Χάρτης 67 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-67/kinhmatografos/leni-mprois-o-vlasfimos-poi-anetrepse-tois-kanones
Για κάποιους, ήταν ένας κωμικός που άνοιξε καινούριους δρόμους στην αθυρόστομη σάτιρα. Για άλλους, ένας από τους παράγοντες της κοινωνικής αναταραχής και των δραστικών αλλαγών που προέκυψαν. Για κάποιους άλλους, τέλος, ήταν ένας διασκεδαστής με βλάσφημο και διαβρωτικό χιούμορ που τον κατέστησε στόχο ανηλεών διώξεων.
Η πολυτάραχη (όσο και σύντομη) ζωή του Αμερικανοεβραίου κωμικού Λένι Μπρους, ξετυλίχτηκε σε μια βιογραφική ταινία, που κέρδισε την Χρυσή Άρκτο στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βερολίνου και ήταν υποψήφια για 6 Όσκαρ. Το «Lenny» («Λένι ο βρομόστομος» στον… επεξηγηματικότερο τίτλο με τον οποίο προβλήθηκε στην Ελλάδα), υπήρξε προϊόν γόνιμης συνεργασίας δύο δημιουργών: του σκηνοθέτη Μπομπ Φόσι, με φρέσκια τη σοδειά των 8 Όσκαρ που είχε συγκεντρώσει για το «Καμπαρέ», και του θεατρικού συγγραφέα-σεναριογράφου Τζούλιαν Μπάρι, που είχε ήδη παρουσιάσει το έργο στο Μπρόντγουεϊ κερδίζοντας το επίζηλο βραβείο Τόνι.
Φτιαγμένη με ένα στιλ που θυμίζει ντοκιμαντέρ, το έργο κινείται στο μεταίχμιο μνήμης και μυθοπλασίας. Ξεκινά από τον παρόντα χρόνο (το 1974 που γυρίστηκε η ταινία) και προχωρά με φλας μπακ στο παρελθόν. Στηρίζεται σε συνεντεύξεις που παίρνει μια φωνή εκτός κάδρου (αυτή του σκηνοθέτη Μπομπ Φόσι) με τρία πρόσωπα που συνδέθηκαν στενά με τον Λένι: την γυναίκα του, που ήταν αρτίστα του στριπτίζ και έζησε μαζί του πέντε χρόνια (ερμηνευμένη από την υποψήφια για Όσκαρ, Βαλερί Περέν), την μητέρα του και τον ατζέντη του. Τα πρόσωπα αυτά ανασυνθέτουν με τις μαρτυρίες τους τη ζωή του Λένι Μπρους, που υποδύεται μοναδικά ο ―επίσης υποψήφιος για Όσκαρ― Ντάστιν Χόφμαν.
Η πορεία του Λένι Μπρους ήταν γεμάτη εμπόδια και αντιφάσεις, κινούμενη από τα κουρέλια προς τη δόξα και ξανά πίσω. Η ταινία παρουσιάζει τα πρώτα χρόνια της καριέρας του, με τα αποτυχημένα αστεία σε ένα μισοκοιμισμένο κοινό, μέχρι την ανάδειξή του σε σύμβολο της αντικουλτούρας χάρη στο σήμα-κατατεθέν της σκηνικής παρουσίας του: τη μείξη διαβρωτικών κοινωνικών σχολίων, με βωμολοχίες και προσβολές προς πάσα κατεύθυνση. Ο Λέοναρντ Άλφρεντ Σνάιντερ, πιο γνωστός με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Λένι Μπρους, γεννήθηκε το 1925 στο Λονγκ Άιλαντ και πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια που άφησαν σημάδια στην κατοπινή του ζωή. Οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν παιδί και αναγκάστηκε να φιλοξενηθεί στα σπίτια διαφόρων συγγενών. Το 1941, σε ηλικία 16 ετών, εγκατέλειψε το σχολείο και κατατάχθηκε στο πολεμικό ναυτικό, παίρνοντας μέρος στις μάχες που διεξάγονταν στο μέτωπο της Βόρειας Αφρικής, στη μεγάλη απόβαση των συμμάχων στη Σικελία και στην ιστορική μάχη του Άντζιο, κοντά στην Ρώμη.
