Χάρτης 67 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-67/theatro/oi-listes
Ο Χούλιο Βάλοβιτς γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες πριν από 47 χρόνια. Τις τελευταίες δεκαετίες ζει στην Ευρώπη (Άμστερνταμ, Βαρκελώνη, Πράγα) όπου εργάζεται στον χώρο της διαφήμισης. Παράλληλα έχει αναπτύξει μία πορεία ως σεναριογράφος και σκηνοθέτης του κινηματογράφου, και από το 2009 ως θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης― ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ: 2002, Smoking room· 2003, La simetría· 2005, Disonancia· 2006, La silla· 2010, Las Listas · 2011, Argentinamiento ― ΒΡΑΒΕΙΑ & ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ: 2002: Φεστιβάλ Ισπανικού Κινηματογράφου στη Μάλαγα, Ειδικό βραβείο κριτικής επιτροπής για το Smoking room· 2002: Φεστιβάλ Ισπανικού Κινηματογράφου στη Μάλαγα, Βραβείο καλύτερου σεναρίου για το Smoking room· 2002: Διεθνές φεστιβάλ Κινηματογράφου Karlovy, Ειδική μνεία της κριτικής επιτροπής για το Smoking room· 2003: Βραβείο Goya, Καλύτερου νεοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη για το Smoking room. Έχει επίσης βραβευτεί στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαν Σεμπαστιάν και στις Κάννες. Τόσο το κινηματογραφικό όσο και το δραματικό του έργο έχουν δεχτεί καλές κριτικές και έχουν αγκαλιαστεί με ενθουσιασμό από το κοινό.
Τρέιλερ της παράστασης:
Οι λίστες
του Χούλιο Βάλοβιτς
________________________
Δύο άτομα πάνω στη σκηνή και ένα τρίτο που προστίθεται λόγω των περιστάσεων, Οι λίστες είναι ένα έργο που απηχεί τα αναλλοίωτα διδάγματα του θεάτρου του παραλόγου μέσα από τη φαινομενική μη δράση του, ενώ παράλληλα επικαλείται την πιραντελλική αγωνία της αναζήτησης αλλά και της απάρνησης του προσώπου. Πάνω απ’ όλα όμως, μαρτυρεί μια προαιώνια ανθρώπινη ανησυχία, την ανάγκη εύρεσης ενός νοήματος στη ζωή των ανθρώπων.
Ο Φ και ο Χ, οι δύο κεντρικοί ήρωες του έργου, μονίμως πεινασμένοι, απέχουν αρκετά από τους χαρακτήρες που θα συναντούσαμε σε μια φαρσοκωμωδία. Παραλυμένοι συναισθηματικά, διαγράφουν μια εναγώνια προσπάθεια επιβίωσης. Δύο φαντασματικές υπάρξεις, ένας απόηχος μιας αλλοτινής κατάστασης ή της ίδιας της πρόθεσης που τους οδήγησε στις υπάρχουσες συνθήκες. Χωρίς να αντιμετωπίζουν κινητικές δυσκολίες, ζουν καθηλωμένοι σε αναπηρικά καροτσάκια υποδηλώνοντας έτσι την αδράνεια και την απραξία που συνοδεύει την παραίτησή τους.
Και οι δυο τους είναι καλλιτέχνες, συγγραφέας και ζωγράφος αντίστοιχα, που αποφάσισαν να αφιερώσουν τη ζωή τους στην τέχνη, αν και απ’ ό,τι φαίνεται δεν είναι ιδιαίτερα παραγωγικοί. Μάλιστα, δεν είναι οι μόνοι, ολόκληρη η πόλη μετατρέπεται σιγά-σιγά σε μια πολιτεία όπου οι κάτοικοι εγκαταλείπουν τα επαγγέλματά τους ο ένας μετά τον άλλο για να αφιερωθούν ολόψυχα στις τέχνες. Το ερώτημα που τίθεται επομένως είναι κατά πόσο ένας καλλιτέχνης μπορεί να ζήσει αποκλειστικά και μόνο από την τέχνη του ή μήπως είναι υγιέστερο για την καλλιτεχνική του παραγωγή να αφιερώνει σε αυτήν τον ελεύθερο χρόνο του, αποφεύγοντας την εμπορευματοποίησή της.
Ο Φ, οξυδερκής, αλλά και ευαίσθητος και συγκινησιακά ευμετάβολος, έχει την τάση να κρίνει τους ανθρώπους ως φύση καλούς, και βλέπει σε αυτούς τα θετικά τους στοιχεία, το ταλέντο στον Η (τον τρίτο της παρέας), την καλή προαίρεση στον Χ. Ο Χ είναι ρεαλιστής, κυνικός, τραχύς ως προς τις συναισθηματικές του εκδηλώσεις, παρ’ όλα αυτά δείχνει να αναζητάει ένα νόημα για τη ζωή του πέρα από την ικανοποίηση της πείνας του. Και οι δυο τους προβάλλουν μια στάση παθητική. Κάθε προσπάθειά τους για διέξοδο από την αυτοκαταστροφική αδράνεια καταδικάζεται, μέσα σε μια κοινωνία της οποίας η λειτουργικότητα αυτοαναιρείται.
Σε ένα μεγάλο μέρος του έργου καταπιάνονται με την απαρίθμηση των τροφίμων που έχουν απομείνει στην παρακαταθήκη τους, και αυτά αποδεικνύονται πάντα ελάχιστα. Βέβαια, ούτε λεφτά έχουν για να αγοράσουν περισσότερα τρόφιμα ούτε και υπάρχουν πια αρκετοί αγρότες, ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες μιας ολόκληρης πολιτείας καλλιτεχνών. Η πείνα, με τη διττή της σημασία: την υλική και την πνευματική, ταλανίζει τους ήρωες και δίνει αφορμή για να βρεθούν σε οριακές καταστάσεις. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες η χειρωνακτική εργασία εξευγενίζει, σε αντίθεση με τις αποδεσμευμένες από κάθε πρακτική χρησιμότητα δραστηριότητες. Ένα ολόκληρο σύστημα αξιών αναθεωρείται.
Ένα έργο βαθιά σατιρικό, που δεν κατονομάζει αλλά υπαινίσσεται. Μερικά δευτερεύοντα θέματα επίσης διακωμωδούνται και στηλιτεύονται, όπως η εποχή της εξειδίκευσης που αφοπλίζει τον άνθρωπο από βασικές γνώσεις για την επιβίωσή του, η εγκατάλειψη των παραδοσιακών επαγγελμάτων, οι εκπαιδευτικές διαδικασίες, κ.ά. Βλέπουμε την κωμική πρόθεση να αποκτά συχνά έντονη μουσικότητα που σχεδόν μεταβάλλει το κείμενο σε μουσική παρτιτούρα. Το βέβαιο είναι πως η λεπτή ειρωνεία του Χούλιο Βάλοβιτς, αν και κινείται υποδόρια, δημιουργεί τραγελαφικές καταστάσεις, όπου όμως το αμιγώς κωμικό υπονοείται.
Οι λίστες αποτελούν έναν ύμνο, αλλά ταυτόχρονα και μια σάτιρα στη λατρεία που θρέφει ο σύγχρονος άνθρωπος για την τέχνη. Η έλξη που ασκεί η τέχνη προβάλλεται εδώ τόσο ισχυρή, που είναι ικανή να υποτάξει κάθε άλλη καθημερινή ανάγκη. Το έργο μάς μπάζει στο εργαστήρι του διανοούμενου καλλιτέχνη για να παρακολουθήσουμε τη δημιουργική διαδικασία σύλληψης εννοιών, όχι όμως χωρίς μια δόση ειρωνικής μομφής ενάντια στις λογής-λογής προσπάθειες για πρωτοτυπία, που συχνά μετατρέπονται σε αυτοσκοπό της καλλιτεχνικής έκφρασης, παραμερίζοντας τις λοιπές αξίες της δημιουργίας.
«Δεν θέλω να πεθάνω!», ακούμε να επαναλαμβάνεται. Σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης η φράση αυτή μας παραπέμπει στον φόβο των προσώπων ότι θα πεθάνουν της πείνας. Τόσοι και τόσοι καλλιτέχνες εξ άλλου ‘‘πέθαναν στην ψάθα’’ προτού αναγνωριστεί το έργο τους από την επίσημη κριτική και τον ακαδημαϊκό χώρο. Σε ένα μεταθεατρικό επίπεδο ανάγνωσης ο φόβος αυτός απηχεί την αγωνία δύο θεατρικών χαρακτήρων που δεν θέλουν να τερματιστεί η ύπαρξή τους πάνω στη σκηνή, όταν θα σβήσουν τα φώτα της ράμπας και θα ορφανέψουν από θεατές τα καθίσματα της αίθουσας. Απ’ την άλλη όμως, ο φόβος του θανάτου αποτελεί ένα ακόμη κωμικοτραγικό στοιχείο, στο πλαίσιο όπου η ίδια η ζωή δεν αποπνέει τίποτε άλλο παρά τη ματαιότητα μιας ύπαρξης κενής και αδρανούς.
Τι δρόμο ακολουθεί κάποιος, όταν δεν τον ικανοποιεί ο ρόλος του, στον οποίο όμως μπορεί και να είναι καλός; Γίνεται καλός σε κάτι άλλο; Η μήπως συμβιβάζεται με τη μετριότητα, ικανοποιημένος γιατί δεν έπαψε να προσπαθεί;
Πολλά είναι τα ερωτήματα που θέτουν Οι λίστες του Βάλοβιτς, και άλλες τόσες οι αναγνώσεις που μπορούμε να κάνουμε στο έργο. Αυτή η σύντομη περιγραφή που επιχειρήσαμε, σε ετούτη την πρώτη μετάφραση στα ελληνικά, αποτελεί μια προσέγγιση που φυσικά δεν εξαντλεί τις δυνατότητες του κειμένου.
