Χάρτης 65 - ΜΑΪΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-65/kinhmatografos/ntatas-o-anthropos-mnimi
Ο παρουσιαστής ενός λονδρέζικου μιούζικ χολ ανακοινώνει το επόμενο νούμερο του προγράμματος: «Κυρίες και κύριοι, με την ευγενική άδειά σας, έχω την τιμή να σας παρουσιάσω έναν από τους πιο αξιοθαύμαστους ανθρώπους στον κόσμο, τον Μίστερ Μέμορι». Η σκηνή είναι από τα «39 σκαλοπάτια», το κλασικό θρίλερ του Άλφρεντ Χίτσκοκ, που ανήκει στις ταινίες της αγγλικής, πρώτης περιόδου στη φιλμογραφία του. Σε αυτή την ταινία εισήγαγε, μια και μοναδική φορά, το χαρακτήρα που ανήγγειλε ο παρουσιαστής. Κάποιο υπαρκτό πρόσωπο, που βασιζόταν σε μια μακρινή ανάμνηση του σκηνοθέτη.
Τα «39 σκαλοπάτια» (1935) που άνοιξαν το δρόμο για δύο ριμέικ (1959, 1978), υπήρξαν, σύμφωνα με δήλωση του Χίτσκοκ, μια από τις αγαπημένες του ταινίες. Γνώρισε μεγάλη καλλιτεχνική και εισπρακτική επιτυχία, τόσο στην Αγγλία όσο και στις ΗΠΑ, αποτελώντας διαβατήριο για μια κατοπινή, λαμπρή καριέρα στο Χόλιγουντ. Όταν η ταινία έκανε πρεμιέρα στο φημισμένο κινηματοθέατρο Roxy της Νέας Υόρκης, οι New York Times την υποδέχθηκαν με τα ακόλουθα λόγια: «Ο μετρ του σοκ και του σασπένς, του ψυχρού τρόμου και του πονηρά παράλογου πνεύματος, χρησιμοποιεί την κάμερα όπως ένας ζωγράφος το πινέλο του, στυλιζάροντας την ιστορία του και προσθέτοντας αξίες τις οποίες δύσκολα θα μπορούσε να υποψιαστεί ο σεναριογράφος».
Το ασπρόμαυρο θρίλερ του Χίτσκοκ βασίστηκε στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Σκοτσέζου συγγραφέα Τζον Μπιούκαν, που είχε κυκλοφορήσει 20 χρόνια νωρίτερα. Ήταν το πρώτο από πέντε μυθιστορήματα μιας σειράς, με έναν ήρωα που είχε το ταλέντο να βγάζει τον εαυτό του από δύσκολες καταστάσεις. Η ταινία είχε αρκετές διαφορές σε σχέση με το πρωτότυπο. Στο μυθιστόρημα, η δράση τοποθετείται παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Στην ταινία, παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Στο μυθιστόρημα, ο πρωταγωνιστής και αφηγητής της ιστορίας, Ρίτσαρντ Χάνεϊ, φτάνει στο Λονδίνο από τη Ροδεσία στις αρχές του 1914, έχοντας κάνει περιουσία ως μηχανικός ορυχείων. Η βαρετή ζωή της πόλης τον οδηγεί στην απόφαση να εγκαταλείψει οριστικά την Αγγλία, όταν ένας πανικόβλητος γείτονας χτυπά την πόρτα του διαμερίσματός του ισχυριζόμενος ότι έχει ανακαλύψει μια φοβερή συνομωσία. Στην ταινία, ο Ρίτσαρντ Χάνεϊ (Ρόμπερτ Ντόνατ) ζει μια ήρεμη ζωή στο Λονδίνο του Μεσοπολέμου, μέχρι την τυχαία εμπλοκή του σε μια ιστορία και τη συνακόλουθη ανακάλυψη μιας οργάνωσης ξένων κατασκόπων, που επιδιώκουν να κλέψουν τα σχέδια κατασκευής ενός νέου μαχητικού αεροπλάνου. Ένα ακόμα στοιχείο που διαφοροποιεί το πρωτότυπο από την ταινία είναι ότι στο μυθιστόρημα οι ξένοι δεν είναι κατάσκοποι, αλλά αναρχικοί που επιδιώκουν τη δολοφονία ενός Έλληνα πρωθυπουργού, του Κωνσταντίνου Καρολίδη, κατά τη διάρκεια μιας επίσημης επίσκεψής του στο Λονδίνο.
