Χάρτης 69 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-69/biblia/i-poiisi-ti-simadeyei-pote-to-ekthamvo-pote-to-anaido
Για το ίδιο βιβλίο βλ. και εδώ
__________
Αναπάντητα ερωτήματα επιστρέφουν επίμονα στην πρόσφατη συλλογή Accordion της Ζέφης Δαράκη. Πρόκειται για τις ίδιες ερωτήσεις που διατρέχουν τους τρεις τόμους του έργου της (Τα ποιήματα 1967-1982, 1984-2002, 2006-2016) καθώς και τα αυτοτελή της βιβλία. Προβάλλεται για μια ακόμη φορά το φάντασμα της γραφής και η ποίηση ως αόρατη πραγματικότητα. Αυτή μετέρχεται «λέξεις-ικριώματα», «παράλυτες» και «σκουριασμένες», για να αποδώσει το ιερό ρίγος της τέχνης. Ο αναγνώστης ακολουθεί τους ρυθμούς του Accordion (στα ισπανικά) που συγχρονίζεται με την Ιστορία και την επανάσταση.
Είναι κανείς εδώ; Η απάντηση-αντίλαλος επιμένει: Μέσα στην ποίηση όμως είναι σκοτεινά…[1]
Ο προσωπικός μύθος της ποιήτριας συνδυάζεται με μια νέα αισθητική αντίληψη για το πρόβλημα της τέχνης, της θέσης του ανθρώπου στον κόσμο και της σχέσης του με τον Θεό και την ιστορία. Η θεματολογία της β΄ μεταπολεμικής γενιάς στην οποία ανήκει η ίδια διευρύνεται με μια εξαιρετικά σημαντική ποιητική κατάθεση. Λόγος και μουσική, ποίηση και νόημα, αυτονομία της τέχνης είναι μερικά από τα ζητήματα που ανακύπτουν.
Και μπορεί ν’ ακούγεται μόνο του ένα ποίημα κι ας
μη βγάζει κανείς πάντα νόημα από το μαγεμένο
Ή μπορεί να παίζει μόνο του ένα ακορντεόν Ή ένα βιολοντσέλο,
την ξενιτιά του στο άναυδο (σ. 89)
Η γυναικεία persona διασχίζει το έργο της Δαράκη ξετυλίγοντας τον μονόλογο σε πολλαπλά επίπεδα: στο ορατό και το αόρατο, στη φαντασία και την πραγματικότητα, στο όνειρο και την εγρήγορση, στη μνήμη και τη λήθη. Συνεχίζει μια προηγούμενη αφήγηση γοητείας που κυμαίνεται ανάμεσα στην ενοχή και την αθωότητα («αθώα ενοχή»,σ.31) και την τιμωρία. Χρησιμοποιεί το σώμα για να κατακτήσει την αιωνιότητα, το μυστικό για να σαγηνεύσει. Η αφήγησή της μετασχηματίζεται σε ένα «διαρκές ποίημα» (work in progress[2]), το οποίο απευθύνεται στα σκοτεινά βάθη της ύπαρξης. Η μνήμη έχει έναν παραπλανητικό ρόλο στην διελκυστίνδα αυτή ανάμεσα στις αναμνήσεις, την αναπόληση και την λήθη. (Η ανάμνηση είναι μάλλον η «σκουριασμένη ονειροπόληση της ψυχής»). Το όνειρο σωματοποιείται στην Όνειρο, «μια άγνωστη κωμόπολη δίπλα στη θάλασσα» (σ.68), τη χώρα των ονείρων. Επιπρόσθετα, η γυναικεία μορφή καθρεφτίζεται στο κάτοπτρο της ποίησης και χαράζει την πορεία της: «περπατώ εις το ποίημα» (σ.86).
Ο προβληματισμός του ποιητικού υποκειμένου για την «ασφυξία γραφής», το «έρμαιο ποίημα» και τα «άγραφα ποιήματα» οφείλεται στην αδυναμία των λέξεων να εκφράσουν το υψηλό και στην ακόλουθη αυτοχειρία τους. Προκύπτει μια ρωγμή μέσα στην καρδιά του γλωσσικού σημείου, μια ρήξη ανάμεσα στο περιεχόμενο και τη μορφή του, που οδηγεί στην κατάρρευση της επικοινωνίας. Το υποκείμενο απαρηγόρητο καταφεύγει στον «εσωτερικό εγκλεισμό» και στο «βύθισμα στην ονειροπόληση». Το βάθος του ονείρου –και της γραφής– περικλείει «κάτι ανέκφραστα σκοτεινό» και ειρωνικό. Βασικό παραμένει το ερώτημα: «Γιατί/αναπαρίσταται το ανείπωτο;» (σ.83). Το ποίημα μένει «έρμαιο» των αντίρροπων δυνάμεων που το συνθέτουν και αντιπροσωπεύει το «ερώτημα του ερωτήματος». Αυτό το ανοιχτό ποίημα συνδέεται με «το ακατοίκητο της γραφής».
