Χάρτης 68 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-68/hartaki/popai-i-7-x-7
Ένα ολόφρεσκο περιοδικό του Ποπάι είχα στα χέρια μου και το γυρόφερνα. Εξέταζα το εξώφυλλο καλά, καλά το οποίο απεικόνιζε τον Ποπάι, τον Ρεβυθούλη κι ένα τεράστιο ψάρι και πάνω έγραφε με ροζ κεφαλαία γράμματα «ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΠΡΟΓΟΝΟΥ». Μετά από κάμποση ώρα το άνοιξα κι άρχισα να διαβάζω και να εξετάζω μέχρι τελευταίας γραμμής τα σκίτσα. Βρισκόμαστε σ’ ένα υπόγειο γυμναστήριο, με όλα τα όργανα διάσπαρτα στο χώρο.
Ο Ποπάι επιχειρεί δύσκολες ασκήσεις στο γυμναστήριο του και ο Ρεβυθούλης κρατά λογαριασμό.
― Ει… Πόσες το σήκωσα; Ρωτά τον μικρούλη.
―Αρκετά Ποπάι, μπορείς να σταματήσεις, ξεπέρασες τις 300 ανυψώσεις.
Είχαν φαγωθεί πολλές μέρες του καλοκαιριού, σαν τους σκληρούς βράχους από τα αιώνια κύματα. Είχαν τριφτεί και οι νύχτες τους, σε κόκκους μικρούς αόρατους που έσουρε ο αέρας μακριά, άλλους στα βάθη της μνήμης κι άλλους της λησμονιάς. Καλοκαίρι, με φως από ασβέστη, χαλίκι και τρούφα τεμπελιάς να φέγγει στις άκρες των νυχιών μου.
Καλοκαίρι, με φευγαλέα γλυπτά σκιάς και αγάλματα υπόλευκα ανυπομονησίας, να τρίζουν την μετέωρη τζαμαρία της ύπαρξής μου. Καλοκαίρι με τον Ποπάι, τον Μπλούτο, τον Ρεβυθούλη και την Όλιβ συντροφιά.
Το εφτά με είχε ταλαιπωρήσει, μπορούσα μόνο μέχρι το τρία άντε το τέσσερα να το πολλαπλασιάσω, μετά μπερδευόμουν, τα ξεχνούσα, με βασάνιζαν. Η απόφαση όμως είχε ληφθεί μέρες τώρα και δεν υπήρχαν περιθώρια άρνησης. Ο βαθμός στο ενδεικτικό ήταν ντροπιαστικός, όλοι με χλεύασαν ή αδιαφόρησαν ή και τα δυο μαζί. Ο πατέρας μόλις είδε το ενδεικτικό έσμιξε τα φρύδια του, στένεψε σε μια γραμμή τα παχιά του χείλη, πέταξε πάνω στο τραπέζι το χαρτί της ντροπής και σε τόνους που δεν χωρούσε δεύτερη κουβέντα είπε.
―Απ' αύριο αρχίζεις διάβασμα και έφυγε βγάζοντας το μπλουζάκι με τη σκόνη και την κάψα που ήταν κολλημένη πάνω του.
Από 'κείνη την ημέρα, έγραφα κάθε μεσημέρι, μόλις γύριζε από τη δουλειά τρεις τέσσερις αράδες ορθογραφία και μάθαινα και ένα αριθμό από την προπαίδεια.
Με την ορθογραφία έβγαζα κάποια άκρη, μετά πάντως από σοβαρή προσπάθεια, με την προπαίδεια όμως δυσκολευόμουν πολύ κι όσο μεγάλωνε ο αριθμός τόσο πιο δύσκολα τα 'βρισκα.
Όταν ζοριζόμουν με τις προπαίδειες και τους αριθμούς το έριχνα στον Ποπάι, αυτόν τον καιρό είχα στα χέρια μου το «Φάντασμα του Προγόνου».
Έξω από το γυμναστήριο που γυμναζόταν ο Ποπάι ο Μπλούτο καραδοκεί και μηχανεύεται τρόπους για να του κάνει κακό, ακούει τον ήρωά μας που προπονείται και σκέφτεται.
―Αυτός ο σατανάς, ο Ποπάι βρίσκεται σε πολύ καλή φόρμα.
Μέσα στο γυμναστήριο ο Ποπάι συνεχίζει την άσκησή του, έτοιμος να χτυπήσει ένα σάκο του μποξ.
―Ας δοκιμάσω τα μπράτσα στον σάκο. Ρίχνει μια δυνατή γροθιά και ο σάκος φεύγει και σπάει τον τοίχο του γυμναστηρίου.
