Χάρτης 68 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-68/kinhmatografos/zoiko-vasileio
Ένας κρότος στη μέση ενός αστικού μποτιλιαρίσματος μας φέρνει δευτερόλεπτα μετά, μπροστά από ένα ανθρωποειδές που εκτινάσσεται μέσα από ένα αυτοκίνητο. Ένα γδάρσιμο στον τοίχο υπονοεί διακριτικά το βίαιο του μη ανθρώπινου. Ένα ζωοειδές που εισχωρεί σε μια υπεραγορά σπέρνει τον πανικό. Μια ανοίκεια, απόμακρη και αφ’ υψηλού σχέση με το ζωώδες. Το ζωώδες, είναι συχνά στον κόσμο μας το θηριώδες και το αξημέρωτο, το επικίνδυνο και το ανεξέλεγκτης φύσης, το μη ανθρώπινο και εξ ορισμού το μη πολιτισμένο. Πως μπορεί λοιπόν μια ανθρώπινη κοινότητα να αντιμετωπίσει μια πανδημία η οποία μεταμορφώνει τους ανθρώπους σε ζώα; Ένας πατέρας που έχει χάσει την ανθρώπινη υπόσταση της γυναίκα του, ένας γιος που αναζητά τη μητέρα του, ένας έφηβος στην πορεία της μεταμόρφωσής του. Σε αυτή τη νέα καθημερινότητα ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Τομά Καϊγέ επιλέγει να διηγηθεί μια οικογενειακή ιστορία, κινηματογραφώντας ως auteur, ενώ η σεναριακή του συνθήκη θολώνει τα όρια φανταστικού και πραγματικού, ακυρώνοντας το δίπολο ανθρώπινου και ζωικού, με μια σύμπτυξη των δύο σε ένα ανθρωποειδές που μεταμορφώνεται σταδιακά σε ζώο. Και όλα αυτά σε μια θεσπέσια κινηματογράφησή του δάσους των Λαντ της Γασκώνης στη νοτιοδυτική Γαλλία - τόπος καταγωγής του Καϊγέ - επενδυμένη μουσικά με το ιδιαίτερο ηχόχρωμα του Αντρέα Λάσλο Ντε Σιμόν να γεμίζει τα κάδρα με τρείς-τέσσερις νότες. Ένας γλυκύτατος Ρομέν Ντιρίς στον ρόλο του πατέρα, ο Toμά Μερσιέ σ ’ένα ρόλο ανθρωποειδούς εν μεταμορφώσει, που ταιριάζει γάντι στην στρατιωτική του πειθαρχία και κυρίως ένας ρόλος αποκάλυψη για τον νεαρό Πολ Κίρσερ που «σπάει» την οθόνη με την ερμηνεία του, σαν ένας Μόγλης που πάει αντίστροφα από το ανθρώπινο, στο ζωικό βασίλειο. Ένα άτυπο κινηματογραφικό αποτέλεσμα που μας αφήνει στο κάθισμά μας να γλείφουμε τις πληγές της όποιας μεταμόρφωσής μας σε κάτι διαφορετικό, λιγότερο αποδεκτό, καθώς αλλάζουμε επίπονα αλλά αναπόφευκτά στους νέους εαυτούς μας.
