ο Κάφκα δεν καταπιάνεται μόνο με την κλασσική και χιλιοειπωμένη μακρο-επιπεδική όψη της εξουσίας, δηλαδή δεν βρίσκει απάγκιο στην μαρξιστική και αναρχική αντίληψη για την εξουσία, όπου η τελευταία «είναι ένα προνόμιο που κατέχεται, συγκεντρώνεται γύρω από την εικόνα ενός κυρίαρχου, ενός τόπου εξουσίας» (Newman, 2019: 185-186), αλλά μάλλον κρίνει και ερμηνεύει την φύση της εξουσίας με τον μεταδομιστικό φουκωικό τρόπο (πριν ακόμα αυτός εκφρασθεί), σύμφωνα με τον οποίο «η εξουσία δεν μπορεί πλέον να περιορίζεται εντός του κρατικού ή οποιουδήποτε άλλου θεσμού» και κατά συνέπεια «είναι διεσπαρμένη, αποκεντρωμένη, διαχέεται σε ολόκληρη την κοινωνία» (Newman, 2019: 186˙ βλ. επίσης Φουκώ, 1991). Όπως επισημαίνουν οι Ντελέζ και Γκουτταρί (1998: 169), η εξουσία στον Κάφκα «δεν είναι πυραμιδική, όπως ο Νόμος θα ήθελε να μας κάνει να πιστέψουμε». Αντίστοιχα, σύμφωνα με τον Δεσποινιάδη (2018: 171: 26-27),
η Εξουσία στο έργο του Κάφκα παρουσιάζεται με δύο τρόπους: όχι μόνο πυραμιδική, κατακόρυφα ιεραρχημένη, αλλά και, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, οριζοντιοποιημένη-τεμαχισμένη. Διαχέεται σε ολόκληρο το κοινωνικό πεδίο, και απ’ αυτό προκύπτει η πληθώρα βοηθητικών-δευτερευόντων, αλλά με σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των έργων-προσώπων.
Έτσι, κάτω και πίσω από όλο αυτό το οικοδόμημα, του οποίου δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει την σταθερή, αγέρωχη και ακλόνητη ύπαρξη, υπάρχει κάτι που διαρρηγνύει τη δύναμη «των γραφείων και των αρχείων, των μουχλιασμένων, ερειπωμένων, σκοτεινών δωματίων» (Benjamin, 2004: 13) και σιγά-σιγά αναδύεται στην επιφάνεια η δυναμική της ουσίας της αξίας του: η υποψία, η υπόνοια ενός δρώντος υποκειμένου που μπορεί να χαρακτηρίζεται από πάμπολλες αρνητικές σκέψεις και διαθέσεις, αλλά συνεχώς σκαλίζει τα στιβαρά θεμέλια του ‘Πύργου’, δεν συνθηκολογεί με την κατάσταση της άγνοιας, δεν αρκείται στον εφησυχασμό του αδιανόητου, δεν συμμορφώνεται με τις υποδείξεις και τις συστάσεις που του γίνονται και δεν επαναπαύεται στην επικίνδυνη ασφάλεια που η απραξία του υπόσχεται. Τι κάνει δηλαδή; Οτιδήποτε μπορεί να σκεφτεί, ώστε να διαφύγει από την προσοχή της επιτήρησης και την καθίζηση σε έναν κόσμο παράλογο και μη υποφερτό, ως προς την ίδια την εξέλιξη και την πρόοδο της ζωής πάντα με διακριτικότητα.[6]
Ο Κάφκα δεν γράφει για να δώσει λύσεις στα προβλήματα που βαρύνουν και απασχολούν τον ίδιο ούτε για να δώσει λύσεις σε εκείνα που ταλανίζουν τον κόσμο, αλλά για να εκθέσει τα αινίγματα που απορροφούσαν τόσο τον ίδιο του τον εαυτό όσο και τον κόσμο. Ας σκεφτούμε προσεκτικά τα ακόλουθα ερωτήματα. Αποκαλύφθηκαν ποτέ στον Κ. τα μυστήρια και τα μυστικά του Πύργου; Υπήρξε ποτέ η οποιαδήποτε σαφήνεια σχετικά με την περίεργη δίωξη του Γιόσεφ Κ. στη Δίκη;[7]
Εκείνο το οποίο θέλει να κάνει ο Κάφκα είναι να διαλύσει, να συντρίψει, τον όρκο σιωπής που ευλαβικά τηρείται στο κάθε πεδίο του περιβάλλοντα χώρου.
Κάπως έτσι, και διαμέσω αυτού του τρόπου, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η λογοτεχνία του Κάφκα είναι το ακριβώς αντίθετο της απειλής. Έχοντας την απόλυτη έγνοια της φροντίδας, η γραφή του δεν ερμηνεύει, αλλά επιτελεί, δρα. Γράφοντας δίνει ζωή, φυσά πνοή, όχι στο άψυχο, στο νεκρό, στο βουβό υπάρχον, αλλά στο κενό, στην ανυπαρξία, στην απουσία, στο τίποτα, στο μηδέν, ζωντανοποιεί εκείνο το οποίο θέλει και απαιτεί να υπάρχει: τη δράση του υποκειμένου. Κάθε έργο του Κάφκα χαρακτηρίζεται από αυτό ακριβώς το στοιχείο, την ανθρώπινη δράση, το άτομο που, ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις του, αναζητά συνεχώς και μανιωδώς κάποιο νόημα μέσα στον κόσμο του παραλόγου, ώστε να καταφέρει να κρατηθεί από κάπου για να μπορέσει να συνεχίσει. Η καφκική γραφή δεν παρουσιάζει ποτέ γεγονότα τελειωμένα, καταστάσεις ολοκληρωμένες, αλλά δείχνει κάποιες διεξόδους. Κάθε γεγονός και κάθε κατάσταση παρουσιάζεται από την αρχή ως το τέλος εν εξελίξει και από τη σκοπιά της αγωνιώδους αναζήτησης και εξερεύνησης, από τη σκοπιά του δρώντος υποκειμένου που είναι και το δομικό συστατικό των πλοκών της συγκεκριμένης λογοτεχνίας.
Στη λογοτεχνία του Κάφκα το υποκείμενο δεν κυριαρχεί διά της απουσίας του, δεν υποχωρεί και δεν εξαφανίζεται ποτέ, αλλά λιγοστεύει, αποδυναμώνεται, πλανάται, ελαχιστοποιείται, υφίσταται μία σμίκρυνση (την ίδια σμίκρυνση που βιώνει και στην πραγματικότητά του) και, τέλος, διασπάται, εκρήγνυται σε πολλά μικρά κομμάτια, προσπαθώντας να συναρμολογήσει εκ νέου τον εαυτό του και την προσωπικότητά του, ελπίζοντας σε ένα πιο καλό, πιο ποιοτικό, πιο διαυγές αποτέλεσμα. Ναι, ο άνθρωπος του Κάφκα είναι μονίμως (αλλά όχι νομίμως) αδύναμος, προβληματισμένος, αποπροσανατολισμένος και μη διαβεβαιωμένος, αλλά ταυτόχρονα είναι και πεισματάρης. Αυτή η δεύτερη πλευρά του είναι που εισχωρεί στην καταχνιά και αντισταθμίζει τον ερειπωμένο και μουδιασμένο κόσμο του. Αυτό μας παρέχει την εξής χρήσιμη πληροφορία για την κατανόηση της γραφής του Κάφκα: παρά τις αλλεπάλληλες αποτυχίες, τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες και τις ανεπαρκείς (εκ του αποτελέσματος) προσδοκίες, ο μύθος του Κάφκα, ενταγμένος στο πλαίσιο του παραλόγου και της δυστοπίας, δεν στερείται την ηθική της ελπίδας, υπάρχει δηλαδή πάντα ένα παράθυρο ανοιχτό. Αυτό είναι και το μοναδικό στοιχείο που μπορεί να προκαλέσει την ιδέα προσέγγισης της χειραφέτησης και να περιορίσει τις αλλεπάλληλες αποτυχίες, να επιχειρήσει να εκπληρώσει τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες και να σταθεί επαρκές βοήθημα κατά των σχεδιασμό προσδοκιών, ώστε αυτές να μην είναι ανεπαρκείς στην ζωή του ανθρώπου.
Έτσι, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η γραφή του Κάφκα είναι κατά βάθος μία χαρούμενη γραφή, η γραφή της ελπίδας, η γραφή της συμπόνιας, η γραφή του ουσιαστικού συλλογισμού. Ας μην βιαστεί κάποιος να κρίνει τούτα τα λεγόμενα, ορμώμενος από την εξωτερικότητα των έργων του Κάφκα, αλλά να προσπαθήσει να τα αφουγκραστεί στην ουσία των αφηγήσεών του. Διατυπώνοντας τον ισχυρισμό ότι η γραφή του Κάφκα είναι η γραφή της ελπίδας, εκείνο το οποίο εννοείται δεν είναι ότι αυτή καταφέρνει να ευοδωθεί κιόλας, αλλά ότι υπάρχει η κίνηση, η δράση που προσπαθεί να προσεγγίσει μία τέτοια πιθανότητα, που αγωνιά και που πασχίζει έστω και άθελά της να την πραγματοποιήσει. Τι θέλω να πω; Η γραφή του Κάφκα είναι ολοφώτεινη και ολοζώντανη ακριβώς επειδή είναι η γραφή της προοπτικής, η γραφή της χειραφέτησης.
