Χάρτης 68 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-68/biblia/rikseis-kai-psikhika-righmata-monaksias
Στην Οδό Ευτυχίδου της Χρύσας Φάντη πρυτανεύει η εγκεφαλική δράση, ο πολύπλευρος σχολιασμός λόγων και γεγονότων με εκλεπτυσμένο τρόπο και διακριτικότητα. Ο ήρωας/αφηγητής ρυθμίζει την εξέλιξη της πλοκής και μας εισάγει, σε συνδυασμό με την περίπλοκη αναδρομική καταγραφή των κεντρικών γεγονότων, σε μια ενιαία εικόνα ανόμοιων καταστάσεων, μια ατμόσφαιρα ελαστικής συνοχής, συμμετοχικού μυστηρίου και εσωτερικού διαλόγου. Διαλεγόμενος με τον παρόντα και πρωιμότερο εαυτό του σε δεύτερο ενικό πρόσωπο, αποκαλύπτει τη μετέωρη, αμφιταλαντευόμενη σκέψη του που δεν αποκρυσταλλώνεται αυτονόητα, δεν καταλήγει σε κάποια οριστική θέση, επειδή θέση του είναι η άρση και η θέση, η απόκρυψη και η αποκάλυψη που προκύπτει ως αποτέλεσμα του τρόπου ζωής του και των κινδύνων που υποκρύπτονται στις πτυχές της. Στα καθέκαστα του βιβλίου υπάρχει μια διαδοχική αλληλουχία του βέβαιου με το αβέβαιο, των όψεων του πραγματικού που δείχνει φανταστικό και του φανταστικού που μπορεί να θεωρηθεί πραγματικό, ιδωμένων με εξαντλητική σφαιρικότητα. Καταγράφονται συνθέσεις και ανασυνθέσεις της ίδιας εκδοχής που καλύπτουν τα πάσης φύσεως ενδεχόμενα. Ενώ ο αφηγητής παρακολουθεί μέσα από την προσωπική αλληλογραφία τον εικοσάχρονο πατέρα του, προκειμένου να αποσαφηνίσει και να κατανοήσει τον χαρακτήρα και τις συμπεριφορές του, ταυτίζεται με τις σκέψεις του, και ζει με τη φαντασία του τη διπλή εποχή τού πριν και του τώρα, δρα συμπληρωματικά, προσθέτοντας απόκοσμες εικόνες, σκοτεινά, σουρεαλιστικά όνειρα, ατόφιες ποιητικές δημιουργίες* και φτάνει μέχρι το σημείο να βιώνει κυριαρχικά και να μετατρέπει σε μοναξιά την περιπέτεια του γεννήτορά του κατά την περίοδο της εμφυλιακής διαμάχης και της αμέσως επόμενης δεκαετίας του 1950 στην Ελλάδα.
Ο μύθος αναφέρεται στα πεπραγμένα μιας αστικής οικογένειας, αρχής γενομένης από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι την σύγχρονη εποχή, όπως καταγράφονται από τον τελευταίο γόνο της και αφηγητή στην προσπάθειά του να επικοινωνήσει πρωτίστως με τον πατέρα του και δευτερευόντως με τους υπόλοιπους συγγενείς του, αλλά και στην απόπειρα να εξισορροπήσει με τον εαυτό του.
Η εναλλάξ περιγραφή και αντιπαραβολή της εμφυλιακής περιόδου –από τη «λευκή τρομοκρατία» του 1944 και μετά– με την εποχή μας αναδεικνύει δυο κόσμους με λίγες ομοιότητες και πολλές διαφορές, εξαιτίας της χρονικής απόστασης και του κοινωνικοπολιτικού πλαισίου που τους ορίζει. Η τελευταία περίοδος του εμφυλίου, το καλοκαίρι του 1949 και η πρώτη μετεμφυλιακή, περιγράφονται με σπουδή και μετριοπαθές ύφος. Από την προσωπική περιπέτεια και τη περιρρέουσα ατμόσφαιρα δεν προβάλλουν εμφατικά οι κακουχίες των εμπόλεμων και οι φρικαλεότητες του πολέμου, επειδή «υπάρχουν πολλοί τρόποι να αφηγηθεί κανείς έναν πόλεμο, αλλά από αυτούς κανένας δεν θα τον ωφελήσει» [σ. 307]. Ωστόσο, στο σκηνικό του μυθιστορήματος λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η ορθή διαχείριση μικρογεγονότων και λεπτομερειών της Ιστορίας. Είναι βέβαιο ότι η ματιά του ιστορικού θα θεωρήσει σημαντικές τις αναφορές της Φάντη στα γεγονότα εκείνης της περιόδου που στο κεφάλαιο «Σημειώσεις και ανάλεκτα» επεξηγούνται και τεκμηριώνονται ως πικρές, πραγματικές ανθρώπινες ιστορίες.
Η πληθωρική, διάσπαρτη στο μυθιστόρημα, χρήση του όρου «ρωγμή/ρήγμα/ρήξη» (τρύπα, άδεια χοάνη, «κομμάτια σώματος που προσπαθούν να περάσουν από μια χαραμάδα», σ. 362) υποδηλώνει και την ευρύτερη ρήξη. Ρήξη με τη συμβατικότητα της γραφής, ρήξη με τους αφηγηματικούς κανόνες, ρήξη ανάμεσα στους ήρωες της αφήγησης, ρωγμές μνήμης και φαντασίας στην ψυχή του αφηγητή. Πρόκειται για τομές, ανεπαίσθητες παγίδες, που οδηγούν σε ένα υποκοσμικό περιβάλλον, σκοτεινό, σε ένα ημίφως επαναλαμβανόμενων σημαινόντων και σημαινομένων, ούτως ώστε ο τόσο σπουδαίος στην αφηγηματική ροή χρόνος να χρησιμοποιείται ως δευτερεύον στοιχείο της πλοκής, εκεί όπου οι αντιφάσεις του εύθραυστου αφηγητή/ήρωα οικοδομούνται με παλαιικές φωτογραφίες, τήρηση λεπτομερούς ημερολογίου και αναδρομικής μνήμης, και πλαισιώνονται από σημαδιακά όνειρα. Ένας χρόνος που στην ουσία είναι άχρονος και συνθλίβεται από τις ακαριαίες μετακινήσεις στο χώρο και τις κλυδωνιζόμενες από καταπίεση και επαναστατικότητα συμπεριφορές.
Παρά την έντονη παρουσία του ιστορικού πλαισίου, ο έρωτας δονεί και δομεί τις εξελίξεις: όταν τον παιδικό έρωτα για τη φυσική ομορφιά διαδέχεται ο εφηβικός, ανεκπλήρωτος έρωτας, με δεσπόζουσα τη «ρωγμή» του αιδοίου, για τη μερικά χρόνια μεγαλύτερη εξαδέλφη του αφηγητή Πέτρου· όταν, στη συνέχεια, μετατοπίζεται στον εξόριστο στην Ικαρία πατέρα προς τη μητέρα του, εκεί όπου το ερωτικό δράμα διασταυρώνεται με την ιστορική συγκυρία από την οποία επηρεάζεται δραστικά· όταν εκδηλώνονται έντονα συναισθήματα ερωτικής έλλειψης, ανάμικτης με ερωτικό οίστρο, προσήλωση και αγάπη και συνεχίζονται κατά τη στρατιωτική θητεία του πατέρα, ο οποίος επιβιώνει σχεδόν ανεμπόδιστα εν μέσω εμφυλίου πολέμου και έκρυθμης πρώτης μετεμφυλιακής περιόδου χάρη στην τύχη και τη «φρόνιμη» διαχείριση των δοθέντων ευκαιριών.
Η κατά κυματισμούς επιστροφή στο οριστικό παρόν προσομοιάζει με πέρασμα, με στενωπό (άλλου είδους ρωγμή) που οδηγεί στη φθορά, στα αδιέξοδα. Το αστικό τοπίο με τις γνωστές του δήθεν αναπλάσεις και τα πολεοδομικά τερατουργήματα, οι άστεγοι, τα σκουπίδια στους δρόμους, τα ενοικιαστήρια, τα κλειστά μαγαζιά, το σύντομο αλλά πικρόχολο σχόλιο του αφηγητή για την αμφιλεγόμενη σε πολλές περιπτώσεις ζωοφιλία σε αντίστιξη με τα παλιά αρχοντικά που θυμίζουν αλλά δεν είναι συμβατά με το περιβάλλον τους, διαγράφουν το γνωστό συνονθύλευμα της σημερινής Αθήνας.
Γενικώς, ο αφηγητής συνομιλεί με τον εαυτό του προσπαθώντας να καταλάβει τα βαθύτερα κίνητρα που οδήγησαν τον πατέρα του να επιλέξει τον συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Συμπεριφερόμενος σαν καταγραφέας παραθέτει τις σκέψεις του και στη συνέχεια τις επεξεργάζεται κριτικά σε μια ατέρμονη προσπάθεια να διασχίσει τη ρωγμή του χρόνου, των γεγονότων και των συμπεριφορών (σισύφειος αγώνας), για να καταλήξει σε προσωπικές αποτιμήσεις μελαγχολίας, αφού αδυνατεί να απαγκιστρωθεί από την κυνική αποστροφή στα πεπραγμένα της ζωής του που τον οδηγεί στην εξέταση, επανεξέταση και επανεγγραφή των ανούσιων, εντέλει, επιλογών του και λειτουργεί ως έναυσμα για την προσήλωσή του στις οικείες ζωές που έφυγαν χωρίς να τις αναγνωρίσει ολοκληρωτικά. Πρόκειται για αφηγητή/ήρωα που, ενώ ζει στο ανοργάνωτο χωρικά αστικό τοπίο της γειτονιάς που μεγάλωσε και είναι κυρίαρχος των εξελίξεων και της πλοκής, είναι αδύνατο να σχηματοποιήσουμε ένα απτό, ολοκληρωμένο προφίλ του. Παραμένει ένας γνωστός άγνωστος μέχρι το τέλος, που αναγνωρίζεται από τα συμφραζόμενα, την ελλειπτική σκιαγράφηση του χαρακτήρα του και όχι από την επαγγελματική και κοινωνικοπολιτική δράση του. Συχνά τη στιγμή που γράφει διερωτάται διχασμένος πώς μπορεί να συμπληρώσει τα κενά και τα ερωτήματα που ανακύπτουν από την πατρική εξομολόγηση και την ανίχνευση των αποτυπωμάτων της ζωής του και πώς τα αποτυπώματα του πατέρα έχουν επηρεάσει τη ψυχοσύνθεσή του.
Στο τέλος αναρωτιόμαστε, τι ήταν η Οδός Ευτυχίδου; Ο έρωτας; Η Ιστορία ως συλλογική μνήμη; Τα αλλεπάλληλα ρήγματα; Η αμφιθυμική προδιάθεση και η «γλυκόπικρη νοσταλγία» του αφηγητή που συντάραξε το αναγνωστικό μας συναίσθημα; Ή ήταν η ανατριχιαστική σκοτεινότητα της ματαιότητας ενός υπερήλικα; Ασφαλώς όλα μαζί κάτω από την ομπρέλα μιας δημιουργικής, άλλοτε ποιητικής/ονειρικής και άλλοτε δοκιμιακής, αφηγηματικής πρόκλησης, η οποία μας υποχρεώνει να αναστοχαστούμε πως η ευτυχία δεν διασφαλίζεται ούτε με ονοματικές συμβάσεις, ούτε με μνημονικές αναχαράξεις και καταφυγές.
*Σελ. 344: «Δυο άντρες σε ένα κλειστό υποφωτισμένο δωμάτιο παίζουμε σκάκι. Αυτός που κάθεται με γυρισμένη πλάτη έχει κερδίσει την πρώτη παρτίδα, τώρα όμως παίζει βαρύθυμα, δεν σκέφτεται τις κινήσεις του, με αποτέλεσμα να χάνει εξακολουθητικά. Ένας τρίτος παρεμβαίνει, παίρνει το μέρος του χαμένου και κάτι του ψιθυρίζει, αλλά κατά περίεργο τρόπο αυτά που του λέει φτάνουν μόνο στ’ αυτιά του αντιπάλου του. από κάπου μπαίνει ένα ελαφρύ αεράκι. Το φως δυναμώνει. Ένα κορίτσι διασχίζει το δωμάτιο και, μόλις φτάνει στον απέναντι τοίχο, ο τοίχος ραγίζει [ρωγμή…]. Η σκιά του χαμένου γίνεται ένας μικρός σωρός σκόνης στα πόδια της. Ένα πουλί κελαηδά και κάτι άσπρα ανθάκια προσγειώνονται στη σκακιέρα». Κι ύστερα; Ύστερα τίποτα.