Χάρτης 66 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-66/theatro/skhediazontas-to-ayrio-toi-eiropaikoy-theatroi
Η Nova Gorica στη Σλοβενία, μαζί με τη Gorizia στη Βόρειο Ιταλία θα είναι το 2025 η πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης. Πρώτη φορά στην ιστορία του θεσμού συμβαίνει κάτι τέτοιο, δηλαδή δύο πόλεις από δύο διαφορετικές χώρες να επιλέγονται ως πολιτιστική πρωτεύουσα. Ωστόσο, από μια άποψη όχι και τόσο περίεργο για κάποιον που γνωρίζει την ιστορία της περιοχής και το πώς διαμορφώθηκε το εθνικό καθεστώς των δύο πόλεων.
Κάποτε η Nova Gοrica ήταν προάστιο της ιταλικής Gorizia. Σύμφωνα με τη διαδικτυακή Wikipedia, η Συνθήκη των Παρισίων του 1947 χάραξε νέα σύνορα ανάμεσα στην Γιουγκοσλαβία και την Ιταλία, αφήνοντας μέγάλο μέρος της πόλης Gorizia σε ιταλικό έδαφος. Το 1948, η Σοβιετική Δημοκρατία της Σλοβενίας, με την υποστήριξη του Τίτο, θα δημιουργήσει (για ευνόητους λόγους) μια νέα πόλη ακριβώς δίπλα από την ιταλική με το όνομα Nova Gorica. Από το 2011 οι δύο αδερφές-πόλεις, η Nova και Stara Gorica, διoικούνται από ένα κοινό δημοτικό συμβούλιο.
Με αυτή τη σύνθετη όσο και ενδιαφερουσα προϊστορία κατά νου αντιλαμβανόμαστε γιατί το «Go Borderless»
υιοθετήθηκε ως το επίσημο motto της πολιτιστικής πρωτεύουσας 2025, όπως αντιλαμβανόμαστε επίσης γιατί η επιλογή της Nova Gorica για τη συνάντηση των ευρωπαϊκών εθνικών θεάτρων European Theatre Convention (ETC) ήταν και εύστοχη και πολυσημαίνουσα.
Για όσους δεν το γνωρίζουν το European Theatre Convention ιδρύθηκε το 1988 και είναι το μεγαλύτερo δίκτυο επιχορηγούμενων θεάτρων στην Ευρώπη. Αριθμεί 63 μέλη από 31 χώρες, ένας όγκος εντυπωσιακός που δίνει μια αρκετά περιεκτική εικόνα των θεατρικών πραγμάτων στην Ευρώπη σε μια εποχή κατά την οποία η Γηραιά Ήπειρος δεν περνά τις καλύτερες στιγμές της, καθώς την ταλανίζουν πολλά πιεστικά και δυσεπίλυτα θέματα, πολιτικά, κοινωνικά, γλωσσικά, θρησκευτικά.
Μπροστά στο μέγεθος των προβλημάτων και των αναταράξεων μπορεί να μην είναι εύκολος ο διάλογος, όμως κρίνεται απόλυτα αναγκαίος, εφόσον φυσικά το θέατρο θέλει να έχει λόγο και θέση σε όλα αυτά που συμβαίνουν. Και είναι πολύ σοβαρά αυτά που συμβαίνουν γιατί θέτουν εν αμφιβόλω τις περισσότερες βεβαιότητες που μας κληροδότησαν οι μεγάλες επαναστάσεις, πρώτα η Αμερικανική και μετά η Γαλλική και βεβαίως και πάνω από όλα ο Διαφωτισμός. Όσο ποτέ άλλοτε ο σύγχρονος κόσμος (κι όχι μόνο ο ευρωπαϊκός) έχει ανάγκη από αναχώματα ώστε να καταπολεμηθεί ο ταχύτατα εξαπλούμενος λαϊκισμός, τα fake news και όλα τα κακά συμπτώματα της post truth νοοτροπίας που εντέχνως και υπούλως καλλιεργείται και συντηρείται από διάφορους κύκλους, τόσο της πολιτικής όσο και των social media.
Σε μια εποχή μοναχικών πολιτών, όπου την πρωτοκαθεδρία στην ενημέρωση έχουν οι κατασκευασμένες, οι βολικές «αλήθειες», καλλιτέχνες, μελετητές, θεωρητικοί, ιστορικοί αλλά και απλοί πολίτες, καλούνται να ξαναδούν την έννοια της κοινότητας όχι ως ένα ενωμένο, συμπαγές και ομοιόμορφο collective σώμα, αλλά σαν μια διαλεκτική δοκιμασία ανάμεσα στη μοναξιά της μονάδας και τη συνύπαρξη με τους άλλους, δηλαδή τις πολλές διαφορετικότητες.
Αναμοχλεύοντας τους κώδικες αναπαράστσης
Είναι προφανές ότι η παγκοσμιοποίηση γέννησε πολλά προβλήματα με αιτίες που ξεπερνούν κατά πολύ τα εθνικά σύνορα και τις δυνατότητες κάθε χώρας ξεχωριστά να τα επιλύσει, γι’ αυτό και απαιτούνται άλλες μεθοδεύσεις πιο ενημερωμένες, πιο εξωστρεφείς και υποψιασμένες. Ειδικά για το θέατρο, οι καθιερωμένοι τρόποι αναπαράστασης και γόνιμου σχολιασμού της πραγματικότητας (κυρίως μέσα από εργαλεία που προσφέρει εδώ και 150 χρόνια ο ρεαλισμός) αδυνατούν να ανταποκριθούν με επάρκεια στην ποικιλότητα και τον κερματισμό των σύγχρονων φαινομένων, την ίδια στιγμή που οι καινούργιοι τρόποι δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμη ή, στην καλύτερη περίπτωση, βρίσκονται στο στάδιο του δοκιμαστικού σωλήνα, χωρίς να γνωρίζουμε με σιγουριά πού θα οδηγήσουν.
Ζούμε στην καρδιά ενός κόσμου που βρίσκεται στη φάση μετεξέλιξής του. Ένα κόσμο σε κατάσταση transit, στα όρια του οποίου βιώνουμε μια πρωτεϊκότητα που απειλεί να διαγράψει τις κατακτήσεις του παρελθόντος με την υπόσχεση της εισόδου νέων, μόνο που δεν γνωρίζουμε ακριβώς πού θα καταλήξουν οι υποσχέσεις της «νεότητας».
Μέσα από αυτό το πρίσμα αντιλαμβανόμαστε γιατί οι θεωρητικοί, τόσο του θεάτρου όσο και του πολιτισμού γενικότερα, στεγάζουν την εποχή μας κάτω από τον όρο «υγρή μοντερνικότητα», θέλοντας έτσι να υπογραμμίσουν τη διαφορά της με τη «στέρεη μοντερνικότητα» του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, τότε που ο κόσμος πίστευε στην ιδέα μιας γραμμικής, ορθολογικής προόδου, σύμφωνης με την κληρονομιά του Διαφωτισμού, και που είχε ως στόχο ή επιθυμία, αν προτιμάτε, την παντί τρόπω καθυπόταξη του χάους στο όνομα της τάξης. Στις μέρες μας αυτή η πάλαι ποτέ ασφάλεια και αισιοδοξία δεν φαίνεται να ισχύει. Η εποχή μας δεν διαθέτει μια καθαρή πυξίδα προς τα πού πηγαίνει και τι ακριβώς θέλει ή ονειρεύεται. Ζει μέσα σε ένα ανεμοστρόβιλο «-ισμών» που διαδέχονται ο ένας τον άλλο εν ριπή οφθαλμού, σε ένα περιβάλλον αντιφάσεων και αβεβαιοτήτων και εκ των πραγμάτων πορεύεται απορώντας και εικάζοντας. Μπροστά στις αλλαγές που διαδραματίζονται, οι δομές, οι ιδεολογίες, οι επιτελεστικοί και αναπαραστατικοί κώδικες και γενικά όλα όσα χαρακτήριζαν τον κόσμο της στέρεης μοντερνικότητας δεν μπορούν να κρατήσουν για πολύ τη μορφή τους. Αλλάζουν, όπως αναφέρω πιο πάνω, πάρα πολύ γρήγορα, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αποκτήσουν μια στέρεη φυσιογνωμία ή κάποιο σταθερό πλαίσιο αναφοράς για κοινωνική δράση. Μέσα σε αυτά τα συνεχώς μετακινούμενα δομικά (και όχι μόνο) πλαίσια κάθε σχεδιασμός και κάθε δράση αντέχουν όσο αντέχουν τα πλαίσια που τα φιλοξενούν, δηλαδή πολύ λίγο.
Οι προκλήσεις
Τα σημειώνω όλα αυτά για να τονίσω, ειδικά για το θέατρο, ότι οι προκλήσεις που το περιμένουν είναι τεράστιες και σύνθετες, γι’ αυτό, όπως υπογράμμισα, ο διάλογος είναι μια αναγκαιότητα. Μέσα σε όλη αυτή τη ρευστότητα και τη θάλασσα αβεβαιοτήτων, το θέατρο που θέλει να είναι δυναμικά παρόν, καλείται να αναζητήσει συστηματικά και πεισματικά τρόπους διαχείρισης όλων των θεμάτων που προέκυψαν μέσα στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης και του μεταμοντερνισμού και κυρίως θεμάτων που αφορούν την ελεύθερη έκφραση, η οποία όσο περνά ο καιρός αποψιλώνεται. Η κουλτούρα της ακύρωσης σε συνδυασμό με την πολιτική ορθότητα ενώ δεν στερούνται πολλών και θετικών στοιχείων, έχουν δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα όπου μάχονται πολλές δημοκρατίες και πολλές αλήθειες χωρίς κάποια σημεία γόνιμης σύγκλισης που να οδηγούν σε μια μεγάλη δημοκρατία που να ενώνει. Και το θέατρο που θέλει να ελπίζει σε ένα καλύτερο και λιγότερο συγκρουσιακό μέλλον, καλείται να αναζητήσει τρόπους και δράσεις που θα βοηθήσουν ώστε η κοινωνία και οι τέχνες της να λειτουργήσουν όσο γίνεται πιο ενωτικά, πιο συμπεριληπτικά, πιο γενναιόδωρα, χωρίς άδικους αποκλεισμούς και διακρίσεις που έχουν ως βάση το φύλο, τη σεξουαλικότητα, την καταγωγή, την αρτιμέλεια, το χρώμα, την ηλικία, τη θρησκεία, το κοινωνικό στάτους. Μπροστά στην παγίδα της εξωτικής και εμπορεύσιμης ετερότητας το θέατρο καλείται να σταθεί κριτικό και αυστηρό, όπως καλείται να σταθεί έντιμα και υποψιασμένα απέναντι στις ιδιαιτερότητες των πολιτισμών. Αυτό επιβάλλει σχολαστική διερεύνηση των αδιεξόδων της εποχής μας με στόχο την ανεύρεση του καλύτερου δυνατού τρόπου αξιοποίησης των σύνθετων συμπτωμάτων τους, εγχείρημα διόλου εύκολο γιατί προϋποθέτει τολμηρές αποφάσεις, ρήξεις, όραμα και φυσικά αναθεώρηση, όπως είπα, βασικών στρατηγικών αναπαράστασης ώστε το άτομο, δυνάμει θεατής ή καλλιτέχνης, να έχει ένα καλύτερο οδικό χάρτη της παγκόσμιας κατάστασης και του παιγνίου της ισχύος και κυριαρχίας, όπως έχουν διαμορφωθεί μέχρι σήμερα.
Στο διά ταύτα
Τα αναφέρω όλα αυτά τα γενικά σχόλια για να πω ότι η όλη φιλοσοφία που διέπει το ETC είναι ένας τέτοιος οδικός χάρτης, γιατί ακριβώς βρίσκεται μέσα στο πνεύμα των ανήσυχων καιρών μας. Έχει εντοπίσει αρκετά από τα ελλείμματα, έχει ζυγίσει αρκετές από τις δυσκολίες και κινείται ανάλογα. Κρίνοντας από τα μέχρι τώρα προγράμματά του, είναι ηλίου φαεινότερο ότι θέλει να καλλιεργήσει, μέσω του θεάτρου, το όραμα μιας Νέας Ευρώπης του αύριο, πιο δημοκρατικής και πιο ευαίσθητης στα θέματα που μαστίζουν την ίδια αλλά και τον πλανήτη στο σύνολό του. Θέλει ένα ευρωπαϊκό θέατρο δημιουργικού διαλόγου, ανταλλαγής απόψεων, αντιμετώπισης και συζήτησης προβλημάτων. Εξού και η ποικιλότητα των προγραμμάτων του όλα αυτά τα χρόνια, οι συμπαραγωγές, οι συνέργειες και τα συνέδρια, όλα γόνιμη τροφή για σκέψη και στοχασμό, σε μια ιστορική στιγμή όπου η βιοπολιτική της αγοράς θέτει ολοένα και πιο έντονα και σκληρά τους όρους επιβίωσης ανθρώπων και τεχνών.
Μέσα από αυτό το πρίσμα της αναζήτησης και της γενικότερης αγωνίας, είναι ενδεικτικός και ο τίτλος του τριετούς προγράμματος του ETC, "TRANSFORMATIONS
- Recharging
European
Theatres
and
Audiences
in
a
Post-Covid World" [ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ: Επαναφορτίζοντας τα Ευρωπαϊκά Θέατρα και το Κοινό τους στη Μετα-Κόβιντ Εποχή»], το οποίο, σύμφωνα με το αναρτημένο πρόγραμμα στο site του, έχει, μεταξύ άλλων, ως στόχο του να υλοποιήσει ένα μακρόπνοο όραμα για το ευρωπαϊκό θέατρο στο σύνολό του, ένα θέατρο προσβάσιμο σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού και κυρίως τους νέους. Και είναι λογικό και σωστό το ότι δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην παιδεία των νέων. Όλα άλλωστε από εκεί αρχίζουν. Και το πρόγραμμά του «Young Europe [Νέα Ευρώπη»], σε αυτό στοχεύει: στη διεύρυνση του «επίσημου» κανόνα της ευρωπαϊκής θεατρικής λογοτεχνίας, με ιδιαίτερη έμφαση στα «ξεχασμένα» ή αγνοημένα ή παραγκωνισμένα ή φιμωμένα θεατρικά έργα, αλλά και στη συγγραφή νέων έργων που να αφορούν ειδικά το νεανικό κοινό της σύγχρονης Ευρώπης, ένα κοινό που δεν απασχολεί ιδιαίτερα μελετητές θεατρολόγους. Παράλειψη τεράστια γιατί όλα εκεί αρχίζουν.
Αυτό έγινε πράξη στη συνάντηση της Nova Gοrica (από τις 16 Απριλίου μέχρι τις 21 Απριλίου 2024), όπου αναζητήθηκαν μοντέλα σκέψης και γραφής που να προέρχονται από μη κυρίαρχες φωνές/ομάδες ή ιστορίες που δεν ακούγονται συχνά ή και καθόλου, ώστε να βγουν στην επιφάνεια νέες αξίες, νέα ιδανικά, νέα συμπεριληπτικά όνειρα και νέες τακτικές και μέθοδοι διδασκαλίας και υλοποίησής τους, με την ελπίδα πάντοτε πως έτσι θα βοηθήσουν ώστε το θέατρο να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα, δηλαδή πιο πέρα από τα όρια που έχει θέσει η μέχρι τώρα κυρίαρχη παρουσία μιας θεατρικής Ευρώπης κατά βάση λευκής, μεσοαστικής, δυτικοκεντρικής και ανδρικής.
Με άλλα λόγια, μέσα από αυτό το πρόγραμμα το ETC προσβλέπει σε ένα θέατρο διευρυμένο αισθητικά και ιδεολογικά, ώστε να είναι πιο κοντά στις ευαισθησίες και τις αγωνίες των νέων, ένα θέατρο με θέματα αλιευμένα κατευθείαν μέσα από τη ζωή τους, όπως αυτή διαμορφώνεται σε αυτό τον πολυπολιτισμικό πλανήτη των τρομακτικών αλλαγών: κλιματικών, οικονομικών, εθνογραφικών, ανθρωπολογικών, θρησκευτικών, ιδεολογικών. Ένα θέατρο που νοιάζεται, που ακούει, που ονερεύεται μια Νέα Ευρώπη της ειρηνικής και γόνιμης συνύπαρξης των διαφορετικοτήτων.
Εάν υπάρχει μια λέξη που θα λέγαμε ότι χαρακτηρίζει την όλη προσπάθεια είναι η λέξη-κλειδί «βιωσιμότητα» (sustainability—οικονομική, οικολογική, κοινωνική, θεματική). Σύμφωνα με τον ορισμό των Ηνωμένων Εθνών, η οποιαδήποτε εξέλιξη είναι βιώσιμη στον βαθμό που ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος, χωρίς αυτό να περιορίζει τη δυνατότητα των επερχόμενων γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες.
Στην τέταρτη φάση του προγράμματος «Transformations/ Young Europe», πέρα από τις ενδιαφέρουσες συζητήσεις με θέματα όπως “Playwriting with Young Europe IV Playwrights and Mentors,» “Expanding the Shared Drama,» “Audience Development and Artistic Education”, οκτώ θέατρα από εννέα ευρωπαϊκες χώρες (Ολλανδία, Σλοβακία, Σλοβενία, Λευκορωσία, Κύπρος, Αγγλία, Γερμανία, Μάλτα), συμμετείχαν στο φετινό φεστιβάλ με τον τίτλο «Ανακαλύψτε τη Νέα Ευρώπη IV: Έργα για τη σχολική τάξη» [«Discover Young Europe IV Classroom Plays”]. Οι συγγραφείς τους καθοδηγούνταν καθ’ όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας των έργων τους από μέντορες δραματουργούς/συγγραφείς από διάφορες χώρες της Ευρώπης. Τα έργα αυτά, όλα 45λεπτα, παρουσιάστηκαν με motto τη φράση “The Young, The Bold: Break the Mould” [Νιάτα και τόλμη: Σπάστε το καλούπι], επιλογή πολύ σαφής και δηλωτική της όλης προβληματικής και των προθέσεων της φετινής διοργάνωσης.
Πέντε γυναίκες και τέσσερις άνδρες ήταν ο συγγραφικός απολογισμός του φεστιβάλ νέων δημιουργών. Στόχος, η ευαισθητοποίηση όλων, όπως είπαμε, γύρω από θέματα που επηρεάζουν τους νέους, την παιδεία τους, την ποιότητα της καθημερινότητάς τους, τις συναναστροφές τους, όπως η πνευματική υγεία, αισθήματα ντροπής, φόβου και αποκλεισμού, το μπούλινγκ, η διαφορετικότητα, τα περισσότερα από οποία ήταν ιδωμένα μέσα από το πρίσμα του παιχνιδιού της δύναμης. Ποιος έχει τη δύναμη και πώς την ασκεί, πού, γιατί; Με ποιο τρόπο λ.χ. ο σωματότυπος κάποιου επηρεάζει την πρόσβαση που μπορεί να έχει στα παίγνια της επιβολής και κυριαρχίας (ή υποταγής); Αυτή ακριβώς η αναζήτηση πιο πολύ των αιτιών παρά των συμπτωμάτων είχε ως αποτέλεσμα τα διάφορα θέματα που απασχολούσαν να αποκτήσουν περισσότερη και πιο ευανάγνωστη ορατότητα, με απώτερο στόχο την είσοδό τους σε έναν ευεργετικό διάλογο εντός της τάξης, όπου επικρατεί πλέον η ετερομορφία σε όλα τα επίπεδα, οπότε είναι πολύ σημαντικό οι εκπαιδευτικοί να είναι οπλισμένοι με εργαλεία και ύλη που να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα του μαθητικού πληθυσμού. Και έργα σαν και αυτά που είδαμε, πιο πολύ σε μορφή αναλογίων, προσφέρουν άφθονη ύλη και ερεθίσματα για άσκηση, στοχασμό και προβληματισμό. Δίνουν ιδέες για το πώς μπορεί ένας εκπαιδευτικός να επικοινωνήσει με αυτό το ποικίλο κοινό με τα διαφορετικά στάνταρ υποδοχής, καταβολών και ανοχής, να το φέρει πιο κοντά στη γνώση, μέσω του θεάτρου, πώς να συγκινήσει ή να εξάψει τη φαντασία ενός κοινού εν πολλοίς surprise proof, δηλαδή ενός κοινού που δεν ξαφνιάζεται εύκολα, ώστε κάποια στιγμή να καταλήξει η τάξη σε μια ευεργετική για όλους αντίληψη γύρω από έννοιες όπως φιλία, διάλογος, συνύπαρξη και, βεβαίως, έννοιες όπως «Ευρώπη»: σε Ποια Ευρώπη ζουν οι νέοι αυτοί; Ποια Ευρώπη θέλουν; Πώς τη φαντάζονται; Από πού προέρχονται και πώς φτάνουν ως την Ευρώπη των ονείρων τους; Και το κυριότερο, τι τους ενώνει με όλους τους «άλλους» και τι τους χωρίζει, προκειμένου να σφυρηλατηθεί ένα κοινό μέτωπο ετεροτήτων που να χαίρεται την πολιτιστική του ποικιλότητα αλλά και την ενότητα της Ηπείρου που ζουν.
Είναι πολύ σημαντικό μέσω καλών, προσεχτικά σταχυολογημένων θεατρικών επιλογών να μπαίνει στην τάξη ως οδηγός η δοκιμασμένη ποιότητα της σκέψης και της ευεργετικής θεατρικής δημιουργίας, απάντηση στο καταστροφικό και «βολικό» anything goes. Όχι, δεν μπορεί να «χωράνε όλα». Ποτέ δεν συνέβη αυτό. Πάνω από όλα ρυθμιστής πρέπει να είναι η ποιότητα σκέψης και δράσης, διαφορετικά δεν διδάσκουμε τους νέους αλλά τους καταστρέφουμε, στο όνομα ενός αδιευκρίνιστου, ακατανόητου δικαιωματισμού.
Κοντά στη δραματουργία της σύγκρουσης πρέπει να ακούγεται και η δραματουργία της έγνοιας, του «νοιάζομαι για τον άλλο». Αυτό σημαίνει υγιής δημοκρατία. Και αντιλαμβάνομαι γιατί το επόμενο πρότζεκτ του ευρωπαϊκού δικτύου ETC φέρει τον τίτλο «the dramaturgy of care». Ειπώθηκε ότι θα αντικαταστήσει τη δραματουργία της σύγκρουσης. Μα το ένα δεν αναιρεί το άλλο. Μέσα από τη σύγκρουση έχουμε δεκάδες έργα που αγκαλιάζουν τη δραματουργία του «caring», της έγνοιας. Η σύγκρουση είναι βασικό δομικό στοιχείο, ενώ η έγνοια ή η αδιαφορία που μπορεί κάποιος να προβάλει έχει να κάνει με τον τρόπο διαχείρισης των προσώπων και των σχέσεων που εμπλέκονται στη σύγκρουση. Όπως αντιλαμβάνομαι το νέο πρότζεκτ, στόχος του είναι να καλλιεργήσει πιο ειρηνικές και ευεργετικές σχέσεις ανάμεσα στις διαφορετικότητες που συνθέτουν όχι μόνο τους πληθυσμούς της Ευρώπης αλλά όλου του κόσμου.
Σημειώνω ως κάτι το ιδιαίτερο το γεγονός ότι οικονομικά όλοι οι συγγραφείς, για να φτάσουν να ολοκληρώσουν τη δουλειά τους, είχαν τύχει κρατικής επιχορήγησης, δηλαδή οι ίδιοι οι εκφραστές του Κανόνα άνοιξαν τις πόρτες τους σε μη κυρίαρχες φωνές ή κυρίαρχα θέματα ώστε να μπουν και να βοηθήσουν στη διεύρυνσή του παλιού «καλουπιού». Μια θετική κίνηση που μόνο ευεργετικά αποτελέσματα μπορεί να έχει, εφόσον φυσικά όλοι καταβάλουν την προσπάθεια που τους αναλογεί, ένθεν κακείθεν.
Δυο λόγια για ορισμένα από τα έργα
Όπως είπα, όλα τα έργα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ακούμπησαν στο θέμα της άσκησης δύναμης. Ποιος την ασκεί και πώς; Για παράδειγμα, η συγγραφέας Matin Soofipour Oman (από τη Γερμανία) στο έργο της «Room Rumours» βάζει ως βασικό θέμα έρευνας και θεατρικής αξιοποίησης τη γλώσσα, τη δύναμη που μπορεί να ασκήσει, ανάλογα με τον τρόπο που τη διαχειρίζεται κάποιος. Όπως η ίδια σημειώνει στο αναρτημένο πρόγραμμα του φεστιβάλ: «Εν αρχή ήταν η λέξη. Ποια λέξη; Ποιος αποφασίζει και ποιος τελικά μιλά τη λέξη; Σε μια τάξη η απάντηση είναι συνήθως απλή: ο δάσκαλος ανεβαίνει στην έδρα, η τάξη ακούει και μιλά όταν ερωτηθεί, και το πρόγραμμα καθορίζει τα θέματα. Στην πορεία, πολλές από τις σκέψεις και τις ερωτήσεις των μαθητών δεν ακούγονται».
Με αφετηρία αυτή τη θέση η συγγραφέας προτείνει ένα διαδραστικό παιχνίδι στην τάξη ώστε να ξεπεραστεί το πρόβλημα και το μονοπώλιο της αλήθειας. Πρόκειται για ένα θέμα και επίκαιρο και σύνθετο, θέμα «χωρίς σύνορα», καθότι αγγίζει όλα τα ακροατήρια, όλους τους πολυπολιτισμικούς λαούς, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης: πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια.
Και η Emel Aydoğdu (Γερμανία) στο «Surviving: The Substitute Lesson», εστιάζει στο ίδιο θέμα, και πώς η γλώσσα περίπου μας ορίζει το ποιοι είμαστε και πώς αυτά που δεν λέγονται μας ορίζουν πολύ περισσότερο από αυτά που λέγονται. Στη τάξη ακούγονται πολλές γλώσσες, γράφει στο έργο της. Στο βάθρο είναι ένας δάσκαλος ο οποίος σταδιακά βυθίζεται σε αυτό τον πολύχρωμο κόσμο και ανακαλύπτει νέες πτυχές του εαυτού του και κατά συνέπεια νέους τρόπους διδασκαλίας και ουσαστικής, γόνιμης επικοινωνίας.
To «What’s Up» από τη Σλοβακία (της Tereza Trusinová), ακουμπά σε ένα θέμα επίσης ευαίσθητο, της ψυχικής υγείας και τις δυσκολίες που συναντά ένα νέος να μοιραστεί το θέμα αυτό με την παρέα του. Σε ένα άλλο έργο, το «Little STARS» (Jaka Smerkolj Smoneti) από τη Σλοβενία, το βάρος πέφτει στην ενδοσχολική βία, στο μπούλινγκ και στη σεξουαλική ταυτότητα. Νέοι άνθρωποι παγιδευμένοι ανάμεσα στις προσδοκίες που έχουν οι άλλοι γι’ αυτούς και τις πραγματικές επιθυμίες που έχουν οι ίδιοι. Όπως σημειώνεται στο πρόγραμμα, το έργο δεν δραματοποιεί την ίδια τη βία αλλά αναζητά τις αιτίες της βίας, το αίσθημα της αδυναμίας, όπως αναζητά εικόνες που αφορούν το σώμα, τη σεξουαλική ταυτότητα, την κοινωνική πίεση και άλλα παρόμοια θέματα.
Ένα έργο από την Κύπρο το «Fat» (της Ζωής Αποστολίδου), επίσης εστιάζει στο μπούλινγκ, με αφορμή την παχυσαρκία, με ήρωα τον Φροίξο, ένα μαθητή γυμνασίου ο οποίος ένεκα της εμφάνισής του νιώθει αποκλεισμένος από φίλους αλλά και από την οικογένειά του, και κυρίως τη μητέρα του που συνεχώς τον πιέζει να χάσει βάρος. Τι πρέπει να κάνει για να ενταχθεί στα φυσιολογικά παιδιά; Η αποδοχή τελικά του ποιος είναι και πώς φαίνεται του φέρνουν την ποθούμενη εσωτερική ηρεμία.
Από τη Μάλτα το «Gutz», έργο για εφήβους, επικεντρώνεται στη σεξουαλική ζωή ενός μαθητή ο οποίος, παρ’ όλο που αποφοίτησε, εξακουλουθεί να επιστρέφει κρυφά στο ίδιο το σχολείο. Σε στιγμές αυτο-κριτικής και αυτο-ανάλυσης διερωτάται γιατί όσο ήταν μαθητής δεν είπε αυτά που πραγματικά αισθανόταν για τον James. Γιατί τα κρατούσε για τον εαυτό του. Ένα έργο που διερευνά τις σχέσεις των νέων με τη δύναμη, τη ντροπή και την πράξη αντίστασης σε όλα αυτά.
Το «Hassan and Moses», (του Tomer Pawlicki) από την Ολλανδία, αγγίζει ένα πολιτικό θέμα. Πρωταγωνιστές δύο φίλοι, συμμαθητές, ο Χασάν είναι Μoυσουλμάνος και ο Μόουζες Εβραίος. Έχουν μια κοινή εκπομπή Tik Tok με πολλούς ακολούθους. Μέχρι που ξεσπάει ο πόλεμος με τους Παλαιστίνιους, οπότε αρχίζουν τα προβλήματα. Ο κόσμος που τους ακολουθεί απαιτεί να πάρουν θέση. Θα το κάνουν? Και με τι τίμημα?
Από τη σύμπραξη Λευκορωσίας και Μεγάλης Βρετανίας θα προκύψει το «Lucky» της Olga Vοronkova, το οποίο φέρνει για συζήτηση ένα άλλο τεράστιο θέμα, το προσφυγικό, με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ανάμεσα στα θύματά του είναι και πολλά παιδιά, τα οποία καλούνται να πληρώσουν ένα μεγάλο τίμημα για κάτι που δεν προκάλεσαν. Και το ερώτημα που θέτει το έργο είναι: Πώς πρέπει να τα αντιμετωπίσει μια κοινωνία; Πώς διαχειρίζονται το τραύμα του πολέμου? Μπορεί ένα παιδί πραγματικά να αρχίσει μια νέα ζωή, έχοντας χάσει τα πάντα; Οι κοινωνίες έχουν προγράμματα στήριξης ώσε να βοηθήσουν αυτά τα παιδιά να απαλλαγούν από το τραύμα του πολέμου και τα φοβερά συμπτώματα αυτής της εμπειρίας;
Γενικό σχόλιο
Γενικά όλα τα έργα (Classroom Plays) είχαν μια κοινή και καθαρά διατυπωμένη καθαρά στον τίτλο στόχευση: «Promoting Non-Dominant Voices Through Theatre”: την προβολή μη κυρίαρχων φωνών μέσω θεάτρου. Θεματική με ικανό εύρος ώστε να φιλοξενήσει ό,τι προβληματίζει τους νέους σήμερα: ταυτότητα, μπούλινγκ, βία, συντροφικότητα, σεξουαλικότητα, προσφυγικό, εξοστρακισμός, συμμετοχικότητα. Εδώ δεν κρίνεται η αρτιότητα της παρουσίασής τους, γιατί δεν είχαμε κάποια ολοκληρωμένη, επαγγελματική παράσταση. Πιο πολύ υποδεχτήκαμε works-in-progress, διαδραστικές αναγνώσεις έργων και παράλληλα ιδέες που αφορούν τρόπους αντιμετώπισης των προβλημάτων που εγείρουν. Και από αυτή την άποψη όλα τα classroom workshops λειτούργησαν πολύ καλά και ευεργετικά.
Ακολουθώντας εν πολλοίς την ποιητική του συμμετοχικού θεάτρου αλλά και του μεταδράματος, όπως και του αλά Μπρεχτ επικού θεάτρου, οι νέοι συγγραφείς της Ευρώπης του αύριο αναζήτησαν ατραπούς που να οδηγούν πέρα από τα στερεότυπα, τα δίπολα, τις τιμωρητικές και αποκλειστικές ντιρεκτίβες και τα κλειστά συμπεράσματα. Μίλησαν για την ανάγκη της υπέρβασης, ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις μιας, ας την ονομάσουμε με θεωρητικούς όρους, «τρίτης ζώνης», όπου θα διευκολύνεται η άμβλυνση των διαφορών, η κατανόηση, η έγνοια. Όπως είπαν και όλοι οι ομιλητές των πάνελ στις συζητήσεις που ακολούθησαν, στόχος είναι η προετοιμασία του δρόμου που οδηγεί στη νέα γενιά. Η ενθάρρυνση των διασυνδέσεων, της πολυγλωσσίας, η καλλιέργεια ενός νέου κοινού πιο δεκτικού στις αλλαγές που γίνονται, η ενίσχυση του διαπολιτισμικού διαλόγου, του συλλογικού και κοινοτικού αισθήματος, της αλληλεγγύης, πράγματα που σαφώς αρχίζουν μέσα στην τάξη, μια τάξη που χαρακτηρίζεται από πολλές γλώσσες, πολλές θρησκείες, πολλά χρώματα. Και αυτή η τάξη απαιτεί και μια ποικιλότητα στις ιστορίες που αφηγείται και διδάσκει. Δηλαδή, απαιτεί διεύρυνση του storyscape, ώστε όλοι να αισθάνονται ότι ανήκουν, να νιώθουν «σαν στο σπίτι τους».
Δουλεύοντας με νέα παιδιά ο δάσκαλος της «Νέας Ευρώπης» μαθαίνει και αυτός να είναι δεκτικός, να νοιάζεται, να είναι ευρηματικός υπομονετικός, συμπεριληπτικός, αληθινός, διαθέσιμος, να ακούει όλες τις ιστορίες, γιατί όλες κρύβουν τις δικές τους μικρές αλήθειες. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον και ο μαθητής, από τη μεριά του, μαθαίνει σιγά σιγά να νοιάζεται, όπως και ο δάσκαλος, να ακούει, γιατί το να ακούει είναι μορφή δράσης: μαθαίνει ακούγοντας. Μέσα σε μια τέτοια τάξη ο μαθητής μαθαίνει να είναι γενναίος, εξωστρεφής.
Όπως πιστεύει το ETC, τέτοια έργα περίπου βοηθούν στη διαμόρφωση του πεδίου της «Ευρωπαϊκής Υπόσχεσης»
(κάτι αντίστοιχο με το «Αμερικανικό όνειρο»). Δημοκρατία, ευημερία, ισότητα, ανθρώπινα δικαιώματα.
Η νέα γενιά πρέπει να αρχίζει να ζει και όχι απλώς να επιβιώνει. Αυτό ήταν και το συμπέρασμα όλων των ομιλιών στα διάφορα πάνελ, όπως και το συμπέρασμα που αποκόμισα από τις πολύ ενδιαφέρουσες συναντήσεις που είχα με τη Heidi Wiley, Executive Director (ETC) και τον Christy Romer, communication manager, δύο πολύ καλοί γνώστες του χώρου που διευθύνουν. Οι απόψεις τους με βοήθησαν να δω σε βάθος τα συστατικά και τις μεθόδους αυτού του σημαντικού εγχειρήματος, που προετοιμάζει το έδαφος για το ευρωπαϊκο θέατρο που έρχεται.
Υστερόγραφο
Να σημειώσω ότι το Εθνικό Θέατρο της Nova Gorica, το οποίο στεγάζεται σε ένα πολύ ωραίο κτίριο, το μοναδικό καινούργιο θέατρο που κτίστηκε στη Σλοβενία τα τελευταία πενήντα χρόνια, συμμετείχε στις δράσεις του ETC με τέσσερις παραγωγές του, ανάμεσα στις οποίες και το «The Best European Show» που έγραψαν οι Marko Bratuš και Haris Pašović και σκηνοθέτησε ο Haris Pašović, με τη συμμετοχή πέντε χωρών-μελών του ETC, και με ηθοποιούς από τις πέντε αυτές χώρες.
H ιδέα προέκυψε στο Φεστιβάλ του Maribor, όπου συναντήθηκαν δύο από τους κριτές, ο Norbert Rakowski, καλλιτεχνικός διευθυντής του JK Opole Theatre (Πολωνία) και ο Βόσνιος σκηνοθέτης Haris Pašević. Σκέφτηκαν να ετοιμάσουν μια πολυεθνική περφόρμανς, όπου η βασική της ιδέα θα αφορούσε ένα ευρωπαϊκό πάνελ κριτών που καλείται να επιλέξει τους νικητές του τελευταίου θεατρικού φεστιβάλ πριν το θέατρο παραδοθεί πλήρως στην ψηφιοποίηση και εξαφανιστεί. Αυτή την επιτροπή θα την αποτελούν ένας κριτικός, ένας αξιωματούχος της κυβέρνησης, ένας θεατρικός μάνατζερ, και ένας συγγραφέας. Και αυτό γίνεται, αλλά με τρόπο καταστροφικό. Οι εδικοί, όλοι ισχυρογνώμονες, με αμετακίνητες απόψεις περί καλού και κακού θεάτρου, κυριολεκτικά απαξιώνουν κάθε περφόρμανς στις αξιολογήσεις τους.
Η ιδέα της περφόρμανς ήταν αρκετά ενδιαφέρουσα, όχι όμως και η σκηνική της υλοποίηση. Το δραματουργικό δέσιμο των διάσπαρτων επεισοδίων αποδείχτηκε αδύναμο. Δεν υπήρχε ειρμός, ο θεατής δύσκολα ακολουθούσε, με αποτέλεσμα να χάνεται και το σατιρικό ύφος των επεισοδίων (βασικό συστατικό της ιδέας). Γενικά πιο πολύ επικρατούσαν φωνές στη σκηνή παρά έργο με καθαρούς στόχους. Αντίθετα, χάρηκα τη σαιξπηρική κωμωδία Πολλή κακό για το τίποτα [Much
Ado
Abot
Nothing].
Παράσταση εύφορη, ευφυής, χυμώδης, καλοπαιγμένη, έξυπνα σκηνοθετημένη, με αίσθηση του ρυθμού, του χιούμορ, της κωμικής ατάκας. Πολύ απλά: ευφρόσυνη, απολαυστική. Τη σκηνοθέτησε με ευρηματικότητα η Ivana Djilas, γνωστή για την ενασχόλησή της με το μουσικό θέατρο, ένα στοιχείο που φάνηκε έντονα και με επιτυχία στην παράσταση αυτή.
Συμπέρασμα
Ήταν γενικά μια πλούσια φεστιβαλική συνάντηση, που άγγιξε θέματα που αφορούν άμεσα το μέλλον του θεάτρου. Μια συνάντηση που έδειξε ότι έχει επίγνωση των δυσκολιών και των ιδιαιτεροτήτων της εποχής, καθώς επίσης και του επείγοντος της κατάστασης, γι’ αυτό και επιδίωξε να είναι σαφής και ως προς τις προτάσεις και ως προς τη δυνατότητα υλοποίησής τους. Ως εκπαιδευτικός, ο ίδιος, κέρδισα πολλά παρακολουθώντας τα έργα στο φεστιβάλ των νέων συγγραφέων, γιατί ακριβώς είχαν μια καθαρότητα στους στόχους και τα θέματά τους.