Χάρτης 67 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-67/afierwma/i-elloghi-poiisi-tis-visoiava-simporska
«Είκοσι επτά οστά, / τριάντα πέντε μύες, περίπου δύο χιλιάδες νευρικά κύτταρα / σε κάθε άκρη των πέντε δαχτύλων μας. / Είναι απολύτως αρκετό / για να γραφτεί το Mein Kampf / ή το Γουίνι το αρκουδάκι».[1] Αυτό είναι το ποίημα «Παλάμη», ένα από τα λίγα ποιήματα που η Σιμπόρσκα εκθέτει ό,τι θέλει να πει στο ποίημα εν συντομία. Έξη στίχοι είναι μάλλον σπάνιο φαινόμενο στο έργο της να ολοκληρώνουν ένα ποίημα. Συνήθως κινείται σε μεγαλύτερο αριθμό στίχων, το σύντομο ποίημα δεν χαρακτηρίζει την ποίησή της. Χρειάζεται περισσότερο χώρο για να αναπτύξει την ποιητική σκέψη της. Γιατί η ποίησή της είναι κυρίως ποίηση της σκέψης, της νόησης, του στοχασμού. Ασφαλώς και μέσα σε αυτήν διαμορφώνεται και πλέκεται τόσο η αίσθηση όσο και το αίσθημα, μέσα από τις λέξεις βεβαίως που κινούν τα νήματα για όλα τα παραπάνω. Άλλωστε τι μας λέει με αυτό τον εντελή, κυριολεκτικό όσο και περιγραφικό τρόπο. Το χειρότερο και το καλύτερο είναι γραμμένα από ένα χέρι, το οποίο ανατέμνει στο ποίημα. Τα ίδια υλικά φτιάχνουν διαφορετικά χέρια, με αυτά γράφεται το καθετί, τα ποιήματα επίσης. Τα δικά της ποιήματα εξίσου.
Τα δικά της ποιήματα έχουν κατά το πλείστον ένα θέμα το οποίο δηλώνεται από την πρώτη στιγμή και ξετυλίγεται μέσα από λέξεις, μεταφορές, αμφισημίες, παιχνιδίσματα που οδηγούν σε μια σειρά από σχεδόν αριστοτελικά συμπεράσματα. Άλλωστε η ίδια επισημαίνει πως «Ό,τι χρειάζεται να πω το βρίσκω σε ετοιμοπαράδοτες προτάσεις».[2] Από αυτές λοιπόν ξεκινάει η Σιμπόρσκα, με αυτές στήνει τον δικό της και τον δικό μας, τον κοινό κόσμο. Έναν κόσμο που είναι για κείνην ένα «Πανηγύρι θαυμάτων»: «Θαύμα, φτάνει να κοιτάξεις γύρω σου: / ο κόσμος πανταχού παρών. // Θαύμα συμπληρωματικό, όπως συμπληρωματικά είναι όλα: / το αδιανόητο / είναι νοητό».[3] Το αδιανόητο γίνεται επομένως νοητό, όχι γενικά και αόριστα: στην ποίησή της. Εκεί επιχειρεί να σκεφτεί όλα όσα δεν μπορούμε να τα σκεφτούμε αλλού· και στην ποίηση εναποθέτει την ανάγκη και την ελπίδα της να οδηγήσει τη σκέψη της λίγο πιο πέρα, ακόμη κι αν αυτό το πιο πέρα δεν είναι παρά η αδιαφορία για την ίδια τη σκέψη. Γράφει: «Στο χορτάρι που σκέπασε / τις αιτίες και τις συνέπειες / πρέπει να ξαπλώνει κάποιος / μ’ ένα στάχυ στα δόντια / και να χαζεύει τα σύννεφα».[4] Όσο βεβαίως εξακολουθεί να υπάρχει χορτάρι, στάχυ και σύννεφα. Κάτι το οποίο ίσως τις γενιές που προηγήθηκαν, τη γενιά της Σιμπόρσκα και μερικές που ακολούθησαν δεν τις απασχόλησε. Το αδιανόητο στο οποίο αναφερόταν δεν έπαιρνε τη μορφή της ολοκληρωτικής καταστροφής και της τρέλας που έχουν γίνει όχι μόνον νοητές στις μέρες μας αλλά και μας απειλούν με πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Ανάμεσα λοιπόν στο θαύμα, που είναι ο κόσμος, και στην καταστροφή του, που μηχανεύονται όσο περισσότερο μπορούν πλέον οι άνθρωποι, ξετυλίγεται η ποίηση αυτή και η σκέψη που την διατρέχει.
Όποιος έχει υποφέρει από τις σκέψεις, ή έχει βρεθεί με αυτές να οργιάζουν μπορεί να κατανοήσει πολύ καλά τους στίχους της: «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ακολασία από το σκέπτεσθαι. / Αυτό διασπείρεται αχαλίνωτο, όπως το ανεμόφιλο ζιζάνιο / σε προοριζόμενο για μαργαρίτες παρτέρι»·[5] ή σύμφωνα με την λίγο διαφορετικά διατυπωμένη μετάφραση: «Δεν υπάρχει τίποτα πιο εκμαυλισμένο από τη σκέψη. / Αυτό το ακόλαστο είδος κυκλοφορεί αχαλίνωτο σαν ένα ζιζάνιο που το γέννησε ο άνεμος / πάνω σ’ ένα χωράφι σχεδιασμένο για μαργαρίτες».[6] Η σκέψη είναι μια σπορά μέσω του ανέμου, κάτι που δεν το σταματά τίποτα, άγριο κι ακαλλιέργητο, ακολουθεί τη δική του φορά. Και η συνέχεια της σκέψης οδηγεί συνήθως στην ομιλία, στις λέξεις και στη γραφή. Να ο καμβάς της ποίησης, ειδικά για την στοχαστική αυτή ποιήτρια. «Ω ομιλία, μην το παίρνεις στραβά / που δανείζομαι λέξεις γεμάτες πάθος, / και μετά αγωνίζομαι να τις κάνω / να δείχνουν ανάλαφρες».[7] Όλο το ποιητικό της credo, όλος ο δικός της τρόπος για να διαπλεύσει τη γραφή: ένα πάθος που ζητάει απλώς να φαίνεται ανάλαφρο. Το πάθος της ύπαρξης βεβαίως, αυτό που παλεύει για τη ζωή (αυτήν, που κάθε φορά βρίσκεται εδώ και τώρα)[8] και αγωνίζεται εναντίον του θανάτου: «Η χαρά της γραφής. / Η δύναμη να διασώζεις («Η δυνατότητα της διαιώνισης», σημειώνει η άλλη μετάφραση).[9] / Η εκδίκηση από ένα θνητό χέρι».[10]
Ξεκάθαρες, ρητές, αμετακίνητες θέσεις που κινούν αυτή την ποίηση από ποίημα σε ποίημα με αυτό τον τρόπο και σε αυτή την κατεύθυνση, της διάσωσης, της διαιώνισης, της δικής της αποτύπωσης της ζωής, όπως το γράφει στο ποίημα «Ανακάλυψη», ένα δικό της προσωπικό Πιστεύω: «Για μένα αυτές οι λέξεις υψώνονται / πάνω απ’ όλους τους κανόνες. / Δεν ζητάνε στήριγμα σε κανένα παράδειγμα. / Η πίστη μου είναι δυνατή, τυφλή και χωρίς έρεισμα».[11] Άλλωστε αυτές οι λέξεις είναι το ποιητικό της πρόταγμα για το ζην, αυτές ανακαλούν την αλήθεια της και συμπυκνώνουν την ίδια την ουσία της ζωής. Τι άλλο να περιμένει κανείς από μια ποιήτρια, από το να μετράει τη ζωή όχι με άλλα μεγέθη, αλλά με λέξεις. Οι λέξεις, ο λόγος εντέλει, δίνουν το μέτρο της ζωής, και ιδού πώς με τα δικά της λόγια αποφαίνεται: «Ζούμε περισσότερο, / αλλά με λιγότερη ακρίβεια / και με συντομότερες προτάσεις».[12]
Τρόπος του ζην επομένως.
Με τις λέξεις, και μάλιστα με κάποιες από αυτές ασχολείται ιδιαίτερα, όπως θα ήταν εύλογο. «Ακούω ένα συριγμό / και βλέπω τη στιλπνή φολίδα αυτής της λέξης»[13] Οι λέξεις έχουν υπόσταση, ανταποκρίνονται πρωτίστως στην ακοή και στην όραση πριν προχωρήσουν στα ενδότερα, νόηση και ψυχή. Έτσι γραπώνουν τη σκέψη της, όπως στο ποίημα «Λεξιλόγιο»,[14] όπου μιλάει για την Πολωνία και τους ποιητές της. Στο «Τρεις λέξεις πιο παράξενες»,[15] οι λέξεις, μέλλον, σιωπή, τίποτα, μιλούν για το υπαρξιακό τους αποτύπωμα. Και με τον ίδιο τρόπο την απασχολεί και η λέξη «Όλα — / λέξη ξιπασμένη, γεμάτη αλαζονεία. / Θα έπρεπε να γράφεται σε εισαγωγικά. / Παριστάνει πως τίποτα δεν παραλείπει, / πως συγκεντρώνει, περιλαμβάνει, περιέχει και κατέχει. / Ενώ την ίδια στιγμή είναι μονάχα / το απομεινάρι μιας θύελλας».[16] Αυτός είναι ο τρόπος της Σιμπόρσκα, που οδηγείται πέρα κι από τις πολωνικές λέξεις για να μιλήσει μέσω αυτών για τον κόσμο, καταφεύγοντας ακόμη και σε εκείνες που αντιπροσωπεύουν για την ίδια την ελληνική γλώσσα, ένα ιδεώδες ίσως, μια αρχαία προστακτική, αφού: «KÓSMOS MAKRÓS / CHRÓNOS PARÁDOKSOS / Μονάχα τα λίθινα ελληνικά έχουν λέξεις γι’ αυτό».[17]
Ψάχνει στο παρελθόν της γλώσσας, όχι μόνον της πολωνικής, σαν να έβρισκε στην ελληνική το παρελθόν των γλωσσών και της σκέψης για να μιλήσει για πράγματα χαμένα. Έτσι στο «Εγκώμιο ονείρων» γράφει ότι: «Μιλώ άπταιστα ελληνικά / κι όχι μόνο με τους ζωντανούς».[18]
Σκοπός της είναι κι εδώ η συνομιλία με τους νεκρούς, με το παρελθόν της γλώσσας. Αναζητά ίσως το φιλοσοφικό υπόβαθρο των παλαιών και των λέξεών τους, τη σκέψη τους για τη ζωή, στα «λίθινα ελληνικά», τα χαραγμένα στην πέτρα. Αυτήν στην οποία «τα πιο πιεστικά ερωτήματα / είναι τα πιο απλοϊκά».[19]
Προς τι βέβαια όλα αυτά; Για τη ζωή και για τους ανθρώπους, είναι η απάντηση. Όταν «Σωπαίνουμε στη μέση της πρότασης / χαμογελώντας αβοήθητοι. / Οι άνθρωποί μας / δεν ξέρουν να μιλούν μεταξύ τους».[20] Γι’ αυτούς γίνονται όλα, για την αμηχανία τους απέναντι στη ζωή, για να μπορέσουν να βγουν από αυτήν και να ζήσουν, να δώσουν και να πάρουν τα αντίδωρά της. Μεταξύ άλλων και «Ένα μικρό ποίημα, ένας στεναγμός — / με κόστος από απερίγραπτες απώλειες».[21] Εδώ βρίσκεται η ζυγαριά, από τη μία πλευρά το ποίημα, ένας στεναγμός, κι από την άλλη οι απώλειες απερίγραπτες, το κόστος που έχει να καταβάλει καθένας για το ίδιο το ποίημα, το κόστος που έχει να καταβάλει για την ίδια τη ζωή. Η ζωή αυτή για την οποία η Σιμπόρσκα γράφει ίσως το αυτονόητο: «Η ζωή, κι αν μας τύχει μακρόχρονη, θα είναι / πάντοτε μια σύντομη ζωή. / Πολύ σύντομη για να της φορτώνουμε / οτιδήποτε άλλο»·[22] ή στην διαφορετική διατύπωση: «Η ζωή, όσο πολύ και να διαρκεί, πάντα θα είναι σύντομη».[23] Αυτό που την κάνει να στέκει κάπως αμήχανη απέναντι στον αυτόχειρα φίλο, που με όλη του τη βία κόβει τη ζωή, βραχυκυκλώνει εκούσια ακόμη περισσότερο τη συντομία της.[24]
Άλλωστε η ίδια συνεχώς επιχειρεί να οδηγήσει το τίποτα της ζωής σε ένα κάτι, ένα κάτι που η αξία του διαρκώς γλιστράει ανάμεσα στους στίχους της με όση δύναμη μπορεί να του δώσει, όση αδυναμία επίσης: «Δείξε μου το δικό σου τίποτα / που άφησες πίσω σου / και θα στήσω απ’ αυτό ένα δάσος κι ένα δρόμο, / ένα αεροδρόμιο, χυδαιότητα, τρυφερότητα, / ένα χαμένο σπίτι».[25] Η Σιμπόρσκα, παρά που υπηρετεί συνεχώς τη σκέψη, επειδή ακριβώς αυτή η σκέψη είναι ένσαρκη και διαθέτει αισθήσεις κι αισθήματα, ποτέ δεν γίνεται κυνική, ποτέ δεν μιλάει αφ’ υψηλού. Μετέχει πάντα στην ανθρώπινη κατάσταση στην οποία αναφέρεται. Και ίσως η γυναικεία της υπόσταση την προστατεύει από οποιονδήποτε κυνισμό, ο οποίος μάλλον έχει ανδρικό χαρακτήρα. Αντίθετα η σκέψη της είναι θερμή, είναι μια σκέψη που προσπαθεί να ντύσει το γυμνό ανθρώπινο πλάσμα, έστω κι αν κάποτε δυσκολεύεται να το βρει: «Ένα μικρό φτωχό πλάσμα του Θεού. / Άνθρωπος αληθινός, / αν είδαμε κάποτε έναν».[26] Μα κι όταν το βρίσκει επιχειρεί να το οικειοποιηθεί, να το κάνει παρά τις όσες δυσκολίες δικό της.
Όμως στο εξαιρετικό ποίημα «Ψαλμός» ο ύμνος για τον κόσμο σκοντάφτει στο τέλος στο ανθρώπινο δημιούργημα: «Μόνο ό,τι είναι ανθρώπινο μπορεί πραγματικά να είναι ξένο. / Τα υπόλοιπα είναι όλα πυκνοπλεγμένα δάση, / λαγούμια από τυφλοπόντικες και άνεμος»·[27] ή στην διαφορετικά διατυπωμένη μετάφραση: «Μόνο το ανθρώπινο καταφέρνει να είναι πραγματικά ξένο. / Τα υπόλοιπα είναι μεικτά δάση, υποχθόνιο σκάψιμο του τυφλοπόντικα και άνεμος».[28] Ένας ύμνος για τη δημιουργία, έστω πλάγιος, είναι ο «Ψαλμός». Αλλά από αυτόν εντέλει μένει ξένος ο άνθρωπος. Αυτόν χρειάζεται να καλοπιάσουμε, να του δώσουμε λίγο χώρο, να τον φέρουμε πραγματικά στον κόσμο, και σε κόσμο. Αφού «Δεν στερείται γοητείας αυτός ο τρομακτικός κόσμος, / δεν στερείται πρωινών / άξιων να ξυπνάς γι’ αυτά».[29] Ο κόσμος λοιπόν, ανάμεσα στην γοητεία και στον τρόμο, μέσα στον τρόμο που μπορεί επίσης να ασκεί γοητεία, είναι ένα κόσμος που μπορεί να αξίζει αφού «Δεν ξέρω για αλλού / αλλά εδώ στη Γη έχει αρκετά απ’ όλα».[30] Η γη είναι ο κόσμος μας. Σε αυτήν και από αυτήν φτιάχνουμε κόσμο, από αυτήν και από αυτό μέσα στο οποίο η ίδια βρίσκεται, αυτό το πέραν που την περιέχει και μας περιέχει. Από εκεί και το εγκώμιο για τους χάρτες: «Μ’ αρέσουν οι χάρτες γιατί λένε ψέματα. / Γιατί δεν δίνουν πρόσβαση στην επιθετική αλήθεια. / Γιατί μεγαλόψυχα και με καλοκάγαθο χιούμορ / μου ξεδιπλώνουν στο τραπέζι έναν κόσμο / πέραν του κόσμου τούτου».[31] Αφού τα εδώ, τα πολλά εδώ που μας περιβάλλουν, μιλάνε και γι’ αυτό το πέραν, ένα πέραν που έχει να σταθεί εδώ και τώρα πέρα από μας. Όπως και η ίδια η ποίηση της Βισουάβα Σιμπόρσκα. Μια ποίηση όπου ο στοχασμός και η σκέψη συστήνονται ως το κέντρο του δικού της σύμπαντος, μια φιλοσοφία για το υπέργειο καθημερινό και το υπέδαφος του.