Χάρτης 69 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-69/biblia/elliniki-vivlioghrafia-theatrikwn-erghon
Το αργότερο με τη διδακτορική διατριβή της Βαρβάρας Γεωργοπούλου για τη θεατρική κριτική στον Μεσοπόλεμο (Αθήνα 2008, 3 τόμ., και έντυπο Η θεατρική κριτική στην Αθήνα του Μεσοπολέμου, 2 τόμ., Αθήνα 2008/2009) η θεατρολογική κοινότητα της Ελλάδας άρχισε να συνειδητοποιεί πως σε εκείνη η φάση του νεοελληνικού θεάτρου, που ακολουθεί μετά το «θέατρο των ιδεών» (1895-1922), την ιδιότυπη πρόσληψη του ευρωπαϊκού μοντερνισμού εκ μέρους των ντόπιων δραματογράφων και της εγχώριας διανόησης, λόγω των ιστορικών γεγονότων του 1922, η Ελλάδα χάνει την άμεση επαφή με την ευρωπαϊκή πρωτοπορία της εποχής, μια απομόνωση που θα αποκατασταθεί μόλις στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Είναι μια περίοδος έντονου θεωρητικού προβληματισμού και θεατρικής κριτικής. Όμως η εικόνα που δίνει η παραστασιογραφία, ιδίως μετά το 1922, όπου στις θεατρικές σκηνές κυριαρχούν εν γένει τα ελαφρά είδη, το γαλλικό βουλεβάρτο, η επιθεώρηση και η επιθεώρηση των συνοικιών, η οπερέτα, το ηθογραφικό ειδύλλιο και το ιστορικό δράμα, δεν ανταποκρίνεται στην εικόνα που δίνουν τα ίδια τα γραπτά, δημοσιευμένα και μη, θεατρικά κείμενα ,όπως αποδεικνύει η μνημειώδης βιβλιογραφία της Χρυσοθέμιδος Σταματοπούλου-Βασιλάκου (βραβείο καλύτερου θεατρολογικού συγγράμματος 2020/2021 από την Ένωση Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών).
Το ότι η εικόνα των παριστανόμενων θεατρικών έργων, συγκρινόμενη με αυτή των δημοσιευμένων, δεν συμπίπτει, είναι ένα γεγονός που, για τον 20ό αιώνα, έχει διαγνωσθεί από νωρίς (βλ. Β. Πούχνερ, «Το δράμα στη μεταπολεμική Ελλάδα», Ελληνική Θεατρολογία, Αθήνα 1988, σ. 419-433) και είναι μια κατάσταση που βελτιώνεται, μόλις προς το τέλος του αιώνα, με την καθολική επικράτηση του ελληνικού έργου στις σκηνές. Όπως μαρτυρεί αυτή η εκτενέστατη βιβλιογραφία, το πρώτο μισό του 20ού αιώνα είναι μια περίοδος έντονης θεατρογραφίας, διεσπαρμένης σε περιοδικά, εφημερίδες και φυλλάδες, έντονου δραματικού πειραματισμού και θεωρητικής και κριτικής σκέψης, χωρίς αυτό να καθρεφτίζεται με τρόπο ευκρινή στο παραστασιολόγιο των θεατρικών σκηνών.
Στο σημείο αυτό πρέπει να προσθέσω και ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα, το οποίο με προβλημάτισε προσωπικά, όταν άρχισα να προετοιμάζω τον τρίτο τόμο της Ανθολογίας νεοελληνικής δραματουργίας, της οποίας οι δύο τόμοι είχαν σταματήσει στη Μικρασιατική Καταστροφή.[1] Και αυτό ήταν η διασπορά των ειδών και κατηγοριών της δραματογραφίας, από την επιθεώρηση και τα λιμπρέτα της οπερέτας έως το ιστορικό δράμα, που έχει τέτοια έκταση και ένταση, ώστε να δυσχεραίνει την ανεύρεση κριτηρίων ομαδοποίησης των δραματικών συνθεμάτων και, μάλιστα, σε τέτοιο βαθμό που σταμάτησε και ματαίωσε τις περαιτέρω προσπάθειές μου να βρω δραματικές κατηγορίες για θεατρικά έργα μοναδικά στο είδος τους και να καταλήξω στη δημιουργία