Στο βιβλίο-ημερολόγιο του Γκούσταφ Γιάνουχ Συνομιλίες με τον Κάφκα, ο πρώτος κατηγορεί τον Άγγλο συγγραφέα Ντέιβιντ Γκίλμπερτ για λογοκλοπή, αναφερόμενος στο μυθιστόρημα του Από γυναίκα αλεπού και συγκρίνοντας το με τη Μεταμόρφωση του Κάφκα. Ο Κάφκα ωστόσο με οξυδέρκεια θα απορρίψει αυτή την κατηγορία. «“Μα όχι! Αυτό δεν το πήρε από εμένα. Είναι θέμα της εποχής μας. Και οι δύο αντιγράφουμε την εποχή μας. Τα ζώα είναι πιο κοντά σε μας παρά οι ίδιοι οι άνθρωποι. Εκεί βρίσκονται και τα κάγκελα της φυλακής μας. Θεωρούμε τη σχέση με τα ζώα πιο εύκολη παρά με τους ανθρώπους». Ο Κάφκα είχε την ικανότητα να δημιουργεί λογοτεχνικούς χαρακτήρες λαξευμένους πάνω στο δίπολο ζωικού και ανθρώπινου, παραβολές ανοιχτές σε πολλαπλές και συχνά αντιφατικές ερμηνείες, κτίζοντας έτσι ένα ολόκληρο κόσμο μυστηρίου και συναισθηματικής έντασης. Βγαίνοντας από την αίθουσα του «Ζωικού Βασιλείου» μένει ίσως κανείς με ένα μετέωρο ερώτημα. Μπορούμε άραγε να ταυτιστούμε με τους ήρωες της ταινίας, άνθρωποι που μεταμορφώνονται σε ζώα, στιλπνά ζωώδη τα οποία ο Καϊγέ έχει συλλάβει με τη βοήθεια του γνωστού σκιτσογράφου κόμικς Frederik Peeters. Χρειάζεται άραγε να ψάξουμε για κάποιο συμβολισμό για τις περίφημες αλληγορίες; Γιατί οικειοποιούμαστε κάτι τόσο ανοίκειο; Που θέλει να μας οδηγήσει ο σκηνοθέτης και που πηγαίνουμε ερήμην του και ερήμην μας;
Η σχέση της τέχνης με το ζωικό βασίλειο δεν είναι ούτε καινούρια ούτε πρωτότυπη. Και όσο πιο μυστηριώδης παραμένει σε ερμηνεία η χρήση του ζωώδους στην τέχνη, τόσο μπορεί να περάσει στη σφαίρα μιας εσωτερικότητας, μιας ανείπωτης οικειότητας που συνάπτεται προσωπικά κάθε φορά με τον καθένα μας. O Τομά Καϊγέ δεν στερεοποιεί ποτέ τον συμβολισμό του σε ένα καλούπι, δεν προδίδει τον θεατή του, τον αφήνει να συγκινηθεί σιωπηλά στον δικό του συναισθηματικό χώρο. Κρατάει έτσι μια ρευστότητα στο νόημα με αποτέλεσμα ο καθένας να οικειοποιείται το ζωώδες σιωπηλά και μυστηριακά. Το σεναριακό αυτό τέχνασμα της εισαγωγής του ζωικού βασίλειο σε μια κατά τα άλλα ρεαλιστική σκηνογραφία και κινηματογράφηση, δημιουργεί μια συνθήκη με την οποία δεν μπορεί να συσχετιστεί κανείς και όλοι μας, μια έξυπνη εμπειρική ταυτοχρονία, η οποία μας πετάει σε πεδία οικεία και ανοίκεια μαζί.
Η Mάργκοτ Νόρις σχολιάζει στο βιβλίο της Beasts of modern imagination το 1985: «Πουθενά στη λογοτεχνία τα ζώα δεν είχαν δικαίωμα να είναι ο εαυτός τους, να αναφέρονται στη φύση και στη ζωότητά τους, χωρίς να συμπιέζονται σε ένα συμβολισμό ως μεταφορές ή ως φιγούρες σε μύθους ή αλληγορίες».H ταινία του Τομά Καϊγέ ταλαντεύεται μεταξύ της ανάγκης μας να εντοπίσουμε την αλληγορία και της διάθεση μας να αφήσουμε τη ζωότητα να διεκδικήσει το χώρο της στο οικοσύστημα της ανθρώπινης σκέψης. Τα ζώα υπηρετούν τον εαυτό τους και την επιβίωση τους. Η μεταμόρφωση ωστόσο του ανθρώπου σε ζώο είναι η συνθήκη με την οποία ο Καϊγέ ενεργοποιεί το μηχανισμό ταύτισης με το θεατή. Ο ίδιος επισημαίνει σε συνέντευξη του πως πολύ συχνά στο σινεμά, η ζωότητα αποκτά ιδιότητες είτε υπερήρωα, είτε μιας τιμωρίας, όταν ο άνθρωπος μετατρέπεται σε ζώο. Ο ίδιος προσεγγίζει το ζωώδες σαν μια μη ανθρώπινη αλλά ισάξια παρουσία . Ότι χάνεται από την ανθρώπινη ιδιότητα, εξισορροπείται ως άλλη αρετή στη ζωώδη. Πόσο ωραίο είναι να μπορείς να πετάξεις? Πόσο απελευθερωτικό να μπορείς να κραυγάσεις με τη δύναμη ενός πουλιού? Προς το τέλος της ζωής του σε μια νότα μαύρου χιούμορ ο Κάφκα θα έγραφε σε γράμμα προς το γιατρό και φίλο του Ρόμπερτ Κλόπστοκ «Επέλεξα την κατάλληλη στιγμή για να ξεκινήσω την έρευνά μου για το σφύριγμα των ζώων» όταν τα πρώτα σημάδια της φυματίωσης εγκαθίστανται στο λάρυγγα του.
Πως είναι να ζει κανείς σε αυτό το μεταίχμιο μεταξύ δύο εαυτών, ιδίως όταν στη μια πλευρά βρίσκεται μια «κανονικότητα» ενώ στο «απέναντι» η μόνη πραγματικότητα. Ο Καϊγέ απογυμνώνει τον έφηβο Εμίλ σταδιακά από τη φυσικότητα του ανθρωπίνου σώματος, των κινήσεων και της ομιλίας προκαλώντας χείμαρρο συναισθημάτων. Σε ποια στιγμή αυτής της μεταμόρφωσης μας σταματάμε να είμαστε όπως τους άλλους; Ποια τα συστατικά στοιχεία που ορίζουν την κανονικότητα; Αν όλοι είμαστε προσαρμογές ενός ιδανικού, τότε μήπως το σημερινό κανονικό μοιάζει να είναι ένας στεγνός συμβιβασμός στον οποίο τόσο συχνά θέλουμε να ανήκουμε; Έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε θαύμα την επιστροφή σε μια κανονικότητα. Κι όμως το πραγματικό, σιωπηλό θαύμα, είναι ίσως η δική μας αργόσυρτη προσπάθεια, οι μικρές μας καθημερινές νίκες, σε μια πραγματικότητα που δεν στοχεύει ποτέ να είναι κανονική, απλά, βιώσιμη και ευτυχής.
Το ζωώδες δεν είναι το βασικό θέμα στην ταινία του Τομά Καϊγέ αλλά το απόθεμα μέσα από το οποίο πηγάζουν πολλαπλές αλληγορίες, συμβολισμοί και γιατί όχι ακόμα και κυριολεκτικές ταυτίσεις και συνταυτίσεις με το ζωικό βασίλειο. Ο Καϊγέ χρησιμοποιεί το ζωώδες και την μεταμόρφωση για να μας συμφιλιώσει με τη συνύπαρξη. Πως συνυπάρχουμε με το μη ανθρώπινο και από κει, πως συνδιαλεγόμαστε με το διαφορετικό; Ο Άλαν Ραμπίνοβιτς ο γνωστός Αμερικανός ζωολόγος, με μια μοναδική έρευνα σε θέματα άγριας ζωής, είχε πει σε συνέντευξή του, το 2018: «Θα μπορούσαμε να συνδεθούμε με τα ζώα; Κατά κάποιο τρόπο ναι, ίσως πάλι να έχω μάθει πως ισχύει και το αντίθετο. Περνώντας τόσο καιρό μέσα στη ζούγκλα με αυτά τα άγρια αιλουροειδή, συχνά εξαιρετικά κοντά τους, συνειδητοποίησα ότι θα υπάρχει πάντα ένας τοίχος αναμεσά μας που δεν θα γεφυρωθεί και ίσως δεν πρέπει να γεφυρωθεί, αφού είμαστε από δύο διαφορετικούς κόσμους, κόσμους που μπορούν να συναντηθούν για λίγο σε ορισμένα στοιχεία τους αλλά που πρέπει να είναι διαχωρισμένοι σε κάποια άλλα, αν θα θέλαμε τελικά να συνυπάρξουμε αρμονικά στα ευρύτερα όρια αυτού του κόσμου». Σε αυτή την αντίφαση στήνεται και ο ακαταχώρητος χαρακτήρας της νέας ταινίας του Τομά Καϊγέ, που επιστρέφει μετά από δέκα χρόνια από την πρώτη του ταινία. Στο Ζωικό Βασίλειο συνεργάζεται στο σενάριο με την Πολίν Mινιέ, μια νεαρή φοιτήτρια κινηματογράφου που είδε το σενάριο της να μετατρέπεται σε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του 2023 στις γαλλικές αίθουσες. Θα μας δείξουν πως μια συνθήκη μπορεί να αναποδογυρίσει την ανθρωπινότητα μας, πως κάποτε μπορεί να περάσουμε στο «απέναντι» που νομίζαμε ξένο, άγριο και αξημέρωτο, σακατεμένο και σαλεμένο ή και απλά διαφορετικό. Και τότε; Μέσα σε μια τέτοια υπόθεση μπορούν να ζωηρέψουν μπροστά μας οι μεγαλύτεροι φόβοι για απόρριψη και μαζί τους οι μεγαλύτερες μας ελπίδες για συνύπαρξη.
Ο Εμίλ ετοιμάζεται για κάτι καινούριο, αφήνει τον «πολιτισμένο» κόσμο, όπως τον έχουμε καθιερώσει φτωχό και περιοριστικό. Η αυτιστική μας ανάγκη για παρερμηνεία του κόσμου μέσα από τα αλλήθωρα κανονιστικά μας μάτια δεν εμποδίζει μια πιο «έγχρωμη» πραγματικότητα να εγκατασταθεί δίπλα μας. Αλλωστε «αυτός που έρχεται στον κόσμο για να μην διαταράξει τίποτα δεν αξίζει ούτε σεβασμό ούτε υπομονή», θα μας θυμίσει ο σκηνοθέτης με τη γνωστή φράση του Γάλλου ποιητή Ρενέ Σαρ. Ο Καϊγέ προσφέρει το μόνο βάλσαμο που μπορεί να επουλώσει τις πληγές. Μόνο με τα μάτια της αγάπης μπορούμε να διασχίσουμε το φόβο του καινούριου. Πατέρας και ο ίδιος στήνει το συγκινησιακό άξονα της ταινίας του στη σχέση πατέρα-γιου που διατρέχει όλο το έργο. Ένας πατέρας που δογματίζει προς το γιό του και ένας έφηβος που θα προσγειώσει τον πατέρα του όπως κάθε έφηβος το οφείλει στον εαυτό του. «Αν δεν κρατήσουμε διακριτική την αλλαγή σου θα μείνεις μόνος σου» λέει ο Φρανσουά στο γιό του». «Ποιος θα μείνει μόνος του εγώ ή εσύ» θα απαντήσει αφοπλιστικά ο Εμίλ, διότι τελικά, ποια μοναξιά τρομάζει πιο πολύ, η αποξένωση μας από όλους ή η απομάκρυνση αυτών που κάποτε υπήρξαν όλος μας ο κόσμος.
Στην μνήμη του καθενός μας έχει κατακαθίσει γλυκά η εμπειρία ενός κοινού μοίρασματος, ενός ανέμελου χρόνου γεμάτου κοινότυπες ιστορίες μιας εκδρομής, ασήμαντες συνομιλίες του δρόμου, αστεία και χαμόγελα τα οποία θα γαλουχήσουν σταδιακά τις αναμνήσεις μας. Kαι αυτές δεν σβήνουν εύκολα καθώς μεταμορφωνόμαστε. Ψάχνουμε ακόμη ένα ζευγάρι οικεία μάτια, να μας κοιτάξει και να γελάσει με τις κουβέντες μας, να μας δει στην ολότητα μας, τι υπήρξαμε, τι είμαστε και ακόμα πιο θαρραλέα τι θα γίνουμε στο μέλλον. Ψάχνουμε αυτόν που μας αγαπούσε πριν, να δεχτεί το νέο μας εαυτό. Κι ενώ ζητούμε καθολική αποδοχή, ίσως η αποδοχή που μας καίει πιο πολύ να είναι εκείνων των ανθρώπων που είτε άθελα είτε ηθελημένα ανέλαβαν να μας αγαπήσουν. Κι αν μπορούν να μας κοιτάξουν με το ίδιο βλέμμα απέραντης αγάπης που ο Φρανσουά κοιτάζει τον Εμίλ στη τελευταία σκηνή, θα μπορούσαμε να συγχωρήσουμε τα ίχνη φόβου που μπερδεύονται με την αγάπη. Είναι και αυτά ανθρώπινα, εκφράζουν μια αδιόρατη ανησυχία αν μπορεί κανείς τελικά να σταθεί στο ύψος της αγάπης που έχει υποσχεθεί.