Χάρτης 68 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-68/klimakes/i-sequence-toi-khartinoi-loiloidioy
Ο ΙΣΜΑΗΛ θέλει να δει τον εαυτό του ελεύθερο. Να τριγυρίζει στα δρομάκια της πόλης χοροπηδώντας και ν’απολαμβάνει τους ήχους της αγοράς, τα τιτιβίσματα των παιδιών, τις συναλλαγές των ανθρώπων, την καθημερινή τριβή με τα ζώα και με τα άχυρα. Θέλει να είναι ανέμελος, με τα κατσαρά μαλλιά του ανακατεμένα στον άνεμο, να απλώνει το χαμόγελό του σε κύματα ολόγυρα, να καλημερίζει τους πάντες και να πίνει παγωμένο νερό από τη βρύση της πλατείας.[1] Η γυναίκα του η Ραδαμάνθη βλέπει σ’αυτόν ένα αιώνιο παιδί.
Όμως, χωρίς τη θέλησή του, γίνεται πρωταγωνιστής μιας ταινίας ζοφερής. Στην ταινία αυτήν είναι φυλακισμένος πίσω από χοντρά σίδερα,[2] στην κορυφή ενός μεσαιωνικού πύργου. Μετά βίας μπορεί να διακρίνει το διάσελο στα κοντινά βουνά, με δυσκολία μπορεί να σκαρφαλώσει στο πεζούλι του παραθύρου και να πιάσει τα κάγκελα με τα δυο του χέρια. Κάτω, στην πλατεία, σε μια λήψη πανοραμική, ένας μικρός, χτυπώντας με δύναμη το ταμπουρίνο του, ανακοινώνει ρυθμικά τη θανατική του ποινή: «...Όταν το λουλούδι... στο παράθυρο του καταδίκου...όταν το λουλούδι μαραθεί...τότε αυτός θα παραδώσει...την πολύτιμη ζωή του...μπροστά στα μάτια των πολιτών». Στη μέση της πλατείας, υψώνεται απειλητική η γκιλοτίνα. Και κάπου παραδίπλα, στο καπηλειό, ο δήμιος πίνει ένα ποτήρι κρασί και περιμένει.
Το θέμα της séquence είναι ο Φόβος.
________
Στην επόμενη σκηνή, ο Ισμαήλ ιδρώνει μέσα στο σκοτεινό κελί του και αγωνιά. Γονατίζει για να προσευχηθεί. Παρακαλά τον Θεό που δεν πιστεύει να του επιτρέψει να πεθάνει από κάτι άλλο, από τυφοειδή πυρετό, από ουραιμική δηλητηρίαση, από έμφραγμα. Στην άλλη άκρη της θλιβερής χίμαιρας αναδύεται η πραγματικότητα:[3] η εικόνα της γκιλοτίνας προκαλεί φρίκη στον Ισμαήλ, αυτός ο πρόωρος, άκαιρος θάνατος[4] αναστατώνει την ύπαρξή του. Ο φακός εστιάζει στα μαλλιά του, που έχουν απότομα ασπρίσει: «Γκρίζα τα μαλλιά μου, όχι από τα χρόνια, γίναν σε μια νύχτα άσπρα σαν τα χιόνια».[5]
Σε μια στιγμή καταφέρνει να σηκώσει τις βαριές αλυσίδες του και να συρθεί ως το παράθυρο του κελιού . Με κόπο ακουμπά τη ματιά του, για να παρηγορηθεί, στη χειμωνιάτικη φύση που οργιάζει απ’έξω. Ακριβώς στο σημείο όπου συναντιούνται οι κάθετες σιδερένιες βέργες του κελιού με το σκληρό, υγρό υλικό της πέτρας, απρόσμενα φυτρώνει ένας λευκός νάρκισσος. Ο μικρός νάρκισσος είναι κομμάτι μόνο αυτής της πρώιμης άνοιξης, το πιο ανατριχιαστικό όμως, γιατί σύντομα το λουλούδι θα μαραθεί και το τέλος θα σημάνει γι’αυτόν, που είναι αθώος. «Οι αθώοι είναι καταδικασμένοι. Οι αθώοι δεν έχουν γνώση, άρα ούτε θέληση, και γι’αυτό είναι καταδικασμένοι».[6]
Στην πινακοθήκη της ενοχής του ο Ισμαήλ-που είναι πολύ ευφυής για να διατηρεί ψευδαισθήσεις- κρατά ανέπαφες τις εικόνες της αχαλίνωτης φαντασίας του: μάζες ανθρώπων που έχουν δυο πρόσωπα και δυο στέρνα, βόδια με φάτσα ανθρώπου, πλάσματα με φύση αρσενικοθήλυκη και μέλη σκιερά.[7] Στην επόμενη εικόνα παρελαύνουν βουνά σαν φρυγικοί σκούφοι[8] παρατεταγμένα στη σειρά, σ’έναν ορίζοντα ανεμελιάς και ακηδίας,[9] αδιαφορίας για τα εγκόσμια, και στα έγκατα σπηλαίων καταφεύγουν οι Φρουροί –και πιο κάτω οι Στυλίτες- για να χωθούν στις κρύπτες τους, απαλλαγμένοι από γήινες απολαύσεις και ενοχές.
