Χάρτης 67 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-67/afierwma/ghiati-i-visoiava-simporska
Στάσου εκεί που αρχίζει το σκοτάδι της ύπαρξης
και φώναξε στο κενό. Σίγουρα θα σου απαντήσει.
Λ Α Ο Τ Σ Ε
Από πού πηγάζει αυτή η καταγγελτική στάση; Η καταφανής δήλωση απαρέσκειας; Αυτός ο γέλως, ο πηγαίος και ο καθόλα αντισυμβατικός; Αυτή η καθηλωτική ετυμηγορία για το άχθος αρούρης; Εννοώ κατά λέξη τα εξής, όπως αποτυπώνονται στους οκτώ τελευταίους στίχους του ποιήματος με τίτλο «Η πραγματικότητα αξιώνει», από την ποιητική συλλογή της Βισουάβα Σιμπόρσκα (1923-2012), η οποία επιγράφεται Το τέλος και η αρχή, που εκδόθηκε το 1998, σε μετάφραση του αείμνηστου φίλου μου Βασίλη Καραβίτη. Την ξαναβρίσκω στο βιβλίο Μια ποιητική διαδρομή των εκδόσεων Σοκόλη (2003): «Ποιο ηθικό δίδαγμα απορρέει απ’ αυτό; Μάλλον κανένα. / Μόνο το αίμα κυλάει και στεγνώνει γρήγορα / κι όπως πάντα, λίγα ποτάμια, λίγα σύννεφα. / Σε τραγικά βουνίσια μονοπάτια / ο άνεμος αρπάζει τα καπέλα / απ’ τα κεφάλια / και δεν μπορούμε παρά να γελάμε / μ’ αυτό το θέαμα». Στο πάντα ανοικτό θέατρο του κόσμου, η ύπαρξη στην προκειμένη περίπτωση φαίνεται να έχει μάθει κι αυτή επιτέλους ότι η απάτη και η πλάνη, η ψευδαίσθηση και η αυταπάτη υπονομεύουν συστηματικά όχι μόνον την ικανοποίηση της όποιας έμμονης επιθυμίας, αλλά την ίδια την εμπέδωση της πλήρους, της αδιαπραγμάτευτης δηλαδή αυτονομίας της. Εξ ου και το διακαές αίτημα της διαχείρισης των όρων συμβίωσης, κατά τρόπο ει δυνατόν ασυμβίβαστα πραγματιστικό και βεβαίως συνειδητά εξορθολογισμένο. Παραπέμπω στην ανάλογη ευθεία, καταστατική εν ολίγοις εξομολόγηση, όπως απαντά στον επίλογο του ποιήματος που φέρει τον τίτλο «Ουρανός», από την ως άνω συλλογή: «Ο χωρισμός σε ουρανό και γη, / δεν είναι ο κατάλληλος τρόπος / να στοχάζομαι γι’ αυτή την ολότητα. / Αλλά μου επιτρέπει να συνεχίζω να ζω / σε μια πιο συγκεκριμένη διεύθυνση / όπου μπορούν να με βρουν αμέσως / αν με αναζητήσουν. / Τα στοιχεία της ταυτότητάς μου / είναι έκσταση και απόγνωση».
Όχι, λοιπόν, έξω από τον κόσμο, αλλά πολύ βαθιά μέσα στον κόσμο. Στα ενδότερα μάλιστα του πραγματικού, εκεί όπου ακριβώς χτυπάει ανέκαθεν εμμονικά η καρδιά του τίποτα. Πρόκειται για το κατ’ εξοχήν μήνυμα αυτής της ποιητικής γραφής. Άλλωστε συνιστά, εκτός των άλλων, σχολή οριακής αυτογνωσίας. Έτσι διαβάζω το επιμύθιο της «Θέας μ’ έναν κόκκο άμμου», που εμπεριέχεται στη συλλογή Οι άνθρωποι πάνω στη γέφυρα, έργο του 1986 της τιμώμενης σήμερα δημιουργού λυσιτελούς λόγου. Ναι, το διαβάζω αυτό το ποίημα ως να ήταν το οριστικό επίγραμμα για μιαν τεκμηριωμένη αποδόμηση του είμαι. Αντιγράφω ως έχει αυτούσιο το κρίσιμο χωρίο: «Ο χρόνος πέρασε σαν ένας ταχυδρόμος / μ’ επείγοντα νέα. / Όμως αυτή είναι μονάχα η δική μας / παρομοίωση / ο χαρακτήρας είναι επινοημένος, η σπουδή του παραπειστική, / τα νέα του απάνθρωπα». Ό,τι, κοντολογίς προβάλλεται δύο και πλέον αιώνες πριν στο επιδραστικό εκείνο σύγγραμμα του Φρίντριχ Βίλχελμ Γιόζεφ Σέλινγκ (1775-1854) που φέρει τον τίτλο Περί της ουσίας της ανθρώπινης ελευθερίας. Είναι έργο που εκδόθηκε το 1809. Παραπέμπω στα εξής ενδεικτικά σημεία: «Αυτή είναι μια θλίψη αδιαχώριστη από κάθε θνητό βίο, μια θλίψη όμως που δεν γίνεται ποτέ πραγματικότητα, παρά εξυπηρετεί μόνο την άφθαρτη χαρά της υπέρβασής της. Εξού και ο πέπλος της βαρυθυμίας που απλώνεται σε ολόκληρη τη φύση, η βαθιά η ακατάλυτη μελαγχολία κάθε ζωής. Ζωή λοιπόν υπάρχει μόνο στην προσωπικότητα˙ και κάθε προσωπικότητα στηρίζεται πάνω σε ένα σκοτεινό θεμέλιο, που πρέπει να είναι και θεμέλιο της γνώσης». Το επιφαινόμενο της κάθε παροδικής ή ακόμη και μόνιμης αταραξίας των μελών της κοινωνικής ομάδας δεν μπορεί να διαγράψει από την όλη εμπειρία του βίου τη βάσκανη αυτή απόχρωση του «dunkler Grund», ήτοι του παραπάνω δεόντως υπογραμμισμένου εκείνου «σκοτεινού θεμελίου».
Η διαδικασία της νηφάλιας διερεύνησης του επιστητού αποφέρει καρπούς: ο κατά τα άλλα «θαυμάσιος» φυσικός κόσμος, όπως αποκαλείται με ιδιαίτερη έμφαση στην τρίτη από το τέλος παράγραφο της επίσημης ομιλίας της Βισουάβα Σιμπόρσκα την ημέρα της απονομής του Βραβείου Νομπέλ, παραμένει, μαζί με όλες τις απαραίτητες συνδηλώσεις του, το τιμαλφές ον. Η περιπέτεια του ανθρώπου φαίνεται να είναι από πολλές πλευρές προκαθορισμένη. Ο συντονισμός των προσώπων με όσα προνοεί η Φύση απαιτεί, μεταξύ άλλων, σύνεση, πνευματική εγρήγορση και αυτοέλεγχο. Παραβάλλω, για τις ανάγκες τα εποπτικής στιγμής, τα όσα παρόμοια ισχύουν στο πεδίο του Ουάμπι Σάμπι, όπως το συλλαμβάνει η ιαπωνική σκέψη. Κι εκεί η καθολική αντίληψη περί της ματαιότητας των ανθρωπίνων πράξεων και παραλείψεων σ’ ένα αισθητό βαθμό εξορκίζεται. Πρόκειται για μια αμυδρή ένδειξη εφαρμογής της αρχής της ευχαρίστησης. Ήτοι: «Το Ουάμπι Σάμπι λέει πως κάθε ανθρώπινο ον γεννιέται ατελές και ποτέ δε θα ολοκληρωθεί, επειδή η ζωή είναι προσωρινή, όσο διαρκεί όμως έχουμε την ευκαιρία να προοδεύουμε λεπτό με λεπτό, όπως το ταπεινό λουλούδι που αναδύεται ανάμεσα στα βρύα για να χαρίσει στον κόσμο το χρώμα του, έστω και μόνο για μία μέρα».[1]
Το χιούμορ, οι σάτιρες, οι αλλεπάλληλοι αυτοσαρκασμοί, με ομολογούμενο την κάθε φορά πηγαίο τακτ, καλούνται να πληρώσουν τα εξόφθαλμα εκείνα κενά, τα οποία αφήνουν οι αναπάντητες διερωτήσεις της ύπαρξης για την εμφανή ή αφανή σκοπιμότητα του ζην. Η διεκπεραίωση των συναφών μηνυμάτων ολοκληρώνεται με χαρακτηριστική λεκτική άνεση. Τα σημαινόμενα πειθαρχούν στις αρχές μιας αυστηρής κι άλλο τόσο ευέλικτης υφολογικής πολιτικής. Το εννοιολογικό πλαίσιο διευρύνεται μεθοδικά. Έτσι, η χλωρίδα και η πανίδα, όπως τις αντιλαμβάνεται το ποιητικώς οράν, αναβαθμίζονται αισθητά. Συνιστούν πλευρές της εξειδικευμένης κοσμοεικόνας, μιας δηλαδή κατά πολύ διευρυμένης Weltanschauung. Στους αντίποδες της όποιας δογματικής συλλογιστικής δρα η ευρηματική, τυπικά παραστατική, σκόπιμα επικοινωνιακή, διεξοδική, σαφώς αντι-ρητορική, εξ ορισμού σημασιολογικά πολύνευρη έκφανση της Βισουάβα Σιμπόρσκα. Ας θυμίσω την κατάληξη της προαναφερομένης, καθόλα εύστοχης ομιλίας της: «Σύμφωνοι, στην καθομιλουμένη, που δεν σκεφτόμαστε την κάθε λέξη, χρησιμοποιούμε όλοι τους ορισμούς: «Συνηθισμένος κόσμος», «συνηθισμένη ζωή», «συνηθισμένη σειρά των πραγμάτων»… Όμως στη γλώσσα της ποίησης, που η κάθε λέξη ζυγίζεται, τίποτε δεν είναι συνηθισμένο και κανονικό. Καμιά πέτρα και κανένα σύννεφο πάνω απ’ αυτήν. Και πάνω απ’ όλα, καμιά σ’ αυτόν τον κόσμο ύπαρξη. Φαίνεται πως οι ποιητές θα έχουν πάντα πολλή δουλειά». Να σημειώσω ότι μεταφράζει η Ζώγια Μαυροειδή στον τόμο Ένας αιώνες Νομπελ, που κυκλοφόρησαν οι εκδόσεις του Καστανιώτη το 2000.
Συγκρατώ ότι η Βισουάβα Σιμπόρσκα δεν σπεύδει να επινοήσει ό,τι θα μπορούσε ενδεχομένως να εντυπωσιάσει κατά πολύ τους ομοεθνείς ή και αλλοδαπούς δέκτες της γραφής της. Αρκείται να συγκεντρώσει τη δόκιμη προσοχή της αποκλειστικά στο εκάστοτε αντικείμενο των ποιητικών της μελετών. Εμβαθύνει, αναβαθμίζει, προεκτείνει, αναπαλαιώνει, επαληθεύει και συνδηλώνει, χωρίς να περισπάται. Παραμένει συνειδητά δοσμένη εν ολίγοις στο εν τέλει πολύπτυχο έλασσον. Διότι γνωρίζει εκ του ασφαλούς ότι είναι έτοιμο να της προσφέρει το λανθάνον, πλην όμως απόλυτο Νόημα. Όπως ο στοχαστής ζεν, ο οποίος περιποιείται τακτικά τον κήπο του, ως να ήταν το ίδιο το σύμπαν του. Αυτή η απλούστατη πράξη συντήρησης, αυτή η ομολογουμένως ασήμαντη δραστηριότητα, εκλαμβάνεται ως να ήταν η σπουδαιότερη ανάμεσα σε όλες τις άλλες του ανθρώπινου βίου. Κατ’ αναλογία, συνιστά κρίσιμη δομή το ευτελές, το ελάχιστο εκείνο λείψανο, εννοώ το νεκρό σκαθάρι, με τα «τρία μικρά ζευγάρια ποδαράκια / προσεκτικά διπλωμένα πάνω στην κοιλιά του», το οποίο μας περιμένει άφθιτο, παραδόξως ομιλητικότατο στο ποίημα με τίτλο «Όπως το βλέπουμε από ψηλά» της συλλογής Ο μεγάλος αριθμός, έργο της Βισουάβα Σιμπόρσκα που κυκλοφόρησε το 1976.