κατηγοριών, που εκπροσωπούνταν μόνο με ένα ή δύο έργα. Δηλαδή θα συγκεντρώνονταν περί τις είκοσι δραματικές κατηγορίες για ένα corpus δραματικών έργων που ήταν σχετικά πολύ μικρό, το οποίο θα είχε και την ανάλογη βαρύτητα στον πνευματικό βίο της χώρας εκείνη την εποχή ή στο υφολογικό εύρος της δραματογραφίας. Σε μια ανθολογία δεν μπορεί να μπει οποιοδήποτε κείμενο. Τέτοιος ήταν ο βαθμός του δραματικού πειραματισμού, που καθιστούσε δύσκολο τον σχηματισμό μιας συνετής και αντιπροσωπευτικής ανθολόγησης.[2] Οι τίτλοι των μελετημάτων που ασχολούνται με τη λογοτεχνική και τη δραματική παραγωγή της περιόδου, είναι ενδεικτικοί: Μεταξύ παράδοσης και νεωτερισμού. Παράδοση ή εκσυγχρονισμός;[3]
Η παρούσα βιβλιογραφία εντείνει ακόμα περισσότερο την εντύπωση αυτή του υφολογικά, θεματικά, ιδεολογικά και δραματουργικά υβριδικού τοπίου, που δύσκολα συνοψίζεται αισθητικά και ποιοτικά. Πολυτιμότατη είναι η εξαντλητική προσπάθεια της συναδέλφου θεατρολόγου Χρυσοθέμιδος Σταματοπούλου-Βασιλάκου, έμπειρης βιβλιογράφου με βιβλιοθηκονομικές και αρχειακές σπουδές, η οποία έχει προσφέρει μια σειρά από βιβλιογραφίες για την ελληνική θεατρολογία, πολύτιμες και κοπιώδεις,[4] η οποία τεκμηριώνει, με τη μνημειώδη αυτή βιβλιογραφία, την υπάρχουσα εντύπωση και υποψία πως το πρώτο μισό του 20ού αιώνα κρύβει ακόμα δεδομένα, τα οποία γνωρίζουμε μόνο κάπως εμπειρικά (π. χ. με τα δεκάδες ονόματα των «μέσων» φωνών της δραματογραφίας, που τείνουν, πλέον, να ξεχαστούν). Μια άλλη ένδειξη για την κατάσταση αυτή ήταν και η βιβλιογραφία των λογοτεχνικών περιοδικών της εποχής, ο αριθμός των οποίων ανέρχεται σε ασυνήθιστα ύψη. Η ίδια η συντάκτρια του έργου και η ερευνητική ομάδα της έχουν αποδελτιώσει 170 τέτοια περιοδικά, χωρίς να έχουν εξαντλήσει απολύτως το εύρος των εντύπων αυτών.
Βιβλιογραφικά έργα τέτοια πνοής χρειάζονται ένα επιτελείο συνεργατών. Και στο θέμα αυτό η κ. Βασιλάκου είναι πολύ πεπειραμένη : με ανάλογη ομάδα συνεργατών έχει εκδώσει το ιστορικό του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και με αντίστοιχη ομάδα έχει συντάξει τον περιγραφικό κατάλογο του αρχείου της Ραλλούς Μάνου.[5] Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα μέλη αυτής της ομάδας ήταν ο Πέτρος Βραχιώτης, που είχε και την επιμέλεια της έκδοσης, και η Κατερίνα Διακουμοπούλου, καθώς και οι βιβλιοθηκονόμοι Μιχάλης Βγόντζας, Αγγελική Γαλανοπούλου και Μαρία Λουμπάκη. Την τυπογραφική επιμέλεια είχε η Ανδριανή Τριανταφύλλου, έμπειρη διορθώτρια στο Ίδρυμα Ουράνη, με την οποία έχω εκδώσει στη σειρά Θεατρική Βιβλιοθήκη, που διηύθυνα από το 2000, μια σειρά από θεατρικά κείμενα του 18ου και 19ου αιώνα. Αυτή η έκδοση είναι η τελευταία της σειράς αυτής, γιατί το Ίδρυμα Ουράνη, που υπόκειται στο διοικητικό έλεγχο της Ακαδημίας Αθηνών, έχει σταματήσει τις εκδόσεις, που είχε ξεκινήσει ο Απόστολος Σαχίνης στον προηγούμενο αιώνα. Η βιβλιογραφία αυτή αφιερώνεται στη μνήμη του Σπύρου Α. Ευαγγελάτου που είχε στηρίξει την έκδοσή της.
Για την περιγραφή του έργου μπορώ να παραπέμψω στον πρόλογό μου, από τον οποίο παραθέτω ορισμένα αποσπάσματα. Η βιβλιογραφία αυτή «είναι ένα μνημειώδες έργο, αναφαίρετο βοήθημα και θεμελιώδες ερευνητικό εργαλείο της μελλοντικής Ελληνικής Θεατρολογίας. Συγκεντρώνει 5.344 αναγραφές, πολλές εκ των οποίων αφορούν σε, εν πολλοίς, άγνωστα θεατρικά έργα και αναδεικνύει την εποχή του “Θεάτρου των Ιδέων” (1895-1922, δηλαδή του ελληνικού μοντερνισμού), καθώς και το χρονικό διάστημα του Μεσοπολέμου ως μια από τις πιο γόνιμες περιόδους της δραματογραφίας του 20ού αιώνα. Με αυτή την έκδοση της βιβλιογραφίας των θεατρικών έργων (1900-1940), η σειρά της Θεατρικής Βιβλιοθήκης του Ιδρύματος Κώστα & Ελένης Ουράνη δεν περιορίστηκε στη φιλολογική έκδοση παλαιών θεατρικών έργων του 18ου και του 19ου αιώνα, ανέκδοτων και εκδεδομένων, τα οποία θεωρούνται αξιόλογα και σημαντικά, γιατί είτε είχαν μεγάλη επιτυχία στην εποχή τους, είτε προκαλούν την προσοχή λόγω της δραματουργικής ιδιαιτερότητάς τους ή και για το θέμα τους, είτε ξεχωρίζουν ως καθρέφτες της κοινωνίας και του πολιτισμού της εποχής τους, αλλά προχώρησε στην έκδοση μιας βιβλιογραφίας θεατρικών έργων του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, όχι μόνο όσων έχουν εκδοθεί, αλλά και δακτυλόγραφων ή ακόμα και έργων σε χειρόγραφη μορφή. Η συγκέντρωση των λημμάτων αυτών είναι εντυπωσιακή, τόσο λόγω του αριθμού τους όσο και λόγω του εύρους των θεμάτων τους και των δραματικών ειδών που καλύπτουν. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί ο αριθμός των διαλόγων και μονολόγων, που μαρτυρούν τη διείσδυση της δραματικής γραφής και του σκηνικού λόγου και σε άλλες μορφές της λογοτεχνίας και της γραμματολογίας εν γένει.
Με τη βιβλιογραφία αυτή συμπληρώνεται ένα μεγάλο κενό που υπήρχε στην εργογραφία του ελληνικού δράματος (πρωτότυπου και μεταφρασμένου). Η συστηματική καταγραφή τόσο των αυτοτελώς εκδεδομένων έργων ή δημοσιευμένων σε περιοδικά ημερολόγια, λευκώματα και συλλογικούς τόμους, όσο και των ανέκδοτων παρουσιάζεται κατά χρονολογία και συμπεριλαμβάνει πρωτότυπα έργα και μεταφράσεις (κατά χώρα και γλώσσες, με την αναφορά του πρωτότυπου τίτλου), με στοιχεία επίσης για την εγγύτερη χρονολογικά ελληνική παράσταση (στις μεταφράσεις και την αντίστοιχη πρεμιέρα στο πρωτότυπο), καθώς και αναφορά των βιβλιοθηκών όπου βρίσκονται αντίτυπα της έκδοσης. Σε ξεχωριστή ενότητα καταγράφονται αχρονολόγητα έργα που εντάσσονται στην υπό εξέταση χρονική περίοδο. Η βιβλιογραφία συμπληρώνεται με τις συντομογραφίες (κατάλογο των βιβλιοθηκών που έχουν ερευνηθεί, ειδική βιβλιογραφία και λοιπές συντομογραφίες) στο τέλος του δεύτερου τόμου (γενική βιβλιογραφία, περιοδικά, εφημερίδες, ημερολόγια, επετηρίδες και λευκώματα που έχουν αποδελτιωθεί, αρχεία και ιστοσελίδες) και τα ευρετήρια, τα οποία επιτρέπουν την επιλεκτική χρήση και την αναζήτηση στοιχείων και πληροφοριών.
Για όλα αυτά τα θέματα και τα προβλήματα της βιβλιογράφησης πληροφορεί η λεπτομερειακή Εισαγωγή της συγγραφέως. Έχουν συμπεριληφθεί έργα από το θέατρο πρόζας (τραγωδία, δράμα, κωμωδία), το λυρικό θέατρο (όπερα, μελόδραμα, οπερέτα), το παιδικό-σχολικό θέατρο, καθώς και περιορισμένος αριθμός κειμένων επιθεώρησης. Ανάμεσα στα δημοσιευμένα έργα συγκαταλέγονται κείμενα που έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά, ή ημερολόγια, σε εφημερίδες και σχολικά εγχειρίδια, ενώ τα αδημοσίευτα, χειρόγραφα και δακτυλόγραφα, συγκροτούν ξεχωριστό κεφάλαιο. Πρόκειται για έναν συνδυασμό περιγραφικής, αναλυτικής και συστηματικής βιβλιογραφίας» (σ. 17-19).
Με τον τεράστιο πλούτο του νέου υλικού, η βιβλιογραφία αυτή δείχνει ξεκάθαρα την αξιοσημείωτη πρόοδο που έχει επιτευχθεί στη θεατρολογική βιβλιογράφηση των δραματικών έργων (βλ. προηγουμένως Β. Πούχνερ, Η Επιστήμη του θεάτρου στον 21ο αιώνα, Αθήνα 2014, σ. 104-109). Η συγκέντρωση και έκδοση μιας βιβλιογραφίας είναι έργο κοπιώδες, ποτέ εκατό τοις εκατό εξαντλητικό, υποκρύπτει πολύχρονο μόχθο για τη συλλογή, επεξεργασία, οργάνωση και τεκμηρίωση των λημμάτων, που δεν μπορεί να εκτιμηθεί από τους μη μυημένους στην έρευνα. Αντιθέτως, για τους συστηματικούς ερευνητές το έργο αυτό αξιολογείται ως ανεκτίμητο εργαλείο έρευνας. Χωρίς τέτοια βασικά εργαλεία, όπως είναι η εργογραφία, η παραστασιογραφία, η βιβλιογραφία των σχετικών μελετημάτων και η κριτικογραφία των παραστάσεων, η θεατρολογική έρευνα δεν μπορεί να προχωρήσει.
Μένει να δώσουμε μια ιδέα για τη διάρθρωση του έργου: μετά τον πρόλογό μου (σ. 17-21), ακολουθεί η Εισαγωγή της συγγραφέως: Μέρος Α΄: Πηγές της έρευνας στην Ελληνική Θεατρολογία. Βιβλιογραφία – εργογραφία 1900-1940: Συνοπτική θεώρηση (σ. 23-39), Μέρος Β΄: Ελληνική θεατρική βιβλιογραφία 1900-1940 (σ. 40-56), Μέρος Γ΄: Ταξινόμηση του υλικού (σ. 57-64), Μέρος Δ΄: Δομή του λήμματος (σ. 65-99), Μέρος Ε΄: Χαρτογράφηση του υλικού – Πίνακες ποσοτικών δεδομένων (του Πέτρου Βραχιώτη) (σ. 100-112). Πριν από την αναγραφή των λημμάτων υπάρχουν ακόμα οι Συντομογραφίες: Βιβλιοθήκες, Ειδική Βιβλιογραφία, Λοιπές Συντομογραφίες (σ. 113-150). Στη συνέχεια ακολουθούν οι Αυτοτελείς Εκδόσεις – Δημοσιεύσεις: 1900-1929 (σ. 151-878), που συνεχίζουν και στον δεύτερο τόμο: Αυτοτελείς Εκδόσεις – Δημοσιεύσεις: 1930-1940 (σ. 9-364). Στη συνέχεια: Ανέκδοτα Θεατρικά Έργα (Δακτυλόγραφα – Χειρόγραφα: 1900-1940) (σ. 365-577), Αχρονολόγητα Θεατρικά Έργα (εκδόσεις και δακτυλόγραφα-χειρόγραφα σ. 581-624). Και στο τέλος, το συστηματικό μέρος: Πηγές της Έρευνας (σ. 627-663, Γενική Βιβλιογραφία, Περιοδικά-Εφημερίδες, Ημερολόγια-Επετηρίδες-Λευκώματα, Αρχεία, Ιστοσελίδες), English summary (σ. 665-668) και τα Ευρετήρια (σ. 671-865 κύρια ονόματα, θεατρικά έργα, κύρια ονόματα της Εισαγωγής).
Δύσκολα θα υπάρξει στην Ελληνική Θεατρολογία συστηματικότερη και εξαντλητικότερη βιβλιογραφία. Είναι ευτύχημα που ακριβώς αυτή είναι η τελευταία εργασία που εισηγήθηκα στο Ίδρυμα Ουράνη ως διευθυντής της σειράς της Θεατρικής Βιβλιοθήκης. Το ότι αυτό το έργο θα μείνει σημείο αναφοράς και σ’ ένα απώτερο μέλλον και ως βιβλιογραφία θεατρικών έργων και ως πρότυπο συγκρότησης μιας τέτοιας βιβλιογραφίας, είναι αυτονόητο και δεν χρειάζεται να τονισθεί ιδιαίτερα. Οι βιβλιογραφίες δεν έχουν την ευρύτερη αναγνώριση του κόσμου, δεν γνωρίζουν τα φώτα της ράμπας και τα χειροκροτήματα, αλλά υπάρχουν πάντα στο βάθος όλων των βιβλιοθηκών και είναι μακρόβια όντα, που ζουν μια αθόρυβη ζωή, αλλά ευεργετική και βοηθητική. Έτσι μοιάζουν με δύσκολες επενδύσεις της στιγμής αλλά αποφέρουν μακροπρόθεσμα και σταθερά κέρδη και στον βιβλιογράφο υποκλίνονται όλοι οι επιστήμονες, γιατί στη δουλειά του βασίζονται και από αυτήν εξαρτώνται.