―Γκουλπ… Φαίνεται πως του ‘δωσα και κατάλαβε, ο σάκος γκρέμισε τον τοίχο…
Πίσω από τον πεσμένο τοίχο ζαλισμένος από τα ντουβάρια που έπεσαν πάνω του εμφανίζεται ο Μπλούτο.
―Εεπ… εσύ, Μπλούτο; Πώς βρέθηκες εδώ;
―Δεν είναι τίποτα, να ετσι, περνούσα απ εδώ, απαντά αμήχανος ο Μπλούτο.
―Δεν το ήξερα ότι ακουμπούσες στον τοίχο, απαντά μάλλον αφελώς ο Ποπάι.
Αλλά έπρεπε να επιστρέψω στην προπαίδεια, άφησα με βαριά καρδιά το περιοδικό. Είχα φτάσει στο πέντε κάποια στιγμή. Διάβαζα όλο το πρωί είχα πει από μέσα μου, μουρμουριστά και φωναχτά, άπειρες φορές το πόσο κάνει το πέντε επί έξι επί οχτώ κι όλα τ' άλλα επί, χωρίς όμως σπουδαία αποτελέσματα. Έβγαινα στην αυλή και μουρμούραγα, το μυαλό μου είχε θολώσει και το αίμα μου ανακατευόταν, μου έμοιαζε αδύνατον να καταφέρω να φιλιώσω με όλα αυτά τα επί που γινόταν ένα τεράστιο τρομακτικό μείον, ίσιο σαν πριόνι κι έκοβε φέτες την αυτοπεποίθησή μου.
Ένιωθα το κορμί μου να το τρυπούν κοφτερά γυαλιά από αριθμούς, έβλεπα στην τσιμεντένια αυλή, η ζέστη να εξατμίζει τα πράγματα, να εξατμίζει το τσιμέντο της αυλής και το μαντρότοιχο και να αφήνει σαν κατακάθι νούμερα ανακατεμένα μεταξύ τους, σε μια σκούρα γλοιώδη παχύρρευστη μάζα.
Είχα πει τόσες φορές το πέντε επί όλα τα νούμερα, που είχα αδειάσει από οτιδήποτε άλλο, είχα εξαϋλωθεί, σαν αριθμός που δεν μπορούσε να τον διαβάσει κανείς. Είχα βγει από το χώρο, είχα ξεφύγει από το χρόνο βρισκόμουν στο κοίλωμα που κάνει το 5άρι στο κάτω μέρος του κι αναπαυόμουν μέσα σε φόβους κι εφιάλτες.
Έφαγα ανόρεχτα, συνέχιζα να πολλαπλασιάζω, ξεχωρίζοντας τις φακές με το κουτάλι μέσα στο πιάτο. Είχα επιθυμήσει τα μεσημέρια που με υποχρέωνε η μάνα μου να κοιμάμαι. Τώρα όλοι πήγαιναν για ύπνο κι εγώ έμενα να περιμένω τον αγριεμένο πατέρα μου από τη δουλειά.
Εκείνο το μεσημέρι ταράχτηκα περισσότερο από τ' άλλα, ακούγοντας το κλειδί στην πόρτα. Το πέντε δεν θα μπορούσα να το μάθω ποτέ, σκέφτηκα καθώς η πόρτα έκλεισε. Άρχισα να λέω για άλλη μια φορά την προπαίδεια, αλλά πια μπέρδευα και το τέσσερα και το τρία και στο τέλος κατέληξα να λέω το αγαπημένο μου μία η μία, μία, μία οι δύο, δύο, μία οι τρεις, τρεις. Αυτό το εννοούσα, το καταλάβαινα, αλλά το πέντε οι εφτά, μου φαινόταν πέρα από τη λογική μου, πέρα από την ύπαρξή μου, πέρα από το σπίτι της ΒΚ3. Μου φαινόταν κάτι που μπορούσε ν' αφορά τ' αστέρια ή τους γαλαξίες αλλά όχι εμένα.
Άκουγα τον ήχο του κουταλιού του πατέρα μου στο πιάτο, οι φακές του τελείωναν. Πήρα θέση, ακούμπησα στον τοίχο. Μπήκε στην πόρτα μαυρισμένος από τον ήλιο και το φόβο μου. Ήλπιζα ν' αρχίσουμε από την ορθογραφία που την ήξερα καλύτερα. Βγάζοντας τα σκονισμένα παπούτσια.
―Τέσσερις οι πέντε, είπε και δεν είχε ερωτηματικό η φράση ούτε καν τελεία, είχε παύλα.
―Είκοσι ψέλλισα, χωρίς να 'μαι καθόλου σίγουρος.
―Πέντε, εφτά, ακούστηκε και πριν προλάβω να χαρώ την επιτυχία, αλώνιζαν μέσα μου τα νούμερα που επαναλάμβανα όλο το πρωί.
―Σαράντα είπα, ελπίζοντας περισσότερο στη τύχη παρά σ' αυτά που αβέβαια θυμόμουν.
―Ναι, ε, τον άκουσα να ξερνάει πλησιάζοντας στο μέρος μου και πέντε-οχτώ δηλαδή πόσο κάνει;
Είχα θολώσει είπα ένα νούμερο σίγουρος ότι είναι λάθος, μου ήρθε μια ανάποδη κι ένιωσα το κεφάλι μου να θέλει να ξεκολλήσει από το λαιμό. Δεν είχε νόημα να κλάψω, ήξερα ότι δεν θα τον μαλάκωνε, βούρκωσα αθέλητα. Τα ήδη θολωμένα πράγματα γύρω μου, είχαν εξαφανιστεί. Μου έκανε κάνα δυο ερωτήσεις ακόμα και οι απαντήσεις μου, συνοδεύτηκαν από αντίστοιχες κατακεφαλιές.
Την ορθογραφία εκείνης της ημέρας δεν την έγραψα ποτέ κι ας την είχα διαβάσει καλά. Είχε εξαγριωθεί τόσο που αφού μου έριξε ένα γερό ξύλο που συνοδεύτηκε από ένα καλό εξάψαλμο μ' έστειλε στο μεσιανό δωμάτιο να συνεχίσω το διάβασμα. Είχε γονατίσει το σώμα κι η ψυχή μου. Μαζί με την πίκρα που στεκόταν στο λαρύγγι μου και μίσος επέπλεε πάνω - πάνω όπως το λάδι στο καντήλι της μάνας μου. Με έτρωγε το γαμώτο γιατί δεν είχα γράψει και την ορθογραφία που ήξερα καλά…
Πήρα το «Ποπάι» κι άρχισα να το ξεφυλλίζω για να ξεχάσω. Βρήκα τον Μπλούτο να κλαίει με μαύρο δάκρυ μπροστά στη μάνα του για τον εξευτελισμό που είχε υποστεί από τον παντοδύναμο ήρωα μας.
―Κατάλαβες; Μυξόκλαιγε στη μάνα του, με ντρόπιασε ολόκληρο μαντράχαλο. Το φυσάω και δεν κρυώνει.
―Διότι είσαι δειλός, του απάντησε εκείνη ρίχνοντας αλάτι στην πληγή.
―Μα δεν ξέρεις ότι όποτε τσακώνομαι με τον Ποπάι πάντοτε εγώ βγαίνω ο χαμένος. Αυτό είναι κατάλαβες, μαμά; Γκρίνιαζε ο Μπλούτο κι εγώ χαιρόμουν με το απελπισμένο βλέμμα και το αγριωπό του πρόσωπο απελπισμένο όπως το είχε εύστοχα σχεδιάσει ο σκιτσογράφος στη βινιέτα. Ούτε μια σταλιά έλεος δεν μου περίσσευε για αυτόν τον αγριάνθρωπο. Αλλά περισσότερο φοβόμουν τις μηχανορραφίες τις μάνας του παρά τις γροθιές του Μπλούτο. Αλλά αυτή δεν ήταν σαν τη δική μου μάνα, που με παρηγορεί σε κάθε ατυχία ή ήττα μου αυτή δεν ήταν μάνα ήταν βραχνάς. Στα κλάματα του Μπλούτο
―Ωωχ…Μπουχ… Γιατί να μην είμαι δυνατός σαν και αυτόν… εκείνη απαντούσε περιφρονητικά και σκληρά.
―Εσύ φταις… Από μικρός ήσουν φοβητσιάρης και πολύ ανάξιος. Κρίμα στο μπόι ρε γομάρι κρίμα.
―Εσύ όμως είσαι μάγισσα, μανούλα, πρέπει να μου βρεις έναν τρόπο να τον διαλύσω τον Ποπάι.
―Χμμ το βρήκα. Αν δεν μπορέσουμε να νικήσουμε τον Ποπάι, θα νικήσουμε το σπανάκι που του δίνει δύναμη. Περίμενε εδώ γιόκα μου, μου ήρθε μια περίφημη ιδέα, είπε και μπήκε στο σπίτι τους.
―Χε, χε, το ήξερα ότι θα έβρισκε κάποια λύση. Άραγε τι ιδέα να κατέβηκε στο μυαλό της μανούλας μου. Ο Μπλούτο σκεφτόταν και είχε πάρει μια ηλίθια έκφραση έτοιμη να χυθεί στα πατώματα.
Όμως το καθήκον με καλούσε. Έκλεισα τον Ποπάι κι άφησα τα παθήματα του Μπλούτο και επέστρεψα στα δικά μου. Ένα στεφάνι από πάγο ένιωθα ν' ακουμπάει τα μηνίγγια μου, μέσα στην αφόρητη ζέστη και ακουγόταν οι κρύσταλλοι καθώς πάγωναν ακόμα περισσότερο κι έσφιγγαν ο ένας πιο σφιχτά τον άλλον. Έβλεπα σαν ατσάλινο ερπετό το δάχτυλό μου καθώς προσπαθούσε να οδηγήσει τη ματιά μου στην ίδια γραμμή για να δω πόσο κάνει πέντε επί εφτά. Κοράλλι σε δύσβατο βουνό, ένιωθα το κορμί μου έτσι που ήταν γερμένο πάνω στο τραπέζι του μεσιανού δωματίου, με λυμένους όλους τους αρμούς του. Είχαμε φτάσει σήμερα στο εφτά αν και τα είχα καταφέρει στην εξέταση του πέντε, έτσι που το σκέφτομαι νομίζω πως κάποιος άγγελος μου τα 'λεγε κι όχι τι το ήξερα από μόνος μου. Το έξι το είχα μάθει σχετικά εύκολα, για κάποιο λόγο που δεν μπορώ να καταλάβω τα ζυγά νούμερα τα μάθαινα με μικρότερη προσπάθεια. Αλλά σήμερα έστεκε από πάνω μου σαν δικράνι το εφτά. Ποτέ δεν το συμπάθησα αυτό το νούμερο.
Ξύπνησα με τον εφιάλτη της νύχτας στην άκρη της γλώσσας. Ήμουν στο κατώι λέει, του μπάρμπα μου του Θοδωρή, δεν ήταν κανένας άλλος εκεί. Μόλις είχε σφάξει όλα τα πρόβατα του και τα γουρούνια του και τα είχε κρεμασμένα στο μακρόστενο σκοτεινό κατώι. Στράγγιζαν από το αίμα που είχε απομείνει πάνω τους. Τα σφαχτάρια κρεμόντουσαν στα τσιγκέλια με τα κεφάλια ν' ακουμπούν σχεδόν στο πάτωμα. Μου είχαν αναθέσει λέει να τα μετρήσω κι έπρεπε να τα μετρήσω σωστά. Ξεκινούσα από τη δεξιά γραμμή και καθώς μετρούσα, εβδομήντα, εβδομήντα πέντε έχανα το λογαριασμό και αναγκαζόμουν να ξεκινήσω πάλι από την αρχή. Μετρούσα πάλι και μόλις προχωρούσα βαθιά στο διάδρομο εκεί που ήταν σκοτεινά, τα σφαχτάρια, άλλαζαν θέσεις πηδούσαν από 'δω κι από 'κει και γελούσαν με γέλιο ανθρώπινο κοροϊδευτικό. Τρόμαζα, έχανα πάλι το λογαριασμό ξεκινούσα από την αρχή και πάλι συνέβαιναν τα ίδια, πάλι τα σφαχτάρια άλλαζαν θέση και γελούσαν ανθρώπινα.
Ξύπνησα ιδρωμένος, το γέλιο της μάνας μου και της μεγάλης μου αδερφής ερχόταν στ' αυτιά μου από τη κουζίνα κελαρυστό, ξεκαρδιστικό. Από το πρωί αφού ασχολήθηκα για λίγο με την ορθογραφία, διάβαζα το εφτά. Τα κατάφερνα σ' ένα βαθμό όταν το 'λεγα σαν ποιηματάκι, όταν όμως άλλαζα τη σειρά, δυσκολευόμουν πολύ κι είχε φτάσει μεσημέρι.
Καθόμουν στη σάλα εκεί είχα εύκολα μάθει το έξι και νόμιζα ότι θα με βοηθούσε και σήμερα ν' αποστηθίσω και το εφτά. Η αλήθεια είναι ότι ήταν το πιο απομονωμένο δωμάτιο και μπορούσα να συγκεντρωθώ καλύτερα. Είχε πάει όμως μεσημέρι κι είχα αρχίσει να αγχώνομαι. Πετούσαν εφτάρια δίπλα μου σα μέλισσες, χωρίς να μπορώ να πιάσω κανένα με βεβαιότητα με σιγουριά, εκτός από το μία η εφτά, εφτά.
Προσπαθούσα να βρω στην κοίτη της μνήμης μου τα εφτάρια να τ' αγκιστρώσω και να τα τραβήξω ίσα με το χείλος του νου μου και μόλις σχεδόν το 'φτανα μου 'πεφταν και πάλι από την αρχή.
Έδενα σφιχτά τα χέρια στη χαίτη της γνώσης και στον πρώτο καλπασμό, τα χέρια ξελυνόντουσαν κι έπεφτα. Κόπιαζα να πετάξω το μικρό ζωύφιο από το αραχνιασμένο εφτάρι, μόλις έβαζα όμως το χέρι να τ' αγγίξω, έβρισκα τον ιστό σκληρό σαν από ατσαλένια λεπτά σύρματα. Φούντωνε γινόταν φοβερό το ηφαίστειο της καταληπτότητας και μου 'καιγε κάθε μόριο του μυαλού.
Είχε φτάσει μεσημέρι και μου ‘ρχόνταν οι κατακεφαλιές στο μυαλό, ο εξευτελισμός και το μίσος που ένιωθα γι αυτόν και ήθελα να φύγω, να εξαφανιστώ, ν' αποδράσω απ' όλα, ακόμα κι από τη ζωή.
Μπήκε στο σπίτι κι άκουσα το τρίξιμο της πόρτας καθώς έκλεινε πίσω του. Κράτησα το μέτωπο ανάμεσα στα χέρια κι το 'νιωσα να καίει. Είπα μια φορά όλο το εφτά με τη σειρά και το είπα σωστά. Για να μην σκορπίσω την μικρή αυτοπεποίθηση που μόλις είχα αποκτήσει, έκλεισα το τετράδιο και προσπαθούσα να μην σκέφτομαι καθόλου νούμερα.
Με κόπο κατάφερνα οι αριθμοί που φτερούγιζαν δίπλα μου να μην τρυπώνουν μέσα μου κι αν έμπαινε ένας έφραζα το δρόμο να μην μπει δεύτερος και ζητάει να πολλαπλασιαστεί με τον προηγούμενο.
Συνήθως έτρωγε πρώτα και μετά ερχόταν να μ' εξετάσει. Αλλά σήμερα δεν άκουγα θορύβους στο τραπέζι κι απορημένος κρατώντας το κεφάλι ανάμεσα στις παλάμες περίμενα.
Άκουσα βήματα, να πλησιάζουν ήξερα ότι είναι τα δικά του, μπορούσα να τ' αναγνωρίσω μέσα σε χιλιάδες άλλα, με σιγουριά.
Άνοιξε την πόρτα κι έβαλε μόνο το κεφάλι μέσα, κάπως χαλαρά είπε.
―7 οι 7;
―49 είπα δειλά και ήμουν έτοιμος να πνιγώ σε λυγμούς.
―Άστα αυτά σήκω, πάμε για μπάνιο, είπε και τα χείλη του λύθηκαν σ' ένα τρυφερό χαμόγελο.
Μαζί λύθηκε και το σφιγμένο μου κορμί. Οι αριθμοί που στροβιλίζονταν δίπλα μου, πέταξαν μακριά και μ' άφησαν να εισπνεύσω βαθιά ένα κομμάτι αέρα χωρίς τον κίνδυνο, να τους ρουφήξω μέσα μου.
Η σχάρα του ρώσικου ποδήλατου ήταν χαλασμένη κι έτσι κάθισα στο σίδερο του σκελετού με τα πόδια σταυρωτά. Κατεβαίναμε τα στενά της Τέρψης κι ένιωθα να καβαλικεύω σε άτι μοναδικό. Ένιωθα να πετάω και στο σπίτι είχα και έναν ολόφρεσκο Ποπάι να με περιμένει να τον ξεκοκαλίσω. Χαμογελούσα κατανυκτικά, βαθιά, αχόρταγα, με κάθε πόρο, κάθε κύτταρο του κορμιού μου, για το μόνο που λυπόμουν, ήταν ότι μεσημεριάτικα, όλοι ήταν καταχωνιασμένοι στα σπίτια τους και δεν έβλεπαν τη χαρά μου, που ξοδευόταν, που σκορπιζόταν στα χωμάτινα σοκάκια της συνοικίας από την κόχη της ψυχής μου.