Ο στρατός, όμως, δεν ταίριαζε στον Λένι. Φρόντισε λοιπόν, να κλείσει αυτό το κεφάλαιο της ζωής του με ένα τρόπο που προανάγγειλε τα μελλοντικά βήματά του. Το Μάιο του 1945, λίγες μέρες μετά την υπογραφή της συνθηκολόγησης και τη λήξη του μεγάλου πολέμου, δόθηκε μια επινίκια γιορτή στο πλοίο όπου υπηρετούσε. Η συμμετοχή του στην παράσταση έγινε φορώντας γυναικεία ρούχα και εκστομίζοντας χυδαία υπονοούμενα. Μπορεί να ενθουσίασε τους ναύτες αλλά σοκάρισε τους αξιωματικούς. Ο Λένι Μπρους έπεισε τον γιατρό του πλοίου που τον εξέτασε, ότι η σκανδαλιστική συμπεριφορά του οφειλόταν στις καταπιεσμένες ομοφυλοφυλικές τάσεις του. Το αποτέλεσμα ήταν να εκδιωχθεί με συνοπτικές διαδικασίες από τον στρατό, «για λόγους ακαταλληλότητας στη ναυτική υπηρεσία» όπως ανέφερε το ―ατιμωτικό― απολυτήριο. Αυτό, όμως, ουδόλως τον πτόησε.
Το 1947 κέρδισε το πρώτο του νυχτοκάματο, 12 δολάρια και ένα πιάτο μακαρόνια, για την παρθενική του εμφάνιση ως stand-up κωμικός σε ένα μπαρ του Μπρούκλιν. Ακολούθησαν παραστάσεις σε νάιτ κλαμπ και στριπτιζάδικα, όπου είχε την ευκαιρία να επεξεργαστεί το (ακατέργαστο ακόμα) χιούμορ που θα χαρακτήριζε αργότερα τον αιχμηρό του λόγο. Σύμφωνα με τον βιογράφο του, Άλμπερτ Γκόλντμαν, ο Λένι «βυθίστηκε στον πυθμένα του βαρελιού, δουλεύοντας σε μαγαζιά που ήταν χαμηλότερα και από τα χαμηλά. Εκεί βρήκε απόλυτη ελευθερία και επινοητικότητα, που συγγένευε με το ύφος και την έμπνευση των καινούριων φίλων του, των μουσικών της τζαζ».
Η δημοσιότητα που απέκτησε σταδιακά ο Λένι Μπρους, οφειλόταν, εν πολλοίς, στην ελευθεροστομία του. Καυτηρίαζε από σκηνής τις σεξουαλικές, ρατσιστικές και θρησκευτικές προκαταλήψεις, με ένα λόγο που τσάκιζε κόκαλα: «Αν ο Θεός έπλασε το ανθρώπινο σώμα και το σώμα αυτό θεωρείται “βρόμικο”, τότε το λάθος ανήκει στον κατασκευαστή». Ξεσκέπαζε την υποκρισία, λέγοντας: «Το πρόβλημα είναι ότι πάντα περιμένουμε από τις γυναίκες να αποτελούν συνδυασμό μιας καθώς πρέπει δασκάλας και μιας πουτάνας με ταρίφα 50 δολαρίων». Χτυπούσε το κατεστημένο και τους ―μελλοντικούς― ταγούς της εξουσίας, υποστηρίζοντας: «Κάποια μέρα η μαριχουάνα θα νομιμοποιηθεί, γιατί πολλοί φοιτητές της Νομικής που σήμερα καπνίζουν “χόρτο” θα γίνουν κάποτε Γερουσιαστές και θα τη νομιμοποιήσουν, για να προστατεύσουν τους εαυτούς τους».
Η κινηματογραφική μεταφορά της ζωής του Λένι Μπρους κυκλοφόρησε οκτώ χρόνια μετά το θάνατό του, με ζωντανή ακόμα την εικόνα του στην μνήμη του κοινού. Για αυτό, παρέμεινε πιστή στο στοιχείο που τον χαρακτήριζε: την αθυροστομία. Σε μια σκηνή, ο Ντάστιν Χόφμαν επαναλαμβάνει κατά λέξη ένα μονόλογο του Λένι Μπρους, με βάση μια μαγνητοταινία από την ηχογράφηση ενός σόου: «Τι είναι βρόμικο; Και τι είναι καθαρό; Αν έπρεπε να κάνω μια επιλογή, θα προτιμούσα να δει το παιδί μου μια πορνοταινία - παρά μια “καθαρή” ταινία, όπως “Ο Βασιλεύς των Βασιλέων”. Γιατί; Επειδή “Ο Βασιλεύς των Βασιλέων” είναι γεμάτος φόνους και βαρβαρότητες και εγώ δεν θέλω το παιδί μου να σκοτώσει τον Χριστό, όταν με το καλό επιστρέψει στη Γη. Επειδή αυτό ακριβώς συμβαίνει στην συγκεκριμένη ταινία. Από την άλλη, πες μου μια “βρόμικη” ταινία όπου οποιοσδήποτε γρονθοκοπείται ή σκοτώνεται. Αν είσαι τυχερός, μπορεί να δεις κάποιον να δένεται, ή να μαστιγώνεται πολύ ελαφρά με μια ζώνη, αλλά το μόνο που πραγματικά βλέπεις εκείνη τη μιάμιση ώρα, είναι πολλά ξεγυμνώματα, αγκαλιές, φιλιά και γκρίνια, πολύ γκρίνια. Ω Θεέ μου! Και όταν φτάνει στο τέλος της μια σκηνή, ή και η ίδια η ταινία, τότε αποκαλύπτεται το μόνο πιθανό όργανο θανάτου: ένα μαξιλάρι. Το εργαλείο με το οποίο κάποιος μπορεί να πνίξει μια γκόμενα, όπως συμβαίνει στις ταινίες τρόμου. Όμως εδώ, ο τύπος παίρνει το μαξιλάρι και το γλιστράει απαλά στο γυμνό της σώμα. Και χάνουν και οι δυο το μυαλό τους. Και κανείς τους δεν τραυματίζεται ή σκοτώνεται. Και είναι ωραίο. Έτσι τελειώνουν, κατά κανόνα, τα “βρόμικα” αυτού του είδους».
Η ταινία φωτίζει επίσης την πολυτάραχη ζωή του Λένι Μπρους: Τον εθισμό στα ναρκωτικά, τη συμμετοχή σε ερωτικά πάρτι, τους εσωτερικούς δαίμονες που τον τυραννούσαν. Ήταν η ίδια πάνω-κάτω εποχή, που η καριέρα του άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα. Οι αρχές εξαπέλυσαν ένα ανελέητο κυνηγητό, με την κατηγορία του «αισχρού χιούμορ». Ο Λένι Μπρους συνέχιζε απτόητος, χρησιμοποιώντας ως όπλο αυτό για το οποίο τον κατηγορούσαν: «Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το “γαμήσου” θεωρείται προσβολή, αφού η πράξη αυτή είναι υπέροχη», έλεγε από σκηνής. «Αν θέλουμε να είμαστε πραγματικά κακοί, θα έπρεπε να λέμε “μη γαμηθείς!”».
Η συνέχεια της κόντρας του με τις αρχές επιφύλασσε πολλά δυσάρεστα για εκείνον. Στις συλλήψεις και τις δικαστικές παραπομπές που ακολούθησαν αναφέρεται ο ίδιος εκτενώς στην αυτοβιογραφία με τίτλο Πώς να μιλάς βρόμικα και να επηρεάζεις τον κόσμο. Ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1965, λίγο πριν τον πρόωρο θάνατό του, διευρύνοντας τα όρια της ελευθερίας τού λόγου και αμφισβητώντας την ιερότητα της οργανωμένης θρησκείας και άλλων κοινωνικών και πολιτικών συμβάσεων που θεωρούσε ότι ήταν υποκριτικές. «Κακώς λέγεται ότι το αμερικανικό Σύνταγμα γράφτηκε για να προστατεύσει τους εγκληματίες. Γράφτηκε για να προστατεύσει την κυβέρνηση από το να γίνει εγκληματίας», σημείωνε στον πρόλογο του βιβλίου.
Στην αυτοβιογραφία του παραθέτει τις πολυποίκιλες διώξεις που υπέστη: Στο Μαϊάμι τον συνέλαβαν γιατί υποδύθηκε ένα παπά. Στο Σαν Φρανσίσκο και στο Σικάγο επειδή χρησιμοποίησε προκλητικές φράσεις από σκηνής. Στη Βοστώνη για έναν επαναστατικό κήρυγμα υπέρ της ελευθερίας του λόγου. Στην Φιλαδέλφεια και το Λος Άντζελες, για κατοχή ναρκωτικών. Η απάντηση για όλα αυτά αντανακλούσε το αιχμηρό του χιούμορ: «Υποθέτω ότι αυτό που συμβαίνει είναι, αν η σύλληψή σου πάρει μεγάλη δημοσιότητα στη Φιλαδέλφεια και μετά τo Σαν Φρανσίσκο, τότε, όταν φτάσεις στην επόμενη πόλη οφείλουν να σε συλλάβουν και εκεί. Αλλιώς, τι σκατά πόλη διοικούν;».
Στιγματισμένος ως «αρρωστημένος» κωμικός, ο Λένι Μπρους κόπηκε από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, θεωρήθηκε ανεπιθύμητο πρόσωπο σε πολλές πόλεις των ΗΠΑ και μπήκε στη μαύρη λίστα των περισσοτέρων νυχτερινών κέντρων, επειδή οι ιδιοκτήτες φοβόντουσαν την ποινική δίωξη. Σε μια από τις ―λιγοστές, πλέον― εμφανίσεις του, τον Απρίλιο του 1964 σε ένα κλαμπ του Γκρίνουιτς Βίλατζ, τον συνέλαβαν ―μια ακόμα φορά― ντετέκτιβ της αστυνομίας που βρίσκονταν ανάμεσα στο κοινό. Σύμφωνα με τις καταθέσεις τους, εκείνη τη βραδιά είχε χρησιμοποιήσει περισσότερες από 100 «βρόμικες λέξεις». Παρά τη θερμή υποστήριξη που είχε από διάφορους, ανάμεσά τους ο Νόρμαν Μέιλερ, ο Άλεν Γκίνσμπεργκ, ο Γούντι Άλεν και ο Μπομπ Ντίλαν, βρέθηκε ένοχος και καταδικάστηκε για το αδίκημα της αισχρότητας.
Στη διάρκεια της δίκης διαβάστηκε από την πλευρά της υπεράσπισης απόσπασμα ενός άρθρου του δημοσιογράφου Άρθουρ Γκελμπ, που δημοσιεύτηκε εκείνες τις μέρες στις σελίδες των New York Times: «Παρόλο που μερικές φορές φαίνεται να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να συγκρουστεί με το κοινό αίσθημα, ο κύριος Μπρους επιδεικνύει έναν έντονο πνεύμα ηθικής κάτω από την αυθάδεια που τον χαρακτηρίζει. Τα ανατρεπτικά σχόλια στις παραστάσεις του, μοιάζουν σαν μια σωτηριολογική διάλεξη. Είναι σαρδόνια, σίγουρα διεγερτικά και αρκετά συχνά αστεία ― αλλά ποτέ με εύθυμο τρόπο. Η κοροϊδευτική του διάθεση σπάνια προκαλεί ένα άνετο γέλιο. Απαιτεί συγκέντρωση. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να αποσπάσεις ένα θλιβερό χαμόγελο, ή ένα γέλιο εκτίμησης. Υπάρχουν όμως κάποιοι τρόποι πραγματικά ξεχωριστοί, καθώς είναι ικανοί να προκαλέσουν μια έκλαμψη του νου και μια μαχητική σπίθα στο βλέμμα.».
Η καταδίκη του αποτέλεσε τη χαριστική βολή. Οι συνεχείς πιέσεις, σε συνδυασμό με τα χρέη που είχε δημιουργήσει, έσπρωξαν τον ―αυτοκαταστροφικό κατά βάθος― Λένι Μπρους βαθιά στην προσωπική του κόλαση. Στις 3 Αυγούστου του 1966 βρέθηκε νεκρός στο μπάνιο του σπιτιού του, με μία άδεια σύριγγα δίπλα του. Ήταν μόλις 40 ετών. Η λιτή ανακοίνωση για τα αίτια του θανάτου ανέφερε: «Οξεία δηλητηρίαση από μορφίνη, προκληθείσα λόγω υπερβολικής δόσης». Αλλά ο φίλος του, μουσικός παραγωγός Φιλ Σπέκτορ, αντέτεινε: «Πέθανε από υπερβολική δόση αστυνομίας». Εκατοντάδες θαυμαστές και συμπαραστάτες στον αγώνα για την ελευθερία του λόγου συγκεντρώθηκαν στο κοιμητήριο όπου έγινε η ταφή του, ενώ το περιοδικό Πλεϊμπόι τον αποχαιρέτησε με αυτές τις λέξεις: «Νεκρός στα 40. ΑΥΤΟ είναι αισχρότητα».
Χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν τέσσερις δεκαετίες από το θάνατό του, για να δικαιωθεί ―επιτέλους― το αδέσμευτο πνεύμα και ο επιδραστικός ρόλος του Λένι Μπρους. Στις 23 Δεκεμβρίου 2003, ο τότε κυβερνήτης της Νέας Υόρκης Τζορτζ Πατάκις, απάλλαξε με επίσημη πράξη τον Λένι Μπρους από την παλαιά καταδίκη για αισχρότητα. Αυτή, μάλιστα, ήταν η πρώτη μεταθανάτια χάρη στην ιστορία της Νέας Υόρκης. Ο βιογράφος του, Άλμπερτ Γκόλντμαν, έγραψε: «Δεν ήταν απλός περφόρμερ, αλλά ένα μέσο μετάδοσης μηνυμάτων που περιείχαν επαναστατικές ιδέες και αξιοσημείωτες προφητείες».
Το πρωτότυπο τρέιλερ της ταινίας: