Χάρτης 67 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-67/poiisi-kai-pezografia/o-khronos-poi-khathike
Η Μάρθα μισάνοιξε με κόπο τα μάτια της. Ένιωσε όπως όταν ήταν μικρή, τότε που ξάπλωνε ανάσκελα στο γρασίδι, στην αυλή του παππού της, και κοιτούσε τον ουρανό. Το είχε σαν παιχνίδι να προσπαθεί να επικεντρωθεί σε ένα σημείο, χωρίς να επηρεάζεται από τις περιφερειακές εικόνες. Την κλαίουσα ιτιά, τις τριανταφυλλιές και την πανύψηλη αροκάρια, τα σπουργίτια –και τα κοτσύφια καμιά φορά– που πετούσαν ανέμελα τριγύρω. Τώρα ήταν ένας ουρανός θολός, συννεφιασμένος. Και δεν χρειαζόταν προσπάθεια για να επικεντρωθεί. Όσο μπορούσε να στρέψει το βλέμμα, τον ίδιο συννεφιασμένο ουρανό αντίκριζε.
Πέρασε κάμποση ώρα μέχρι τα αντικείμενα στον χώρο να αρχίσουν να αποκτούν υπόσταση. Θολά στην αρχή και ύστερα με όλο και μεγαλύτερη σαφήνεια, διέκρινε, ακριβώς απέναντι, το μακρόστενο καρυδένιο σερβάν, κληρονομιά απ’ τη γιαγιά Σεβαστή. Ακριβώς από πάνω, τον περίτεχνα σκαλισμένο καθρέπτη που ανακάλυψε η ίδια πριν από χρόνια στο Μοναστηράκι και που ταίριαζε γάντι. Στον καθρέπτη αντανακλούσαν πράσινα και κόκκινα φωτάκια που η πηγή τους υπέθεσε πως βρισκόταν ακριβώς πάνω και πίσω της.
Παραξενεύτηκε. Τι ζητούσε στο πατρικό της; Γιατί δεν ήταν στο δικό της σπίτι;
Ήταν αδύνατο να κουνήσει το κεφάλι. Προσπάθησε να φέρει το χέρι στο πρόσωπό της, ούτε αυτό στάθηκε δυνατό. Πονούσε πριν. Το θυμόταν με απόλυτη βεβαιότητα. Είχε έναν φρικτό πόνο, στο στήθος αρχικά και μετά σε όλο της το σώμα. Τώρα πάντως, δεν πονούσε πουθενά. Εκτός από τους κροτάφους της, ίσως επειδή ο αναπνευστήρας που κάλυπτε όλο της σχεδόν το πρόσωπο, παραήταν σφιχτοδεμένος.
Της φάνηκε πως είχε ακόμη στον ουρανίσκο την επίγευση από τις ψητές πελαγίσιες τσιπούρες.
31 Δεκεμβρίου του 1999, δέκα κιόλας χρόνια παντρεμένη με τον Πετρή της. Είχαν προσχεδιάσει την επέτειο ευλαβικά: θα άφηναν τη Στελίτσα στη γιαγιά, αργά το απόγευμα. Νωρίς το βράδυ, θα πήγαιναν οι δυο τους στον Πειραιά για φαγητό. Δέκα μέρες πριν είχε κλείσει ο Πετρής της το τραπέζι στου Δουράμπεη. Και το αργότερο στις δέκα και μισή, θα έφευγαν από κει για το Σούνιο. Το λατρεμένο της μέρος, το γεμάτο από τις αναμνήσεις της αγάπης τους. Ο καιρός ήταν καλός, ο χειμώνας φέτος έμοιαζε περισσότερο με άνοιξη. Η μόνη τους επιφύλαξη, μήπως ο κόσμος πλημμυρίσει τον ναό του Ποσειδώνα λόγω της νέας χιλιετίας, δεν ήταν ικανή να τους αλλάξει τα σχέδια.
Έφερε στο μυαλό της την εικόνα του Πετρή, να της ανοίγει την πόρτα του σκουροπράσινου σκαραβαίου χαμογελαστός, να μπαίνει κι αυτός, να βάζει τα κλειδιά στη μηχανή, να βγαίνουν στη λεωφόρο. «Αγόρασα τα καινούργια του Παπακωνσταντίνου» της είπε πατώντας το «play», «θα σου αρέσουν πολύ». Ύστερα χάθηκε στις νότες και τα λόγια «…και φοβάμαι μη φύγεις/μα άλλο δρόμο δεν έχεις/και σου γράφω στο τζάμι,/σ’αγαπώ να προσέχεις»…
Ύστερα τίποτα.
Θυμήθηκε πως διάβασε κάποτε για την επιλεκτική αμνησία. Για ανθρώπους που έπαθαν ατύχημα και δεν μπόρεσαν ποτέ να φέρουν στη μνήμη τις λεπτομέρειές του. Ανησύχησε. Έπαθαν ατύχημα; Πού είναι ο Πετρής; Σαν να ξεκλείδωσε τον αυχένα της η ανησυχία, κατάφερε να στρέψει το κεφάλι της αριστερά. Σε ένα μικρό τραπέζι, κολλημένο στο κρεβάτι, φιγουράριζε η φωτογραφία του γάμου τους, έξω από το εκκλησάκι του Λουμπαρδιάρη. Μετά γονέων και κουμπάρου. Και η φουσκωμένη της κοιλιά να ξεχωρίζει αδιάντροπα. Σκέφτηκε τη Στελίτσα. Ήταν με τον μπαμπά της άραγε; Ποιος τη βοήθησε με τα μαθήματά της τις ώρες που εκείνη είναι στο κρεβάτι ανήμπορη; Ή τις μέρες;
Ίσως να μην τραυματίστηκε ο Πετρής, ψέλλισε η μέσα της φωνή, η αθόρυβη. Να είναι μια χαρά στο σπίτι, με τη Στελίτσα. Να με έφερε εδώ στη μαμά μου, μέχρι να σηκωθώ. Να μην τρομάζει το παιδί με την εικόνα μου. Αποφάσισε να περιμένει με υπομονή. Όλα θα έχουν την εξήγησή τους. Και ο Πετρής θα είναι καλά. Και η Στελίτσα. Δεν μπορεί να πήγαν όλα λάθος, τη μέρα που γιορτάζαμε την αγάπη μας. Της φαινόταν παράξενο που, παρά την ανησυχία, ένιωθε μάλλον ήρεμη. Ίσως μου βάζουν χαλαρωτικά στον ορό σκέφτηκε, διακρίνοντας τον πορτοκαλί φλεβοκαθετήρα στο αριστερό της χέρι.
Είχε σχεδόν αποκοιμηθεί όταν άκουσε την πόρτα. Άνοιξε με λαχτάρα τα μάτια της και είδε μια όμορφη μελαχρινή γυναίκα να πλησιάζει στο κρεβάτι κρατώντας έναν καινούργιο ορό. Θα προσέλαβε ο Πετρής μου νοσηλεύτρια, σκέφτηκε, για περισσότερη ασφάλεια. Η άγνωστη κατευθύνθηκε στη δεξιά πλευρά του κρεβατιού, χωρίς να την κοιτάξει. Έστρεψε και η Μάρθα το κεφάλι προς την ίδια κατεύθυνση. «Ποια είστε»; ρώτησε, αναγνωρίζοντας πως μέσα από τον αναπνευστήρα, η φωνή της έμοιαζε αλλόκοτη, μούγκρισμα μάλλον παρά ξέχωρες λέξεις.
Η άγνωστη ξαφνιάστηκε ολοφάνερα κι έπεσε πάνω της μιλώντας ακατανόητα και κλαίγοντας με λυγμούς. Χάιδευε το μέτωπό της, της φιλούσε τα χέρια, γελούσε και ύστερα έκλαιγε ξανά. «Μανούλα μου, μάνα μου»! ξεχώρισε η Μάρθα ολοκάθαρα στο παράξενο παραλήρημα της άγνωστης. Πάλι και πάλι. «Μανούλα μου, μάνα μου»! Στην ενστικτώδη της προσπάθεια να αποφύγει τους απρόσμενους εναγκαλισμούς, να δει τα πράγματα από απόσταση, μήπως και καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει, κατάφερε να γυρίσει, όλο σχεδόν το σώμα της στα δεξιά. Τα μάτια της βρέθηκαν ακριβώς στο σημείο που είχε πέσει ο καινούργιος ορός, όταν η άγνωστη άκουσε το μουγκρητό της. Και γέμισαν τρόμο και σύγχυση, μόλις ξεχώρισε τα μικρά μαύρα γράμματα στη διάφανη συσκευασία: «Ημερομηνία παρασκευής: 10/10/2023».