Χάρτης 36 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2021
https://www.hartismag.gr/hartis-36/tehnasmata/xafnika-omws
Μια μέρα σφράγισαν τους ανθρώπους στα σπίτια τους. Η καθημερινότητα υποτάχτηκε σ’ ένα επαναλαμβανόμενο πρόθημα, τηλεργασία, τηλεκπαίδευση, τηλεαγορά, τηλεσυνεύρεση· το συν της τελευταίας, παρωδία ενός έρωτα σε σώμα μονό, πλαδαρό, πρησμένο, ξεχειλωμένο, ανάπηρο – έγκλειστα χρόνια μοναξιάς και απραγίας, απελπισίας σπαραχτικής. Τι κι αν είχε τελειώσει εκείνη η πανδημία; Ήρθαν άλλες.
Μια μέρα όμως βγήκε ένα ήλιος καυτός κι ένας τρελός δεν άντεξε· πήρε να τρέχει στον δρόμο τραγουδώντας.
Αλαφιάστηκαν οι εγκλωβισμένοι πίσω απ’ τις κουρτίνες, ταράχτηκαν.
Στους νέους φούντωσε λαχτάρα ανήμερη. Άνοιξαν την πόρτα και όρμησαν έξω κι αυτοί, ολόγυμνοι – άγριο το τραγούδι τους, σκοτεινό από την πείνα της ψυχής. Ακολούθησαν παππούδες και γιαγιάδες, ξεμαλλιασμένοι και τσίτσιδοι μ’ ερείπια χαμόγελα, μάτια υγρά και τρεμάμενα άκρα κι όμως, αχ, να ’βλεπες, πώς χοροπηδούσαν –χοπ, χοπ, χοπ!– πώς αγκαλιάζονταν∙ άναρθρες οι κραυγές τους, τσιρίδες ζώου που δραπετεύει απ’ το κλουβί. Ενέδωσαν και οι μεσήλικες στην απαίτηση των κορμιών ν’ ανταμώσουν, που γιγαντώθηκε έτσι ξαφνικά και τους συνεπήρε. Ξέσκισαν τα ρούχα τους και τα πέταξαν ουρλιάζοντας, ξεντύθηκαν τις ελώδεις αναστολές τους κι έσμιξαν με τους άλλους – ξεμυαλισμένοι μπορεί, ξετσίπωτοι όμως όχι, δεν ήταν. Η πόλη όλη ξεγυμνώθηκε και ξελαρυγγιζόταν. Ξεσηκωμένοι φίλοι κι εχθροί ξεχύθηκαν μαζί στα στενά, χιλιάδες σώματα φλεγόμενα, ένα σώμα παλλόμενο που τραβούσε σύσσωμο προς τη θάλασσα.
Μάταια έδιναν οι Φύλακες εντολές, φοβέριζαν, αλυχτούσαν, χτυπούσαν – ο λαός φώτιζε φλεγόμενος και τους προσκαλούσε. Μερικοί απεκδύθηκαν τις μαύρες στολές, πέταξαν κράνη, ασπίδες, όπλα κι ενώθηκαν με τους άλλους – τους βάρυνε αβάσταχτα, θαρρείς, ο επωμισμένος ρόλος.
Η θάλασσα τούς περίμενε όλους, ανοιχτή μέσα στον κόλπο της, να ξεδιψάσει τον ξέφρενο πόθο για ζωή.
Ήρθαν όμως άλλοι Φύλακες, καλύτερα εκπαιδευμένοι στην υπακοή, επιτέθηκαν – κοκκίνισε το νερό από το αίμα των επαναστατημένων. Όσοι γλίτωσαν, λούφαξαν λαβωμένοι πάλι στα σπίτια τους.
Τώρα όμως, ύστερα από τόσον καιρό θανάτου, παιδιά είχαν σκαλώσει στις μήτρες των γυναικών· παιδιά, που θα μεγάλωναν με τις μανάδες να τους ψιθυρίζουν το τραγούδι εκείνου του τρελού από το Γούντστοκ της δικής τους, πάνδημης εποχής και τους πατεράδες να τα ξεσηκώνουν κρυφά, να τ’ ατσαλώνουν για τον επόμενο αγώνα· για τη λευτεριά που τους είχαν κλέψει.