3. Γιατί τον Κάφκα;
Πριν το τέλος, κάτι πρωταρχικό: διαβάζεις τον Κάφκα σημαίνει ζεις με τον Κάφκα και όχι ασχολείσαι μαζί του, κάτι που δύσκολα συμβαίνει με κάποιο συγγραφέα (ιδιαίτερα αν αυτός είναι πεζογράφος). Γιατί άραγε να συμβαίνει αυτό; Τι το ιδιαίτερο έχουν τα συγκεκριμένα λογοτεχνήματα; Η γραφή του Κάφκα, έτσι όπως ξεδιπλώνει το περιεχόμενο του κόσμου της δεν ενδιαφέρεται μόνο για την έκθεση αυτού, αλλά επιτελεί στον αναγνώστη την πράξη μιας έγκλησης. Η έγκληση αυτή σχετίζεται με τον σκοπό της γραφής. Η γραφή συγχέει, ρευστοποιεί και οριακά ενώνει, ταυτίζει τον άνθρωπο με τα εμπόδια με τα οποία έρχεται αντιμέτωπος στον δημόσιο και ιδιωτικό του βίο. Επομένως, αναδεικνύει την αξία του στοχασμού, της πρωτοβουλίας και της δράσης μέσω μιας διαρκούς παρότρυνσης, η οποία δεν είναι άλλη από ολόκληρο το λογοτεχνικό έργο και την ουσία του. Ο Κάφκα με την προκλητική του γραφή εγκαλεί το υποκείμενο σε αναλυτική και κριτική παρατήρηση και όχι σε κοίταγμα και παρακολούθηση, διότι αναπαριστά την ψυχοκοινωνική κατάστασή του εν ώρα δυσκολιών, ακόμα και αν δεν το γνωρίζει. Η γραφή του δεν μεταφέρει, δεν ταξιδεύει τον επισκέπτη της σε έναν άλλον κόσμο, αλλά πραγματοποιεί μία χωρίς στολίδια και φκιασίδια περιδιάβαση στα έγκατα του υπάρχοντος κόσμου. Η ανάγνωσή της γραφής του Κάφκα, συνεπώς, προϋποθέτει την ανάλυση στην νοητική επεξεργασία και την κριτική στην πνευματική αναζήτηση, ώστε να καταστεί μη ατελέσφορη, κοινώς επιτυχημένη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπάρχει ένα κλειδί ανάγνωσης, που (εγ)καλείται σε κατοχύρωση. Αντίθετα, όπως αναφέρει και ο Μπαρτ (2022), «το διήγημα του Κάφκα επιτρέπει χίλια κλειδιά, εξίσου πιθανά, δηλαδή δεν εδραιώνει κανένα».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Benjamin, W. (2004). Φραντς Κάφκα (μτφρ. Στ. Ροζάνης, Έρασμος.
Blanchot, M. (2018). Ο χώρος της λογοτεχνίας (μτφρ. Δ. Δημητριάδης), Πλέθρον.
Δεσποινιάδης, Κ. (2018). Φραντς Κάφκα: Ο ανατόμος της εξουσίας. Θεσσαλονίκη: Πανοπτικόν.
Ionesco, E. (2007). Η ελεγεία ενός παράλογου κόσμου (μτφρ. Μ. Σκάρα), Ροές.
Kafka, F. (2009). Αφορισμοί (μτφρ. Β. Ρούπας, επιμ. Π. Τσιλικούδης), Ροές.
Κάφκα, Φ. (1971). Η Απόρριψη: 13 Ανέκδοτα Διηγήματα (μτφρ. Γ. Βαμβαλής), Επίκουρος.
Κάφκα, Φ. (1998). Τα Ημερολόγια (μτφρ. Α. Βερυκοκάκη),Εξάντας.
Newman, S. (2019). Από τον Μπακούνιν στον Λακάν: Ο αντιεξουσιασμός και η εξάρθρωση της εξουσίας (μτφρ. Α. Αγγελής, επιμ. Τ. Γκόνης & Δ.
Παπαγιαννοπούλου), Αθήνα: Κέλευθος.
Ντελέζ, Ζ. & Γκουτταρί Φ. (1998). Για μια ελάσσονα λογοτεχνία (μτφρ. Κ. Παπαγιώργης), Καστανιώτης.
Μπαρτ, Ρ. (2022). «Η απάντηση του Κάφκα» (μτφρ. Ιω. Κωσταντουλάκη-Χάντζου Στο Κάφκα: Εκατό χρόνια από τη γέννησή του (σσ. 118-124), εκδόσεις Ευθύνη.
Robertson, R. (2007). Κάφκα: Όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε (μτφρ. Α. Κόρκα), Ελληνικά Γράμματα.
Φουκώ, Μ. (1991). Η Μικρο-φυσική της εξουσίας (μτφρ. Λ. Τρουλινού), Ύψιλον.