Συνέντευξη του συγγραφέα για τις Λίστες:
«Πιστέψτε με, επείγει να βελτιώσουμε τη συμπεριφορά του καλλιτέχνη δεύτερης κατηγορίας, γιατί αν δεν γίνει αυτό, όλος ο κόσμος θα πέσει σε πολύ σοβαρή δυσμένεια.»
ΒΙΤΟΛΝΤ ΓΚΟΜΠΡΟΒΙΤΣ
«Η μοναδική διαφορά ανάμεσα στον Θεό και σ’ εμάς είναι ότι ο Θεός τόλμησε.»
«Το πιο σημαντικό πράγμα για έναν ζωγράφο είναι να ζωγραφίζει και τίποτε άλλο. Ακόμη κι αν πρόκειται μόνο για αντίγραφα, ο ζωγράφος οφείλει να ζωγραφίζει.»
ΦΡΑΝΣΙΣ ΜΠΕΪΚΟΝ
ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ
Ανάβουν τα φώτα.
Ένας απροσδιόριστος χώρος. Ένα μεγάλο τραπέζι.
Σε κάποια γωνιά ένας μισοτελειωμένος πίνακας. Μερικά σύνεργα ζωγραφικής δίπλα σε ένα καβαλέτο. Μία πολυθρόνα σε μια γωνιά.
Παρ’ όλο που υπάρχει η αίσθηση του πρόσκαιρου στο περιβάλλον, ο χώρος επιδέχεται εύκολα αλλαγές: θα πρέπει να αποδοθεί αυτό με κάποιον τρόπο.
Σιωπή.
Λίγα λεπτά αργότερα, από μία από της πλευρές της σκηνής, εμφανίζεται ένας άνδρας σε αναπηρικό αμαξίδιο, και ένας άλλος που τον σπρώχνει. Είναι ο Φ και ο Χ. Ο Χ είναι στο αμαξίδιο, ο Φ τον σπρώχνει.
Αργά-αργά, τον οδηγεί ως μία από της πλευρές του τραπεζιού. Μόλις τον αφήνει εκεί, ο Φ ξαναβγαίνει από την πλευρά από όπου μπήκε.
Ο Χ φαίνεται αφηρημένος, σαν να σκέφτεται τα δικά του…
Περνάει χρόνος.
…μέχρι που ξυπνά από τον λήθαργο, γιατί ο Φ τον φωνάζει από το παρασκήνιο.
Φ: Τς! Τςςς!
Ο Χ αντιδρά∙ προφανώς είχε ξεχάσει κάτι. Σηκώνεται από το αμαξίδιό του όπως σηκώνεται κάθε άνθρωπος από μια καρέκλα όταν έχει ξεχάσει κάτι –περπατά χωρίς καμία δυσκολία– και βγαίνει από την πλευρά απ’ την οποία είχαν μπει.
Μερικά λεπτά…
…ώσπου βλέπουμε τώρα τον Φ σε αναπηρικό αμαξίδιο, να τον σπρώχνει ο Χ. Ο Φ έχει πάνω στα γόνατά του κάτι χαρτιά. Αργά-αργά, ο Χ τοποθετεί τον Φ σε εκείνη τη μεριά του τραπεζιού που βρίσκεται απέναντι από το αναπηρικό αμαξίδιο όπου καθόταν ο ίδιος προηγουμένως.
Τότε πια, πηγαίνει και ξανακάθεται στο δικό του αμαξίδιο.
Από αυτή τη στιγμή και στο εξής, ο Φ και ο Χ θα χρησιμοποιούν τα αναπηρικά αμαξίδια σαν ΚΑΡΕΚΛΕΣ. Δεν θα μετακινούνται απλώς με αυτά∙ θα σηκώνονται, θα περπατούν, θα κάνουν ό,τι χρειάζονται κι έπειτα θα κάθονται πάλι όπως κάθεται κανείς σε μια ΚΑΡΕΚΛΑ.
Ο Φ βάζει τα χαρτιά πάνω στο τραπέζι και τα μελετά. Δίνει ένα από τα χαρτιά στον Χ. Ο Χ παίρνει το χαρτί και το τοποθετεί μπροστά του, όπως έκανε και ο Φ με το δικό του.
Φ: (Με οξεία, αφύσικη φωνή.) Ντομάτες…
Χ: Συγγνώμη…;
Ο Φ ξεροβήχει για να καθαρίσει τη φωνή του. Ξεροβήχει ξανά. Βήχει κιόλας. Εντάξει.
Με φωνή διαφορετική, πιο βαριά, τώρα λέει.
Φ: Ντομάτες.
Χ: Οι ντομάτες τελείωσαν.
Φ: (Παύση.) Τόνος.
Χ: Τόνο έχουμε… τρεις κονσέρβες.
Φ: Πατάτες.
Χ: Δύο τσάντες. (Παύση. Βεβαιώνεται διαβάζοντας τη λίστα.) Ναι. Δύο τσάντες.
Χ: Καλαμπόκι.
Φ: Καθόλου.
Φ: Ραπανάκια.
Χ: (Παύση. Έκπληκτος.) Ποτέ δεν είχαμε ραπανάκια.
Φ: Τα ραπανάκια κάνουν καλό στην όραση.
Χ: Τα καρότα κάνουν καλό στην όραση.
Φ: Ναι, σωστά.
Χ: Τα καρότα.
Φ: Σωστά. (Παύση.) Καρότα…;
Χ: Τα καρότα τελείωσαν.
Φ: (Παύση.) Ψωμί;
Χ: Όχι.
Φ: (Παύση. Στον εαυτό του.) Αυτό γίνεται ανησυχητικό. (Παύση.) Σοκολάτα;
Χ: Δύο μπάρες.
Φ: Δύο μπάρες;
Χ: Δύο πλάκες, θέλω να πω.
Φ: Καρπούζια.
Χ: Ένα.
Φ: Μακαρόνια.
Χ: Δύο πακέτα.
Φ: Ρύζι.
Χ: Ένα κιλό.
Φ: (Παύση.) Ένα πακέτο;
Χ: Ένα κιλό, ναι. Ένα πακέτο του ενός κιλού.
Φ: Μάλιστα. (Παύση.) Λαχανικά…
Χ: Λαχανικά…; Έτσι; Γενικά;
Φ: Λαχ… ναι. Γενικά.
Χ: Αφού είπαμε καρότα… ραπανάκια.
Φ: Τα καρότα είναι οπωροκηπευτικά.
Χ: Αναφέρεσαι στα….; Για παράδειγμα. Σπανάκια για παράδειγμα;
Φ: Για παράδειγμα.
Χ: Σπανάκι δεν έχουμε.
Φ: Σέσκουλα;
Χ: Καθόλου.
Φ: (Συμβουλεύεται το χαρτί του.) Μάνγκο;
Χ: Τέσσερα.
Φ: Μπανάνες;
Χ: (Παύση. Λίστα.) Για δυο-τρεις μέρες.
Παύση.
Φ: Μου αρέσει περισσότερο όταν μου τα λες σε μέρες.
Χ: (Παύση.) Να σου τα λέω σε μέρες.
Φ: Ναι. Είναι καλύτερα έτσι. Μου αρέσει περισσότερο σε χρόνο παρά σε… σε μονάδες.
Χ: Εμένα μου κάνει το ίδιο. Θα σου τα λέω σε μέρες, εντάξει. (Παύση.) Αν προτιμάς να σου τα λέω σε μέρες, θα σου τα λέω σε μέρες… Συνεχίζουμε;
Φ: Συνεχίζουμε, συνεχίζουμε.
Χ: Θα σου τα λέω σε μέρες μόνο όταν προσφέρονται για να τα λέω σε μέρες…
Φ: Χάθηκα τώρα…
Χ: Καταλαβαίνεις;
Φ: Τώρα χάθηκα… (Παύση. Ξαφνικά καταλαβαίνει.) Α, ναι. Ναι, ναι, ναι. Αν όχι, θα μου τα λες σε… Σε τι; σε ώρες;
Χ: Για παράδειγμα. Αν όχι θα σου τα λέω… σωστά. Πάντως, όλα είναι με το μάτι. Όλα. Με το μάτι.
Φ: Τα καρότα σού τα έχω ήδη πει;
Χ: Καρότο το είπαμε. Το καρότο το έχουμε ήδη πει και ως λαχανικό και ως οπωροκηπευτικό… Και τελείωσαν. Δεν έχουμε άλλα.
Φ: Και τελείωσαν. (Παύση.) Χουρμάδες.
Ο Χ αρχίζει να συμβουλεύεται τη λίστα ψάχνοντας τους χουρμάδες. Ο Φ τον διακόπτει χαμογελώντας.
Φ: Μην ψάχνεις. Δεν θα τους βρεις…
Χ: Συγγνώμη;
Φ: Δεν θα είναι… Χουρμάδες. (Παύση.) Είχα όρεξη να πω τη λέξη.
Ο Χ τον κοιτάζει αυστηρός.
Φ: Είχα όρεξη να πω τη λέξη… Εσύ τις προάλλες έκανες το ίδιο με τα λίτσι.
Χ: Εγώ θα τα έπαιρνα όλα αυτά πιο πολύ στα σοβαρά.
Φ: Εσύ τις προάλλες έκανες το ίδιο με τα λίτσι. Λίτσι, μου είπες. Και δεν ήταν. Τα έψαξα και δεν ήταν…
Χ: Εγώ έκανα λάθος.
Φ: Μάλιστα.
Χ: Εγώ δεν έπαιζα. Το είπα κατά λάθος. (Παύση.) Εγώ θα τα έπαιρνα όλα αυτά πιο πολύ στα σοβαρά.
Παύση.
Χ: Μπορούμε να συνεχίσουμε;
Φ: Να συνεχίσουμε, να συνεχίσουμε. (Ο Φ συμβουλεύεται τη λίστα.) Κρέας;
Χ: Καθόλου.
Φ: Μπρόκολα;
Χ: Μπα.
Φ: Λεμόνια;
Χ: Μηδέν.
Φ: Καρότ…;
Χ: (Τον διακόπτει πριν ολοκληρώσει τη λέξη.) Είναι η τρίτη φορά που μου λες καρότα!
Φ: (Παύση.) Συγγνώμη.
Χ: (Εμφατικός.) Και έχουν τελειώσει.
Φ: Και έχουν τελειώσει. Συγγνώμη. (Παύση.) Θα το διαγράψω… Τι λες…; Θα το διαγράψω… (Καθώς διαγράφει.) Συγγνώμη.
Χ: Διάγραψέ το.
Φ: Το διαγράφω, ναι.
Χ: Ωραία.
Ο Φ διαγράφει με ένα στυλό τη λέξη καρότα από το χαρτί. Έπειτα αναστενάζει.
Φ: Εντάξει.
Κοιτάζει γύρω του, το σπίτι.
Φ: (Στον εαυτό του.) Έχουν τελειώσει… Το διέγραψα.
Χ: Ωραία.
Παύση.
Φ: Μπορεί και να τελειώνουμε δηλαδή;
Χ: (Εκτιμώντας τα δεδομένα.) Μπορεί. Όλα δείχνουν ότι έτσι είναι, ναι.
Φ: (Παύση.) Ανοίγει η όρεξή μου για να γράψω κάτι μ’ αυτά. Ένα διήγημα… θα μπορούσε επίσης να είναι ένα μυθιστόρημα. Ένα σύντομο μυθιστόρημα, ε; Τα εκτενή μυθιστορήματα είναι ανυπόφορα.
Χ: Το πρόβλημα τώρα είναι το φαγητό.
Φ: Δεν καταλαβαίνω εκείνη τη μόδα που υπάρχει με τα εκτενή μυθιστορήματα…
Χ: Εγώ θα… θα συγκεντρωνόμουν στο φαγητό. (Παύση. Καταφέρνει να κάνει τον Φ να συγκεντρωθεί και πάλι.) Το φαγητό τώρα είναι… Πώς το λένε;
Φ: Η προτεραιότητα.
Χ: Η προτεραιότητα, ευχαριστώ. Αυτό είναι.
Φ: Λάδι;
Χ: Λάδι δεν…
Φ: (Διακόπτοντάς τον.) Εσύ το λες αυτό αλλά χρησιμοποίησες τα δύο τελευταία μήλα για να ζωγραφίσεις μια νεκρή φύση. Το θυμάσαι; (Παύση.) Δεν σε μέμφομαι γι’ αυτό, εντάξει;
Παύση. Αλλάζει ξαφνικά η ενέργεια για να καταλήξουν να μουρμουρίζουν ανάμεσα στα δόντια τους, σχεδόν χωρίς να καταλαβαίνουν τι λένε.
Φ: Δεν υπάρχουν πια καλοί πίνακες…
Χ: Δεν υπάρχουν.
Φ: Ούτε έχει πια καλά βιβλία…
Χ: Ούτε.
Παύση. Επιστρέφοντας στην αρχική ενέργεια. Ο Φ καταπίνει για να καθαρίσει τον λαιμό του.
Φ: Με πηγαίνεις κοντά στο παράθυρο;
Χ: Πρέπει να τελειώσουμε.
Φ: Συνεχίζω από ‘κεί. Μπορεί κανείς να συνεχίσει μία λίστα από οποιοδήποτε μέρος. Αρκεί μόνο να έχει τη λίστα μαζί του.
Ο Χ σηκώνεται από την καρέκλα του και περπατάει χωρίς καμία δυσκολία. Πλησιάζει τον Φ και οδηγεί την καρέκλα του κοντά στο παράθυρο –που στην πραγματικότητα είναι το προσκήνιο–.
Μόλις τον αφήνει, ο Χ γυρίζει και ξανακάθεται στην καρέκλα του.
Παύση. Από την καρέκλα του, ρωτάει τον Φ.
Χ: Τώρα… θα μπορούσες εσύ να…;
Ο Φ κατανοεί το μήνυμα. Σηκώνεται από την καρέκλα του, περπατά χωρίς καμία δυσκολία και πλησιάζει τον Χ στο ‘‘παράθυρο’’, τοποθετώντας την καρέκλα του Χ πλάι στη δική του.
Ο Χ κάθεται στην καρέκλα. Συνεχίζει σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
Φ: Κρεμμύδια;
Χ: Ένα.
Φ: Σκόρδο;
Χ:Τρεις σκελίδες.
Φ: (Παύση.) …Πάντα σαν να πηγαίνουνε, έτσι, μαζί το σκόρδο και το κρεμμύδι. Θα μου άρεσε να τους αλλάξω τη σειρά. Όχι και τα δυο μονομιάς, καταλαβαίνεις;
Χ: Μμ-μ.
Φ: Με αλλαγμένη τη σειρά. Κρέας, Τόνο, ΣΚΟΡΔΟ, Ψωμί, Ζάχαρη, ΚΡΕΜΜΥΔΙ.
Χ: Μάλιστα.
Φ: Έτσι, για να σπάσουμε τη…
Χ: Καταλαβαίνω.
Φ: …Έτσι για να σπάσουμε τη μονοτονία.
Παύση.
Γ: Καταλαβαίνω, καταλαβαίνω. Μπορούμε να συνεχίσουμε;
Παύση.
Φ: Μπορούμε… Τυρί;
Γ: Καθόλου.
Φ: Ζαμπόν.
Χ: Ούτε.
Φ: Από τα νόστιμα δεν έχει μείνει πια τίποτα.
Χ: Έχουμε πολύ λίγο απ’ όλα.
Φ: Έχουμε κατιτί απ’ όλα.
Γ: Πολύ σύντομα, απ’ όλα δεν θα μείνει τίποτα.
Φ: Κατιτί απ’ αυτό, κατιτί από κείνο, αλλά σχεδόν καθόλου απ’ όλα.
Χ: Όλα είναι ένα τίποτα.
Παύση. Είναι σαν ο Φ να μην μπορεί πια να συνεχίσει αυτόν τον συλλογισμό. Επιστρέφει στη λίστα.
Φ: Μελιτζάνες;
Χ: Εδώ και μήνες δεν έχουμε μελιτζάνες.
Φ: Εδώ και μήνες…;
Χ: Έχουμε σβήσει τις μελιτζάνες εδώ και μήνες. Το θυμάμαι πάρα πολύ καλά. Τις έσβησα εγώ. Έσβησα πρώτα το Μ, μετά το Ε, μετά το Λ, μετά το Ι, μετά το Τ, μετά το Ζ, μετά το Α, μετά το Ν, μετά το Ε και μετά το Μ.
Παύση. Ο Φ τον κοιτάζει καχύποπτα, σαν κάτι να ήταν λάθος σ’ αυτό που μόλις είπε. Ετοιμάζεται να του πει κάτι σχετικά, αλλά ξαφνικά αλλάζει γνώμη και ρωτάει.
Φ: Ο μανάβης δεν θα ξανάρθει;
Χ: Δεν νομίζω. Βάλθηκε να γράφει.
Φ: Α, πολύ ωραία… (Παύση. Αλλάζοντας τόνο.) Είναι ανεύθυνο αυτό, δεν νομίζεις;
Χ: Είναι εγωιστικό.
Παύση.
Φ: Σούπα;
Χ: Πέντε φακελάκια.
Φ: Ρίγανη.
Χ: Καθόλου.
Φ: Αλάτι.
Χ: Εντελώς καθόλου.
Φ: Ζάχαρη.
Χ: Μερικές κουταλιές.
Φ: Και… Και σε ώρες πόσο θα ήταν αυτό;
Χ: Σε ώρες ή σε μέρες;
Φ: Σε ώρες.
Χ: Εξαρτάται από τον καφέ που θα πιούμε.
Φ: Εξαρτάται από… ναι. Έτσι είναι. (Παύση.) Καφέ;
Χ: Ο καφές τελείωσε.
Φ: …Πόσο έχω πεθυμήσει τον καφέ… πώς μου λείπει.
Χ: Είναι υγειές να μην πίνουμε καφέ…
Φ: Πολύ μου λείπει.
Χ: Να μην πίνουμε καφέ… να μην κάνουμε κατάχρηση της ζάχαρης…
Παύση. Ο Φ συλλογίζεται καθώς κοιτάζει τη λίστα. Ξαφνικά.
Φ: Ζυμαρικά. Σου το είπα έτσι πολύ γενικά: ζυμαρικά. Αλλά θα μπορούσα να σου το έχω πει με περισσότερη ακρίβεια.
Χ: Αν;
Φ: Υπάρχει μια λίστα μέσα σε μια λίστα υπό την έννοια «ζυμαρικά».
Παύση.
Χ: Θέλεις να την ξαναδούμε;
Φ: Θα μπορούσαμε.
Χ: Έλα.
Φ: Θα μπορούσαμε, έτσι δεν είναι; Για να είμαστε πιο ακριβείς…
Χ: Κάθε ακρίβεια είναι καλή ετούτη τη στιγμή.
Φ: Για να… ακριβώς. Για να ξέρουμε ακριβώς σε τι μπορούμε να υπολογίζουμε και σε τι όχι.
Χ: Έλα.
Παύση. Γρήγορα.
Φ: Ριγκατόνι.
Χ: Όχι.
Φ: Φουσίλι.
Χ: Ένα πακέτο.
Φ: Πέννες;
Χ: Καθόλου.
Φ: Φαρφάλες;
Χ: (Αρνείται κουνώντας το κεφάλι του.) Μπα.
Φ: Μαλλιά αγγέλου;
Χ: Όχι.
Φ: Νιόκι;
Χ: Τα νιόκι πρέπει να είναι φρέσκα.
Φ: (Παύση.) Μάλιστα. Ραβιόλια.
Χ: Ούτε.
Φ: Ταλιατέλες;
Χ: Μισό πακέτο.
Φ: Θα έτρωγα λίγες ταλιατέλες α λα μπολονέζ.
Χ: Με κρέας…
Φ: Α λα… με σάλτσα μπολονέζ, ναι.
Παύση.
Φ: Υπάρχουν ζώα. Δεν υπάρχουν ζώα; Γιατί δεν σκοτώνουμε ένα ζώο; (Παύση.) Για να φάμε, το λέω.
Παύση.
Χ: Εσύ ξέρεις πώς να σκοτώσεις ένα ζώο.
Φ: (Τρομοκρατημένος.) Εγώ είμαι άνθρωπος των γραμμάτων. Σκεφτόμουν μήπως εσύ…
Χ: Συγγνώμη, εγώ είμαι ζωγράφος.
Παύση.
Φ: Ναι, πράγματι. Συγγνώμη.
Παύση.
Φ: Δεν υπάρχει πια κανείς που να μπορεί να σκοτώσει ένα ζώο; Που να μπορεί να βγάλει δυο πατάτες από… από τον αγρό;
Χ: Δεν υπάρχει πια κανείς, όχι.
Παύση.
Φ: Δεν μπορώ να το πιστέψω… Για να δούμε: ο φούρναρης.
Χ: Ασχολείται με τη φωτογραφία τώρα.
Φ: Ο φούρναρης τώρα ασχολείται με τη φωτογραφία…
Χ: Γι’ αυτό έβαψε μαύρα τα τζάμια του αρτοποιείου. (Παύση.) Δεν είναι άσχημο αυτό που κάνει, ε; Έχεις δει τις φωτογραφίες του; Έχουν εκτεθεί στο…
Φ: (Τον διακόπτει χωρίς να ακούει.) Ο αλλαντοπώλης…;
Χ: Κινηματογράφο. Όλος ο κόσμος που σχετίζεται με το… με το κρέας και τα εντόσθια ασχολείται τώρα με οπτικοακουστικά μέσα.
Φ: Ο γαλατάς.
Χ: Ποτέ δεν είχαμε γαλατά. Αυτός είναι από άλλη εποχή.
Παύση.
Φ: Πρέπει να ‘χει απομείνει κανένα σούπερ μάρκετ.
Χ: Σ’ αυτό που είχαμε εδώ από κάτω τώρα κάνουν πρόβες μουσικά συγκροτήματα. Το μεγάλο έγινε γκαλερί τέχνης.
Φ: Πο, πο! (Απρόσμενα.) Δεν έχει νόημα!
Χ: Δεν χρειάζεται να έχει νόημα. Είναι έργα τέχνης.
Φ: Αναφέρομαι σ’ αυτή την κατάσταση.
Χ: Α.
Παύση.
Φ: Δεν θέλω να πεθάνω.
Χ: Δεν θα πεθάνουμε. Ποιος είπε ότι θα πεθάνουμε;
Φ: Θα πεθάνουμε. Θα πεθάνουμε. Αλλά δεν θέλω να πεθάνω έτσι, τώρα.
Χ: Αναφερόμουν στο να πεθάνουμε έτσι, τώρα.
Παύση.
Φ: Πώς φτάσαμε ως εδώ; Αυτή είναι μια πόλη που σέβεται την παράδοσή της! Ο κόσμος συνεχίζει να λέει: ‘‘ένα σπίτι τόσο καθαρό που θα μπορούσες να φας στο πάτωμα’’. Ο… ο κόσμος συνεχίζει να πίνει από τις βρύσες του δρόμου, αν και όλοι ξέρουνε ότι είναι μολυσμένες. (Παύση.) Την ώρα που κάποιος πεθαίνει σε ένα μέρος, υπάρχει κάποιος άλλος σε άλλο μέρος που διαλέγει καρτ ποστάλ.
Χ: Είμαστε δυνατοί. Είμαστε δυνατοί. (Παύση.) Ωραία φράση.
Φ: Ποια;
Χ: Αυτή του καθαρού σπιτιού. (Παύση.) Ας συνεχίσουμε. Παρακαλώ…
Ο Φ επιστρέφει ανόρεκτος στο χαρτί, αλλά γρήγορα προσπαθεί να ξαφνιάσει τον Χ.
Φ: Κρασί!
Χ: (Παύση.) Αυτό είναι στη λίστα…;
Φ: Κρασί. Ναι. Κρασί. Είναι στη λίστα.
Χ: Το κρασί τελείωσε. Έχουμε κρασί;
Φ: Αφού εσύ λες ότι τελείωσε…
Χ: (Τσεκάρει το χαρτί του με δυσπιστία.) Το κρασί δεν είναι στη λίστα…
Παύση. Κοιτάζουν προς τη μια και την άλλη πλευρά. Ο Φ ξαφνικά αρχίζει να τραβάει την καρέκλα του για να γυρίσει στην αρχική του θέση στο τραπέζι ενώ κάνει μια σύσπαση πόνου.
Φ: Νιώθω άσχημα…
Τώρα είναι ο Χ αυτός που γυρίζει αργά ως τη θέση του ενώ μιλάει.
Χ: Ε, λοιπόν δεν ξέρω αν υπάρχουν πια γιατροί. (Παύση.) Τι νιώθεις;
Φ: Πονάει η πλάτη μου.
Χ: Πονάει η πλάτη σου;
Φ: Τρομερά.
Παύση. Ο Φ έχει βολευτεί πια στη θέση του.
Χ: Πάρε ένα παυσίπονο.
Φ: Όχι! Όχι… Ποιος θα ήμουν εγώ χωρίς τον πόνο στην πλάτη μου…
Ο Φ προσπαθεί να συνέλθει από την ενόχλησή του. Ο Χ πηγαίνει και βολεύεται και αυτός στην αρχική του θέση στο τραπέζι. Οι δυο τους λοιπόν βρίσκονται και πάλι πρόσωπο με πρόσωπο.
Ο Φ είναι ανήσυχος με αυτή την κατάσταση∙ ο Χ είναι ανήσυχος εξ αιτίας του Φ.
Ο Φ ξαφνικά ρωτάει, σαν να επέρριπτε ευθύνες στον Χ.
Φ: Δεν είναι καλλιτέχνης εκείνος που έχει καταφέρει να απεξαρτηθεί από την αλυσίδα των αναγκών;
Χ: Αυτό λένε τα βιβλία. (Παύση.) Πρέπει να τρώμε. Κάποιος πρέπει να μας τρέφει.
Φ: Εμείς… Εμείς δεν μπορούμε να θρέψουμε μόνοι μας τον εαυτό μας;
Χ: Εμείς εφοδιαζόμαστε με τρόφιμα. Το να ψάχνουμε τροφή δεν είναι δική μας δουλειά.
Παύση. Λίγο ντροπιασμένος. Εμπιστευτικά, από πιο κοντά, ενώ απλώνεται πάνω από το τραπέζι.
Φ: Εσύ ούτε καν ζωγραφίζεις… Εγώ ούτε καν γράφω.
Χ: Εξοικονομούμε δυνάμεις.
Φ: Μάλιστα. (Παύση.) Εσύ έχεις τελειώσει πραγματικά κανέναν πίνακα; Στην πραγματικότητα, εννοώ.
Χ: Κάποιον.
Φ: Εγώ έχω γράψει μονάχα ένα-δυο σύντομα διηγήματα. (Παύση.) Ως το τέλος, τέλος, μόνο ένα-δυο.
Χ: Το να είσαι συγγραφέας δεν είναι μόνο να γράφεις.
Παύση. Ο Φ ξαναμαζεύεται στην καρέκλα του.
Φ: Αλήθεια;
Χ: Αλήθεια.
Παύση. Ο Φ με περιέργεια.
Φ: Και τι είναι;
Χ: Το να είσαι συγγραφέας σήμερα; Τι είναι; Να μην είσαι τίποτε άλλο.
Παύση. Η διάθεση του Φ αλλάζει εντελώς.
Φ: Για κάποιο λόγο αυτή η κατάσταση είναι πολύ θλιβερή.
Παύση.
Φ: Αν και τώρα καταλαβαίνω γιατί εμείς δεν πρέπει να αναζητούμε τροφή. (Παύση.) Αγγούρια;
Χ: (Μπερδεμένος.) Επιστρέφουμε στη λίστα;
Φ: Αγγούρια, αγγούρια.
Χ: Ειδοποίησέ με, όταν επιστρέψουμε στη λίστα. Εάν όχι, δεν μπορώ να διακρίνω ανάμεσα σε αυτό που είναι λίστα και σε αυτό που δεν είναι λίστα.
Φ: Αυτό είναι λίστα. Αγγούρια.
Χ: (Κοιτάζει το χαρτί του.) Τα αγγούρια τελείωσαν.
Παύση. Ο Φ αποκαρδιωμένος.
Φ: Τα αγγούρια τελείωσαν;
Χ: Τα αγγούρια τελείωσαν.
Παύση.
Φ: Αγγούρια…;
Χ: …Τελείωσαν.
Φ: Δεν…;
Χ: (Παύση.) Δεν.
Παύση.
Ο Χ κοιτάζει τον Φ, ολοφάνερα θλιμμένος.
Ο Φ αρχίζει να χτυπάει το κεφάλι του πάνω στο τραπέζι, ρυθμικά.
Ξαφνικά ο Χ μιλά πιο δυνατά, σε μια προσπάθεια να βρει μια λύση. Προσπαθεί να φτιάξει τη διάθεση του Φ.
