Χάρτης 66 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-66/biblia/i-ikhw-tis-siopis-i-o-ionas-en-ti-koilia-toi-lithoi
Είσοδος: מִלִּפְנֵי יְהוָה …
...φυγείν...εκ προσώπου Κυρίου...מִלִּפְנֵי יְהוָה...[1]
Πώς να αναγγείλεις την καταστροφή; Πώς να προειδοποιήσεις την Νινευή, την Πόλη την Μεγάλη για το τέλος της; Πώς να μιλήσεις για το τέλος του κόσμου, αν δεν αλλάξει;
Φυγείν... ? מִלִּפְנֵי יְהוָה Πού, πώς, προς τα πού, προς τί να διαφύγεις; Ο προφήτης Ιωνάς της Βίβλου κατέληξε εν τη κοιλία του κήτους. Ο Ιωνάς του ποιητή Δημήτρη Λεοντζάκου βρέθηκε εν τη κοιλία του Λίθου, στα σπλάχνα μιας Λίθινης Εποχής, στα βάθη του παρόντος απολιθωμένου κόσμου
Μοναχικός περπατώ
σαν φλέβα
καθαρού μέλλοντος
στου λίθου τα σπλάχνα (σελ. 9)
|
Πώς να διαφύγεις, όταν είσαι έγκλειστος
στης πέτρας βαθιά
την καρδιά
Πώς να βγεις από
...τον κόσμο
που ασφυκτιά
που ασφυκτικά σε περιβάλλει
σαν το σπίτι σου (σελ. 34)
εκεί που
Τυφλοί γεννιόμαστε
και προχωρούμε τυφλοί
ολόκληροι
αποκλεισμένοι απ’ την ανάσταση
ανίκανοι να αντικρίσουμε
το ανομολόγητο κρίμα (σελ. 13)
κι ακόμα μαζί με
...τους θνητούς σαν τα τρωκτικά
να χτυπούν τυφλά στα τοιχώματα
του άγνωστου του απάνθρωπου
του αβέβαιου πλεούμενου
που λέγεται ανθρώπινη λήθη (σελ. 21)
Πώς να φύγεις και πού να βρεις καταφύγιο, όταν όπως λέει ο ποιητής
Καταφύγιο εμείς
δεν είχαμε ποτέ
ούτε κορυφή
ή όνομα... (σελ. 34)
Ο προφήτης Ιωνάς της Βίβλου εβόησε εκ της κοιλίας του κήτους
...άβυσσος εκύκλωσέ με εσχάτη..
...αναβήτω εκ φθοράς η ζωή μου... (Ιων. 2:6-7)
Ο Ιωνάς του ποιητή Λεοντζάκου μιλάει κι αυτός στου λίθου τα σπλάχνα για την δική του απρόσμενη ανάβαση
σαν πουλί υψώνομαι
τώρα και ισορροπώ
πάνω από την απύθμενη άβυσσό σου
σαν να είμαι εγώ
της στεντόρειας φωνή σου
―της σιωπής σου―
η ηχώ (σελ. 9 )
Ακούγοντας το ανήκουστο
Ο Δημήτρης Λεοντζάκος συνθέτει μια ωδή σιωπηρή, όπως γράφει στον υπότιτλο της συλλογής του. Η ποιητική ωδή του είναι ένα άσμα που αντηχεί το ά-ηχο, ακούγοντας το ανήκουστο.
Δεν ακούγεται η σιωπή:
βρυχάται! (σελ. 51)
Παράλογο; Ά-τοπον; Ναι, με την έννοια του εξαίφνης στον πλατωνικό διάλογό Παρμενίδης. Θα λέγαμε, ότι παραπέμπει σε μια ποιητική διαλεκτική.
Ας θυμηθούμε την καίρια παρατήρηση του μεγάλου ζωγράφου Paul Klee: «Η Τέχνη δεν αναπαράγει το ορατό, καθιστά ορατό».[2] Πέρα από την εικαστική τέχνη η αντίληψη του Κλέε θα μπορούσε να προεκταθεί στην Τέχνη σε όλες της τις μορφές, στην Ποίηση ως πολύμορφη δημιουργία. Όπως επέμενε ο Gilles Deleuze, η Τέχνη είναι capture des forces,[3] σύλληψη δυνάμεων που δεν είναι άμεσα ορατές ή ακουστές αλλά δρουν, αλληλεπιδρούν, εναντιοδρομούν και εναντιοτρέπονται, για να μιλήσουμε στην γλώσσα του Ηρακλείτου.
Τα δυναμικά πεδία βρίσκονται εκτός των αντιληπτικών ορίων μιας τυπικής λογικής που απεχθάνεται την βάσανο της αντίφασης. Αντίθετα, η ποίηση του Λεοντζάκου διέπεται από την αγωνία ως λογική
Η αγωνία σου
είναι η μόνη λογική
με την οποία μπορώ
να καταλάβω
τον κόσμο... (σελ. 10)
Και η αγωνία της ύπαρξης είναι ακριβώς αντίφαση, το βάσανο της. Σύμφωνα με τον περίφημο ορισμό του Kierkegaard, η αγωνία συμπάσχει αντιπαθώντας και αντιπαθεί συμπάσχοντας.[4] Η σιωπηρή ωδή του Λεοντζάκου τείνει, όπως ρητά σημειώνει προς το αφόρητο.
Μόνο τείνοντας προς το ακραίο όριο της έντασης της αντίφασης φτάνει στην ρήξη, την Τομή και την υπέρβαση. Μόνον έτσι ακούς το ανήκουστο, την σιωπή να βρυχάται σαν λέοντας.
Με την λογική της αγωνίας ο Λεοντζάκος προσφεύγει στην φτώχεια ως μέθοδο. Η ποιητική δημιουργία προϋποθέτει το δικό της ex nihilo. Ο ποιητής του Ιωνά ζητά σαν αφετηρία την απουσία, την απόσταση σαν εκείνη ενός μακρινού φάρου που οδηγεί μέσα στο σκοτάδι, μια απογύμνωση από τα πάντα, όπως γυμνή είναι η ανθρώπινη ύπαρξη στον κόσμο της αποξένωσης.
Η φτώχεια είναι το χρώμα
τα ψίχουλα
και
τα πετεινά του ουρανού σου
αφού
της αγάπης
είσαι εσύ
―ω άναρχη αρχή―
το άθυρμα (σελ. 12)
Αυτή η φτώχεια είναι κι η απαρχή της δημιουργίας του κόσμου-και της ποίηση
Φτωχός είμαι σαν την αστραπή
που γεννιέται
μέσα απ’ τα μάτια ενός νεογέννητου
μωρού
γιατί ο κόσμος ξεπηδά
πηγάζει από εκεί
απ’ του αδύναμου
την ακατάληπτη ομιλία (σελ. 19)
Το ποίημα αναδύεται και ανήκει από την γέννησή του στον κόσμο των ταπεινών
Τύλιξε στο αστραφτερό ρούχο
των στίχων σου ποίηση
αυτό το έρημο φτερό
το ταπεινό ποίημα
που η φτώχεια της σιωπής
του δίδαξε γραφή (σελ. 43)
Έξοδος
Ο ποιητής Δημήτρης Λεοντζάκος σαν ένας άλλος Ιωνάς εν τη κοιλία του Λίθου ακούει το ανήκουστο
...την ομιλία στης πέτρας
το κέντρο
μια ομιλία του αδύναμου που αποκτά την δύναμη
Τσακίζει η γλώσσα τον βράχο
και φλέγεται.
Σπάζει, λυγίζει, κραυγάζει
αλλά δεν λέγεται (σελ. 27)
Συνήθως οι φτωχοί και ταπεινοί και αδύναμοι είναι σιωπηλοί. Μέχρι να έρθει η ή ώρα η κραυγή τους να τσακίσει τους βράχους μιας λίθινης εποχής και η πράξη τους να γκρεμίσει έναν απολιθωμένο κόσμο.
Θα πει με προσμονή κι ο ποιητής Δημήτρης Λεοντζάκος
Απέραντος φυσάει
ο άνθρωπος
και απλώνεται σαν θύελλα
στου κόσμου πάνω
τον ιερό φλοιό
στων βυθών
άγρυπνος
την αρχαία οπή
την παμπάλαια σιωπή (σσ. 11-12)
Την σιωπή ενός Λέοντα ―μήπως του Λεβ Νταβίντοβιτς;― που βρυχάται.
Από μακριά, σαν να του γνέφει ο Πάουλ Κλέε. Σε ένα από τα ποιήματά του, θα γράψει κι αυτός για τους μικρούς και ταπεινούς που στην έρημο βρίσκουν κι αυτοί, όπως ο Ιωνάς της Βίβλου, μόνο την σκιά μιας κολοκύνθης
Η αιωνιότητα για τους μικρούς ανθρώπους
η αιωνιότητα έρχεται με τον χρόνο,
άφησέ τους να χορέψουν
είναι μικροί άνθρωποι
όχι ανθρωπάκια[5]
Μακάριοι οι Φτωχοί !
Μάρτιος 2024