Χάρτης 68 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-68/biblia/i-anaghnosi-enos-mithistorimatos-os-vioma-ensinaisthisis
Χωρίς να διαθέτω ικανότητες λογοτεχνικής ανάλυσης ―καθώς δεν κατάγομαι από το πεδίο των κλασικών/ανθρωπιστικών επιστημών―, θέλω να σας μιλήσω για τις Αλεπούδες του Περ‒Λασαίζ, σε μια προσπάθεια σκιαγράφησης του βιώματος της αναγνωστικής εμπειρίας ενός πρωτόλειου μυθιστορήματος: των Αλεπούδων της Ρένας Λούνα ― εξάλλου έτσι έχει πλέον εντυπωθεί το βιβλίο αυτό στη συνείδησή μου, ως οι «Αλεπούδες της Ρένας Λούνα».
Με τη Ρένα Λούνα μάς συνδέει πρώτιστα η αγάπη για τη λογοτεχνία, το διάβασμα και τη μοναχική δημιουργική πράξη του γραψίματος. Πρόκειται για μια πράξη που μας επιτρέπει να κοινωνήσουμε προς τα έξω τις σκέψεις, τα βιώματα και τα συναισθήματά μας. Πράγματι, έχοντας διαβάσει τις Αλεπούδες που τώρα κρατάω στα χέρια μου, αισθάνομαι ότι ήρθα πιο κοντά στον ψυχισμό της δημιουργού και των μηνυμάτων που εκείνη επιθυμεί να περάσει ― ακόμα και αν το μυθιστόρημα αφορά μια άλλη εποχή (αρχές προς μέσα του 20ού αιώνα), έναν άλλο τόπο (Γαλλία) και χαρακτήρες που απέχουν γενεαλογικά και ιδιοσυγκρασιακά από την εποχή μας.
Στη συνέχεια θα ήθελα να αναφερθώ στις πτυχές του μυθιστορήματος που συνθέτουν το σύμπαν των ζωών των δύο κεντρικών, ηλικιωμένων χαρακτήρων του βιβλίου: του κυρίου Λουντμίλου και της κυρίας Λουντμίλας. Αν και η αφήγηση εκκινεί από τον κύριο Λουντμίλο, μας δίνεται η εντύπωση ότι το έργο αφορά εκείνον. Γρήγορα όμως γίνεται αντιληπτό ότι ο πρωταγωνιστικός ρόλος είναι αυτός της κυρίας Λουντμίλας. Άρα το μυθιστόρημα αφορά τον βίο της κυρίας Λουντμίλας και του κυρίου Λουντμίλου, κατ’ αυτή τη σημαίνουσα σειρά. Μέσα από την ανάγνωσή μου συγκράτησα τρεις πτυχές, τρεις συνιστώσες, τρεις καταβυθίσεις: το ιστορικό‒κοινωνικό πλαίσιο, το κεντρικό θέμα του έργου ―τους κοινωνικούς ρόλους των φύλων― και τη συνδετική κονία που διέπει το κείμενο και αφορά το δίπολο του θανάτου με τη ζωή, της λήθης με τη μνήμη.
Οι Αλεπούδες είναι μια μεταφορά στον χώρο και στον χρόνο, στη Γαλλία των αρχών προς μέσα του 20ού αιώνα. Διαβάζοντάς τες θαύμασα τον άθλο της Ρένας Λούνα και της έρευνάς της, ενθουσιάστηκα με το εύρος αυτής. Η πρόζα του έργου είναι ένα καλοκεντημένο εργόχειρο όπου κάθε παράγραφος ―σχεδόν κάθε γραμμή― υποστηρίζει με συνέπεια το σύμπαν
του μυθιστορήματος. Εργαλεία αυτής της πολυπλόκαμης διεργασίας στέκονται η αρχιτεκτονική, οι τέχνες, οι επιστήμες, η μαγειρική, η γευσιγνωσία, η επιπλοποιία, η κηπουρική, τα ήθη και τα έθιμα, το σαβουάρ βιβρ και οι κώδικες επικοινωνίας, το ευρύτερο κλίμα της εποχής ― μεταφορικά και κυριολεκτικά. Η Ρένα και η αφηγηματική της πρόζα εντυπωσιάζουν με τη διεισδυτικότητά της δημιουργώντας μια υπέροχη ψευδαίσθηση μεταφοράς στον χωροχρόνο.
