Χάρτης 68 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-68/poiisi-kai-pezografia/epta-poiimata
H βελανιδιά
Πορεία στην κάψα του καλοκαιριού. Ησυχία. Το φως σπηλιά των τζιτζικιών. «Τους κάναμε εικονίσματα κι ύστερα τους αφήσαμε δίχως καντήλι» ψιθύρισε ο Γέρος. Φτάναμε σιγά-σιγά στο ποτάμι, που πρασινολαμπύριζε με τα πλατάνια του, στο βάθος. Γύρω ασφακοβούνι, πετρωτό, να καίγεται στην δίψα. Ψηλά στον φλογερό ουρανό, τροχίζανε τα νύχια τους στο ατσάλι του μεσημεριού, ονειρικά, δυο-τρία γεράκια. Λιγάκι πριν την μισοξεραμένη κοίτη, φάνηκε στο πρανές, η βελανιδιά. Αμφιλαφής, πλατύγυρη και λυγερά ισκιωμένη. Εκεί, στον μακρύτερο κλώνο τους κρεμούσαν. Και στην κοτρώνα, σύρριζα του δέντρου, τους άφηναν να πουν την τελευταία τους λέξη. «Άκου», είπε ο Γέρος σκύβοντας στην πέτρα. Κι άκουσα, μέσα της το αίμα να φυσάει δυνατός βοριάς, άκουσα.
Πραγματικά περιστατικά
Για να κατανοήσουμε την ιστορία αυτού του ανθρώπου, οφείλουμε να λάβουμε υπ’ όψιν τα εξής:
Μετά την μεγάλη πυρκαγιά, το αρχαίο γεράκι του τόπου εκείνου, που μόνο το άκουγαν στο νυχτωμένο δάσος και κανείς, ποτέ, δεν το είχε ιδεί, φανερώθηκε στην μικρή πλατεία. Περπατούσε κουτσαίνοντας με τις φτερούγες τσουρουφλισμένες κι αποτρόπαιο βλέμμα. Ένα διάστημα σερνόταν στα έρημα κατώγια, ώσπου, ύστερ’ από λίγους μήνες, το βρήκανε οι εργολάβοι ψόφιο, στα λερωμένα, από βενζίνες και πετρέλαια, νερά του ποταμιού.
Νοσοκομείο
Είσαι ένας μώλωπας στο δέρμα
βαθύ μου μελανό σημείο
καρβουνιασμένο είσαι αίμα
το σκουριασμένο λεωφορείο
έρημο, εκεί, δίπλα στο ρέμα.
Κι είσαι ένα δέντρο στο κρεβάτι
αιχμάλωτο σε ορούς, καλώδια
ρίζες νεκρές τα δυο σου πόδια.
Το θαλερό μέσα σου μάτι
γκρίζο γυαλί στάζει στο βλέμμα.
Πώς ξέφυγες ―φαντάζει ψέμα―
πληρώνοντας τρελά διόδια
απ’ του Πολύφημου το άχτι.
Κοντά στις ρίζες τις ξερές σου
σ’ άρρωστο φως Νοσοκομείου
κάθομαι. Δεν θα σ’ εξαιρέσουν
βρισιές και δάκρυα του ονείρου
θαμπός ο χρόνος στο παλάτι.
Είμαστε οι δυο μας τόσο μόνοι.
Μα ποιος Αόρατος σιμώνει;
Δες στην σιωπή μας και στον φόβο
μας λέει «για σας τις φλέβες κόβω
να πιείτε το κρασί που τρέχει
κι ο κάτω κόσμος δεν κατέχει».
Θερινή στολή
Αγκίστρι θείο σού σπαράζει τα έγκατα.
Έρχεσαι από την πόλη της Φοινίκης Βύβλο.
Διαβάζεις της ζωής σου ολόκληρη την Βίβλο
σε πάπυρους φωτός, στα Ιούνια ρεύματα.
Το γόνυ της ψυχής σου ώρα να κλίνεις.
Η λίθινη καρδιά σου έχει ραγίσει.
Περνάει ο κόσμος κι έξω του σ’ αφήνει
με ψυχοφάρμακα τον έχουνε μεθύσει.
Έρχεσαι από τα Ιεροσόλυμα του πάθους.
Το φέγγος βρήκες πληρωμή στα καταχθόνια.
Βαπτίσθηκες, ενδύθηκες λινά σεντόνια.
Κι αν τα κουρέλιασες σε λεωφόρους λάθους
απ’ της καρδιάς σου τις ραγισματιές ανέμους
νιώθεις να ψάλλουνε: «nomina nuda tenemus».