Μια ολόκληρη σκηνή παριστά συζητήσεις ατελείωτες, όπου κάποιος Περοτίνο μιλά για τα πάθη του έρωτα και λέει πως ο έρωτας (amore) είναι «πικρός» (amaro), κάποιος Σιγισμούνδος διαφωνεί κι εξαίρει τα θετικά του έρωτα και κάποιος Λαβινέλο μιλά για τον έρωτα τον πλατωνικό, την εξεικόνιση του ιδεώδους έρωτα: ο ασκητής, λέει, περιφρονεί τελείως την επίγεια ομορφιά.[10] Ακούγεται, ανελέητος, ο ρυθμικός κτύπος του ρολογιού του τοίχου. Bλέπουμε τον Νάρκισσο να καθρεφτίζεται στα νερά του Ποταμού. Μετά, τα νερά θολώνουν. Και βλέπουμε τον Ποταμό να κλαίει για τον χαμό του Νάρκισσου.
________
Αργά το απόγευμα. Η κόρη του Ισμαήλ, στη γωνιά της καλύβας τους, φτιάχνει ένα λευκό χάρτινο λουλούδι, ολόιδιο με τον νάρκισσο που φυτρώνει στο παράθυρο του κελιού. Το κόβει με ένα κοπίδι που έχει κλέψει από το ξυλουργείο. Κρατά χαμηλό το φως του κεριού, για να μην την αντιληφθεί η μητέρα της, που ετοιμάζεται για ύπνο. Φιλοτεχνεί το λουλούδι κι έπειτα το κρύβει στην ποδιά της. Περιμένει να αποκοιμηθεί η μάνα της, περιμένει να ακουστούν οι ήχοι της νύχτας, περιμένει, περιμένει, και όταν το φεγγάρι έχει ανέβει αρκετά ψηλά, βγαίνει κρυφά από την καλύβα. Διασχίζει τρέχοντας το δάσος με τις σημύδες. Travelling latérale.[11] Το κορίτσι περνά μπροστά από τις πρώτες συνοικίες του χωριού. Οι άνθρωποι κοιμούνται κι ακούγονται μόνο τα μουγκανητά των βοδιών. Περνά μπροστά από τη γκιλοτίνα, χωρίς να την κοιτάξει. Σκαρφαλώνει επιδέξια στον πέτρινο τοίχο της φυλακής, φτάνει ως το παράθυρο του πατέρα της.
Κοντινό πλάνο. Ακούγονται τα βαριά σαμπό του κοριτσιού, όπως χτυπούν πάνω στις πέτρες. Το τρεχαλητό δεν φαίνεται πια, ακούγεται μόνο μέσα στο σκοτάδι. Το κορίτσι βγάζει από την τσέπη της ποδιάς του τον χάρτινο νάρκισσο. Κόβει τον αληθινό και στη θέση του βάζει τον ψεύτικο. Κατεβαίνει πάλι, σαν αίλουρος, και διασχίζει τρέχοντας την κεντρική πλατεία. Σαν σκιά και σαν άνεμος περνά και πάλι το δάσος και χώνεται στην καλύβα. Πηδά στο κρεβάτι της, κάνει τον σταυρό της και αποκοιμιέται.
Έξω οι λύκοι καιροφυλακτούν. Το ουρλιαχτό τους φτάνει ως το κελί του Ισμαήλ. Εκείνος όμως δεν ξέρει τι έχει συμβεί, γιατί το βλέμμα του δεν φτάνει ως το σκοτεινό παράθυρο.
________
Τπ πρωί το χωριό μαζεύεται, σιγά-σιγά, στην πλατεία, για να παρακολουθήσει την εκτέλεση του Ισμαήλ. Τα πρόσωπά τους θυμίζουν μάσκες θεατρίνων, με ζωγραφισμένο τον κλαυσίγελω και με κόκκινες μπέρτες ν’ανοίγουν στο διάβα τους,[12] ένα πλήθος που περιμένει κανιβαλικά να δει το μακάβριο θέαμα. Ο Κρόνος βρίσκεται στην κορύφωσή του στον ουράνιο θόλο. Μαύροι αχνοί βγαίνουν από τα βαφεία των υφασμάτων, στις παρυφές του οικισμού.
Τα ψηλά κτήρια κρατούν τις ακτίνες του ήλιου κι επιτρέπουν μόνο δέσμες φωτός να περνούν και να βάφουν τα σκαλοπάτια της εκκλησίας. Οι γριές γνέθουν τη ρόκα τους[13] και η κοινή αίσθηση της αμαρτίας έχει ξεχειλίσει από τα σπίτια των ανθρώπων και κυλά σαν αίμα στα πλακόστρωτα σοκάκια, ενώ γυμνοί μηροί μπλέκονται με τα μακριά πόδια των αλόγων που στέκουν στα πίσω πόδια τους σε λήψη contre plongée,[14] χλιμιντρίζοντας σε μια στάση πρόκλησης, ιδρύοντας μια ζωώδη κιονοστοιχία μπροστά στα μάτια της ψυχής τους.
Η προσδοκία της εκτέλεσης του Κακού, αυτό τους τρέφει. Χαιρέκακα περιμένουν τον μικρό τυμπανιστή, ν’ ανακοινώσει την πολυπόθητη ώρα. Δεν έχουν ακόμη στραφεί προς το παράθυρο, η μανία[15] τους είναι τόση που τρέχουν τα σάλια στις άκριες των στομάτων τους. Είναι έτοιμοι ν’αδράξουν πέτρες από χάμω και ν’αρχίσουν να πετροβολούν τον κατάδικο.
Όμως η μοίρα τα έχει σχεδιάσει διαφορετικά. Όταν έρχεται ο δεσμοφύλακας για να φέρει στον Ισμαήλ το τελευταίο του γεύμα, το μάτι του πέφτει πάνω στο λουλούδι του νάρκισσου. Και τότε βλέπει το περίεργο που συμβαίνει. Εκεί που κανονικά το λουλούδι θα’πρεπε να έχει μαραθεί, ετούτο στέκει θαλερό, ορθό και αμάραντο, ολόλευκο μέσα στην απατηλή του ακμή. Κανείς δεν φτάνει ν’απλώσει το χέρι του να το πιάσει. Το σημείο όπου είναι σφηνωμένο απέχει από το κάγκελο, και το χέρι του δεσμοφύλακα είναι πολύ χοντρό για να περάσει μέσα και να το φτάσει. Περιορίζεται να το κοιτάζει σαν χαζός. Και τότε το αντιλαμβάνεται και ο ίδιος ο Ισμαήλ.
«Δηλαδή;» λέει.
«Το λουλούδι δεν μαραίνεται!», ψελλίζει ο φύλακας.
Παίρνει τη λάμπα και βγαίνει. Κλειδώνει το κελί. Τρέχει στον διοικητή της φυλακής, εκείνος τρέχει στον δήμαρχο, αυτός στον παπά και στο τέλος όλη η πόλη έχει βουίξει.
«Θαύμα! Θαύμα!» φωνάζουν όλοι με μια φωνή.
Όλοι είναι έκθαμβοι. Εκστασιασμένοι. Η λήψη είναι από ψηλά, κι έτσι όπως υπάρχει υποψία χιονιού θαρρεί κανείς πως βλέπει πίνακα του Μπρίγκελ.
Ο νεαρός τυμπανιστής παίζει το ταμπουρίνο του με μανία. Φωνάζει «Θαύμα! Θαύμα!» και χτυπά λυσσασμένα το μικρό του ταμπουρίνο.
Ο Ισμαήλ είναι έντρομος. Είναι, τώρα, αντιμέτωπος με μιαν ακόμα μεγαλύτερη αγωνία. Την αγωνία της αιώνιας αναμονής του θανάτου. Αμερικανικό πλάνο. Ξάφνου η σκιά του αποκόπτεται από τον ίδιο και ορθώνεται γιγάντια στον τοίχο του κελιού. Εκείνος τότε οπισθοχωρεί. Η σκιά του μεγαλώνει κι άλλο και αρχίζει να τον καταδιώκει. Κάνει έναν ελιγμό και χυμά να τον κατασπαράξει, κάνει ένα pivot και τον βρίσκει, εκείνος ξεγλιστρά, και πάλι από την αρχή. Η ταινία γίνεται ασπρόμαυρη. Οι δυο ολόιδιες φιγούρες κινούνται πυρετικά, γίνονται δυο τεράστιες σκιές, εξαϋλώνονται. Δεν έχουν πια τίποτε το ανθρώπινο.[16]
________
Στο καλύβι του δάσους το κοριτσάκι προσεύχεται. Ξέρει πως αυτό που έκανε είναι έργο δαιμονικό, όμως δεν έχει μετανιώσει. Η μάνα της τη βλέπει να ξεροσταλιάζει, ξενηστίκωτη, απομονωμένη, να μη λέει μιλιά, και να προσεύχεται διαρκώς. Η μάνα πέφτει στα γόνατα στα εικονίσματα και παρακαλάει θεούς και δαίμονες για το παιδί της. Παρακαλά να γίνουν τα πράγματα όπως πρέπει να γίνονται. Όχι όπως γίνονται, αλλά όπως πρέπει να γίνονται, κατά το θέλημά Του.
Ο Ισμαήλ δεν πιστεύει σ’Αυτόν. Δεν πιστεύει σε τίποτ’άλλο, παρά μόνο στην αθωότητά του. Ο ήλιος λάμπει στο στερέωμα. Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει η σκιά του Ισμαήλ.
Στο τελευταίο πλάνο ο Ισμαήλ βαδίζει ολόγυμνος μέσα σ’ένα αστικό διαμέρισμα. Τα έπιπλα είναι λιγοστά. Υπάρχει μόνο ένα ρολόι τοίχου. Στο δάπεδο, μια καρέκλα, και πάνω της ακουμπισμένο ένα ζευγάρι σπασμένες αλυσίδες. Και δίπλα ένα γυάλινο τραπέζι, που πάνω του βρίσκεται ένα βάζο. Μέσα στο βάζο, που είναι άδειο από νερό, ακουμπά γερμένος και μαραμένος ο λευκός νάρκισσος. Είναι μια νεκρή φύση. Ο Ισμαήλ κρατά από το ένα χέρι τη Ραδαμάνθη και από το άλλο χέρι τη μικρή κορούλα του. Βαδίζουν και οι τρεις γυμνοί προς την κατεύθυνση ενός τεράστιου καθρέφτη, που καλύπτει όλον τον τοίχο του βάθους.[17] Μια τοιχογραφία σαν την Πτώση των Πρωτοπλάστων. Από πίσω ακούγεται ο ήχος μιας μουσικής που δεν έχει ακόμα συντεθεί: η «9η Συμφωνία του Νέου Κόσμου» του Ντβόρζακ.[18] Οι τρεις τους προχωρούν προς τον καθρέφτη, όπου αντικρύζουν τα είδωλά τους, τα αγγίζουν. Αίφνης ο καθρέφτης σπάει, γίνεται θρύψαλλα, και τους απορροφά.
Το χρώμα της σκηνής είναι βιολετί. Ακούγεται ο ρυθμικός ήχος ενός ρολογιού τοίχου- το ρολόι συνεχίζει να δηλώνει τον χρόνο μέχρι εκείνο το σημείο όπου εμφανίζεται ο καθαρός πόνος.[19] Ακούγεται το μουρμουρητό του πλήθους, να δυναμώνει.
Στην τελευταία σκηνή μετά βίας διακρίνει κανείς τις φιγούρες των τριών, καθώς χάνονται στο βάθος του ορίζοντα, μακριά από την πολιτεία των ανθρώπων.