Η δεύτερη καταβύθιση
σχετίζεται με την κεντρική ιδέα του έργου: τους κοινωνικούς ρόλους των φύλων. Μια ιδέα μάλιστα που την ανακάλυπτα σταδιακά καθώς διάβαζα το μυθιστόρημα. Το θέμα της ιστορίας δεν είναι η σχέση ενός ανδρόγυνου που χώρισε πριν 25 χρόνια (σύμφωνα με τον αφηγηματικό χρόνο του βιβλίου), αλλά οι έμφυλοι κοινωνικοί ρόλοι με αφορμή την ερωτική σχέση μιας γυναίκας και ενός άνδρα. Η αφήγηση μας φέρνει αντιμέτωπους με τους ρόλους αυτούς και τις δυσκολίες που οι χαρακτήρες του έργου καλούνται να υπερνικήσουν για να επιτύχουν την αυτοπραγμάτωσή τους ― για το αν αυτό το καταφέρνουν ή όχι, το αφήνω στην κρίση των συναναγνωστών. Όπως είναι φυσικό ―και αναμενόμενο―, η ψυχογραφική εστίαση πραγματοποιείται κυρίως προς την κυρία Λουντμίλα, προς μια γυναίκα που έζησε σχεδόν έναν αιώνα πριν. Η Ρένα Λούνα μεταχειρίζεται υποδειγματικά τον γυναικείο χαρακτήρα της φέρνοντας διαρκώς στο προσκήνιο την ιδιοσυγκρασία της, τα συναισθήματα, τις νευρώσεις της, αποτέλεσμα της έμφυλης ψυχολογικής βίας του καταπιεσμένου βίου της, μιας γυναίκας που στιγματίζεται ως «διαζευγμένη» μετά τον χωρισμό της από τον κύριο Λουντμίλο, ούσα πλέον μη επιτρεπτό να ερωτευθεί ξανά. Ας μιλήσει όμως η ίδια η κυρία Λουντμίλα. Μεταφέρω χωρίο από το ημερολόγιό της με αφορμή έναν «μνηστήρα» της:
[σελ. 313] Επίσης, ήταν βέβαιος πως δεν είχε αγαπηθεί ποτέ. Δε κρατήθηκα και του επισήμανα πως είναι αδύνατο να τον αγαπήσει κάποιος όταν η θέση αυτή είναι πιασμένη από τον εαυτό του. Του το είπα στα αγγλικά, ως κάποια μορφή άμυνας και με ενημέρωσε πως μόνο εκείνος επιτρεπόταν να μιλάει σε άλλη γλώσσα.
Από την άλλη πλευρά, ο κύριος Λουντμίλος δε μας εκπλήσσει. Μας φανερώνει με ευκολία το φτωχό του πνεύμα, απόρροια των πατριαρχικών του προνομίων.
Η τρίτη συνιστώσα του έργου ―το δίπολο θανάτου και ζωής―, ενυπάρχει και δρα συνδετικά σχεδόν σε όλη την έκταση του κειμένου. Ήδη από τον τίτλο του βιβλίου δημιουργείται η πρώτη αντίθεση: το ζωηρό κόκκινο χρώμα της αλεπούς με το Περ‒Λασαίζ, το ιστορικό νεκροταφείο του Παρισιού. Η Ρένα Λούνα καταπιάνεται με ένα προσφιλές εργαλείο, αυτό της μνήμης. ένα εργαλείο που τιθασεύει με ωριμότητα προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς της. Δημιουργεί το χρονικό μιας σχέσης που υπήρξε και πλέον δεν υπάρχει πια, παρά μόνο στις αναμνήσεις του ζωντανού κυρίου Λουντμίλου και στα χειρόγραφα ημερολόγια της νεκρής κυρίας Λουντμίλας. Επιστρέφω στις Αλεπούδες, αυτή τη φορά ως κύριος Λουντμίλος:
[σελ. 104‒5] Δεν είχαν μεγάλες διαφορές από τα γαλλικά (σ.σ. κοιμητήρια), που τα είχαν δει σχεδόν όλα, αλλά ο ενθουσιασμός τους παρέμενε στα ύψη. Μάλιστα, εκεί συνάντησαν για δεύτερη φορά στη ζωή τους αλεπού σε νεκροταφείο· ήταν ένα μικρό κοκκινόμαυρο ζώο που ξεδιάλεγε με την πατούσα του την τροφή του. Ο Λουντμίλος ξαναζούσε μια από τις πιο ευτυχισμένες αναμνήσεις του: τα σκούρα χρυσαφένια μαλλιά της ήταν κολλημένα πάνω του και την άκουγε να περιγράφει μια σούπα.
Ακόμα και το λογοτεχνικό εύρημα της συνωνυμίας των δύο κεντρικών χαρακτήρων καταδεικνύει μια διάθεση ανωνυμοποίησής τους, καθώς όλοι είμαστε ίσοι απέναντι στον θάνατο και στη ζωή, στη λήθη και στη μνήμη. Παράλληλα, η στάση της αφηγήτριας είναι μια στάση αναγκαίας απόστασης από τις ηρωίδες και τους ήρωες που περιγράφει, μια στάση εμποτισμένη με καυστικότητα, μια κυνική προσέγγιση του σκοτεινού υπαρξιακού περιεχομένου των χαρακτήρων του βιβλίου.
Κλείνοντας, θέλω να αναφερθώ σε δύο σημεία: σε ένα δικό μου και σε ένα της Ρένας Λούνα. Αναφορικά με το πρώτο σημείο: χωρίς καμία διάθεση «σπόιλερ» ―μπορεί εξάλλου κανείς να ανατρέξει στα περιεχόμενα―, η αρχιτεκτονική δομή του μυθιστορήματος αποτελείται από ένα πρελούδιο και έξι Ημέρες. Δε γνωρίζω αν ο αριθμός έξι είναι τυχαίος, αλλά όταν τελείωσα την πρώτη ανάγνωση και κράτησα στα χέρια μου το κλειστό πλέον βιβλίο, αισθάνθηκα ―μέσα σε αυτή τη σιωπή που έπεται της ολοκλήρωσης της ανάγνωσης― πως ξεκινούσε, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η έβδομη Ημέρα, εκείνη του ανθρώπου, των ανθρώπων γύρω μας που τείνουμε να απομακρύνουμε από κοντά μας, έρμαιοι των κοινωνικών μας καταναγκασμών και των νόμων της καθημερινότητας. Αυτή ακριβώς η μεταθανάτια αίσθηση της ανάγνωσης είναι μέρος της εξαίσιας δημιουργικής πράξης της Ρένας Λούνα.
Το δεύτερο σημείο ―όπως προείπα― δεν είναι δικό μου. Η κυρία Λουντμίλα διά χειρός της δημιουργού της:
[σελ. 252‒3] Όταν καθόταν στην αυλή για να διαβάσει με τις ώρες, απολαμβάνοντας την ακηδία του, εκεί που κάποτε διαβάζαμε παρέα, θύμιζε σαν να προχωράει σε κάποιο υγρό θερμοκήπιο ανάμεσα στα φυτά που έχουν όμορφα ξεραθεί, με εξαίρεση κάποιους ημιζώντανους κισσούς που αγκαλιάζουν τη σημαδεμένη από τον χρόνο πέτρα. Τον φανταζόμουν δίπλα σε σπασμένα τζάμια με την υγρασία πάνω τους, όμοια με τους αδιατάρακτους θαλάμους των νοσοκομείων.