Χάρτης 67 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-67/afierwma/ghia-ta-zwa-kai-ta-fita-tis-simporska-mi-anthrwpina-onta-ston-kosmo-toi-homo-sapiens-innocens
Η προσοχή της Σιμπόρσκα προς τα μη ανθρώπινα όντα (ζώα και φυτά) είναι ορατή σε πολλά από τα ποιήματά της. Όπως η μεταφράστρια Μπεάτα Ζουλκιέβιτς αναφέρει, η ποιήτρια είχε αποδείξει αυτή τη στάση της και με την έκδοση μιας σχετικής θεματικής ανθολόγησης ποιημάτων της υπό τον τίτλο Τάρσιος και άλλα ποιήματα (1976).[1]
Η στροφή της ποιήτριας προς τον θεωρούμενο αμελητέο κόσμο μη ανθρώπινων όντων βασίζεται στην τεχνική που τροφοδοτεί την ποίησή της, δηλαδή στην παρατήρηση της λεπτομέρειας, ενταγμένης ωστόσο στον μακρόκοσμο, στη συμπαντική ενότητα όπου ανήκουν όλα ανεξαιρέτως τα όντα. Οι λεπτομέρειες της ζωής ενός όντος συμβάλλουν στην κίνηση του κόσμου. Αν και δεν καταγράφονται στην επίσημη καθολικά ανθρώπινη ιστορία, εντούτοις επηρεάζουν κάθε ατομική ύπαρξη: «Επέτειοι επαναστάσεων μπορεί / να περιστρέφονται / αλλά το ίδιο γίνεται και στα βότσαλα / που περικυκλώνουν τη ακτή. / Η τοιχογραφία των περιστάσεων είναι περίπλοκη και πυκνή. / Με μυρμήγκια που γαζώνουν το γρασίδι. / […] Έτσι λοιπόν συμβαίνει που υπάρχω και εγώ και παρατηρώ. / Πάνω μου μια λευκή πεταλούδα πεταρίζει στον αέρα / με φτερά που είναι μόνο δικά της / και μια σκιά περνάει ξυστά μέσ’ απ’ τα χέρια μου / που δεν είναι άλλη απ’ τον εαυτό της, δεν είναι κάποιου άλλου μόνο δική της» («Ίσως χωρίς τίτλο»).[2]
Από τα ποιήματα που κυρίως επικεντρώνονται στη σχέση του ανθρώπινου κόσμου με τους μη ανθρώπινους, κεντρική θέση επέχουν τα: «Δυο μαϊμούδες του Μπρίγκελ» (Το κάλεσμα στον Γέτι, 1957), «Η μαϊμού» (Αλάτι 1962), «Συνομιλία με την πέτρα» (Αλάτι 1962), «Τάρσιος» (Χίλιες δυο χαρές 1967), «Η σιωπή των φυτών» (Στιγμή 2002), ενώ σε μια σειρά άλλων ποιημάτων η θεματική αυτή παρουσιάζεται ως δευτερεύουσα.
Τόσο στα προαναφερθέντα ποιήματα όσο και σε άλλα η Σιμπόρσκα επισημαίνει καυστικά αλλά και με θλίψη τον άτεγκτο, αδιαπραγμάτευτο ανθρωποκεντρισμό που καταλήγει σε κυριαρχικές συμπεριφορές: η επιμονή του ανθρώπου να διαρρήξει με τους όρους του και να αλώσει τον κόσμο της πέτρας στο «Συνομιλία με την πέτρα», η αίσθηση ορθολογικής υπεροχής και η βεβαιότητα ότι η σιωπή των φυτών, στο ομώνυμο ποίημα, οφείλεται στην ανικανότητά τους να αρθρώσουν έλλογη απάντηση, η αδυναμία του ανθρώπου να αποδεχτεί ως ίσο τον κόσμο των μη ανθρώπινων πλασμάτων και αντίθετα η εμμονή στην βιολογική και πνευματική ανωτερότητα των ανθρώπινων.
Από τα μη ανθρώπινα όντα ξεχωρίζουν πίθηκοι και μαϊμούδες, εκείνα δηλαδή που θεωρούνται τα πλησιέστερα προς τον άνθρωπο, αποδεικνύοντας όχι μόνο τη συγγένειά τους με αυτόν αλλά και τη διαφορά τους, που συχνά ορίζεται από τη Σιμπόρσκα ως ηθικό αξιακό σύστημα ανώτερο ακόμη και του ανθρώπινου. Στα «Μαϊμού» και «Δυο μαϊμούδες του Μπρίγκελ» η ποιήτρια παρουσιάζει το μη ανθρώπινο ον σχεδόν ανώτερο ηθικά από το ανθρώπινο.
Στο πρώτο ποίημα, η φωνή εκφοράς, ως παρατηρητής, δεν ανατρέχει μόνο στη διαχρονικά κυρίαρχη, ανθρωποκεντρική και εξουσιαστική στάση του ανθρώπινου γένους έναντι της μαϊμούς αλλά και στην θεϊκή εξουσία που διόλου δεν αποδεικνύει τη μεγαθυμία της έναντι του ζώου, αντίθετα το εκδιώκει από την Εδέμ «πριν απ’ τον άνθρωπο ακόμα». Η ενοχή που δηλώνεται ιδίως στην πρώτη, τέταρτη και πέμπτη στροφή μεταβάλλεται σε σαρκασμό στους τελευταίους στίχους των στροφών: «Τίποτα το αστείο εδώ» (τέταρτη στροφή)· «Λένε πως το μυαλό της έχει γεύση τρυφερή, / μολονότι του λείπει κάτι, / αφού ούτε καν την πυρίτιδα δεν μπόρεσε να σκεφτεί» (πέμπτη στροφή). Το ποίημα κλείνει με τη σαρκαστική κορύφωση, κατά την πάγια πρακτική της Σιμπόρσκα να κορυφώνει στους τελευταίους στίχους του ποιήματος το νοηματικό του φορτίο, συχνά ανατρεπτικά και απροσδόκητα: «δίνει το καλό παράδειγμα σ’ εμάς όταν τον εαυτό της διακωμωδεί, / σ’ εμάς που σαν φτωχή συγγενής πολύ καλά γνωρίζει, / αν και δεν χαιρετιόμαστε ποτέ». Η σκληρή εκμετάλλευση, η εξευτελιστική γελοιοποίηση του κατώτερου είδους-ζώο από το ανώτερο-άνθρωπο προβάλλουν την ανεπάρκεια της ανθρώπινης δικαιοσύνης, την αλαζονεία και την κτητικότητα έναντι της φύσης. Ιδιαίτερα οι φράσεις «ούτε καν την πυρίτιδα δεν μπόρεσε να σκεφτεί» (σαρκασμός για την ανθρώπινη επιστημονική λογική που παράγει εργαλεία καταστροφής) και «φτωχή συγγενής» (έκφραση της σχετικής δυσαρέσκειας για την αντίληψη καταγωγής από τον πίθηκο) δηλώνουν την καταγγελία της ανθρωπινότητας ως αλαζονικά εξουσιαστικής (και μάλιστα πατριαρχικής). Η Σιμπόρσκα λοιπόν εστιάζει στους τρόπους με τους οποίους εκδηλώνεται η ανθρώπινη επιβολή στα άλλα όντα. Όμοια τέτοια εκδήλωση επιβολής αποτελεί και η επίμονη απόπειρα του ανθρώπου να εισέλθει στον κόσμο της πέτρας, προκειμένου να αποκτήσει τη γνώση την οποία θεωρεί ότι η φύση χρωστά μόνο σε αυτόν.
Στο δεύτερο ποίημα, «Δυο μαϊμούδες του Μπρίγκελ» κυριαρχεί η ειρωνική εποπτεία των μαϊμούδων (που όπως στον πίνακα αναφέρεται ότι «κάθονται αλυσοδεμένες») επί του ανθρώπου και της ιστορίας του. Η φωνή εκφοράς μεταστρέφει την ανθρώπινη οπτική σε οπτική του ζώου καθώς αυτό στηλιτεύει τον εξοβελισμό των μη ανθρώπινων όντων από την «Ιστορία των Ανθρώπων» διαμορφωμένη αποκλειστικά από «σημαντικές» ανθρώπινες πράξεις, απαλείφοντας κάθε άλλη έμβια παρουσία. Η δεύτερη μαϊμού «κάνει τον υποβολέα / κουδουνίζοντας ελαφρά την αλυσίδα της», υπενθυμίζοντας δηλαδή την απουσία και συνεπώς την απο-νομιμοποίηση των μη ανθρώπινων όντων εξαιτίας της απολυτότητας του ανθρώπινου βλέμματος στις ιστορικές καταγραφές.
Όμοια η φωνή αποδίδεται στον τάρσιο (νυκτόβιο θηλαστικό, συγγενής του πιθήκου, με τεράστια μάτια και μέγεθος ποντικού) στο ομώνυμο ποίημα. Ο τάρσιος προβάλλει τη ζωότητά του και την καταγωγική του αλυσίδα με ιδιαίτερη υπερηφάνεια, οικειοποιούμενος αντίστοιχη ανθρώπινη στάση και απευθύνεται με ειρωνεία στον άνθρωπο-κύριο/αφέντη, ρυθμιστή όλων των πληθυσμών του φυσικού κόσμου: «Καλημέρα, μεγάλε μου κύριε, / τί θα μου δώσεις / μιας και δεν χρειάζεται να μου πάρεις τίποτα; / Με τί θα με αποζημιώσεις για τη μεγαλοψυχία σου; / […] Ο κύριός μου είναι καλός, / ο μεγάλος μου κύριος είναι φιλεύσπλαχνος — / Ποιος θα μπορούσε να το μαρτυρά αυτό αν δεν υπήρχαν / ζώα μη άξια θανάτου;». Η αθώωση του ανθρώπου, σχεδόν η σωτηρία του, έρχεται από τα ελάχιστα είδη «μη άξια θανάτου», που, όπως ο τάρσιος, δεν έχουν χρησιμότητα για το ανθρώπινο είδος, εκτός ίσως από τη διασκέδασή του, όπως αυτή αποδόθηκε στα ποιήματα «Ζώα του τσίρκου» και «Μαϊμού». Έτσι, είναι λίγα όσα γλυτώνουν από τη βίαιη θανάτωση (τροφή, εκμετάλλευση του σώματός τους κλπ): «Και μόνο εμείς τα ολιγάριθμα, μη γδαρμένα από τις γούνες, / μη αποκαθηλωμένα από τα κόκκαλα, μη αποκομμένα από τα φτερά,/ σεβαστά μέσα στ’ αγκάθια μας, στα λέπια, στα κέρατα, στους χαυλιόδοντές μας/».
Η υιοθέτηση της οπτικής των ζώων, όπως τη σκηνοθετεί η Σιμπόρσκα στα παραπάνω ποιήματα, συνιστά μια φωνή καταγγελτική όπου ο θυμός μεταποιείται σε θλίψη και στοχασμό, μέσω της οξύτατης ειρωνείας και του σαρκασμού, επιδιώκοντας τον προβληματισμό για τη διεύρυνση του ανθρώπινου βλέμματος και την αποδοχή της ζωότητας όχι ως αντίθετου της ανθρωπινότητας. Έτσι, την αμφισβητούμενη ικανότητα συναισθηματικής αντίδρασης των ζώων την αποδίδει ρητά στο «Γάτα σε άδειο διαμέρισμα», όπου ο θάνατος γίνεται αντιληπτός από τη θέση του ζώου. Δεν πρόκειται για οικειοποίηση του «εγώ» των ζώων αλλά, στη βάση μιας αίσθησης συμπαντικής ολότητας, αποτελεί μια δήλωση ενοχικότητας εκφρασμένης, π.χ. στα «Ζώα του τσίρκου» (1952), «Κάτω από ένα μικρό άστρο» (1972) κ.ά.
Τα ποιήματα της Σιμπόρσκα όπου ο κόσμος νοείται ως ενότητα δεν απηχούν μόνο τον Λάιμπνιτς,[3]
αλλά μάλλον τον Σπινόζα στη θέση του περί Θεού-Φύσης (π.χ. εν μέρει στο ποίημα «Στο ποτάμι του Ηράκλειτου»). Επίσης, προσεγγίζουν θέσεις του Αγκάμπεν περί της έννοιας του Ανοιχτού και αποτελούν απάντηση στη χαϊντεγκεριανή θεώρηση, όπως την συζητά ο Αγκάμπεν: «Η πέτρα στερείται κόσμου, το ζώο είναι φτωχό σε κόσμο, ο άνθρωπος είναι κοσμοπλάστης».[4] Ο Χάιντεγκερ αναλύοντας τις έννοιες ανθρώπινου όντος-ζώου περί της φτώχειας σε κόσμο του ζώου και περί του ανθρώπου ως διαμορφωτή του κόσμου θέτει την προβληματική της ανοιχτότητας (του ανοιχτού) που δημιουργήθηκε στο έμβιο είναι με τον άνθρωπο. Το ανοιχτό όπου το ον είναι απελευθερωμένο είναι το ίδιο το είναι, υποστηρίζει ο Χάιντεγκερ, δανειζόμενος την έννοια από το όγδοο από τα Ελεγεία του Ντουίνο του Ρίλκε: «Με όλα τα μάτια βλέπει η πλάση / το Ανοιχτό […] που είναι τόσο βαθύ στο πρόσωπο του ζώου».[5] Στο συγκεκριμένο ελεγείο, το ζώο, ζώντας αρμονικά με τον εαυτό του μέσα στην ενότητα του φυσικού κόσμου, βλέπει εμπρός και καθαρά στη Φύση αντιστικτικά προς τον άνθρωπο. Ο Χάιντεγκερ, αντίθετα με τον Ρίλκε, βασίζει στο ανοιχτό τη διαφορά ανθρώπου-ζώου. Με τη σειρά της η Σιμπόρσκα, πλησιέστερα στον ποιητή, προβάλλει την αδυναμία του ανθρώπου που ζει παγιδεύοντας το βλέμμα του στον περιορισμένο χώρο που δημιούργησε, που ζει με αναποδογυρισμένο βλέμμα κατά τον Ρίλκε. Η αντίληψη της Σιμπόρσκα ότι ο ανθρώπινος κόσμος δεν είναι ο μοναδικός διαφαίνεται στη «Συνομιλία με την πέτρα» και στη «Σιωπή των φυτών».
Για την ποιήτρια κάθε ον στον κόσμο είναι υποκείμενο το οποίο έχει την ιδιαίτερή του φωνή που ο άνθρωπος αφαίρεσε στο όνομα της μοναδικότητας του Λόγου του. Η παρουσία του ανθρώπου στη Φύση-Θεό, ως μέρος μιας ενότητας («ο παρατηρητής […] homo sapiens innocens») στο ποίημα «Συμβάν», παρέχει την όχι ωραιοποιημένη και εξιδανικευμένη εικόνα φυσικού κόσμου όπου «Ουρανός, γη […] ένας έβενος / με αειθαλή φύλλα / και διάπλατα απλωμένες ρίζες. / […] μια αντιλόπη σε άγρια φυγή, / πίσω της μια λέαινα λαχανιασμένη και πεινασμένη». Αυτή την πραγματικότητα αποδέχεται η Σιμπόρσκα. Δεν καλεί τον άνθρωπο να γίνει ζώο, αλλά ούτε αποδέχεται την εκβιαστικά ισοπεδωτική ανθρωποποίηση των μη ανθρώπινων όντων.
Μπορούμε εντέλει να κάνουμε λόγο για μια οικολογική ηθική της Σιμπόρσκα συγκροτημένη στην περίοδο μεταξύ 1950 και 1970 που μια τέτοια αντίληψη ηχούσε πρωτοποριακή. Θα μπορούσαμε ακόμη να χαρακτηρίσουμε αυτή την ηθική ως οικοφεμινιστική ( χαρακτηρισμός που σε αυτό το κείμενο δεν μπορεί να αναπτυχθεί περαιτέρω). Γενικά, η οικολογική ηθική της Σιμπόρσκα συνιστά ένα ιδιοπρόσωπο σύστημα με πυλώνες την ισοτιμία των ανθρώπινων και μη ανθρώπινων όντων, την αμφισβήτηση της ιεραρχικής σκέψης περί του κόσμου και των ειδών, την αντίδραση στους όρους που εδραίωσαν ως φυσική τη διάζευξη άνθρωπος ή ζώο, την προβολή της σωματικής υλικότητας όλων των όντων, την έναρξη ενός διαλόγου με όλα τα όντα.