Χάρτης 35 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2021
https://www.hartismag.gr/hartis-35/biblia/o-oaymastos-kosmos-ths-deyterhs-neothtas
Το φετινό βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου/ης στην Ποίηση, που απένειμε στα τέλη Ιουνίου το περιοδικό Ο Αναγνώστης γίνεται μία από τις αφορμές, ώστε να μιλήσουμε για τη συλλογή που απέσπασε το βραβείο, τη Δεύτερη Νεότητα της Τώνιας Τζιρίτα-Ζαχαράτου (γεν. 1993, Ηράκλειο). Εκδοθείσα τον Σεπτέμβριο του 2020 από τις εκδόσεις Θράκα (βραβείο Πρώτης Ανέκδοτης Συλλογής των εκδ. Θράκα), λίγο πριν από το δεύτερο lockdown δηλαδή, μπορεί να βρήκε τα βιβλιοπωλεία κλειστά, μα φαίνεται πως κατάφερε να διανοίξει τον προσωπικό της δρόμο ενώπιον αναγνωστ(ρι)ών και κριτικής.
Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τη Δεύτερη Νεότητα, μου δημιουργείται η αίσθηση ενός ποιητικού ημερολογίου που ξετυλίγεται σε λιγότερες από πενήντα σελίδες, με σκηνικό, σε έναν βαθμό, το Παρίσι. Σαν να πρόκειται για μια περιδιάβαση ανάμεσα σε έργα τέχνης και σε προβληματισμούς γύρω από τον χρόνο, τη σωματική αλλαγή, την ύπαρξη, την ποίηση, τη λειτουργία και τους τρόπους της γραφής, στους οποίους μας εισάγει ένα λυρικό, εξομολογητικό και αναστοχαστικό εγώ, μια ποιήτρια ταξιδιώτισσα.
Ο τίτλος της συλλογής, η Δεύτερη Νεότητα, θεματοποιείται εντός των ποιημάτων, δημιουργώντας μια πολυσημία περί της οντολογίας της. Είναι το σημαίνον για μια εποχή στην πορεία της ζωής του ανθρώπου, όπου «είσαι/ και δεν είσαι κάτι που θα έπρεπε ή δεν θα/ έπρεπε να είσαι» (σ. 47); Είναι μια περιοδολόγηση ποιητική; Είναι μήπως το πεδίο εκδήλωσης της ενοχής περί της διανοητικής, εσωτερικής ζωής, όπως τη βλέπουμε να αποτυπώνεται στο ποίημα «Ένας λόγος για τις ποιήτριες» (σ. 29), από το οποίο παραθέτω: «Το ότι με βασανίζουν οι λέξεις σημαίνει/ πως κανείς δεν με βασάνισε ποτέ», ή στο ποίημα «Πέρα από το ποτάμι, ένα ποτάμι» (σ. 44), από όπου και το απόσπασμα: «Εμένα/ όλα μου/ τα ποτάμια/ είναι/ φανταστικά./ Να μιλήσω/ πώς;»; Είναι όλα αυτά ταυτόχρονα ή κάτι άλλο, ριζικά διαφορετικό;
«Κατάλαβα πως το μέλλον δεν έχει πρόσωπο», διαβάζουμε στη σ. 13. Εδώ πια, στη συνέχεια του πρώτου ποιήματος και της «σπρωξιά[ς] που μας δίνει κάποτε ο χρόνος» (σ. 11), η συλλογή μας εισάγει στο μετά του τίτλου, στο μέλλον της Δεύτερης Νεότητας, προσδιορίζοντάς το ως απρόσωπο. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα μέλλον που, καθώς χάνει την ατομική, την ανθρώπινη διάσταση του προσώπου, λειτουργεί αλλοτριωτικά ή, ακόμη, αναιρείται οριστικά. Η αφοριστική, δίχως διαπραγμάτευση εκφορά του λόγου, η θέση του στίχου στην αρχή της συλλογής και ως μοναδικού εντός της σελίδας, συνηγορεί, νομίζω, σε αυτή την αίσθηση της αναίρεσης του μέλλοντος που θα υπήρχε πέρα από τη Δεύτερη Νεότητα ή θα ήταν το ίδιο η Δεύτερη Νεότητα. Το μέλλον από-υποστασιοποιείται.
Ταυτόχρονα, ο εν λόγω στίχος επιτελεί και μία ακόμη λειτουργία. Αποτελεί τον πρώτο από τα συνολικά εφτά μονόστιχα ή δίστιχα της συλλογής που βρίσκονται στο ενδιάμεσο των ποιημάτων, που απουσιάζουν από τα περιεχόμενα και που ως εκ τούτου φαίνεται πως προσλαμβάνουν τον ρόλο σχολίων. Είναι αυτά που, με την παράλληλη αφηγηματική γραμμή τους, δημιουργούν δομική διττότητα στο έργο. Ως άλλες αυτογραφικές προμετωπίδες –«l’épigraphe autographe»,[1] που λέει ο Ζεράρντ Ζενέτ– σε πλαγιογράμματη, στοιχισμένη στα δεξιά, γραφή, παρεμβαίνουν διαρκώς και σχολιαστικά στο κείμενο, απευθυνόμενες στον αναγνώστη, προσδιορίζοντας και ενισχύοντας τα σημαινόμενα και τη συναισθηματική τους ένταση, σύμφωνα πάντα με το σχήμα του Genette.[2] Στα επόμενα έξι θα δοθεί έμφαση στο καβαφικό ταξίδι της δεύτερης νεότητας ως αντίθετο της πρωτοτυπίας, στην υφολογική αναζήτηση, θα προσδιοριστεί η δεύτερη νεότητα ως σωματική εποχή, ο έρωτας και η βίωση της απώλειάς του από ένα θηλυκό υποκείμενο (όπως θηλυκά είναι και τα περισσότερα υποκείμενα στο έργο), ακόμη θα αντικρίσουμε μια ποιητολογική αναφορά για τη χρήση συμβόλων και αλληγοριών ως εξέλιξης των πρώτων και τέλος, θα μας δοθεί εμφατικά το κλειδί της γραφής της Τώνιας Τζιρίτα-Ζαχαράτου, η γενεσιουργός της αιτία:
Περνά από την πραγματικότητα στη γραφή
σε μια προσπάθεια κάτι να καταλάβει.
Η ενοχή της γραφής εδώ δεν χάνεται, αλλά ίσως απαλύνεται κάπως, στρογγυλεύει, γίνεται ο δρόμος για την κατανόηση της ζωής.
Συνολικά, η συλλογή θαρρώ πως διαλέγεται με τον Σεφέρη στο ύφος, τον Καρυωτάκη στη θλίψη και την πικρία, ενώ βρίθει σε αναφορές σε λογοτέχνες και έργα τέχνης. Ανασύρω την Καπέλα Σιξτίνα και τον Μικελάντζελο, τον Καβάφη, τη Γερτρούδη Στάιν, τον Χέμινγουεϊ, τον ιρανό ποιητή Χαφέζ, τον Μπέικον, τον Βαν Γκογκ, την Elizabeth Barrett Browning, τη Μarguerite Duras, τους Beatles, την Ελένη Βακαλό, τον George Sand ή τη Γεωργία Σάνδη… και ίσως μου έχει διαφύγει και κάποια έμμεση αναφορά.
Στο σημείο αυτό, νομίζω πως έχει ένα παραπάνω ενδιαφέρον να σταθούμε στον George Sand. Το ποιητικό υποκείμενο σχολιάζει την απάλειψη του αρσενικού ονόματος από την ελληνική μετάφραση (από όλες τις ελληνικές μεταφράσεις μάλλον), του ονόματος δηλαδή που επέλεγε το συγγραφικό υποκείμενο και την αυθαίρετη μετατροπή του σε θηλυκό. Η πρακτική αυτή του μεταφραστή φαίνεται να αναστατώνει την ποιήτρια. «Από καιρό με ενοχλεί ένα σκουπιδάκι στο μάτι» διαβάζουμε στον πρώτο στίχο του ποιήματος «Γαλλική λογοτεχνία από μετάφραση». Η ενόχληση ίσως φέρνει δάκρυα, το μάτι κλείνει, η ποιήτρια φαντάζεται τη διαδικασία που συναρτά η συγκεκριμένη τροποποίηση του ονόματος κατά το ορθότερο, από άποψη βιολογισμού και έμφυλου δυισμού:
Πρώτα, θα αφαίρεσε τα παντελόνια
–έλειπε και η απαιτούμενη άδεια της αστυνομίας–
σίγουρα, θα της πήρε έπειτα το τσιγάρο από τα χέρια
για να το σβήσει στο πλησιέστερο τασάκι.
Αναρωτιέμαι αν έφθασε μέχρι το σημείο να διαγράψει
τη λίστα των πολυάριθμων ερώτων, την ίδια λίστα
που μου έμαθε όσα ξέρω για τον γαλλικό ρομαντισμό.
Εδώ πλέον, μπορούμε να θυμηθούμε πως για τον Γάλλο μεταδομιστή ψυχαναλυτή Ζακ Λακάν η εκφορά του ονόματος συνιστά τη δόμηση μιας ταυτότητας, «το υποκείμενο είναι το υποκείμενο του σημαίνοντος –προσδιορίζεται από αυτό»,[3] αναφέρει ο Λακάν στις Τέσσερεις θεμελιακές έννοιες της ψυχανάλυσης· όταν δηλαδή κάτι ονοματίζεται, συγκροτείται ως τέτοιο και προσλαμβάνει τις ιδιότητες που στοιχίζονται με το όνομα που του δίνεται. Κατά το προσφιλές λακανικό παράδειγμα, αυτό που καθιστά τις τουαλέτες γυναικείες ή αντρικές είναι η επιγραφή LADIES/ GENTLEMEN στην πόρτα τους.[4]
Η επιτελεστική αυτή διάσταση του λόγου, ιδιαιτέρως σημαντική στη μεταδομιστική θεωρία, ανάλυση και πρόσληψη της πραγματικότητας, φαίνεται πως προϋποτίθεται της αγωνίας της ποιήτριας. Εν προκειμένω, ο κυρίαρχος λόγος, μέσω της αυθαίρετης ονοματοδοσίας, απαλείφει τη διαφορά, με αποτέλεσμα να χάνονται τα μεσοδιαστήματα μεταξύ συμπαγών, εγκαθιδρυμένων ταυτοτήτων και να αποκρύπτεται εντέχνως η παρενδυσία, προκειμένου να υπηρετηθεί ο έμφυλος δυισμός και να συγκροτηθεί εκ των υστέρων το συγγραφικό υποκείμενο Γεωργία Σάνδη εντός αυτού.
Στη συνέχεια του ποιήματος, όμως, η τάξη αποκαθίσταται συμβολικά, με μια κίνηση επιστροφής από την ελληνική μεταφραστική πρακτική στον ευρωπαϊκό, σύγχρονο του George Sand, ποιητικό λόγο, μέσω της Elizabeth Barrett Browning, στίχοι της οποίας ενσωματώνονται και κλείνουν το ποίημα της Τώνιας Τζιρίτα-Ζαχαράτου:
thou large-brained woman and large hearted man,
Self called George Sand!
Συνεπώς, στο ποίημα «Γαλλική λογοτεχνία από μετάφραση» απαντάται ένας πολυεπίπεδος, έμμεσος σχολιασμός, που περνά από την επιτελεστικότητα του λόγου, βουτά στην πρακτική της παρενδυσίας και στη δόμηση της έμφυλης ταυτότητας και καταλήγει στις ιδεολογικές και κοινωνικά καθορισμένες συμβάσεις που καθρεφτίζονται στις μεταφραστικές επιλογές. Η ποίηση και η μετάφραση συστήνονται ως πεδία έκφρασης που δεν μένουν ούτε ουδέτερα ούτε εκτός του κοινωνικού ανταγωνισμού λόγων και πρακτικών.
Στο σημείο αυτό, θα ήθελα (ενδεχομένως κάπως απότομα) να κλείσω αυτό το κείμενο, καθώς νιώθω πως αν επεκταθώ σε περαιτέρω σχολιασμό της συλλογής, θα απομαγεύσω τις δικές σας αναγνώσεις. Όπως και σε κάθε έργο τέχνης, ο καθένας και η καθεμία μας μπορεί να βρει διαφορετικά σημεία επαφής και να γεμίσει τα διάκενα των σελίδων με τη δική του-της πρόσληψη. Σε κάθε περίπτωση, η δική μου κρίση είναι ότι ο σύντομος αλλά εμβριθής, θαυμαστός κόσμος της Δεύτερης Νεότητας μπορεί να αποκτήσει ποικίλες αναγνώσεις, προς ανταμοιβή του αναγνωστικού αλλά και του συγγραφικού υποκειμένου. Ένα ποιητικό σύμπαν, ιδιαιτέρως στοχαστικό μας καλωσορίζει.
[ Επεξεργασμένη μορφή του κειμένου των παρουσιάσεων που πραγματοποιήθηκαν στις 30/6/2021 στη Θεσσαλονίκη και την επομένη στην Αθήνα ]