Ακόμα και ο τίτλος έχει διαφορετική σημασία. Στο μυθιστόρημα είναι τα 39 σκαλοπάτια που οδηγούν σε ένα απομονωμένο όρμο απ’ όπου σκοπεύουν να διαφύγουν οι αναρχικοί. Στην ταινία αποτελεί την κωδική ονομασία της ομάδας των κατασκόπων, που έχουν ως σύνδεσμο τον «Μίστερ Μέμορι»: τον Άνθρωπο-Μνήμη που, με βιτρίνα το επάγγελμά του, δίνει συγκαλυμμένα τις πληροφορίες που χρειάζονται οι κατάσκοποι. Ο Μίστερ Μέμορι είναι αυτός που σηματοδοτεί με την παρουσία του, τόσο την έναρξη, όσο και το δραματικό φινάλε της ταινίας. Στην πρώτη σκηνή, ψυχαγωγεί το κοινό του ιστορικού μιούζικ χολ Παλάντιουμ, απαντώντας σωστά στις ετερόκλητες ερωτήσεις. Μέχρι την στιγμή που ακούγονται πυροβολισμοί, και η παράσταση διακόπτεται εν μέσω πανικού. Με πυροβολισμούς επίσης, κορυφώνεται το θρίλερ στο φινάλε της ταινίας. Στο ίδιο μιούζικ χολ και με τον Ρίτσαρντ Χάνεϊ ανάμεσα στο κοινό, αποφασισμένο να αποκαλύψει τη συνομωσία. «Ποιος κέρδισε το Κύπελλο το 1926;», ρωτά τον Μίστερ Μέμορι ένας θεατής. Η απάντηση είναι άμεση και προκαλεί το γέλιο των υπολοίπων: «Κύπελλο; Στο ποδόσφαιρο ή στο τσάι αναφέρεστε, κύριε;». Και όταν κάποιος άλλος θεατής επιμένει στα ποδοσφαιρικά («Πότε το κέρδισε η Τσέλσι;»), εισπράττει την απάντηση: «Το 63 προ Χριστού, επί αυτοκρατορίας Νέρωνα».
Τα γέλια, ωστόσο, παγώνουν και το σασπένς δια χειρός Χίτσκοκ κορυφώνεται, όταν ο ήρωας της ταινίας ξεσκεπάζει τη συνομωσία εκμεταλλευόμενος τον οίστρο και την ταχύτητα με την οποία απαντά ο επί σκηνής παντογνώστης. «Πόσο απέχει το Γουίνιπεγκ από το Μόντρεαλ;», τον ρωτά. «Να και ένας κύριος από τον Καναδά. Καλώς ήλθατε, κύριε» του απαντά εκείνος, συνεχίζοντας απτόητος: «Το Γουίνιπεγκ είναι η τρίτη πόλη του Καναδά και πρωτεύουσα της επαρχίας Μανιτόμπα. Η απόσταση από το Μόντρεαλ είναι ακριβώς 1.424 μίλια». Πριν προλάβει να δρέψει τις δάφνες μιας ακόμα σωστής απάντησης, δέχεται άμεσα την καίρια ερώτηση: «Τι είναι τα 39 σκαλοπάτια;». Με κεκτημένη ταχύτητα, ο Μίστερ Μέμορι φανερώνει το μυστικό: «Τα 39 σκαλοπάτια είναι μια οργάνωση κατασκόπων που συλλέγουν πληροφορίες για λογαριασμό του Υπουργείου Εξωτερικών της…». Ξαφνικά, ακούγεται ένας πυροβολισμός και σωριάζεται στην σκηνή χτυπημένος από τον αρχηγό των κατασκόπων. Πριν ξεψυχήσει αποκαλύπτει τις πληροφορίες που είχε αποθηκεύσει στον εγκέφαλό του σχετικά με την κατασκευή ενός αεροπλάνου με σιωπηλό κινητήρα. «Χαίρομαι που βγήκε από το μυαλό μου», είναι τα τελευταία του λόγια.
Ίσως έχει σημειολογικό ενδιαφέρον το γεγονός ότι η αμέσως προηγούμενη ταινία του Άλφρεντ Χίτσκοκ προανήγγειλε, κατά κάποιο τρόπο, στον τίτλο της την έλευση του Μίστερ Μέμορι. Ήταν «Ο άνθρωπος που ήξερε πολλά» (1934), η πρώτη διεθνής καλλιτεχνική και εισπρακτική επιτυχία του Χίτσκοκ, πριν το επαναλάβει με τα «39 σκαλοπάτια». Στα «39 σκαλοπάτια» αναγράφεται, εξαρχής, ότι όλα τα πρόσωπα του έργου είναι φανταστικά. Το κείμενο, εντούτοις, έπρεπε να προτάξει τη λέξη «σχεδόν». Ο Μίστερ Μέμορι αποτελεί προσθήκη του Χίτσκοκ στην ιστορία και βασίστηκε σε μια προσωπική ανάμνηση κάποιου υπαρκτού προσώπου. Πρόκειται για τον Γουίλιαμ Τζέιμς Μποτλ (1875–1956), που φέρεται να μην μπορούσε να διαβάζει και να γράφει μέχρι την ενηλικίωση. Προικισμένος με μια εξαιρετική ικανότητα να θυμάται πρόσωπα, γεγονότα και αριθμούς, έκανε μια μακρά και επιτυχημένη καριέρα στα μιούζικ χολ της Ευρώπης και της Αμερικής, ισχυριζόμενος ότι μπορούσε να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση. Έγινε γνωστός ως «Datas, The Memory Man», διαφημίζοντας με αυτό το προσωνύμιο τον τεράστιο όγκο των δεδομένων που ήταν αποθηκευμένα στη μνήμη του. Ο Μποτλ συνδύαζε την εκπληκτική ικανότητα να ανακαλεί γεγονότα και παντός τύπου πληροφορίες, με το χιούμορ με το οποίο καρύκευε τις απαντήσεις του (στοιχείο απαραίτητο για να αντιμετωπίζει τους ταραξίες ανάμεσα στο κοινό). Η κινηματογραφική απόδοση αποτυπώνει μερικά από αυτά. «Πόσο χρονών είναι η Μέι Γουέστ», ρωτάει ένας θεατής, αναφερόμενος στη μεγάλη σταρ του Χόλιγουντ στα χρόνια του Μεσοπολέμου. «Ξέρω κύριε, αλλά ποτέ δεν λέω την ηλικία μιας γυναίκας» είναι η απάντηση του ετοιμόλογου παντογνώστη, κερδίζοντας το χειροκρότημα του κοινού (για την ιστορία, η Μέι Γουέστ ήταν 42 ετών όταν γυρίστηκε η ταινία).
Η εμφάνιση του ηθοποιού Γουάιλι Γουάτσον στο ρόλο του Μίστερ Μέμορι, έχει κάτι περισσότερο από μια παροδική ομοιότητα με τον Γουίλιαμ Μποτλ/Ντάτας. Μια ερώτηση μάλιστα, που του θέτει κάποιος θεατής, συνδέεται, κατά κάποιο τρόπο, με τον «αρχέτυπο» Γουίλιαμ Μποτλ. Η ερώτηση «Πότε κρεμάστηκε ο Κρίπεν;» αναφέρεται στον Χάρβεϊ Κρίπεν, πιο γνωστό ως Δόκτορα Κρίπεν, που απαγχονίστηκε στη φυλακή Πέντονβιλ του Λονδίνου για τη δολοφονία της συζύγου του. Η υπόθεση είχε συνταράξει την κοινή γνώμη και συζητιόταν για χρόνια. Ο Ντάτας είχε αναφερθεί πολλές φορές στη συνάντησή του με τον Χάρβεϊ Κρίπεν και τη σύζυγο (και μελλοντικό θύμα του), Κόρα, η οποία ήταν τραγουδίστρια του μιούζικ χολ. Αργότερα, ο Μποτλ συνάντησε το δήμιο του Κρίπεν, ο οποίος του διηγήθηκε τις λεπτομέρειες του απαγχονισμού. Οι πληροφορίες προστέθηκαν στη δεξαμενή της μνήμης του, για πιθανή μελλοντική ερώτηση που θα δεχόταν ως Ντάτας. Ουδέποτε ρωτήθηκε και έτσι δεν χρειάστηκε να απαντήσει επ’ αυτού, αν και γνώριζε όλα τα στοιχεία. Θα ήταν, εντούτοις, απαραίτητα στον κινηματογραφικό του ομόλογο, που σε αυτό το σημείο δεν δικαιολογεί τον τίτλο του παντογνώστη: Η ερώτηση «Πότε κρεμάστηκε ο Κρίπεν;» μένει αναπάντητη από τον Μίστερ Μέμορι.
Ο Ντάτας υπήρξε συγγραφέας του εγχειρίδιου Μια απλή μέθοδος άσκησης της μνήμης (Λονδίνο, 1910), καθώς και του αυτοβιογραφικού βιβλίου Ντάτας: Ο Άνθρωπος-Μνήμη (Λονδίνο, 1932), που συνοδευόταν από διάφορες εικονογραφήσεις και φωτογραφίες. Στην παιδική του ηλικία, ο Χίτσκοκ είχε παρακολουθήσει μια παράσταση και διατήρησε ανεξίτηλες εντυπώσεις από τις επιδόσεις του. Η κυκλοφορία του αυτοβιογραφικού βιβλίου του Ντάτας, δύο χρόνια πριν ξεκινήσει τα γυρίσματα της δικής του ταινίας, παρείχε στον Χίτσκοκ πλούσιο υλικό για να πλάσει το χαρακτήρα που απουσιάζει από τις σελίδες του μυθιστορήματος. Σε ένα βιβλίο του Φρανσουά Τριφό σχετικά με τον Άλφρεντ Χίτσκοκ (Le cinema selon Alfred Hitchcock, 1966), που βασίζεται σε ένα διάλογο των δύο σκηνοθετών (όταν πέρασαν μια εβδομάδα σε ένα γραφείο στα στούντιο της Universal μιλώντας για ταινίες), ο Χίτσκοκ είχε αναφερθεί σε αυτό το χαρακτήρα: «Ο Άνθρωπος-Μνήμη βασίζεται σε μια αληθινή προσωπικότητα των μιούζικ χολ, που ονομαζόταν Ντάτας και τον είχα δει, ως παιδί, σε μια παράσταση στο Λονδίνο. Το κοινό του έκανε διάφορες ερωτήσεις, όπως “Ποια μέρα βυθίστηκε ο Τιτανικός” και εκείνος έδινε τις σωστές απαντήσεις. Στην ταινία μου, η όλη ιδέα είναι ότι ο άνθρωπος αυτός είναι καταδικασμένος από την αίσθηση του καθήκοντός του. Ο Άνθρωπος-Μνήμη γνωρίζει τι είναι τα 39 σκαλοπάτια και όταν του θέτουν την ερώτηση, αναγκάζεται να δώσει την απάντηση». Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ εξέφρασε παρόμοια συναισθήματα για αυτό το χαρακτήρα στη βιογράφο του, Σάρλοτ Τσάντλερ: «Βρήκα ενδιαφέροντα τον εξαναγκασμό του Ανθρώπου-Μνήμη να απαντήσει. Βλέπετε, δεν ήταν ούτε μάγος, ούτε ιδιοφυία. Η μνήμη του διέθετε αυτή την ιδιαίτερη ικανότητα, διαφορετικά, θα ήταν ένα συνηθισμένο άτομο. Όμως, η περηφάνειά του για αυτή την ικανότητα, τον έκανε θύμα. Δεν μπορούσε να μην την επιδείξει, ακόμα και με τίμημα τη ζωή του».
Σε αντίθεση με τον κινηματογραφικό χαρακτήρα, ο Ντάτας δεν είχε την παραμικρή σχέση με παιχνίδια κατασκόπων. Στη διάρκεια κάθε παράστασης μπορούσε να απαντήσει σε περισσότερες από 50 ερωτήσεις. Ο ίδιος, υποστήριζε ότι είχε ένα ρεπερτόριο 10.000 απαντήσεων για κάθε πιθανό και απίθανο θέμα. Τα ερωτήματα που του έθετε το κοινό ήταν ετερόκλητα. Κάποια από αυτά, τα μνημονεύει στην αυτοβιογραφία του: Πότε εφευρέθηκαν τα ημίψηλα καπέλα; Πότε η Τράπεζα της Γλασκόβης διέκοψε τις πληρωμές της; Ποια είναι η τρέχουσα τιμή για τις φράουλες; Πότε κτίστηκε αστεροσκοπείο στην οροφή του καθεδρικού ναού του Αγίου Παύλου; Σιγά-σιγά, ο Ντάτας έμαθε να διασκεδάζει τους θεατές, αντί απλώς να τους καταπλήσσει με τις γνώσεις του. Ήταν ικανός να προκαλεί το γέλιο σε ερωτήσεις όπως «Πότε πέταξε η τιμή του βοδινού στα ύψη;» με απαντήσεις του τύπου «Όταν η αγελάδα πήδηξε στο φεγγάρι».
Ο Άνθρωπος-Μνήμη αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης από κάποιους επιστήμονες της εποχής του, οι οποίοι, κατόπιν εξέτασης, χαρακτήρισαν τον εγκέφαλό του «βαρύτερο» από οποιονδήποτε άλλο είχαν μελετήσει μέχρι τότε. Του πρότειναν, μάλιστα, να αγοράσουν τον εγκέφαλο μετά το θάνατό του. Η πρωτοφανής συμφωνία απασχόλησε το βρετανικό τύπο, με τη δημοσίευση της ακόλουθης είδησης: «Ο Ουίλιαμ Μποτλ, γνωστός και ως “Ντάτας, ο Άνθρωπος-Μνήμη”, που ζει στο Μπρίξτον Χιλ, πούλησε τον εγκέφαλό του για 1.000 λίρες στο Νοσοκομείο του Βασιλικού Κολεγίου του Λονδίνου, με ένα τάφο και ένα δρύινο φέρετρο, επιπροσθέτως, ως δώρο υπογραφής. Τα χρήματα προσφέρθηκαν από μια ανώνυμη ομάδα ιατρών, που επιθυμούν να εξετάσουν και να αναλύσουν τον εγκέφαλό του, για να δουν αν θα μπορέσουν να βρουν κάποια εξήγηση για την εξαιρετική μνήμη του». Αποδείχθηκε μια προσοδοφόρα συμφωνία, καθώς, χρόνια αργότερα, ο Γουίλιαμ Μποτλ έγραψε, αστειευόμενος, στην αυτοβιογραφία του ότι δεν χρειάστηκε να εκπληρώσει την υποχρέωση, αφού εκείνος συνέχισε να ζει, ενώ οι γιατροί με τους οποίους έκανε την σχετική συμφωνία, είχαν ήδη αποδημήσει εις Κύριον.
Το πρωτότυπο τρέιλερ της ταινίας: