Χάρτης 66 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-66/afierwma/o-lighos-khronos-sti-rwmi
Μου κάνει εντύπωση που ο κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός στη Ρώμη, το τεράστιο και σαν βιομηχανική αποθήκη κτήριο Roma Termini, δεν έχει ένα μεγάλο ρολόι στην πρόσοψή του. Και στο εσωτερικό, πριν από τις αποβάθρες, στο ταμπλό των αναχωρήσεων και αφίξεων μόνο ένα κάπως μεγάλο ηλεκτρονικό ρολόι στο χρώμα των ανακοινώσεων. Επίπεδο, απρόσωπο, ούτε ζωντανό ούτε νεκρό, σαν να μην έχει σχέση με τη ροή του χρόνου και τη φθορά που αυτή δημιουργεί. Η φθορά όμως με βρίσκει με το που αφήνω τον σταθμό πίσω μου και αντικρίζω την πόλη. Για πρώτη φορά. Και μέσα στη ματιά αυτή πέρα μπροστά η ευκρινής κουκκίδα ενός μικρού, στρόγγυλου ηλεκτρικού ρολογιού πάνω σε μια βαθυπράσινη ανάγλυφη μεταλλική κολόνα στο πεζοδρόμιο. Δεν πέρασε πολύς περιπατητικός χρόνος ώσπου να διαπιστώσω ότι στο κέντρο της Ρώμης τουλάχιστον υπάρχουν παρόμοια ακριβώς στο σχήμα και την όψη ρολόγια κάθε πενήντα ή εκατό μέτρα. Πάντα στην κορυφή παρόμοιων κολόνων. Διαπιστώνω εύκολα ότι είναι φτιαγμένα από διαφορετικούς κατασκευαστές και όλα έχουν ακριβώς από κάτω τους μια πινακίδα που με διαφορετική αισθητική διαφημίζει διαφορετικά προϊόντα η κάθε μια. Ένα αποτελεσματικό, σκέφτομαι ίσως, κόλπο της αγοράς, να προσφέρει ακρίβεια χρόνου και πληροφορίες για αντικείμενα προς κατανάλωση (με τιμές σχεδόν ίδιες με τις ελληνικές σε ένα κράτος με πολύ μεγάλους, αν όχι διπλάσιους, μισθούς). Τι γέννησε όμως τη μέθοδο αυτή στην αιώνια πόλη; Είναι ένας τρόπος να κρατά τους πολίτες της στο άμεσο παρόν, να δίνει έμφαση στη φυγή ή αποφυγή του παρόντος, να στιγματίζει ή να αποστιγματίζει τη στιγμή του; Είναι μια υπενθύμιση ότι ο χρόνος είναι κάτι τετριμμένο, επουσιώδες που κανείς απλά το προσπερνά στον δρόμο προς κάτι πιο ουσιαστικό; Ίσως πάλι η επακριβής χρονική συνειδητότητα προκαλεί την ποιητική ενατένιση ή τον συλλογισμό ή την αίσθηση που κάνει απτή την απεραντοσύνη της αιωνιότητας, όπως κάπως παρεμφερώς νομίζω σημειώνει ο Ζέμπαλντ στο Άουστερλιτς – αλλά δίχως τη «θολούρα» τώρα εδώ στη Ρώμη (σ. 101, μτφρ. Ιωάννα Μεϊτάνη, Άγρα 2001), αντίθετα με ευχάριστη διαύγεια – ή εμπνέει έναν διάλογο ή ένα παιχνίδι ανάμεσα στο παρόν και στο διηνεκές ή ανάμεσα στην αφθαρσία και τη φθορά, τη βαθιά πατίνα του χρόνου πάνω στα αρχαία μνημεία και ερείπια και πάνω στα σύγχρονα κτίρια (παντού αποκλεισμένοι δρόμοι λόγω ανακαινίσεων και ανακατασκευών) και πάνω στους μαύρους λιθόστρωτους δρόμους και πάνω στον ίδιο τον τουρισμό, κάτι που κάπου κάπου διαφαίνεται στις εκφράσεις των μόνιμων κατοίκων του κέντρου είτε πρόκειται για ταξιτζήδες (όλοι άντρες τις αρκετές φορές που πήρα ταξί) είτε για πωλήτριες και πωλητές είτε για το πλήθος στις τοπικές αγορές είτε για το συνωστισμένο πλήθος στις δυο γραμμές του υπογείου. Οι άνθρωποι της Ρώμης δείχνουν τότε κουρασμένοι, απαθείς, απρόθυμοι να χαμογελάσουν. Μου στέλνουν όμως μεγάλα χαμόγελα τα δέντρα της Ρώμης, τα ψηλά πλατύκομα πεύκα, τα εξίσου ψηλά και συχνά ραδινά πλατάνια και οι λαμπρές σκουροπράσινες μαγνιόλες. Αυτά κυρίως, αγνοώντας τη δομημένη και πλαισιωμένη ροή του χρόνου, απορροφούν τη ματιά μου και την προσοχή μου και την ανάγκη μου για γαλήνη. Στη σιωπή των απόμερων περιοχών της Ρώμης, όπως γύρω από την πλατεία με τον Πύργο του Pολογιού, Torre dell’Οrologio, ο χώρος επικρατεί του χρόνου, η απαλή αίσθηση της αιωνιότητας σβήνει τους θορύβους, ο περίπατος στο εσωτερικού ενός τεράστιου γλυπτού ανοίγεται στην πολυσύμμετρη υφή της αστικής γεωμετρίας και τη ζεστασιά των χρωμάτων της, των αποχρώσεων που έχουν οι όγκοι που με περιβάλλουν. Κεραμιδί, σοκολατί, τριανταφυλλί, της ώχρας. Η ατμόσφαιρα αυτή της γαλήνης, της αταραξίας με κράτησε ώρα στην περιοχή της Πλατείας των Ιπποτών της Μάλτας πάνω από τον Τίβερη με την πόλη απλωμένη μπροστά μου, τις φορτωμένες νεραντζιές γύρω μου, τη Βασιλική του Αγίου Πέτρου στο βάθος. Στη σχετικά λιτή Βασιλική της Αγίας Σαβίνας κοίταξα μέσα από τη δική της τρύπα στον τοίχο (που είναι πιο γενναιόδωρη από τη διάσημη κλειδαρότρυπα των Ιπποτών στην πλατεία πιο πάνω), είδα στα δεξιά τη γεμάτη καρπούς νεραντζούλα (νενούλα θα την έλεγα μικρός) στην εσωτερική, περίκλειστη αυλή και μπροστά της παρατήρησα για ώρα τον σεμνό δομινικανό ασκητή και δεν αμφιβάλλω εξασκητή του ρωμαϊκού χρoνικού συστήματος των έξι ωρών, που ίσως κάνει πιο συμπαγή την αιωνιότητα, ή συμβολικό ιδρυτή ή συντηρητή ή επισκέπτη έστω του νερορολογιού ή υδροχρονόμετρου, Οrologio ad acqua, στη Λεωφόρο με το ίδιο όνομα στον κήπο της Βίλας Μποργκέζε, όπου βέβαια έφτασα διασχίζοντας την αλέα με τις μεγάλες και πυκνόφυλλες μαγνιόλες (μη διστάζοντας ακόμη και κει ν’ αναρωτηθώ αν κάποτε θα γίνουν έτσι και αυτές οι καχεκτικές στην πλατεία Αριστοτέλους της Θεσσαλονίκης), είδα τα μεγάλα κίτρινα, με πολλά μικρά πέταλα λουλούδια στην αριστερή μεριά, διάβασα τις βιβλικές λέξεις «Lignum habet spem», «Το δέντρο έχει ελπίδα», στον τοίχο της οπής. Ναι, νομίζω τα δέντρα της Ρώμης έχουν κερδίσει τα αισθήματά μου, ιδιαίτερα αυτά με φόντο τις αποχρώσεις του κεραμιδί, της ώχρας, των τριαντάφυλλων. Με κάνουν όλα μαζί να νιώθω ευφορία που βρίσκομαι και υπάρχω ενεργά πάνω στη γη αυτή, που τελικά αφήνομαι σ’ αυτή, στον αιωνιοφανή χώρο της.