Θερινή προβολή
Ι
Ακόμα τριγυρνάς ξυπόλητος στις πυρωμένες πέτρες. Στα φλεγόμενα χώματα. Μέσα στο πηχτό, λειωμένο μέταλλο του μεσημεριού χτυπούν λαχανιασμένες οι φλέβες σου. Στον ρυθμό των δέντρων και των βράχων. Με παλμούς τζιτζικιών. Στο αριστερό πλευρό σου αστράφτει η θάλασσα. Ένας πόνος. Τα κύματα σκάνε απαλά.
Μαζεύεις τα πράγματά σου. Ώρα να φεύγεις από το γραφείο.
Ακόμα στον ύπνο μουσκεύεις το προσκέφαλο στα δάκρυα. Έγινες πια νυχτερινό τζιτζίκι. Αμετανόητο.
ΙΙ
Ακόμη τριγυρνάς ξυπόλητος σε καλαμιές κι αγκάθια. Μόλις έχουνε θερίσει. Οι σιταρήθρες, τ’ ουρανού τα πετεινά, στις θημωνιές. Σμήνος. Μαύρα και καστανά φτεροκοπήματα στο χρυσό φόντο.
Το βράδυ κάτω απ’ την κληματαριά μούσκεμα στο φεγγάρι, στην ασπρόμαυρη τηλεόραση, μια Σισιλιάνα τραγουδά: «Vergine Madre, figlia de tuo figlio».
ΙΙΙ
Vergine Madre
Στον Nicola Crocetti
1.
Vergine Madre, figlia de tuo figlio
τώρα κάναμε κάδο σκοταδιού τον ήλιο
και η σκουριά του απλώνει αίμα στο φεγγάρι,
κι είμαστε διψασμένοι για έλεος, για χάρη.
Μάνα μπροστά στου γιου σου την άδικη σφαγή
του πόνου άγια λεύκα, του μυστηρίου αυγή
και στην ανάστασή του πρώτη μυροφόρα
του μίσους οι ύαινες, βλέπεις, πήρανε φόρα
τα ουρλιαχτά τους θάλασσα στις τηλεοράσεις.
Μάνα του πένθους, της αγάπης να μοιράσεις
σπυρί-σπυρί το στάρι σου, χαράς ψωμάκι
και πορφυρόστρωτη νεφέλη για λιγάκι
να καθαρίσεις την πληγή μας την υφήλιο,
Vergine Madre, figlia de tuo figlio.
2.
Δεντράδα της σιγής με τα πυκνά φυλλώματα
πώς με σκεπάζει της αγάπης σου το θρόισμα
και στης ανεξερεύνητης νύχτας μου τα κυκλώματα
στ’ αραχνιασμένα μέλη μου σταλάζει δρόσισμα.
Σκουριά ανελέητη πλημμύρισε το καλοκαίρι
όμως εσύ ’σαι του μεγάλου έρωτα θάλασσα
κι όσα η η σιωπή σου μυστικά μου πότισε το χέρι
γραμματική γλώσσας ανείπωτης. Άνασσα
ταπεινή και κάλλος, πώς μου καις τα σκοτάδια.
Πεσμένος σαν βουλιάζω στην στάχτη των παθών
μου φέρνεις με του ονόματός σου το άνθος τα σημάδια
στην άκρα απελπισία χρώματα νηπενθών
κι είμαι κατάγυμνος στα γκρίζα μου ρημάδια.
Δάκρυα με λούζεις χαρωπά κι ανέμου χάδια.
Τίτλοι τέλους
Rettungsversuch
Αγαπητέ Φραντς,
Κάθε Οδυσσέας έχει μέσα του έναν Τηλέμαχο. Κάθε Τηλέμαχος μέσα του κρύβει έναν Οδυσσέα. Ο ένας τρώει τον άλλον σαν ο ποντικός το τυρί. Η Φελίτσε κοιτάζει και γελά χορεύοντας – μικρὴ κατσαριδούλα.
Από την Πράγα ίσαμε την Πύλο, ο ίδιος δρόμος. Η Ιθάκη υπάρχει μόνον ως καπνός. Εν τέλει, διαπιστώνει ο καθείς ότι πατέρας μακελλάρης και σφαγμένος γιος, είναι κι οι δυο τους ορφανοί. Και τούμπαλιν.
Πίνω παγωμένο γάλα από τ’ αστέρια. Ύστερα θα πηδήξω μέσα στο ποίημα να βρω τα κομμάτια του προσώπου μου. Όμως, η ζωή είναι όντως ένα ατέρμονο παιχνίδι υπομονής, Φραντς. Για να βγάλεις από πάνω σου το δέρμα της συγγένειας.
Με την ευχή της Μάνας μου της Πηνελόπης, θέλω να σε πληροφορήσω ότι υπάρχει Πατήρ Αγάπης. Για τους ορφανούς. Το βεβαιώνει ο υδράργυρος της φωνής. Άκου ανεβαίνει.