Ο Φ παρ’ όλα αυτά, συνεχίζει να χτυπάει το κεφάλι του και θα συνεχίσει να χτυπιέται για όσο θα μιλάει ο Χ.
Χ: Για να δούμε: Πώς αρχίσαμε να είμαστε έτσι.
Φ: …Συγγνώμη;
Χ: Απαντώ στην ερώτησή σου. Πώς άρχισαν όλα αυτά.
Φ: Α.
Ο Χ κοιτάζει τον Φ που συνεχίζει να χτυπιέται και αποφασίζει να αρχίσει να μιλάει σχεδόν με γενικολογίες. Ο Φ, εντούτοις, ακούει προσεκτικά και σηκώνει το κεφάλι του κάθε φορά που θέλει να απαντήσει κάτι.
Χ: Στην αρχή ήταν τα νομίσματα. Τα νομίσματα δεν έφταναν ποτέ. Όταν έπρεπε να πληρώσεις για έναν καφέ 1, 25, είχες 1,20. Έπρεπε να βγάλεις χαρτονομίσματα.
Φ: Αυτό αληθεύει.
Χ: Πάντα έπρεπε να βγάζεις χαρτονομίσματα. Και μας έδιναν κι άλλα νομίσματα. Κι άλλα νομίσματα που ούτε κι αυτά θα έφταναν για το επόμενο πράγμα που θα έπρεπε να πληρώσουμε.
Φ: (Θυμάται.) Το θυμάμαι αυτό.
Χ: (Παύση.) Μετά αρχίσαμε να ντρεπόμαστε σχεδόν για τα πάντα.
Φ: (Χωρίς να ακούει.) Θυμάμαι που αγόραζα… αυτό το θυμάμαι.
Χ: (Συνεχίζει.) Μετά αρχίσαμε να ντρεπόμαστε σχεδόν για τα πάντα. Για παράδειγμα, μας άρεσε μόνο να πληρώνουμε, αλλά η προέλευση των χρημάτων μάς έκανε να ντρεπόμαστε.
Φ: (Κατηγορηματικά.) Δεν ήταν ακριβώς έτσι.
Χ: Όταν δεν λειτουργούσε η κάρτα μας, πηγαίναμε στο ταμείο για να βγάλουμε τα χρήματα, ώστε να γυρίσουμε και να αποδείξουμε ότι μπορούμε να πληρώσουμε. Και ας μη μας άρεσε πραγματικά αυτό που αγοράζαμε.
Φ: Ναι, ναι, έτσι ήταν.
Χ: (Συνεχίζει ψύχραιμος.) Ο ενθουσιασμός μάς γέμιζε ντροπή. Η όρεξη μάς γέμιζε ντροπή. Τα γεγονότα… όλα τα γεγονότα άρχισαν να μας γεμίζουν ντροπή.
Φ: Πώς τα γεγονότα;
Χ: Ναι, μετά άρχισαν να μας ντροπιάζουν αυτά. Όλα όσα παράγαμε. (Παύση.) Το καταλάβαμε από τη φρίκη που άρχισαν να μας προκαλούν τα παιδιά.
Φ: (Αντιδρά.) Τα παιδιά, τι τρομάρα!
Χ: Έπειτα ό,τι μπορούσε να χρησιμεύσει. Το χρήσιμο. Όλα όσα χρησίμευαν για κάτι. Τα τραπέζια, οι καρέκλες, οι κατασκευές, τα μπάνια… που στην τελική ήτανε το ίδιο και… (Πολύ απότομα ο Χ διακόπτει τη φράση του.)
Παύση. Ο Φ τελικά σταματάει να χτυπάει το κεφάλι του και το σηκώνει από το τραπέζι. Περιμένει ανυπόμονος, σχεδόν υστερικός από προσδοκία για το υπόλοιπο της εξήγησης.
Περνούν δευτερόλεπτα.
Φ: ΚΑΙ;! ΚΑΙΙΙΙΙ;;!!
Παύση.
Χ: (Αναφέρεται στα γεγονότα.) Είναι πολύ θλιβερά όλα όσα έγιναν μετά.
Φ: (Αυστηρός.) Ναι, αλλά όταν υποσχόμαστε μια εξήγηση πρέπει να την ολοκληρώνουμε.
Χ: Ολοκλήρωσέ την εσύ. Θέλεις να την ολοκληρώσεις εσύ;
Σιωπή. Παύση.
Φ: Τι θέμα για τραγωδία, δεν νομίζεις; Τι θέμα…
Χ: Ναι, πράγματι, είναι ένα τραγικό θέμα, ναι.
Φ: Εγώ θα έπρεπε να γράψω θέατρο, που δεν έγραψα ποτέ.
Χ: …Ένα όχι, πολλά θέματα: Τα νομίσματα… η ντροπή…
Φ: …Θα έπρεπε να γράψω θέατρο, γιατί πάντα βλέπω θέματα για έργα…
Χ: …Τα τραπέζια, οι καρέκλες, οι κατασκευές, τα μπάνια…
Παύση. Επιστρέφει στην πραγματικότητα και με την προηγούμενη ανυπομονησία, κοιτάζει τον Χ που είναι πιο ήρεμος καθώς απαριθμεί.
Φ: Θα πεθάνουμε της πείνας…;
Χ: Πολλοί καλλιτέχνες πέθαναν έτσι.
Φ: Δεν μπορούμε να πεθάνουμε της πείνας συλλογικά, θέλω να πω. (Παύση.) Όλο και κάποιος θα κάνει κάτι.
Παύση.
Χ: Ηρέμησε. Ακόμη έχουμε φιστίκια…
Φ: (Ενθουσιασμένος.) Έχουμε φιστίκια; Αλήθεια;!
Παύση. Ο Χ κοιτάζει τον Φ σοβαρός και έπειτα λέει ξαφνικά.
Χ: Λοιπόν. Πες το μου.
Φ: (Κοιτάζει τη λίστα του αλλά σχεδόν χωρίς να διαβάζει λέει μπερδεμένος και τραυλίζοντας.) Φιστίκια.
Παύση. Ο Χ αρνείται με το κεφάλι.
Χ: Όχι, έτσι όχι. Με τόνο λίστας.
Φ: Συγγνώμη;
Χ: Πες μου το σωστά, με τόνο λίστας.
Φ: Α. (Καταπίνει για να καθαρίσει τη φωνή του. Λέει με επισημότητα.) Φιστίκια.
Χ: (Συμβουλεύεται τη λίστα του.) Όχι, δεν έχουμε.
Παύση. Μιλούν μέσα από τα δόντια τους, ο καθένας στον εαυτό του, αλλά απαντούν ο ένας στον άλλο.
Χ: Δεν υπάρχουν καλοί πίνακες, ε;
Φ: Δεν υπάρχουν καλοί πίνακες.
Χ: Ούτε καλά βιβλία υπάρχουν.
Φ: Όχι.
Χ: Και η ποίηση;
Φ: Η ποίηση δεν υπάρχει πια.
Παύση. Ξαναβρίσκουν τη συνήθη διάθεσή τους και γυρίζουν στα χαρτιά.
Φ: Κεράσια;
Χ: Τρία.
Φ: Φράουλες;
Χ: Πενήντα γραμμάρια.
Παύση. Ο Φ τον κοιτάζει παραξενεμένος που είπε πρώτα μονάδες και ύστερα το βάρος σε γραμμάρια.
Ξαφνικά.
Φ: Αυνανίστηκα. (Παύση.)
Χ: Τώρα;
Φ: Όχι, όχι. Πριν. (Παύση.) Πριν αρχίσουμε να βλέπουμε τη λίστα.
Χ: Α.
Φ: Τώρα δεν ξέρω τι να κάνω. (Παύση.) Το βασικό πρόβλημα με τον αυνανισμό είναι πως όταν κάποιος έχει ήδη αυνανιστεί, δεν του απομένει πια ο… ο αυνανισμός. (Παύση.) Ο αυνανισμός πάντα είναι εκεί, αποτελεί μια ύστατη δυνατότητα… πάντα. Όταν όλα τα υπόλοιπα έχουν καταρρεύσει. (Παύση.) Λογικά, τουλάχιστον, ας έχεις μόλις αυνανιστεί.
Χ: Δεν έχουν καταρρεύσει όλα. (Παύση.) Όχι ακόμα.
Φ: Δεν έχουν καταρρεύσει όλα, όχι. Αλήθεια είναι.
Παύση.
Χ: Προσπάθησε να γράψεις.
Φ: Εξοικονομώ δυνάμεις. (Παύση.)
Χ: Καλά κάνεις.
Φ: Έχω… μου έρχονται στο μυαλό μόνο καθολικά τραγούδια. Όταν θέλω να γράψω. Αρχίζω να σκέφτομαι και μου έρχονται στο μυαλό καθολικά τραγούδια.
Παύση. Εμπιστευτικά.
Φ: Ξέρεις ότι μερικές φορές αμφιβάλλω αν είμαι ένας πραγματικός καλλιτέχνης;
Χ: Κάθε καλλιτέχνης αμφιβάλλει για τον εαυτό του.
Φ: Όχι, όχι… Υπάρχει κάτι… υπάρχει κάτι υπερβολικά διασαφηνιστικό σε μένα. (Παύση.) Μου αρέσει να κάνω τη λίστα κάθε μέρα… απολαμβάνω τις λίστες. (Παύση.) Έχω ταλέντο για άλλα πράγματα. Μου αρέσει να τακτοποιώ. Έχω ταλέντο για πράγματα… Πρακτικά. Καθημερινά.
Χ: Μάλιστα…
Φ: Όπως για να κάνω λίστες… Όπως για να ορίζω προτεραιότητες.
Παύση. Με περιέργεια.
Φ: Πώς άρχισες εσύ να είσαι καλλιτέχνης; Δεν σ’ έχω ρωτήσει ποτέ…
Χ: Εγώ; Πώς άρχισα;
Φ: Εσύ…
Χ: (Παύση.) Όταν μάλωνα για μια γκόμενα και κατάφερνα να την πάρω εγώ, ζήλευα κρυφά τον άλλο, που είχε μείνει μόνος. Όταν… όταν έπαιζα χαρτιά και κέρδιζα, επίσης ζήλευα αυτόν που έχανε… (Παύση.) Όταν άρχισα να αφιερώνομαι σ’ αυτό, συνειδητοποίησα ότι δεν ζήλευα αυτούς που δεν έκαναν ό,τι έκανα εγώ.
Φ: (Γρήγορα.) Τώρα όλος ο κόσμος κάνει ό,τι κάνεις κι εσύ.
Χ: (Ενοχλημένος.) Όταν άρχισα… στην… στην αρχή, είπα.
Παύση.
Φ: Τότε εσένα σου αρέσει να είσαι καλλιτέχνης.
Χ: Είναι το μόνο που έχω.
Φ: Θα μπορούσες να σκοτώνεις ζώα…
Χ: Αυτό πια το έχουμε ξεκαθαρίσει. (Παύση.)
Φ: Ήταν ένα παράδειγμα.
Χ: Σε παρακαλώ.
Φ: Ήταν ένα παράδειγμα.
Παύση.
Φ: Νιώθω άρρωστος…
Χ: Το ξαναείπες.
Φ: Εσύ με βλέπεις καλά;
Χ: Δεν σε βλέπω άσχημα.
Φ: Μα κοίτα με. Δεν με κοιτάς.
Χ: (Χωρίς να τον κοιτάζει.) Η πλάτη…;
Φ: Όχι. Νιώθω άρρωστος… νιώθω πώς χτυπάει η καρδιά μου… Εγώ έχω κάποια καρδιοπάθεια, είμαι σίγουρος.
Χ: Σου συνέβη κάτι καμιά φορά;
Φ: Όπως…;
Χ: Στην καρδιά.
Φ: Όχι. Αλλά πάντα σκεφτόμουν ότι θα πεθάνω έτσι.
Χ: Μέχρι τώρα.
Φ: Μέχρι τώρα, ναι. (Παύση. Σχεδόν στον εαυτό του.) Μου… μου είναι δύσκολο να ανεβαίνω σκάλες…
Επιστρέφουν στα χαρτιά.
Φ: Παγωτό;
Χ: Παγωτό δεν υπάρχει…
Φ: Δαμάσκηνα;
Χ: Όχι.
Φ: Μπισκότα αλμυρά.
Χ: Δύο.
Φ: Μπισκότα γλυκά.
Χ: Μηδέν.
Φ: Μπαστουνάκια σουσαμιού.
Χ: Μερικά…
Παρ’ όλο που προσπαθεί να το κρύψει από τον Χ, είναι φανερό ότι ο Φ αρχίζει να κλαψουρίζει.
Φ: Ψάρι..;
Χ: Όχι…
Φ: Σακου…λά…κια… τσαγιού…;
Παύση. Ο Φ πια κλαίει με αναφιλητά χωρίς να κρύβεται.
Χ: Γιατί κλαις…;
Παύση.
Φ: Δεν έχουμε παιδιά…
Παύση αμηχανίας λόγω του κλάματος του Φ. Ο Χ ορθώνεται με περηφάνια στην καρέκλα του για να μιλήσει.
Χ: Έχουμε όμως τα έργα μας.
Φ: Δεν είναι το ίδιο…
Ο Φ συνέρχεται. Ο Χ τον κοιτάζει λιγάκι αμήχανος.
Φ: Τι νόημα έχει να συνεχίζεις… πάντα να συνεχίζεις…;
Παύση.
Χ: Α, αυτό δεν το είχαμε υπολογίσει.
Κι άλλη παύση. Κοιτάζονται.
Χ: Και τώρα πια δεν έχει μείνει κανείς που να μπορεί να το υπολογίσει.
ΣΒΗΝΟΥΝ ΤΑ ΦΩΤΑ
ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
Ο Φ και ο Χ στο ίδιο δωμάτιο, κάθονται στις αναπηρικές τους καρέκλες.
Με τα χαρτιά στο χέρι, μιλούν και διαβάζουν παράλληλα.
Φ: Μπανάνες.
Χ: Καμία.
Φ: Μήλα.
Χ: Κανένα.
Φ: Δημητριακά.
Χ: Όχι.
Παύση. Ο Φ εκνευρίζεται.
Φ: Δεν θα ήταν καλύτερα να διαγράψουμε οριστικά όλα αυτά που έχουν τελειώσει;
Χ: Θα μπορούσε.
Φ: Να τα διαγράψουμε. Να τα σβήσουμε. Να τα εξαλείψουμε. (Παύση.) Δεν θέλω να ξαναδιαβάσω πράγματα που πια δεν έχουμε.
Παύση. Οξύνεται ο εκνευρισμός.
Φ: Είναι καταθλιπτικό να ξαναδιαβάζουμε όλα τα πράγματα που μας έχουν τελειώσει.
Χ: Θα μπορούσαμε να τα διαγράψουμε όλα όσα έχουν τελειώσει. Γιατί όχι;
Φ: Δεν έχει νόημα να ξαναδιαβάζουμε τα… τα…
Χ: Δεν έχει νόημα, και βέβαια δεν έχει νόημα.
Φ: Γι’ αυτό.
Παύση. Ο Φ ηρεμεί λίγο. Ο Χ σκέφτεται.
Χ: Θα μείνουν πολύ λίγα, λιγοστά πραγματάκια τότε.
Φ: …
Χ: Θα περιοριστεί η λίστα. Το καταλαβαίνεις; …Θα είναι μία λίστα ελάσσων.
Φ: Εεεε… Ναι. Να περιορίσουμε τη λίστα. Ας την περιορίσουμε.
Χ: Θα έχουμε λιγότερη λίστα. Για να τη διαβάζουμε καθημερινά…
Φ: Εμένα μου φαίνεται ότι θα έπρεπε να έχουμε το… ναι, ναι, τώρα το κατάλαβα.
Θα έχουμε λιγότερη λίστα.
Χ: Ό,τι πεις εσύ.
Φ: Το βλέπω καθαρά.
Χ: Ό,τι πεις εσύ.
Φ: Πάμε… Λοιπόν: πάμε μόνο σε αυτά που έχουμε, όχι σε αυτά που δεν έχουμε.
Χ: Σωστά.
Φ: Δεν είμαστε γυναικούλες. Μπορούμε να το κάνουμε.
Χ: Μπορούμε να το κάνουμε, φυσικά και μπορούμε.
Φ: Έλα.
Χ: Ας αρχίσουμε.
Φ: Αρχίζω εγώ…
Κοιτάζει το χαρτί. Ψάχνει ανάμεσα σε όλες τις λέξεις που έχει σημειωμένες.
Ξαφνικά σηκώνει το κεφάλι του κάπως μπερδεμένος.
Κοιτάζει τον Χ.
Φ: Αα… μα…
Χ: Πες μου.
Φ: …Μα τότε…
Χ: Τι συμβαίνει;
Φ: Τότε θα πρέπει να αλλάξουμε το σύστημα.
Χ: (Παύση.) Δεν καταλαβαίνω…
Φ: Γιατί εσύ έχεις εκεί… γιατί εγώ, μέχρι τώρα, σε ρωτούσα. Και εσύ μου έλεγες τι έχει και τι όχι.
Χ: Α…
Φ: Εγώ δεν ξέρω… Καταλαβαίνεις;
Χ: Ναι, ναι…
Φ: Τα έχεις εσύ εκεί.
Χ: Ναι.
Παύση.
Μεγάλη παύση.
Χ: Τότε πρέπει να συνεχίσουμε όπως ήμασταν.
Φ: (Πραγματικά ανακουφισμένος.) Πρέπει να διατηρήσουμε το ίδιο σύστημα, ναι.
Χ: Πρέπει να συνεχίσουμε όπως ήμασταν.
Φ: Έχεις δίκιο, έχεις δίκιο.
Παύση.
Φ: Ροδάκινα…;
Χ: Γιατί να μην ρωτάω εγώ;
Ο Φ μάλλον απροετοίμαστος για αυτή την ερώτηση.
Φ: Τι πράγμα;
Χ: Γιατί να μην ρωτάω εγώ; Λέω. Αντί να ρωτάς εσύ. Εγώ ρωτάω κι εσύ απαντάς.
Φ: Έτσι θα ξέρω τι έχει.
Χ: Έτσι θα ξέρεις τι έχει.
Φ: …Μου προτείνεις να αλλάξουμε.
Χ: Σου προτείνω να αλλάξουμε, ναι. Εσύ θα μου δώσεις αυτό το χαρτί και εγώ θα σου δώσω ετούτο.
Παύση. Ο Φ το σκέφτεται. Ξαφνικά απλώνει το χαρτί στον Χ.
Ο Χ κάνει το ίδιο προς τον Φ.
Και οι δυο εξοικειώνονται με τα καινούρια χαρτιά.
Κοιτάζονται, ο Φ χαμογελάει σαν να έκανε κάτι απαγορευμένο.
Ο Χ ξεροκαταπίνει για να καθαρίσει τη φωνή του.
Χ: Για να δούμε…
Φ: Ναι.
Χ: Για να δούμε… (Προσπαθεί να διαβάσει χωρίς να τα καταφέρνει.) Δεν καταλαβαίνω καλά τα γράμματά σου… (Προσπαθεί να διαβάσει.) Πεεεππππππ….. Πεεπ… Πεεεεπουουουουου…
Φ: (Ενοχλημένος επειδή δεν καταλαβαίνει τα γράμματά του.) Δεν είναι δυνατόν.
Χ: Πεεεπουουου…
Φ: Πεπουι… Αυτό δεν σημαίνει τίποτα.
Χ: Πεπούι; Είναι δυνατόν; Πεπούι;
Φ: Δεν ξέρω τι είναι το πεπούι.
Χ: Δεν το έχεις εκεί;
Φ: (Υποτιμητικά, θυμωμένος γιατί δεν καταλαβαίνει τα γράμματά του.) Δεν το έχω, γιατί αυτό δεν είναι τίποτα.
Χ: Η μήπως δεν το έχεις, γιατί μας έχει τελειώσει…;
Παύση.
Φ: (Αμφιβάλλει πραγματικά.) Μήπως γιατί μας έχει τελειώσει…;
Χ: Ίσως. (Παύση.)
Φ: Ίσως γιατί δεν έχουμε…
Χ: Δεν έχουμε, λοιπόν.
Φ: (Κοιτάζει τη λίστα εξονυχιστικά.) Εδώ δεν είναι.
Χ: Λοιπόν;
Φ: Λοιπόν τι;
Παύση.
Χ: (Με τόνο λίστας.) Πεπούι.
Φ: (Παύση. Τον κοιτάζει.) Τελείωσε.
Χ: (Συνεχίζει.) Ρεβίθια;
Φ: Μία κονσέρβα.
Χ: Αγγουράκια τουρσί;
Φ: Καθόλου.
Χ: Καλαμπόκι;
Φ: Καθόλου.
Χ: Συκώτι;
Φ: Καθόλου.
Χ: Αυγά;
Φ: Κανένα.
Χ: Τσουρέκια;
Φ: Καθόλου.
Χ: Αλεύρι για τσουρέκια;
Φ: Καθόλου… (Απελπίζεται.) Τι δεν έχουμε και τι δεν έχουμε… με τρελαίνουν όλα αυτά που δεν έχουμε!
Χ: Προκαλούν αγανάκτηση όλα όσα δεν έχουμε, βέβαια.
Φ: Πώς μπορούμε να το κάνουμε για να διαβάζουμε μόνον πράγματα που ΕΧΟΥΜΕ.
Παύση.
Φ: Πώς να το κάνουμε.
Παύση.
Χ: Για να διαβάζουμε μόνον τα πράγματα που…
Φ: Μα για τον θεό!
Παύση.
Χ: Χωρίς να συντομεύσουμε τη λίστα.
Φ: (Κρατάει το κεφάλι του και λέει χαμηλόφωνα.) Για τον θεό για τον θεό για τον θεό… χωρίς να συντομεύσουμε τη λίστα, ναι.
Ο Χ παρατηρεί τον εκνευρισμένο Φ ενώ σκέφτεται.
Ο Φ σηκώνεται και αρχίζει να κόβει βόλτες.
Φ: Χωρίς να συντομεύσουμε τη λίστα ή… ή συντομεύοντας τη λίστα. Το ίδιο πράγμα είναι. Αλλά να πάψουμε να διαβάζουμε τα πράγματα που έχουν τελειώσει.
Ο Χ σκέφτεται.
Ξαφνικά ο Χ χωρίς να κοιτάζει τη λίστα.
Χ: Μίσος;
Ο Φ σηκώνει το κεφάλι του με περιέργεια και ανυπομονησία.
Φ: Συγγνώμη;
Ο Χ τον κοιτάζει σταθερά.
Χ: Μίσος.
Παύση.
Φ: Μήπως…;
Χ: Μίσος. Μίσος.
Ο Φ είναι ακόμα μπερδεμένος, αλλά γρήγορα καταλαβαίνει και παίζει το παιχνίδι του Χ.
Φ: Μίσος…; Εεεεε… δεν ξέρω… Χίλια κιλά.
Χ: Μίσος χίλια κιλά… Αηδία;
Φ: (Του ξεφεύγει ένα γέλιο.) Αηδία; …εκατό τόνοι.
Χ: Φόβος;
Φ: Τετρακόσια εξήντα εφτά χιλιάδες κιλά…
Χ: Βία;
Φ: Είκοσι εκατομμύρια πακέτα.
Χ: Αγωνία;
Φ: Αγωνία…; Πενήντα χιλιάδες μπάρες αγωνίας.
Χ: Μοναξιά;
Φ: Όλα… όλα είναι μοναξιά.
Χ: Χειραγώγηση;
Φ: Σε μονάδες ή σε μέρες;
Χ: Σε μέρες.
Φ: Εκατό χιλιάδες μέρες.
Χ: Ταλέντο;
Ο Φ πηδάει σαν υστερικός.
Φ: Όσα δεν υπάρχουν, όχι! Όσα δεν υπάρχουν, όχι! Μόνον-όσα-υπάρχουν!
Ο Φ πετάει το χαρτί πάνω στο τραπέζι. Ο Χ τον κοιτάζει. Ο Φ αποφεύγει το βλέμμα του.
Σχεδόν αμέσως όμως, ντρέπεται για το νούμερο που έκανε και συμμορφώνεται.
Βγάζει έναν αναστεναγμό.
Βήχει.
Ξαναβήχει.
Φ: Συγγνώμη.
Παύση.
Φ: …Με συγχωρείς;
Ο Χ δεν απαντάει. Σηκώνεται για να τεντώσει τα πόδια του. Κάνει μια βόλτα στο δωμάτιο. Κοιτά έναν από τους μισοτελειωμένους πίνακες. Ο Φ τον παρακολουθεί με την άκρη του ματιού του, νιώθει ακόμη ένοχος.
Ξαφνικά, ο Φ γυρίζει για να τον κοιτάξει κανονικά. Βλέπει τον Χ να κοιτάζει τον πίνακά του.
Φ: Αυτός μου αρέσει λιγότερο. Μου… εμένα μου αρέσει περισσότερο ο άλλος.
Ο Χ τον κοιτάζει χωρίς να μιλά.
Φ: Δεν…; Δεν είναι καλύτερος;
Χ: Εμένα δεν μου αρέσει κανένας από τους δύο.
Παύση. Με επικριτικό ύφος.
Φ: Κάνεις πολύ έντονη κριτική. Αυτοκριτική.
Παύση. Ο Χ κοιτάζει το ρολόι του και γυρίζει προς το τραπέζι.
Φ: Θα έρθει;
Χ: Είπε ότι θα ερχόταν.
Παύση.
Χ: (Καχύποπτος.) Γιατί δεν σου αρέσει αυτός…;
Φ: Δεν είναι ότι δεν μου αρέσει. Μου αρέσει περισσότερο ο άλλος. Αυτό είπα. (Παύση.) Ο άλλος μου αρέσει περισσότερο, είπα.
Παύση.
Φ: Δεν είναι ότι δεν μου αρέσει.
Παύση. Περνούν μερικά δευτερόλεπτα. Ίσως ένα λεπτό.
Φ: Θα έπρεπε να ξέρουμε να ψυχαγωγούμαστε, δεν νομίζεις;
Χ: Αυτό είναι αλήθεια.
Φ: Αλλά βαριόμαστε. Όπως και να ‘χει, βαριόμαστε.
Παύση.
Χ: Βαριόμαστε, ναι.
Παύση.
Φ: Εσύ όταν… εσύ, όταν ήσουν μικρός, και τότε έτσι ήσουν… μιλούσες πολύ λίγο, θέλω να πω. Ε;
Παύση. Ο Χ τον κοιτάζει.
Φ: Ντροπαλός.
Παύση. Ο Χ συνεχίζει να τον κοιτάζει.
Ο Φ κοιτάζει προς άλλη κατεύθυνση.
Φ: Θα έπρεπε να ξέρουμε να ψυχαγωγούμαστε, αλλά δεν ξέρουμε. Δεν ξέρουμε να τρεφόμαστε, που είναι βασικό, αλλά ούτε και ξέρουμε να διασκεδάζουμε, που είναι επιφανειακό.
Παύση. Ο Φ ανήσυχος κινείται πάνω στη σκηνή. Ξανακάθεται.
Φ: Υπάρχουν μέρες που σε αηδιάζει ο εαυτός σου;
Χ: (Γρήγορα.) Πολλές μέρες.
Φ: Πολλές…; (Παύση.) Εμένα μου συμβαίνει πότε-πότε. Όχι και τόσο. (Παύση.) Αλλά επίσης μου συμβαίνει. (Παύση.) Τον τελευταίο καιρό μου συμβαίνει περισσότερο.
Παύση. Ο Φ θυμάται κάτι και χαμογελάει.
Φ: Ξέρεις είναι του τύπου που σου έλεγα…
Χ: (Τον διακόπτει.) Το ξέρω.
Παύση.
Φ: (Αφού τον έχει διακόψει.) Ακόμη δεν σου το είπα.
Χ: Είμαστε μήνες εδώ. Έχουμε πει πια όλα μας τα αστεία. (Παύση.) Στην επανάληψη των αστείων που κάναμε την προηγούμενη φορά ήταν πια όλα ξαναειπωμένα. (Παύση.)
Φ: Αλλά γέλασες.
Χ: Γελούσα με σένα, που γελούσες. (Παύση.) Γιατί δεν γράφεις καινούρια αστεία; Εσύ είσαι συγγραφέας.
Παύση.
Φ: Εγώ γράφω βιβλία, αν δεν σε πειράζει. (Παύση.) Είναι σαν να σου έλεγα εγώ: το σπίτι καταρρέει, γιατί δεν το βάφεις;… Εσύ είσαι ζωγράφος. (Παύση. Χωρίς ζωντάνια, σχεδόν στον εαυτό του.) Αλλά εγώ καταλαβαίνω τις διαφορές…
Παύση.
Φ: Ας φανταστούμε κάτι. Ας φανταστούμε κάτι. Είμαστε σε ταξίδι. Επιστρέφουμε από ένα ταξίδι.
Παύση.
Χ: Πού πήγαμε;
Φ: Παρίσι. Όχι, όχι. Ιταλία.
Χ: Γιατί επιστρέφουμε από ένα ταξίδι και δεν είμαστε ακόμη σε ταξίδι;
Φ: …Σε οποιοδήποτε μέρος της Ιταλίας. (Παύση.) Το πρόσεξες; Για να σχηματίσεις μια ιδέα της Γαλλίας, πρέπει να πεις Παρίσι. Αλλά για να σχηματίσεις μια ιδέα της Ιταλίας, αρκεί να πεις Ιταλία.
Χ: Εντάξει. Ιταλία. Εντάξει. Πήγαμε…
Φ: Επιστρέφουμε.
Χ: Όχι, είμαστε σε ταξίδι.
Φ: Όχι, επιστρέφουμε. Έχει τελειώσει το ταξίδι. Μένει μόνο η ανάμνησή του. Το να θυμόμαστε είναι πιο εύκολο.
Παύση.
Χ: (Αν και μπερδεμένος πηγαίνει με τα νερά του.) Ας αρχίσουμε.
Παύση.
Φ: Έχουμε υπέρβαρες αποσκευές.
Χ: Έχουμε λιγότερο βάρος τώρα. Λιγότερο απ’ αυτό που είχαμε όταν ξεκινούσαμε το ταξίδι.
Φ: Νομίζεις;
Χ: Ναι.
Παύση.
Φ: Τι είναι αυτό που περισσότερο σε…;
Χ: (Τον διακόπτει.) Ο πύργος. Ο πύργος με συνάρπασε. Και οι πίνακες.
Φ: Απίστευτο…
Χ: Οι πίνακες. Όλο αυτό το… έργο.
Φ: Απίστευτο.
Χ: Εκείνοι οι πίνακες στη σειρά, να μεταπλάθει ο ένας τον άλλο… Χωρίς κανένας πίνακας να είναι αυτός καθ’ εαυτόν.
Παύση. Ο Φ τον κοιτάζει με απορία.
Χ: Αυτό είναι Ιταλία. Ιταλία είναι αυτό.
Φ: Ιταλία είναι πολύ περισσότερα πράγματα.
Χ: Είναι αλήθεια ότι Ιταλία είναι πολύ περισσότερα πράγματα, αλλά δεν θα μου το αρνηθείς ότι επίσης είναι και αυτό.
Φ: Tábola.
Χ: …Γιατί επιστρέφουμε από το ταξίδι…; Δεν το καταλαβαίνω.
Φ: Vicchiere.
Παύση. Ο Χ κοιτάζει τον Φ.
Χ: Γιατί δεν είμαστε σε ταξίδι…;
Φ: Pizza.
Ο Χ ακόμα κοιτάζει τον Φ.
Χ: Piazza.
Φ: Góndola.
Χ: Macchina.
Φ: Ragazza.
Χ: Huomo.
Φ: Amicci.
Χ: Cuccioli.
Φ: Vaporetto.
Χ: Citta.
Φ: Duomo.
Χ: Scarpia.
Φ: Ottimo.
Χ: Abbito.
Φ: Albergo.
Χ: Strada.
Φ: Pedonale.
Παύση. Πιο γρήγορα.
Φ: Sputza.
Χ: Tufo.
Φ: Capresse.
Χ: Antico.
Φ: Forza.
Χ: Andiamo.
Φ: Caruso.
Χ: Armani.
Παύση. Ικανοποιημένος.
Φ: Ιταλία είναι πολλά πράγματα.
Παύση. Ο Φ συνεχίζει.
Φ: Είναι θλιβερό να σκεφτόμαστε αυτό το μέρος τώρα. Με άλλους ανθρώπους. Εμείς εδώ. Έτοιμοι να φύγουμε.
Χ: Εσύ ήθελες να θυμηθείς!
Παύση.
Φ: Θα έπρεπε να είμαστε αδρανείς. Εδώ που φτάσαμε. Η δραστηριότητα πια δεν αποτελεί μια δυνατότητα… δεν έχει νόημα. (Παύση.) Όλα βρομίστηκαν. Μπορούμε να τα καθαρίσουμε όλα;
Χ: Τώρα πια δεν αξίζει τον κόπο.
Φ: Ό,τι κάναμε το κάναμε πολιτισμένα.
Χ: Πάντα πληρώναμε όλα τα εισιτήρια…
Φ: (Παύση.) Δεν το θυμάμαι τώρα αυτό σαν κάτι τακτικό. Ξεκάθαρο. Μας θυμάμαι να σπρώχνουμε, να ποδοπατούμε… να προσπαθούμε να τρυπώσουμε χωρίς εισιτήριο.
Χ: Αυτό έπρεπε να κάνουμε. Αυτό ακριβώς έπρεπε να κάνουμε. (Παύση.) Δεν μπορούμε να συγκρίνουμε το πριν με το τώρα.
Φ: Ίσως. Ναι. Ίσως.
Παύση.
Φ: Τι χάσμα τόσο απίστευτο, τι κενό τόσο μεγάλο, τι… τι όρεξη για θρήνο σαν θυμόμαστε κάθε λεπτό. Όταν γελούσες! Ήσουν διαφορετικός. Ντυμένος με άλλα χρώματα… λιγότερο κουρασμένος. (Παύση.) Τι απέγινες;
Χ: Κι εσύ;
Φ: Εγώ είμαι εδώ.
Χ: Μα ούτε κι εσύ είσαι ο ίδιος τώρα. (Παύση.) Σου ‘ρχεται να κλάψεις;
Φ: Χίλια χρόνια.
Χ: Δεν υπάρχει χρόνος για κάτι τέτοιο. (Παύση.) Αλλά επίσης, το κλάμα είναι μια δραστηριότητα.
Φ: Το κλάμα; Είναι μια δραστηριότητα…;
Παύση. Κοιτάζονται.
Συνέρχονται.
Χ: Μάλλον δεν λειτουργεί.
Φ: Όχι, δεν λειτουργεί. Δεν λειτουργεί καθόλου.
Παύση.
Χ: Ας το αφήσουμε.
Παύση.
Φ: Πεινάω.
Χ: Στην πραγματικότητα, στην πραγματικότητα, έχει απομείνει μόνο μια κονσέρβα.
Φ: Ουφφφ… η πραγματικότητα… (Παύση.) Ποια πραγματικότητα;
Χ: Δεν ξέρω. Είναι η κονσέρβα ασφαλείας. Της βγάλαμε την ετικέτα, γιατί είπαμε πως θα την κρατούσαμε για το τέλος. Είναι έκπληξη.
Φ: (Λυπημένος.) Θα είναι σπαράγγια, σίγουρα.
Χ: Δεν πιστεύω.
Φ: (Στον εαυτό του.) Σίγουρα είναι σπαράγγια.
Παύση.
Φ: (Κεφάτος.) Πάμε στοίχημα τι είναι η κονσέρβα;
Χ: Τι θέλεις να στοιχηματίσεις;
Φ: Δεν ξέρω. Ας σκεφτούμε.
Χ: Τα λεφτά μας έχουν τελειώσει.
Παύση. Ο Φ χάνει το κέφι του.
Φ: Να στοιχηματίσουμε χωρίς λεφτά δεν έχει καθόλου πλάκα.
Χ: Τα λεφτά μάς έχουν τελειώσει.
Παύση.
Φ: Γιατί δεν έχεις πουλήσει ποτέ κανέναν πίνακα;
Χ: Δεν ζωγραφίζω για να πουλάω.
Φ: Α.
Χ: Αλλά επίσης, δεν υπάρχουν πια αγοραστές. (Παύση.) Μην το ξεχνάς αυτό.
Φ: Μπορείς όμως να πουλήσεις έναν πίνακα σε κάποιον μουσικό… ή σε κάποιον σκηνοθέτη του κινηματογράφου. Ή σε κάποιον συγγραφέα… Σε κάποιον καλλιτέχνη, αλλά που δεν κάνει ό,τι κάνεις εσύ.
Παύση. Ο Χ τον κοιτάζει και ξαφνικά, ρωτά ενθουσιασμένος, σε μια έξαρση που περισσότερο θα ταίριαζε στον Φ.
Χ: Θέλεις να αγοράσεις έναν πίνακά μου εσύ;
Ο Φ τον κοιτάζει. Αναστενάζει παραιτημένος και απόμακρος.
Φ: (Με το ύφος του Χ.) Χρειαζόμαστε να βγούμε από ‘δώ.
Χ: (Επιστρέφει στον δικό του ρόλο και τόνο, σχεδόν ντροπιασμένος.) Πρέπει να εξοικονομούμε δυνάμεις.
Παύση. Ο Χ παίρνει την εφημερίδα. Αρχίζει να τη διαβάζει.
Φ: Είναι περίεργο, πάντα νόμιζα ότι το να ζεις απ’ την τέχνη και για την τέχνη πρόσφερε ευτυχία. Και αυτή η στιγμή είναι μάλλον θλιβερή.
Παύση. Αλλάζουν τόνο και μιλούν χαμηλόφωνα, μέσα από τα δόντια τους.
Χ: Δεν υπάρχει ούτε μια αξιοπρεπής μελωδία…
Φ: Δεν υπάρχουν καλοί πίνακες.
Χ: Ούτε υπάρχουν πια βιβλία…
Φ: Όχι.
Χ: Και η ποίηση;
Φ: Η ποίηση δεν υπάρχει πια.
Παύση. Επιστρέφουν στον αρχικό τους τόνο.
Φ: Θα έρθει;
Χ: Είπε ότι θα ερχόταν.
ΣΒΗΝΟΥΝ ΤΑ ΦΩΤΑ
[ Συνεχίζεται ]