Στην ποιητική διαδικασία σημασία έχει «το αντικείμενο
του λόγου» που είναι «το Άλλο, l’ Autre: Τα αντικείμενα της επιθυμίας, τα οποία, εφ’ όσον υφίστανται μόνο στη συμβολική τάξη δεν μπορούν ποτέ να αντικατασταθούν ή να αποκτηθούν». ‘La vraie parole’, ο αληθής λόγος, είναι λοιπόν ο λόγος του ασυνείδητου υποκειμένου που αφορά στο μη υπάρχον Αντικείμενο της επιθυμίας του: «το ασυνείδητο του υποκειμένου είναι ο λόγος του άλλου».[3] «Γιατί δύο δύο οι άνθρωποι συζητούν για τη θλίψη» (σ. 13) και μέσα από τον διάλογο/μονόλογο αναπτύσσεται το ποίημα. Πράξη επικοινωνίας και ταυτόχρονα άσκηση μοναχική, η γραφή συνιστά το πιο γοητευτικό και αντιφατικό μυστήριο του κόσμου.
Η ποίηση της Δαράκη, υπαρξιακού χαρακτήρα, επικεντρώνεται στην εξομολόγηση. Μια εξομολόγηση η οποία βασίζεται στο δυναμικό στοιχείο, στον λόγο και τον αντίλογο. Παρακολουθείται από τον ορατό/αόρατο Άγγελο και σημαδεύεται από την Ιστορία. Σηματοδοτείται από τον άλλο, τον αόρατο συνομιλητή. Αυτός συνοδεύει την μονολογίστρια[4]
και κάποτε ανταποκρίνεται στα λεγόμενά της. Άλλοτε διατυπώνεται μια ριζική διαφωνία. Ο λόγος του ωστόσο μεταφέρεται μέσα από το α΄ ενικό πρόσωπο: «Δεν ήθελα να πω αυτό – δεν ήθελα να πω/πως δε με θυμάσαι,/μου αντιλέγει ο νεκρός». Οι ποικίλες φωνές ενορχηστρώνονται τελικά σε μία και μοναδική, εκείνη του ποιητή. Η οπτική γωνία παραμένει εστιασμένη στο υποκείμενο. Η μετωνυμία μεταφέρει τον κρυμμένο λόγο στην καρδιά της ποίησης.
Τα παλιά κοιμητήρια των λέξεων
έρχονται αργά με το φεγγάρι,
ήσυχα εισχωρούν στο ανοίκειο και μας καταφιλούνε («ενύπνιο»)
Στο Accordion ο στίχος αυτονομείται και ανταγωνίζεται το ποίημα. Το ερώτημα επικεντρώνεται «στα ερείπια των απαντήσεων». Ο πυρήνας ωστόσο των λέξεων παραμένει αδιαπέραστος. Μόνη του δυνατότητα είναι να μετουσιωθεί σε εικόνες που μεταφέρουν το βάρος των πραγμάτων. Σκοπός είναι να αναδιατυπωθεί το αφήγημα της νέας γυναίκας που περιδιαβαίνει τον κόσμο και διαπιστώνει τα τραύματα της Ιστορίας στις ψυχές των ανθρώπων. Η ίδια βρίσκεται σε ένα όριο («στην άκρη του βράχου») και περιμένει να διαβάσει το χειρόγραφο της θάλασσας. Η διάσταση ανάμεσα στην ομορφιά των πραγμάτων και τις ανθρώπινες επεμβάσεις πάνω σε αυτά δημιουργεί «ένα ανοίκειο έργο τέχνης».
Κι αυτό που έχει κλειδωθεί
μέσα στο θάλαμο των λέξεων
αυτός ο ανύπαρκτος έρωτας
το μέταλλο στο αίμα των εικόνων
δίχως ανάσα θα πνίξει το ποίημα
(«το μέταλλο στο αίμα», σ.21)
Αντικείμενο της επιθυμίας είναι το ποίημα, το οποίο ωστόσο παραμένει «άγραφο». Ο παράδεισος των ματαιωμένων ποιημάτων και των σβησμένων λέξεων καταλήγει να είναι ο παράδεισος του ανεκμυστήρευτου. Υπάρχει λοιπόν το ανείπωτο; Υπάρχει κάτι το οποίο η ποίηση δεν μπορεί να εκφράσει; Πρόκειται για το μυστικό ή τα μυστικά που βρίσκονται στα όρια λόγου και εικόνας, λόγου και μουσικής και εδρεύουν στο υποσυνείδητο. Το Accordion συνοδεύει τον ρυθμό των στίχων ως μουσική υπόκρουση. «Κάτι θα μείνει σκοτεινό» (σ.24), το «μισοειπωμένο» που αποτελεί το βαθύ μυστικό της τέχνης και της ύπαρξης. Πρόκειται για το «άλεκτο», το «ανείπωτο», το «αόρατο» που συνθέτουν τη «ρητορική του ασυνείδητου». Αυτή έγκειται στον ειρωνικό χειρισμό της αμφισημίας: «αποφορτίζει τις μεταφυσικές φορτίσεις, τις οποίες μπορούμε να αποφύγουμε, αλλά όχι και να αρνηθούμε».[5]
Τα ποιήματα ποιητικής καλύπτουν τις τρεις ενότητες της συλλογής («Accordion», «…Δεν ψιθυρίζεται ο Άγγελος», «…Πέρα από κάθε αναπαράσταση») και εκφράζουν το credo της ποιήτριας. Το γράμμα προς τον αόρατο άλλο ή τον αναγνώστη επιστρέφει στο υποκείμενο «σχεδόν μισοσβησμένο και ξαναγραμμένο». Οι διορθώσεις αποτελούν τις πολλές εκδοχές του χειρογράφου που ενσωματώνονται σε ένα παλίμψηστο. Λέξεις και «στροφές οδύνης» χάνονται ανάμεσα στις γραμμές και μένει «μόνο ένα παιδί,/ σηκωμένο στις μύτες των ποδιών του». Το παιχνίδι της σημασιοδότησης είναι «σαν το παιχνίδι του παιδιού που εμφανίζει και εξαφανίζει τα αντικείμενα»[6] Πολλαπλές σημασίες αναπτύσσονται στο φάσμα της γραφής, γιατί την ποίηση «τη σημαδεύει πότε το έκθαμβο πότε το άναυδο».
«Ήταν στα πρόσωπα» που διαπιστώθηκε το πανάρχαιο παιχνίδι του έρωτα, της ενοχής και της τιμωρίας. Η γυναίκα με το προσωπείο της Μαρίας, της Μέμορη, της Μάρθας Σόλγκερ, της Ισαβέλλας αναβιώνει την «θεματική του έρωτα».[7] Πίσω της βρίσκεται η ιστορία της αθωότητας και της αποπλάνησης: «Κι η Κοκκινοσκουφίτσα έγινε ελεγεία» (σ. 19). Στην ποίηση διαφαίνεται η επιθυμία για το Άλλο, το οποίο «δεν μπορεί να ‘αντικατασταθεί’ ή να ‘αποκτηθεί’ από το επιθυμούν υποκείμενο, διότι συμβολίζει αυτό ακριβώς που είναι πάντα απρόσιτο, αυτό που υπερβαίνει την εκπλήρωση κάθε ιδιαίτερης επιθυμίας».[8] Η πραγματικότητα και η φαντασία αντιστρέφονται: «Και η πραγματικότητα/επειδή υπάρχει για να γίνεται αόρατη/ψιθυρίζει τις εξομολογήσεις του σώματος» (σ.43). Το υποκείμενο παραδέχεται: «Η μόνη μου αλήθεια ήταν το σώμα» (σ.31). Η διαλεκτική των αντιθέσεων συγκλίνει σε ένα σημείο που είναι το τελευταίο σύνορο του λόγου.
Εκτός όμως από τον γήινο υπάρχει και ο ουράνιος έρως. Ο Άγγελος (στον οποίο αφιερώνεται το β΄ μέρος της συλλογής) αποκτά ανθρώπινες ιδιότητες και εμπλέκεται στην αιώνια διαμάχη καλού και κακού. Όπως και ο έκπτωτος Άγγελος στην ταινία του Βιμ Βέντερς, παρακολουθεί τους ανθρώπους και γίνεται μάρτυρας της λύπης τους. Συγκεντρώνει στο πρόσωπό του όλες τις εξομολογήσεις, όλες στις πράξεις «πονηρίας και αθωότητας» (σ. 72). Συνδέει σε μια ενότητα όλες τις αντινομίες. Συμβολίζει την «αμάθητη αιωνιότητα», αλλά ο θάνατος δεν τον αγγίζει. Επαναλαμβάνει όλα τα θραύσματα του ανθρώπινου λόγου αλλά ο ίδιος «δεν ψιθυρίζεται». Κινείται ανάμεσα στη φαντασία και την αλήθεια αλλά θαμπώνει την αλήθεια «ώστε να υπάρχει και να μην υπάρχει». Χρησιμοποιεί την ενδιάμεση πραγματικότητα που περιλαμβάνει όλα τα είδωλα των πραγμάτων.
Η μεταφυσική πραγματικότητα δημιουργεί το ιδιαίτερο βάθος του ποιήματος, τον δικό του χωροχρόνο. Στο ημίφως των πραγμάτων δεσπόζουν ο ανεστραμμένος χρόνος, το όνειρο και ο εφιάλτης. Τα στοιχεία αυτά εγκαθίστανται στο κέντρο του δωματίου μαζί με το υποκείμενο. Στα βάθη του βρίσκεται κρυμμένο «το πιο γνωστό μυστικό» που συγκλονίζει την ύπαρξη. Σκιές, ελπίδες, νοσταλγία και ψίθυροι υποφώσκουν. Όλοι άλλωστε βρίσκουν καταφύγιο εκεί – «μαρμαρωμένοι». Το νόημα του ποιήματος – ως άλλος χρησμός – βασίζεται στον τρισδιάστατο αλλά και μονοδιάστατο χρόνο («μιλάει ακόμα σαν ένα παρόν/που δεν ξεχωρίζει το παρελθόν ούτε/το μέλλον του ποιο ήταν»). Τα ποιήματα της β’ ενότητας αποτελούν μουσικές παραλλαγές πάνω στο θέμα του «ξανακερδισμένου χρόνου» με βάση το κλειδί του έρωτα. Στην κατάκτηση αυτή παραστάτες είναι οι Άγγελοι που ενσωματώνουν «πολύτιμες εξομολογήσεις και αποχωρισμούς» (σ. 72).
Ορατή στο έργο της Δαράκη είναι η αγωνία του απόλυτου, η αναζήτηση της αιώνιας ιδανικής μορφής. Η υπερβατική πραγματικότητα των όντων συνδυάζεται με τη γήινη μοναξιά του καλλιτέχνη. Η βίωση μέσα στο Απόλυτο μεταφράζεται σε θρησκευτικό βίωμα και η μορφή του Θεού αντιπροσωπεύει τον δημιουργό. Πρόκειται για έναν εξανθρωπισμένο κόσμο: «Αφού ακόμα κι οι προσευχές ανείπωτες/ανατριχιάζουν και/στα βραδινά φύλλα ωσάν/πεταλούδες ακίνητες». Στις σελίδες της συλλογής υπόκειται ένα τεχνούργημα από υποβλητικές εικόνες «σαν κλασικές αισθητοποιήσεις και μεταφορές που προχωρούν σε μια δυναμική τροπικότητα».[9] Αναπτύσσεται εξελικτικά η γλώσσα των ηχοχρωμάτων και των ρυθμών. Οι επαναλήψεις και η μουσική επαναφορά των λέξεων δημιουργεί την αίσθηση της τονικότητας. Η δύναμη των εικόνων εξασφαλίζει την πειθώ του λόγου.
…στο βάθος του ορίζοντα ο αμίλητος Άγγελος
θα παρατηρεί εκείνον τον αιώνια καθισμένο κάτω απ’ τη βροχή
να παίζει σκάκι με τον εαυτό του (σ. 59)
Το Accordion επανατοποθετεί ποιητικά τα ουσιαστικά ζητήματα της τέχνης. «Πέρα από κάθε αναπαράσταση» βρίσκεται το αληθινό έργο τέχνης, το οποίο εκφράζει το πρωταρχικό όραμα του δημιουργού. Η ποιήτρια αναλαμβάνει να υλοποιήσει μια καλλιτεχνική σύνθεση μορφών σε ενιαίο σύνολο, στο οποίο εικόνα και περιεχόμενο περιγράφουν το σκοτεινό βάθος της γραφής.